.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ – BORIS MURAVIEV


Α)ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ
Αν αναχθούμε στη ρίζα του όρου, βλέπουμε ότι με τη λέξη σύμβολο οι αρχαίοι Έλληνες εννοούσαν τις λέξεις και τα σημεία αναγνωρίσεως των μεμυημένων στα μυστήρια της Δήμητρας, της Κυβέλης και του Μίθρα. Με το ίδιο πνεύμα και ο Χριστιανισμός εφάρμοσε την έννοια του Συμβόλου στο Σύμβολο της Πίστεως και στις τρεις παραλλαγές του στο Σύμβολο των Αποστόλων (Β' αιών), στο Σύμβολο της Νίκαιας (325), που εγκαθιστά το ομοούσιον της φύσεως του Πατρός και του Υιού και στο συμπληρωματικό σύμβολο του 380, που καθόρισε τη φύση του Αγίου Πνεύματος.
Από τον περασμένο αιώνα, η λέξη σύμβολο τείνει να πάρει όλο και πλατύτερη σημασία και χάνει προοδευτικά την πρωταρχική ελληνική ή χριστιανική της έννοια. Έτσι στη νεώτερη φιλολογία, ο Συμβολισμός εμφανίζεται σαν αντίδραση στην καθαρά αναπαραστατική τέχνη της Σχολής του Παρνασσού. Το σύμβολο εκεί έχει συλληφθή σαν έκφραση της εσωτερικής σχέσεως μεταξύ δύο αντικειμένων. Εκείνο που ανήκει στο φυσικό κόσμο θεωρείται, ότι υπενθυμίζει εκείνο που έχει εκφραστή στον ηθικό κόσμο και ότι φθάνει τις βαθύτερες πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Γι' αυτό και παρέλαβαν την ποίηση των συμβολιστών με τη μουσική που ο ρυθμός και οι ήχοι της προκαλούν συναισθήματα και συγκινήσεις μη αναλυόμενα.
Είναι ωστόσο σαφές ότι με αυτή την αντίληψη, το σύμβολο νοείται σαν σημείο δημιουργημένο από τον άνθρωπο με σκοπό να διευκολύνει την επικοινωνία των ιδεών, των εννοιών, των εναντιώσεων, των μηνυμάτων του, όλων εκείνων δηλαδή που τοποθετούνται στο ανθρώπινο πεδίο, όσο εκλεπτυσμένα κι αν είναι. Η αντίληψη αυτή αφήνει απεριόριστη ελευθερία στο θέμα της δημιουργίας και της ερμηνείας ατομικών συμβόλων.
Άρα, μια τέτοια δημιουργία δεν είναι παρά το γεγονός της ανθρώπινης υποανάπτυκτης και μη ισορροπημένης ανθρώπινης Προσωπικότητας, και τα σύμβολα αυτού του τύπου, καθώς και το είδος του συμβολισμού που γεννούν, δεν έχουν παρά πολύ σχετική αξία. Η παραδοχή τους από στενώτερους ή ευρύτερους κύκλους ανθρώπων του ίδιου πολιτισμού, οφείλεται σε κάποια ομοιομορφία κατά την παραμόρφωση της προσωπικότητάς του, που αποτελεί αντανάκλαση της αντίστοιχης ομοιομορφίας που παράγεται από την αγωγή και την παιδεία. Το ίδιο συχνά συμβαίνει με την υπνωτική επίδραση της Μόδας. Είναι μια παραμόρφωση ηθελημένη από τις αδύναμες φύσεις που θέλουν να περάσουν για ισχυρές – και πηγάζει από το φόβο τους μήπως θεωρηθούν ξεπερασμένες. Ο φόβος αυτός γίνεται έμμονη ιδέα και δημιουργεί κάθε είδους «πρωτοπορειακότητα» στην τέχνη όπως και αλλού.
Από εσωτερική όμως σκοπιά, τα Σύμβολα είναι πάντοτε εξ Αποκαλύψεως, και η βαθύτερη έννοιά τους, επειδή είναι ακριβής δεν μπορεί να υποστεί καμμία ελεύθερη ερμηνεία, αφού τα Σύμβολα εκφράζουν με ανθρώπινα λόγια, με σχήματα ή με έργα τέχνης, αντικειμενικές αλήθειες που έχουν συλληφθή μέσα σε υψηλότερη κατάσταση συνειδήσεως. Κάποιο λοιπόν εσωτερικά αναγνωρισμένο σύμβολο, μπορεί να γίνει μερικά ή ολικά κατανοητό, ανάλογα με το συνειδησιακό επίπεδο εκείνου που προσπαθεί να εισδύσει στο νόημά του. Αλλά με οποιοδήποτε βαθμό συνειδήσεως και αν συλληφθή το γενικό νόημά του δεν θα αλλάξει αλλά θα παραμείνει το ίδιο όποιος κι αν είναι ο βαθμός κατανοήσεως και δεν θα εκτεθή σε καμμία ελεύθερη ερμηνεία. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλοιώς, διότι τα αποκαλυμμένα σύμβολα εισάγουν σε έναν κόσμο τοποθετημένο πέρα από τον απλό υποκειμενισμό διεπόμενο από τις αντικειμενικά έγκυρες ιδέες και τις έννοιες, τις οποίες εκφράζουν τα σύμβολα.
Με άλλα λόγια, τα σύμβολα είναι μηνύματα μεταβιβαζόμενα όχι από άνθρωπο σε άνθρωπο, όπως συνέβαινε στην περίπτωση των σχολών των συμβολιστών του 19ου και του 20ου αιώνα, αλλά από τον ανώτερο κόσμο προς τον δικό μας κόσμο για να χρησιμοποιηθούν από τους αναζητητές της Αλήθειας. Κάθε εσωτερικά έγκυρο σύμβολο περικλείει συνεπώς ένα σύνολο πραγματικών πληροφοριών – Γνώσεως – που αναφέρονται σε ορισμένες όψεις, γεγονότα ή νόμους του νοούμενου κόσμου έξω από τις αισθήσεις μας, ενώ ταυτόχρονα, προσφέρει μια κλείδα ώστε να μπορέσει ο ερευνητής να φθάσει στο βαθύτερο, το ολοκληρωμένο του νόημα.
Στην εσωτερική διδασκαλία η πρακτική αξία των συμβόλων προχωρεί ακόμη μακρύτερα, γιατί επιτρέπουν στον ερευνητή, που με συνειδητές προσπάθειες αναπτύσσει μέσα του νέες ικανότητες, να ελέγξει την πρόοδό του στον τομέα της όλο και πιο εκτεταμένης κατανοήσεως των γεγονότων που εμφανίζονται στο νοούμενο κόσμο, τον ερμηνευόμενο από τα σύμβολα. Είναι η περίπτωση της Αποκαλύψεως που έγινε στον Άγιο Ιωαννη στο νησί της Πάτμου καθώς αυτός «εγένετο εν Πνεύματι». Ένα τέτοιο σύμβολο, μολονότι ο απόστολος το μετέφρασε σε λόγια ανθρώπινα, δεν μπορεί να συλληφθή ολοκληρωτικά παρά μόνον από όσους έχουν φθάσει στο συνειδησιακό εκείνο επίπεδο του ανώτερου συγκινησιακού κέντρου, από όπου ο ίδιος ο Ιωάννης έλαβε την αποκάλυψη.
Η ανθρώπινη διάνοια, δηλαδή η αναφερόμενη στην προσωπικότητα – ακόμη και η πιο εκλεπτυσμένη – δεν θα μπορούσε, στη συνηθισμένη της κατάσταση, να κατανοήσει την Αποκάλυψη. Γιατί αυτή η διάνοια του ανθρώπου μόνο με τις δικές της δυνάμεις και χωρίς τη συνδρομή κάποιας μεθοδικής εσωτερικής διαμορφώσεως, σταματάει εμπρός στο αδιαπέραστο τείχος του Αγνώστου: είναι το Ignorabimus του Virchou.

