Αυτό
το σκουπόξυλο, που κείτεται σε μια γωνιά
άδοξο, το είδα άλλοτε ανθηρό σ' ένα δάσος:
ήταν γεμάτο χυμό, σκεπασμένο από κλαδιά
και φύλλα, αλλά τώρα είναι ολότελα μάταιο
να παλεύει κανείς ενάντια στη φύση
δένοντας αυτή τη φούντα από χόρτα στο
ξεραμένο κορμί του. Μας δείχνεται τώρα
αναποδογυρισμένο: με τα κλαδιά κάτω και
το κοτσάνι απάνω. Είναι σκλάβο σε κάθε
σκουπίδι και το θέλησε η μοίρα του να
καθαρίζει τ' άλλα πράγματα και να 'ναι
βρομισμένο το ίδιο. Στο τέλος, όταν το
λιώσουν όλο οι υπηρέτες, είναι καταδικασμένο
ή να το πετάξουν στο δρόμο ή, για τελευταία
υπηρεσία του, ν' ανάψει τη φωτιά...
Βλέποντας το, αναστέναξα κι είναι μέσα
μου: σίγουρα, ο άνθρωπος είναι μια σκούπα.
Η
φύση τον δημιούργησε γεμάτο σφρίγος
και δύναμη, με μαλλιά στο κεφάλι, που
είναι τα κλαδιά του λογικού αυτού θάμνου,
ως την ημέρα που το τσεκούρι του χρόνου
έρχεται να ρίξει τα πράσινα κλωνάρια
του και δεν αφήνει παρά ένα στεγνωμένο
κοτσάνι. Τότε φοράει μια περούκα και
καμαρώνει γι' αυτή τη φούντα τα
πουδραρισμένα μαλλιά, όμως, αν την ίδια
στιγμή η σκούπα άρχιζε να δείχνεται και
να καυχιέται για τις ψαθόβεργές της,
που της κολλήσανε, και να παρασταίνει
την όμορφη με τη σκόνη της, έστω κι αν
είναι σκόνη από την κάμαρα της πιο ωραίας
κυρίας, δεν θα 'χαμε μήπως δικαίωμα να
περιφρονήσουμε την έπαρσή της, σαν
δίκαιοι κριτές που είμαστε για τα δικά
μας προτερήματα και τα ελαττώματα των
άλλων;
Ωστόσο,
θα μου πείτε, μια σκούπα είναι η εικόνα
ενός δένδρου που στέκεται με το κεφάλι
κάτω. Όμως πέστε μου, σας παρακαλώ, τι
άλλο είναι ένας άνθρωπος παρά ένα πλάσμα
ανάποδο, με τ' απάνω κάτω, όταν οι ζωικές
του ιδιότητες κυβερνούν ολοένα τις
λογικές του ιδιότητες κι έχει το κεφάλι
στη θέση των ποδιών και το σέρνει στο
χώμα; Και παρ' όλες τις πλάνες του, κάνει
τον εαυτό του παγκόσμιο κριτή, αναμορφωτή
των καταχρήσεων, επανορθωτή των αδίκων
και ξεκινά ν' ανακατέψει όλες τις βρομιές
του κόσμου, σηκώνοντας άφθονη σκόνη
εκεί όπου καθόλου δεν υπήρχε και βγάζοντας
στο φως όλες τις κρυμμένες διαφθορές;...
Τα
καταφέρνει να γεμίζει ο ίδιος απ' αυτές
τις βρομιές που τάχα ζητάει να παστρέψει.
Περνά τις τελευταίες του μέρες στα πόδια
των γυναικών και γενικά των λιγότερο
τίμιων... ώσπου, στο τέλος, λιωμένος μέχρι
το κοντάρι, όπως η αδελφή του η σκούπα,
πετιέται στο δρόμο ή τον χρησιμοποιούν
για ν' αναβουν τις φωτιές που θα ζεστάνουν
τους άλλους.
Μετάφραση:
Αντώνης Μοσχοβάκης
ΑΝΤΡΕ
ΜΠΕΤΟΝ
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΧΙΟΥΜΟΡ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου