Α)ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ
ΝΟΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ
Αν
αναχθούμε στη ρίζα του όρου, βλέπουμε
ότι με τη λέξη σύμβολο
οι αρχαίοι Έλληνες εννοούσαν τις λέξεις
και τα σημεία αναγνωρίσεως των μεμυημένων
στα μυστήρια της Δήμητρας, της Κυβέλης
και του Μίθρα. Με το ίδιο πνεύμα και ο
Χριστιανισμός εφάρμοσε την έννοια του
Συμβόλου στο
Σύμβολο της Πίστεως
και στις τρεις παραλλαγές του στο Σύμβολο
των Αποστόλων (Β'
αιών), στο Σύμβολο της Νίκαιας
(325), που εγκαθιστά το ομοούσιον της
φύσεως του Πατρός και του Υιού και στο
συμπληρωματικό σύμβολο του 380, που
καθόρισε τη φύση του Αγίου Πνεύματος.
Από
τον περασμένο αιώνα, η λέξη σύμβολο
τείνει να πάρει όλο και πλατύτερη σημασία
και χάνει προοδευτικά την πρωταρχική
ελληνική ή χριστιανική της έννοια. Έτσι
στη νεώτερη φιλολογία, ο Συμβολισμός
εμφανίζεται σαν αντίδραση στην καθαρά
αναπαραστατική τέχνη της Σχολής
του Παρνασσού. Το
σύμβολο εκεί έχει συλληφθή σαν έκφραση
της εσωτερικής σχέσεως μεταξύ δύο
αντικειμένων. Εκείνο που ανήκει στο
φυσικό κόσμο θεωρείται, ότι υπενθυμίζει
εκείνο που έχει εκφραστή στον ηθικό
κόσμο και ότι φθάνει τις βαθύτερες
πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Γι' αυτό
και παρέλαβαν την ποίηση των συμβολιστών
με τη μουσική που ο ρυθμός και οι ήχοι
της προκαλούν συναισθήματα και συγκινήσεις
μη αναλυόμενα.
Είναι
ωστόσο σαφές ότι με αυτή την αντίληψη,
το σύμβολο
νοείται σαν σημείο δημιουργημένο από
τον άνθρωπο με σκοπό να διευκολύνει την
επικοινωνία των ιδεών, των εννοιών, των
εναντιώσεων, των μηνυμάτων του, όλων
εκείνων δηλαδή που τοποθετούνται στο
ανθρώπινο πεδίο,
όσο εκλεπτυσμένα κι αν είναι. Η αντίληψη
αυτή αφήνει απεριόριστη ελευθερία στο
θέμα της δημιουργίας και της ερμηνείας
ατομικών συμβόλων.
Άρα,
μια τέτοια δημιουργία δεν είναι παρά
το γεγονός της ανθρώπινης υποανάπτυκτης
και μη ισορροπημένης ανθρώπινης
Προσωπικότητας, και τα σύμβολα αυτού
του τύπου, καθώς και το είδος του
συμβολισμού που γεννούν, δεν έχουν παρά
πολύ σχετική αξία. Η παραδοχή τους από
στενώτερους ή ευρύτερους κύκλους
ανθρώπων του ίδιου πολιτισμού, οφείλεται
σε κάποια ομοιομορφία κατά την παραμόρφωση
της προσωπικότητάς του, που αποτελεί
αντανάκλαση της αντίστοιχης ομοιομορφίας
που παράγεται από την αγωγή και την
παιδεία. Το ίδιο συχνά συμβαίνει με την
υπνωτική επίδραση της Μόδας.
Είναι μια παραμόρφωση ηθελημένη από
τις αδύναμες φύσεις που θέλουν να
περάσουν για ισχυρές – και πηγάζει από
το φόβο τους μήπως θεωρηθούν ξεπερασμένες.
Ο φόβος αυτός γίνεται έμμονη ιδέα και
δημιουργεί κάθε είδους «πρωτοπορειακότητα»
στην τέχνη όπως και αλλού.
Από
εσωτερική όμως σκοπιά, τα Σύμβολα
είναι πάντοτε εξ Αποκαλύψεως,
και η βαθύτερη έννοιά τους, επειδή είναι
ακριβής δεν μπορεί να υποστεί καμμία
ελεύθερη ερμηνεία, αφού τα Σύμβολα
εκφράζουν με ανθρώπινα λόγια, με σχήματα
ή με έργα τέχνης, αντικειμενικές
αλήθειες που έχουν
συλληφθή μέσα σε υψηλότερη κατάσταση
συνειδήσεως. Κάποιο λοιπόν εσωτερικά
αναγνωρισμένο σύμβολο, μπορεί να γίνει
μερικά ή ολικά κατανοητό, ανάλογα με το
συνειδησιακό επίπεδο εκείνου που
προσπαθεί να εισδύσει στο νόημά του.