Β)ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ
Εφιστούμε και πάλι την προσοχή στην ουσιαστική διάκριση που πρέπει να γίνεται ανάμεσα στο συνηθισμένο και στο εσωτερικό νόημα της έννοιας του συμβόλου.
Γενικά μπορεί να λεχθή ότι στην πρώτη περίπτωση τα σύμβολα είναι συμβατικά σημεία κατανοητά από οποιονδήποτε έχει μυηθή στη σημασία τους: τα σύμβολα αυτά δημιουργούνται με διανοητικά μέσα, και μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν με τα ίδια μέσα, από οποιονδήποτε διαθέτει τονα κατάλληλο κώδικα. Η σημασία των συμβόλων αυτού του τύπου μπορεί να καλύπτεται – και καλύπτεται συχνά – πίσω από ένα μυστικό όπως κρατούνται μυστικοί οι κωδικοί αριθμοί που χρησιμοποιούνται στις διπλωματικές και στρατιωτικές διαβιβάσεις. Έτσι ο σπουδαστής, καθώς το νόημα αυτών των συμβόλων, ακόμη και το πιο λεπτό και το πιο ευαίσθητο, δεν ξεπερνά το διανοητικό επίπεδο, μπορεί να το αντιληφθή χωρίς να είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθή μια βαθειά μεταβολή στο ον του. Εξάλλου το ότι μυήθηκε σ' αυτό το είδος δεν συνεπάγεται μια τέτοια μεταβολή.
Είναι όπως εκείνος που επιδίδεται σε επιστημονικές μελέτες. Όσο μακρυά και αν τον οδηγήσει η πρόοδός του, αυτός ο ίδιος δεν θα έχει αλλάξει σε τίποτε: καλός ή κακός, έντιμος ή όχι, γενναιόδωρος ή φιλάργυρος, θα μείνει όπως ήταν, παρά τη σημασία των τυχόν ανακαλύψεων ή εφευρέσεών του στον τομέα του.
Αντίθετα η κατανόηση των εσωτερικών συμβόλων, αποτέλεσμα αποκαλύψεων, δωρεών της Θείας Χάριτος, απαιτεί μια προοδευτική ανάπτυξη, σε ποιότητα και δύναμη, των κατάλληλων ικανοτήτων που βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στο σπουδαστή. Φθάνει εκεί κανείς με ένταση της θελήσεώς του προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Αυτή η ένταση καταλήγει, όταν είναι αρκετή και κατάλληλα προσανατολισμένη, σε μια σειρά από κεκτημένες μερικές αποκαλύψεις που υπερβαίνουν σταδιακά τις παραχωρούμενες. Οι μερικές αυτές αποκαλύψεις δεν μπορούν να αποκτηθούν παρά με διπλή εργασία, που απαιτεί, από τη μια μεριά ισχυρή συγκέντρωση της επιθυμίας να ανακαλύψει κανείς με τη μέγιστη αυτή ένταση της θελήσεως, την έννοια του εξεταζόμενου συμβόλου και από την άλλη μεριά, ταυτόχρονη και ισοδύναμη συγκέντρωση του πνεύματος του ερευνητή προς το Εγώ μέσα στα βάθητου εαυτού του. Για την τελευταία αυτή μορφή της εργασίας, ο σπουδαστής που ξέρει πως να προσεύχεται, θα ζητήσει θερμά το Φως του ΧΡΙΣΤΟΥ.
Για να καρποφορήσουν οι προσπάθειες αυτές πρέπει να στηρίζονται στην πίστη και να συνεχίζονται με μια τοποθέτηση προσμονής στηριγμένης στην εμπιστοσύνη που χαρακτηρίζει την παρεμβολή ενός ρεύματος της αληθινής θελήσεως. Το στήριγμα της πίστεως είναι απαραίτητο για να έχουν οι προσπάθειες καλή έκβαση: μια σκεπτικιστική τοποθέτηση ή ακόμη και αυτό το καρτεσιανό πνεύμα κλείνουν στο σπουδαστή τη μισανοιγμένη από προσφερόμενη αποκάλυψη θύρα.
Τα παραπάνω εξηγούν ένα ρητό παράδοξο με την πρώτη ματιά, το οποίο, κατά τους πρώτους αιώνες, οι Πιστοί χρησιμοποιούσαν συχνά στις συζητήσεις τους με τους εθνικούς: «εάν δεν πιστεύετε δεν θα καταλάβετε!».
Είναι αυτονόητο λοιπόν ότι κάθε προσφερόμενη αποκάλυψη όσο μερική και αν είναι, σημειώνει την πραγμάτωση κάποιας προόδου του σπουδαστή στις έρευνές του και με αυτό τον τρόπο μεταμορφώνει το είναι του κατάλληλα.

Τώρα είναι ευνόητο ότι αν στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για μύηση στο μυστικό συμβατικών σημείων που μπορούν οπωσδήποτε να σχηματίσουν μια κλίμακα με πολλές βαθμίδες, στη δεύτερη περίπτωση δεν πρόκειται πια για μυστικό μεταβιβαζόμενο από άνθρωπο σε άνθρωπο με καθαρά διανοητικό τρόπο – και που μπορεί να διαφυλαχτή ή να προδοθή – αλλά για μύηση στο μυστήριο, μυστήριο από τη φύση του ανοιχτό σε όλους, αλλά προσιτό μόνο σε εκείνους οι οποίοι με αποτελεσματική εσωτερική εργασία, συνήθως επίπονη, φθάνουν να ανυψώσουν το επίπεδο του όντος τους ή, με άλλα λόγια, να αυξήσουν την ικανότητα του «περιέχοντός» τους.
Αυτό, μεταξύ άλλων, θα πρέπει να εννοείται με το λόγο του Ιησού: «Ου πάντες χωρούσι τον Λόγον τούτον αλλ' οις δέδοται» και ακόμη «ο δυνάμενος χωρείν, χωρείτω».


BORIS MURAVIEV
ΓΝΩΣΗ ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ (ΚΥΚΛΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ)
ΑΠΟΔΟΣΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ-ΤΣΙΡΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Το φλεγόμενο όνειρο της Υβόν - Malcolm Lowry


...Ξαφνικά η βροχή άρχισε να πέφτει πιο πυκνή. Ένας άνεμος, σαν εξπρές, χίμηξε μέσα στο δάσος. Κάπου μπροστά ένας κεραυνός σπάθισε τα εντρα μ' ένα άγριο και διαπεραστικό μπουμπουνητό που συγκλόνισε το έδαφος...
Υπάρχει μερικές φορές, στην καταιγίδα ένας άλλος άνθρωπος που σκέφτεται αντί για σένα, που μπάζει μέσα στα καθίσματα της νοητικής σου βεράντας, κλείνει και μανταλώνει τα παράθυρα του νου ενάντια σ' αυτό που μοιάζει φοβερό όχι τόσο σαν απειλή, όσο σαν κάποια παραβίαση της ουράνιας ισορροπίας, μια καταστροφική παραφροσύνη του ουρανού, μια μορφή ανόσιου που απαγορεύεται στους θνητούς να τη βλέπουν από πολύ κοντά. Μένει όμως πάντα μια πόρτα ανοιχτή στο μυαλό – όπως λέγεται πως μερικοί άνθρωποι άφησαν σε μεγάλες καταιγίδες ανοιχτές τις πραγματικές τους πόρτες για να μπει μέσα ο Χριστός – για την είσοδο και την αποδοχή του ανεπανάληπτου, τη φοβισμένη αποδοχή του κεραυνού, που ποτέ δεν πέφτει πάνω σου, για το αστροπελέκι που χτυπάει πάντα το διπλανό δρόμο, για την καταστροφή που τόσο σπάνια έρχεται στην καταστροφική ώρα. Κι ήταν μέσα απ' αυτή την πόρτα της ψυχής της που η Υβόν, ισορροπώντας πάντα στην κορφή του κορμού, συνειδητοποίησε τώρα την απειλή πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Μέσα στον ήχο του κεραυνού που έσβηνε τώρα, ένιωσε κάτι να πλησιάζει μ' ένα θόρυβο που δεν ήταν της βροχής. Ήταν ένα ζώο, τρομοκρατημένο από τη θύελλα και σ' όποιο είδος κι αν ανήκε – ελάφι, άλογο, σίγουρα όμως είχε οπλές – πλησίαζε τρέχοντας ξέφρενα, αφηνιασμένο, μέσα απ' τα χαμόκλαδα του δάσους: και τώρα καθώς ο κεραυνός άστραψε πάλι και η βροντή υποχώρησε ξανά, άκουσε ένα παρατεταμένο χλιμίντρισμα να γίνεται κραυγή σχεδόν ανθρώπινη μέσα στον πανικό της. Η Υβόν κατάλαβε πως τα γόνατά της τρέμανε. Φωνάζοντας τον Χιου, προσπάθησε να γυρίσει για να κατεβεί τη σκάλα, μα ένιωσε το πόδι της να γλιστράει πάνω στον κορμό: προσπάθησε να ξαναβρει την ισορροπία της, γλίστρησε ξανά και έπεσε μπροστά. Το ένα πόδι της διπλώθηκε από κάτω, μ' ένα δυνατό πόνο, καθώς έπεφτε. Την άλλη στιγμή προσπαθώντας να σηκωθεί είδε, φωτισμένο από τη λάμψη της αστραπής, το χωρίς αναβάτη άλογο. Ορμούσε στο πλάι, όχι καταπάνω της, και είδε κάθε του λεπτομέρεια, τη σέλα που κουδούνιζε και γλιστρούσε απ' τη ράχη του, ακόμα και τον αριθμό εφτά, χαραγμένο στα καπούλια του. Κάνοντας πάλι μια προσπάθεια να σηκωθεί άκουσε τον εαυτό της να ουρλιάζει καθώς το ζώο στράφηκε προς το μέρος της και καταπάνω της. Ο ουρανός ήταν μια οθόνη λευκής φλόγας που πάνω της χαράχτηκαν για μια στιγμή τα δέντρα και το άλογο σηκωμένο, ζυγισμένο στα πισινά του πόδια.