Αλλά με οποιοδήποτε βαθμό συνειδήσεως
και αν συλληφθή το γενικό νόημά του δεν
θα αλλάξει αλλά θα παραμείνει το ίδιο
όποιος κι αν είναι ο βαθμός κατανοήσεως
και δεν θα εκτεθή σε καμμία ελεύθερη
ερμηνεία. Δεν θα μπορούσε να είναι
αλλοιώς, διότι τα αποκαλυμμένα σύμβολα
εισάγουν σε έναν κόσμο τοποθετημένο
πέρα από τον απλό υποκειμενισμό διεπόμενο
από τις αντικειμενικά έγκυρες ιδέες
και τις έννοιες, τις οποίες εκφράζουν
τα σύμβολα.
Με
άλλα λόγια, τα σύμβολα είναι μηνύματα
μεταβιβαζόμενα όχι από άνθρωπο σε
άνθρωπο, όπως συνέβαινε στην περίπτωση
των σχολών των συμβολιστών του 19ου και
του 20ου αιώνα, αλλά από τον ανώτερο κόσμο
προς τον δικό μας κόσμο για να
χρησιμοποιηθούν από τους αναζητητές
της Αλήθειας. Κάθε εσωτερικά έγκυρο
σύμβολο περικλείει συνεπώς ένα σύνολο
πραγματικών πληροφοριών – Γνώσεως
– που αναφέρονται σε ορισμένες όψεις,
γεγονότα ή νόμους του νοούμενου κόσμου
έξω από τις αισθήσεις μας, ενώ ταυτόχρονα,
προσφέρει μια κλείδα
ώστε να μπορέσει ο ερευνητής να φθάσει
στο βαθύτερο, το ολοκληρωμένο του νόημα.
Στην
εσωτερική διδασκαλία η πρακτική αξία
των συμβόλων προχωρεί ακόμη μακρύτερα,
γιατί επιτρέπουν στον ερευνητή, που με
συνειδητές προσπάθειες αναπτύσσει μέσα
του νέες ικανότητες, να ελέγξει την
πρόοδό του στον τομέα της όλο και πιο
εκτεταμένης κατανοήσεως των γεγονότων
που εμφανίζονται στο νοούμενο κόσμο,
τον ερμηνευόμενο από τα σύμβολα. Είναι
η περίπτωση της Αποκαλύψεως
που έγινε στον Άγιο Ιωαννη στο νησί της
Πάτμου καθώς αυτός «εγένετο εν Πνεύματι».
Ένα τέτοιο σύμβολο, μολονότι ο απόστολος
το μετέφρασε σε λόγια ανθρώπινα, δεν
μπορεί να συλληφθή ολοκληρωτικά παρά
μόνον από όσους έχουν φθάσει στο
συνειδησιακό εκείνο επίπεδο του ανώτερου
συγκινησιακού κέντρου, από όπου ο ίδιος
ο Ιωάννης έλαβε την αποκάλυψη.
Η
ανθρώπινη διάνοια, δηλαδή η αναφερόμενη
στην προσωπικότητα – ακόμη και η πιο
εκλεπτυσμένη – δεν θα μπορούσε, στη
συνηθισμένη της κατάσταση, να κατανοήσει
την Αποκάλυψη. Γιατί αυτή η διάνοια του
ανθρώπου μόνο με τις δικές της δυνάμεις
και χωρίς τη συνδρομή κάποιας μεθοδικής
εσωτερικής διαμορφώσεως, σταματάει
εμπρός στο αδιαπέραστο τείχος του
Αγνώστου:
είναι το Ignorabimus
του Virchou.
Β)ΔΙΑΚΡΙΣΗ
ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ
ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ
Εφιστούμε
και πάλι την προσοχή στην ουσιαστική
διάκριση που πρέπει να γίνεται ανάμεσα
στο συνηθισμένο και στο εσωτερικό νόημα
της έννοιας του συμβόλου.
Γενικά
μπορεί να λεχθή ότι στην πρώτη περίπτωση
τα σύμβολα είναι συμβατικά σημεία
κατανοητά από οποιονδήποτε έχει μυηθή
στη σημασία τους: τα σύμβολα αυτά
δημιουργούνται με διανοητικά μέσα, και
μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν με τα
ίδια μέσα, από οποιονδήποτε διαθέτει
τονα κατάλληλο κώδικα. Η σημασία των
συμβόλων αυτού του τύπου μπορεί να
καλύπτεται – και καλύπτεται συχνά –
πίσω από ένα μυστικό
όπως κρατούνται μυστικοί οι κωδικοί
αριθμοί που χρησιμοποιούνται στις
διπλωματικές και στρατιωτικές διαβιβάσεις.
Έτσι ο σπουδαστής, καθώς το νόημα αυτών
των συμβόλων, ακόμη και το πιο λεπτό και
το πιο ευαίσθητο, δεν ξεπερνά το διανοητικό
επίπεδο, μπορεί να το αντιληφθή χωρίς
να είναι απαραίτητο να πραγματοποιηθή
μια βαθειά μεταβολή στο ον του. Εξάλλου
το ότι μυήθηκε σ' αυτό το είδος δεν
συνεπάγεται μια τέτοια μεταβολή.