Ήταν οι κούκλες του πανηγυριού που γύριζαν γύρω της. Όχι ήταν οι πλανήτες, ενώ στο κέντρο ο ήλιος στροβιλιζόταν φλεγόμενος κι αστραφτερος. Να τώρα γύριζαν ξανά, ο Ερμής, η Αφροδίτη, η Γη, ο Άρης, ο Δίας, ο Κρόνος, ο Ουρανός, ο Ποσειδώνας, ο Πλούτωνας. Μα δεν ήταν πλανήτες γιατί εδώ δεν ήταν οι κούνιες μα ο Μεγάλος Τροχός, ήταν οι αστερισμοί που στο κέντρο τους, σαν τεράστιο ψυχρό μάτι, έκαιγε ο Πολικός Αστέρας και γύρω του στριφογύριζαν ξανά και ξανά: η Κασσιόπη, ο Κηφέας, ο Λυγξ, η Μεγάλη Άρκτος, η Μικρή Άρκτος και ο Δράκων. Κι ωστόσο δεν ήταν αστερισμοί αλλά μυριάδες όμορφες πεταλούδες, έμπαινε στο λιμάνι του Ακαπούλκο μέσα σ' ένα στρόβιλο από πανέμορφες πεταλούδες που τρελοπετούσαν πάνω απ' το κεφάλι της και χάνονταν από την πρύμνη, στη θάλασσα, την άγρια και καθαρή, με τα μακριά κύματα της αυγής να προχωρούν, ν' ανεβαίνουν και να σπάζουν γλιστρώντας σε διάφανες ελλείψεις πάνω στην άμμο, βουλιάζοντας, κάποιος μακριά φώναζε το όνομά της και θυμήθηκε, ήταν σ' ένα σκοτεινό δάσος, άκουσε τον άνεμο και τη βροχή να ορμάνε μέσα στο δάσος και είδε την κυματιστή γραμμή της αστραπής να πάλλεται στον ουρανό και το άλογο, Κύριε των Δυνάμεων, το άλογο, – θα επαναλαμβανόταν έτσι η σκηνή αυτή, ατέλειωτα, για πάντα; – το άλογο, ορθωμένο στα πισινά του πόδια, ζυγισμένο πάνω της μαρμαρωμένο στον αέρα, ένα άγαλμα, κάποιος καθόταν πάνω στό άγαλμα, η Υβόν Γκριφατόν, όχι ήταν το άγαλμα του Χουέρτα του μεθύστακα, του φονιά, όχι ήταν ο Πρόξενος, ή μήπως ήταν το μηχανικό άλογο με την κούνια, τ' αλογάκια, τ' αλογάκια όμως είχαν σταματήσει κι εκείνη βρισκόταν στον πάτο ενός φαραγγιού όπου χιλιάδες άλογα έτρεχαν αφηνιασμένα προς το μέρος της κι εκείνη έπρεπε να ξεφύγει, μέσα από το φιλικό δάσος, για το σπίτι τους, το σπίτι τους δίπλα στη θάλασσα. Μα το σπίτι τους καιγόταν, το έβλεπε τώρα από το δάσος, από τα σκαλιά επάνω, άκουγε το τρίξιμο, είχε πιάσει φωτιά και όλα καίγονταν, το όνειρο καιγόταν, το σπίτι καιγόταν, κι όμως στέκονταν εκεί για μια στιγμή, ο Τζόφρεϋ κι εκείνη, μέσα, μέσα στο σπίτι τους, σφίγγοντας τα χέρια, κι όλα φαίνονταν εντάξει, στη σωστή τους θέση, το σπίτι ήταν πάντα εκεί, κι όλα αγαπημένα και φυσικά και οικεία, μόνο που η στέγη είχε πάρει φωτιά και ακουγόταν αυτός ο θόρυβος, σαν ξερά φύλλα που τα έσερνε ο άνεμος πάνω στη στέγη, αυτό το μηχανικό τρίξιμο και τώρα η φωτιά απλωνόταν ολοένα καθώς κοιτούσαν, το ντουλάπι, οι κατσαρόλες, η παλιά τσαγέρα, η καινούρια τσαγέρα, ο φύλακας άγγελος του βαθιού, δροσερού πηγαδιού, η τσουγκράνα, η ξύλινη ξυλαποθήκη με την πλαγιαστή στέγη που πάνω της έπεφταν, μα δε θα πέφτουν πια, τα λευκά άνθη της κρανιάς, γιατί το δέντρο καιγόταν, κι η φωτιά απλωνόταν ολοένα και πιο γρήγορα, οι τοίχοι με τις ριγωτές ανταύγειες του ήλιου πάνω στο νερό καίγονταν, τα λουλούδια του κήπου μαύριζαν και καίγονταν, σφάδαζαν, συστρέφονταν κι έπεφταν, ο κήπος καιγόταν, η κόκκινη πόρτα, τα τζαμωτά παράθυρα, οι κουρτίνες που είχε ράψει μόνη της καίγονταν, η παλιά πολυθρόνα του Τζόφρεϋ καιγόταν, οι σελίδες καίγονταν, καίγονταν, καίγονταν, στροβιλίζονταν ανεβαίνοντας ψηλά πάνω απ' τη φωτιά, σκορπίζονταν, φλεγόμενες στην παραλία και τώρα σκοτείνιαζε και τα νερά ανέβαιναν, η θάλασσα ανέβαινε στα συντρίμμια του γκρεμισμένου σπιτιού, και τα κρουαζερόπλοια που έφερναν άλλοτε τραγούδια, γύριζαν στο λιμάνι πλέοντας σιωπηλά στα σκοτεινά νερά του Ηριδανού. Το σπίτι τους πέθαινε, μόνο μια επιθανάτια αγωνία έμενε πια εκεί.
Κι αφήνοντας το φλεγόμενο όνειρό της η Υβόν ένιωσε ξαφνικά να τινάζεται ψηλά και να ορμάει προς τα άστρα, μέσα σε δίνες αστεριών που σκόρπιζαν, ανοίγοντας σε όλο και πλατύτερες τροχιές, σαν κύκλοι μέσα στο νερό, κια ανάμεσά τους πρόβαλλαν τώρα, σαν ένα σμάρι διαμαντένια πουλιά που πετούσαν απαλά και σταθερά προς τον Ωρίωνα, οι Πλειάδες...


Malcolm Lowry
Κάτω από το ηφαίστειο
Μετάφραση ΜΑΡΙΝΑ ΛΩΜΗ
Εκδόσεις ΑΣΤΕΡΙ 1983

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Αντανακλάσεις στο νερό / Shadows in the Water - Thomas Traherne (1637-1674)


In unexperienced infancy
Many a sweet mistake doth lie:
Mistake though false, intending true;
A seeming somewhat more than view;
         That doth instruct the mind
         In things that lie behind,
And many secrets to us show
Which afterwards we come to know.

Thus did I by the water’s brink
Another world beneath me think;
And while the lofty spacious skies
Reversèd there, abused mine eyes,
         I fancied other feet
         Came mine to touch or meet;
As by some puddle I did play
Another world within it lay.

Beneath the water people drowned,
Yet with another heaven crowned,
In spacious regions seemed to go
As freely moving to and fro:
         In bright and open space
         I saw their very face;
Eyes, hands, and feet they had like mine;
Another sun did with them shine.

’Twas strange that people there should walk,
And yet I could not hear them talk;
That through a little watery chink,
Which one dry ox or horse might drink,
         We other worlds should see,
         Yet not admitted be;
And other confines there behold
Of light and darkness, heat and cold.

I called them oft, but called in vain;
No speeches we could entertain:
Yet did I there expect to find
Some other world, to please my mind.
         I plainly saw by these
         A new antipodes,
Whom, though they were so plainly seen,
A film kept off that stood between.

By walking men’s reversèd feet
I chanced another world to meet;
Though it did not to view exceed
A phantom, ’tis a world indeed,
         Where skies beneath us shine,
         And earth by art divine
Another face presents below,
Where people’s feet against ours go.

Within the regions of the air,
Compassed about with heavens fair,
Great tracts of land there may be found
Enriched with fields and fertile ground;
         Where many numerous hosts
         In those far distant coasts,
For other great and glorious ends
Inhabit, my yet unknown friends.

O ye that stand upon the brink,
Whom I so near me through the chink
With wonder see: what faces there,
Whose feet, whose bodies, do ye wear?
         I my companions see
         In you, another me.
They seemèd others, but are we;
Our second selves these shadows be.

Look how far off those lower skies
Extend themselves! scarce with mine eyes
I can them reach. O ye my friends,
What secret borders on those ends?
         Are lofty heavens hurled
’Bout your inferior world?
Are yet the representatives
Of other peoples’ distant lives?

Of all the playmates which I knew
That here I do the image view
In other selves, what can it mean?
But that below the purling stream
         Some unknown joys there be
         Laid up in store for me;
To which I shall, when that thin skin
Is broken, be admitted in.


                     * * *

Στην ηλικία του Παιδιού με δίχως εμπειρία
Λάθη πολλά συμβαίνουνε που φέρνουν ευτυχία:
Μολονότι λανθασμένα έχουνε καλό σκοπό.
Ένα Όραμα που είναι κάπως πιο πραγματικό.
Που στο Νου μας παρουσιάζει
Πράγματα που αυτό σκεπάζει,
Και πλήθος Μυστικά μας οδηγεί να δούμε
Που γίνεται αργότερα να τα κατανοούμε.

Έτσι, στου Νερού το χείλος δίπλα εφαντάστηκα
Έναν άλλο Κόσμο κάτω μου, σαν στάθηκα.
Κι ενώ τα ψηλά Ουράνια ήτανε εκτεταμένα,
Ο εκεί κατοπτρισμός τους μπέρδεψε πολύ εμένα,
Νόμισε άλλα ποδάρια η ματιά μου
Πως ήρθανε ν' αγγίξουν τα δικά μου.
Σα να έπαιζα στο χείλος μιας λακούβας με νερά
Μια εικόνα άλλου Κόσμου ήταν μέσα φανερά.

Κάτω απ' τα νερά Ανθρώποι επνιγόντουσαν,
Όμως απ' Ουράνια άλλα σκεπαζόντουσαν,
Σε Περιοχές μεγάλες μοιάζαν να πηγαίνανε
Μπρος και πίσω να κινούνται όπως το εθέλανε:
Σε Διάστημα λαμπρό κι εκτεταμένο
Είδα το πρόσωπό τους φωτολουσμένο.
Σαν τη δική μου όψη ήταν κι η δική τους.
Ένας άλλος Ήλιος ελαμπύριζε μαζί τους.