Είναι
όπως εκείνος που επιδίδεται σε
επιστημονικές μελέτες. Όσο μακρυά και
αν τον οδηγήσει η πρόοδός του, αυτός ο
ίδιος δεν θα έχει αλλάξει σε τίποτε:
καλός ή κακός, έντιμος ή όχι, γενναιόδωρος
ή φιλάργυρος, θα μείνει όπως ήταν, παρά
τη σημασία των τυχόν ανακαλύψεων ή
εφευρέσεών του στον τομέα του.
Αντίθετα
η κατανόηση των εσωτερικών συμβόλων,
αποτέλεσμα αποκαλύψεων,
δωρεών της Θείας Χάριτος, απαιτεί μια
προοδευτική ανάπτυξη, σε ποιότητα και
δύναμη, των κατάλληλων ικανοτήτων που
βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση
μέσα στο σπουδαστή. Φθάνει εκεί κανείς
με ένταση της θελήσεώς του προς τον
επιδιωκόμενο σκοπό. Αυτή η ένταση
καταλήγει, όταν είναι αρκετή και κατάλληλα
προσανατολισμένη, σε μια σειρά από
κεκτημένες
μερικές αποκαλύψεις που υπερβαίνουν
σταδιακά τις παραχωρούμενες.
Οι μερικές αυτές αποκαλύψεις δεν μπορούν
να αποκτηθούν παρά με διπλή
εργασία, που απαιτεί, από τη μια μεριά
ισχυρή συγκέντρωση της επιθυμίας να
ανακαλύψει κανείς με τη μέγιστη αυτή
ένταση της θελήσεως, την έννοια του
εξεταζόμενου συμβόλου και από την άλλη
μεριά, ταυτόχρονη και ισοδύναμη
συγκέντρωση του πνεύματος του ερευνητή
προς το Εγώ
μέσα στα βάθητου εαυτού του. Για την
τελευταία αυτή μορφή της εργασίας, ο
σπουδαστής που ξέρει πως να προσεύχεται,
θα ζητήσει θερμά το Φως του ΧΡΙΣΤΟΥ.
Για
να καρποφορήσουν οι προσπάθειες αυτές
πρέπει να στηρίζονται στην πίστη
και να συνεχίζονται με μια τοποθέτηση
προσμονής στηριγμένης στην εμπιστοσύνη
που χαρακτηρίζει την παρεμβολή ενός
ρεύματος της αληθινής θελήσεως.
Το στήριγμα της πίστεως είναι απαραίτητο
για να έχουν οι προσπάθειες καλή έκβαση:
μια σκεπτικιστική τοποθέτηση ή ακόμη
και αυτό το καρτεσιανό πνεύμα κλείνουν
στο σπουδαστή τη μισανοιγμένη από
προσφερόμενη αποκάλυψη
θύρα.
Τα
παραπάνω εξηγούν ένα ρητό παράδοξο με
την πρώτη ματιά, το οποίο, κατά τους
πρώτους αιώνες, οι Πιστοί χρησιμοποιούσαν
συχνά στις συζητήσεις τους με τους
εθνικούς: «εάν δεν πιστεύετε δεν
θα καταλάβετε!».
Είναι
αυτονόητο λοιπόν ότι κάθε προσφερόμενη
αποκάλυψη όσο μερική και αν είναι,
σημειώνει την πραγμάτωση κάποιας προόδου
του σπουδαστή στις έρευνές του και με
αυτό τον τρόπο μεταμορφώνει το είναι
του κατάλληλα.
Τώρα
είναι ευνόητο ότι αν στην πρώτη περίπτωση
πρόκειται για μύηση
στο μυστικό συμβατικών σημείων που
μπορούν οπωσδήποτε να σχηματίσουν μια
κλίμακα με πολλές βαθμίδες, στη δεύτερη
περίπτωση δεν πρόκειται πια για μυστικό
μεταβιβαζόμενο από άνθρωπο σε άνθρωπο
με καθαρά διανοητικό τρόπο – και που
μπορεί να διαφυλαχτή ή να προδοθή –
αλλά για μύηση στο μυστήριο,
μυστήριο από τη φύση του ανοιχτό σε
όλους, αλλά προσιτό μόνο σε εκείνους οι
οποίοι με αποτελεσματική εσωτερική
εργασία, συνήθως επίπονη, φθάνουν να
ανυψώσουν το επίπεδο του όντος τους ή,
με άλλα λόγια, να αυξήσουν την ικανότητα
του «περιέχοντός» τους.
Αυτό,
μεταξύ άλλων, θα πρέπει να εννοείται με
το λόγο του Ιησού: «Ου πάντες
χωρούσι τον Λόγον τούτον αλλ' οις δέδοται»
και ακόμη «ο δυνάμενος χωρείν,
χωρείτω».
BORIS
MURAVIEV
ΓΝΩΣΗ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ (ΚΥΚΛΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ)
ΑΠΟΔΟΣΗ
ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΟΔΩΡΑ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ-ΤΣΙΡΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