Παράξενο πως μπόραγαν αυτοί να περπατάνε,
Ενώ εγώ δε μπόραγα ν' ακούσω αν μιλάνε:
Ότι μέσ' από λακκούβα με ελάχιστο νερό,
Που έν' άλογο ή βόδι θα 'πινε σ' ένα λεφτό,
Κόσμους γίνεται λογής να αντιληφθούμε,
Δίχως να μπορούμε μέσα τους να μπούμε.
Κι Όρια διάφορα να έχουν στη δική μας τη ματιά
Από Φως κι από Σκοτάδι, από Κρύο και Φωτιά.

Πολλές φορές τους έκραξα, δίχως επιτυχία.
Αδύνατο να έχουμε μαζί Συνομιλία.
Να 'βρω όμως εκεί-πέρα έντονα το προσδοκούσα
Έναν-κάποιον άλλο Κόσμο που στο Νου μου λαχταρούσα.
Είδα καθαρά σ' εκείνες τις μορφές
Νέους κάτι Αντίποδες, αναστροφές,
Που μολονότι καθαρά το μάτι τους εδιάκρινε,
Ένα λεπτό επίστρωμα νερού τους απομάκρυνε.

Με τ' ανάστροφα ποδάρια Εκεινών περπάτησα,
Και τυχαία άλλο Κόσμο τότε εσυνάντησα.
Αν και στη Ματιά καθόλου Φάντασμα δεν ξεπερνούσε,
Έναν Κόσμο σαν τον άλλο πράγματι αποτελούσε,
Όπου κάτω μας ο Ουρανός γυαλίζει,
Και η Γη, με θεία Τέχνη που προικίζει,
Πρόσωπο διαφορετικό κάτω μας φανερώνει
Όπου σ' Εκεινών τα πόδια τα δικά μας εναντιώνει.

Στων περιοχών του Αγέρα μέσα τη διαφάνεια,
Που περιέκλειναν τριγύρω όμορφα Ουράνια
Εκτάσεις Γης πελώριες γίνεται να βρεθούνε
Πλουτισμένες με Χωράφια που πολύ ευδοκιμούνε.
Όπου πολλές πολυάριθμες Στρατιές,
Στις μακρινές εκείνες τις Ακτές,
Για διαφορετικούς σκοπούς κι ένδοξους κατοικούνε,
Οι μέχρι τώρα άγνωστοι φίλοι μου καρτερούνε.

Ω σεις που στου Νερού το χείλος εσταθήκατε,
Και τόσο σιμά σε μένα απ' αυτό φανήκατε,
Όλος θαυμασμό σας βλέπω: τίνος είν' τα πρόσωπά σας,
Τίνος σώματα και πόδια εφορέσατε δικά σας;
Βλέπω κάθε Σύντροφό μου
Σε Σας, έναν άλλο Εαυτό μου.
Φάνηκαν πως είναι άλλοι, μα δικές μας Αναπλάσεις,
Είναι δεύτεροι εαυτοί μας τούτες οι Αντανακλάσεις!

Ο Ορίζοντας εκείνος, κοίτα, πόσο έχει απλώσει!
Μετά βίας η ματιά μου γίνεται να τον ζυγώσει.
Ω εσείς καλοί μου Φίλοι, άτομα αγαπητά,
Μυστικο τι συνορεύει με τα Πέρατα αυτά;
Ριχτήκανε με βία τα Ουράνια
Στου κάτω Κόσμου σας την επιφάνεια;
Μακρινές ζωές Ανθρώπων τάχα συμβολίζετε,
Διαφορετικών Ανθρώπων βίους εικονίζετε;

Από όλους τους Συντρόφους που εγνώριζα παιδί
Πως εδώ Εικονισμό τους τώρα έχω ξαναδεί
Σ' άλλους Εαυτούς: τι θέλει τάχατες αυτό να πει;
Εκτός, κάτω απ' το ρέμα που με γάργαρο ηχεί,
Υπάρχουν κάτι άγνωστες Χαρές
Που με προσμένουν φανερές
Στων οποίων, όταν τούτο το λεπτό πετσί κοπεί,
Την παρέα ευτυχίας θε να έχω εισαχθεί.


ΜΑΡΙΟΣ ΒΥΡΩΝ ΡΑΪΖΗΣ
ΟΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG / ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 1998

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

Οικοσυνείδηση [Ecowareness] (1974) - Harlan Ellison


Mια φορά κι έναν καιρό (κάπου μεταξύ 1.800.000.000 με 3.000.000.000 χρόνια πριν) όταν η Γη είχε ήδη μερικώς ρευστοποιηθεί μέσω απώλειας θερμότητας δι' ακτινoβολίας από το εξωτερικό της και μερικώς δι' αδιαβατικής διαστολής, η μαμά της είπε gaey schluffen, της έδωσε μπισκοτάκι, η Γη αποχωρίστηκε και πήγε για ύπνο.
Κοιμήθηκε βαθιά (αν αφαιρέσουμε μια στιγμή στα 1755 όταν ένας Γερμαναράς που λεγότανε Καντ έκανε του κόσμου την φασαρία παλεύοντας να βρει πώς δημιουργήθηκε ο ήλιος) και δεν ξύπνησε μέχρι μια Παρασκευή, το 1963, οπότε - κατά τις τέσσερις το πρωί, μια σκατένια ώρα που κάνει μόνο για αυτοκτονίες - συνειδητοποίησε ότι δυσκολευόταν ν' ανασάνει.
"Καφ, καφ" είπε, σαρώνοντας τα μισά νησιά Τρομπριάν κι ότι άλλο βρισκόταν ανατολικά της Ιάβας.
Γύρισε να κοιτάξει τι την ξύπνησε και είδε πως ήταν η Ολονύκτια Ταινιοθήκη του Καναλιού 11, σκηνές από ένα φιλμ με την Μαρία Μοντέζ (Η Γυναίκα Κόμπρα, 1944) να τα βάζει μ' ένα γερασμένο αρχιπεριπολικό καβάλα σε κάτι Μέρκιουρυ του 55 με καταπονημένες φάτσες που καίγανε νευροτονωτικά χάπια.
Η Γη περίμενε να ξημερώσει κι έπιασε να παρατηρεί ένα γύρω. Οπου κοίταγε τα ποτάμια μύριζαν σαν τα πεταμένα λίπη στις Στρατιωτικές κουζίνες, οι λόφοι είχαν απογυμνωθεί γιατί χρειαζόταν ο χώρος για να στριμωχτούν τα Αμερικάνικα Ξύλινα Κλουβιά με την υδραυλική εγκατάσταση, τα νερά τά 'χανε στραγγίσει, τις κοιλάδες τις είχανε τσιμεντοστρώσει, φέρνοντας στη Γη ένα πολύ ενοχλητικό συναίσθημα ασφυξίας, τα πουλιά κελαηδούσαν φάλτσα και τα χοντροβατράχια ακούγονταν σαν τον Εντυ Κάντορ, για τον οποίο, πάντως, η Γη δεν νιαζόταν ιδιαίτερα. Κι αποπάνω, το φώς έκανε τα μάτια της Γης να πονάνε.
Ολα μοιάζαν γκρίζα κι άραχνα.
"Δικέ μου," είπε η Γη με βουκολική απλότητα "τούτα δε μου αρέσουνε πάρα πολύ", κι έτσι άρχισε να αντιδρά.
Πρώτος πήγε ένας μαλλιαρός δευτεροετής του Πανεπιστημίου της Πολιτείας του Μίτσιγκαν ο οποίος, την ώρα που διαδήλωνε μπροστά σ' ένα βενζινάδικο της Τέξακο μ' ένα πλακάτ που έλεγε ΟΧΙ ΣΤΗ ΜΟΛΥΝΣΗ, έφαγε μια σοκολάτα Πάουερ Χάουζ και πέταξε το περιτύλιγμα στον υπόνομο.
Η Γη άνοιξε και τον κατάπιε.
Η επόμενη κίνηση ήταν ενάντια σε πενήντα έξι χιλιάδες οπαδούς των Γκρην Μπέυ Πάκερς που σέρνονταν σα σκουλήκι με χίλιους τροχούς προς το Στάδιο Λαμπώ, όπου τα Κρο - Μανιόν είδωλά τους θα τους έδιναν την ευχαρίστηση να απολαύσουν ένα καλό σακάτεμα σε χέρια και πόδια των Αγίων της Νέας Ορλεάνης. Bήχοντας από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων, η Γη έστειλε ένα κύμα λάβας να ξεχυθεί από τον διπλανό λόφο και να κατρακυλήσει κοχλακίζοντας πάνω στις γραμμές των αυτοκινήτων, όπου στερεοποιήθηκε στη στιγμή σε θαυμάσιο ελεύθερο γλυπτό με τριάντα χιλιάδες αυτοκίνητα στολισμένα με πενηνταέξι χιλιάδες τηγανισμένους οπαδούς, σε δέσιμο από ζεστή πέτρα.
Η επόμενη κίνηση έγινε ενάντια στην Χορωδία της Εκκλησίας των Μορμόνων, που είχε συγκεντρωθεί στο Χόλλυγουντ Μπόουλ, μπροστά σ' ένα κοπάδι με μια φωνή από Ανθρώπους του Χριστού. Τραγουδούσαν το "Σώστε τα Παιδιά" της Λώρα Νάιρο όταν η Γη προκάλεσε εκτροπή επτά υπογείων ποταμών και μετέτρεψε το αμφιθέατρο στην δέκατη τρίτη σε μέγεθος φυσική λίμνη των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ακολούθησαν με αυξανόμενο ρυθμό επιθέσεις εναντίον διακεκριμένων προσωπικοτήτων. Εβδομήντα χιλιάδες τόννοι μισοκαμμένα σκουπίδια από χωματερές που σκέπαζαν γραφικά τοπία καταπλάκωσαν τον δήμαρχο του Σικάγου, Ρίτσαρντ Ντέιλυ. Κεραυνοί χτύπαγαν για είκοσι λεπτά το γραφείο του Ραλφ Νέιντορ στην Ουάσινγκτον. Το σπίτι της Μπάρμπαρα Στρέιζαντ στο Μανχάτταν χάθηκε ξαφνικά σ' ένα απύθμενο πηγάδι που χασμουριόταν καταμεσίς στη γειτονιά με τα κτίρια της μόδας του πενήντα. Το Ντο της πάνω από το ψηλό Ντο ακουγόταν για ώρες. Απομακρυνόμενο.
Ηφαίστεια καταστρέψανε τα διϋλιστήρια, τις δεξαμενές, τα κτίρια διοίκησης και τα γραφεία της Στάνταρ Όιλ στο Μανχάτταν, στο Οχάιο, στο Νιου Τζέρσεϋ, στην Νέα Υόρκη, στην Πενσυλβανία, στην Καλιφόρνια, στο Τέχας και στο Ροντ Αιλαντ. Το Ροντ Αιλαντ μάλλον της μπήκε στη μύτη, γιατί το αφάνισε ολοκληρωτικά.
Τελικά, όταν το mene mene tekel γράφτηκε με τεράστια γράμματα από φλόγες στο Μεγάλο Τευτονικό Δάσος, ο κόσμος άρχισε να πιάνει το νόημα.
Τα αυτοκίνητα καταργήθηκαν. Ολες οι γραμμές παραγωγής κόπηκαν. Τα συντηρητικά εξαφανίστηκαν από τα φαγητά. Οι φώκιες αφέθηκαν στην ησυχία τους. Στην Νέα Ζηλανδία εντοπίσθηκε μια οικογένεια από άλκες, και μάλλον τα πηγαίνανε μια χαρά, ευχαριστώ. Και στο Λοχ Νες, το ερπετό βγήκε επιτέλους στην επιφάνεια και πήρε βαθειά ανάσα.
Κι από κείνη τη μέρα ως τούτη, ποτέ δεν ξαναφάνηκε μολυσματική πανάδα στον ουρανό, η Γη ησύχασε, σίγουρη πως ο Ανθρωπος έμαθε το μάθημά του και δε θα ξανάκανε κακά στη ίδια του τη φωλιά, και γι αυτό σήμερα η Εθνική Εταιρεία Εμφυσήματος κήρυξε διάλυση.
Τώρα δεν είναι ωραία ιστορία ετούτη.
Και, να γαμηθείς εσύ.
_______________________________________ 

gaey schluffen: Γοτθική καληνύχτα
mene, mene, tekel Upharsin (Δανιήλ,ε' 25): μανή, θεκέλ, φάρες. Τούτο το σύγκριμα του ρήματος. μανή, εμέτρησεν ο Θεός την βασιλεία σου και επλήρωσεν αυτήν. Θεκέλ, εστάθη εν ζυγώ και ευρέθη υστερούσα. Φάρες, διήρηται η βασιλεία σου και εδόθη Μήδοις και Πέρσαις.


Μετάφραση: Γ. Γούλας

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Σκέψεις για μια σκούπα – Jonathan Swift


Αυτό το σκουπόξυλο, που κείτεται σε μια γωνιά άδοξο, το είδα άλλοτε ανθηρό σ' ένα δάσος: ήταν γεμάτο χυμό, σκεπασμένο από κλαδιά και φύλλα, αλλά τώρα είναι ολότελα μάταιο να παλεύει κανείς ενάντια στη φύση δένοντας αυτή τη φούντα από χόρτα στο ξεραμένο κορμί του. Μας δείχνεται τώρα αναποδογυρισμένο: με τα κλαδιά κάτω και το κοτσάνι απάνω. Είναι σκλάβο σε κάθε σκουπίδι και το θέλησε η μοίρα του να καθαρίζει τ' άλλα πράγματα και να 'ναι βρομισμένο το ίδιο. Στο τέλος, όταν το λιώσουν όλο οι υπηρέτες, είναι καταδικασμένο ή να το πετάξουν στο δρόμο ή, για τελευταία υπηρεσία του, ν' ανάψει τη φωτιά... Βλέποντας το, αναστέναξα κι είναι μέσα μου: σίγουρα, ο άνθρωπος είναι μια σκούπα.
Η φύση τον δημιούργησε γεμάτο σφρίγος και δύναμη, με μαλλιά στο κεφάλι, που είναι τα κλαδιά του λογικού αυτού θάμνου, ως την ημέρα που το τσεκούρι του χρόνου έρχεται να ρίξει τα πράσινα κλωνάρια του και δεν αφήνει παρά ένα στεγνωμένο κοτσάνι. Τότε φοράει μια περούκα και καμαρώνει γι' αυτή τη φούντα τα πουδραρισμένα μαλλιά, όμως, αν την ίδια στιγμή η σκούπα άρχιζε να δείχνεται και να καυχιέται για τις ψαθόβεργές της, που της κολλήσανε, και να παρασταίνει την όμορφη με τη σκόνη της, έστω κι αν είναι σκόνη από την κάμαρα της πιο ωραίας κυρίας, δεν θα 'χαμε μήπως δικαίωμα να περιφρονήσουμε την έπαρσή της, σαν δίκαιοι κριτές που είμαστε για τα δικά μας προτερήματα και τα ελαττώματα των άλλων;

Ωστόσο, θα μου πείτε, μια σκούπα είναι η εικόνα ενός δένδρου που στέκεται με το κεφάλι κάτω. Όμως πέστε μου, σας παρακαλώ, τι άλλο είναι ένας άνθρωπος παρά ένα πλάσμα ανάποδο, με τ' απάνω κάτω, όταν οι ζωικές του ιδιότητες κυβερνούν ολοένα τις λογικές του ιδιότητες κι έχει το κεφάλι στη θέση των ποδιών και το σέρνει στο χώμα; Και παρ' όλες τις πλάνες του, κάνει τον εαυτό του παγκόσμιο κριτή, αναμορφωτή των καταχρήσεων, επανορθωτή των αδίκων και ξεκινά ν' ανακατέψει όλες τις βρομιές του κόσμου, σηκώνοντας άφθονη σκόνη εκεί όπου καθόλου δεν υπήρχε και βγάζοντας στο φως όλες τις κρυμμένες διαφθορές;...
Τα καταφέρνει να γεμίζει ο ίδιος απ' αυτές τις βρομιές που τάχα ζητάει να παστρέψει. Περνά τις τελευταίες του μέρες στα πόδια των γυναικών και γενικά των λιγότερο τίμιων... ώσπου, στο τέλος, λιωμένος μέχρι το κοντάρι, όπως η αδελφή του η σκούπα, πετιέται στο δρόμο ή τον χρησιμοποιούν για ν' αναβουν τις φωτιές που θα ζεστάνουν τους άλλους.
Μετάφραση: Αντώνης Μοσχοβάκης


ΑΝΤΡΕ ΜΠΕΤΟΝ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ 1996