.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Αντανακλάσεις στο νερό / Shadows in the Water - Thomas Traherne (1637-1674)


In unexperienced infancy
Many a sweet mistake doth lie:
Mistake though false, intending true;
A seeming somewhat more than view;
         That doth instruct the mind
         In things that lie behind,
And many secrets to us show
Which afterwards we come to know.

Thus did I by the water’s brink
Another world beneath me think;
And while the lofty spacious skies
Reversèd there, abused mine eyes,
         I fancied other feet
         Came mine to touch or meet;
As by some puddle I did play
Another world within it lay.

Beneath the water people drowned,
Yet with another heaven crowned,
In spacious regions seemed to go
As freely moving to and fro:
         In bright and open space
         I saw their very face;
Eyes, hands, and feet they had like mine;
Another sun did with them shine.

’Twas strange that people there should walk,
And yet I could not hear them talk;
That through a little watery chink,
Which one dry ox or horse might drink,
         We other worlds should see,
         Yet not admitted be;
And other confines there behold
Of light and darkness, heat and cold.

I called them oft, but called in vain;
No speeches we could entertain:
Yet did I there expect to find
Some other world, to please my mind.
         I plainly saw by these
         A new antipodes,
Whom, though they were so plainly seen,
A film kept off that stood between.

By walking men’s reversèd feet
I chanced another world to meet;
Though it did not to view exceed
A phantom, ’tis a world indeed,
         Where skies beneath us shine,
         And earth by art divine
Another face presents below,
Where people’s feet against ours go.

Within the regions of the air,
Compassed about with heavens fair,
Great tracts of land there may be found
Enriched with fields and fertile ground;
         Where many numerous hosts
         In those far distant coasts,
For other great and glorious ends
Inhabit, my yet unknown friends.

O ye that stand upon the brink,
Whom I so near me through the chink
With wonder see: what faces there,
Whose feet, whose bodies, do ye wear?
         I my companions see
         In you, another me.
They seemèd others, but are we;
Our second selves these shadows be.

Look how far off those lower skies
Extend themselves! scarce with mine eyes
I can them reach. O ye my friends,
What secret borders on those ends?
         Are lofty heavens hurled
’Bout your inferior world?
Are yet the representatives
Of other peoples’ distant lives?

Of all the playmates which I knew
That here I do the image view
In other selves, what can it mean?
But that below the purling stream
         Some unknown joys there be
         Laid up in store for me;
To which I shall, when that thin skin
Is broken, be admitted in.


                     * * *

Στην ηλικία του Παιδιού με δίχως εμπειρία
Λάθη πολλά συμβαίνουνε που φέρνουν ευτυχία:
Μολονότι λανθασμένα έχουνε καλό σκοπό.
Ένα Όραμα που είναι κάπως πιο πραγματικό.
Που στο Νου μας παρουσιάζει
Πράγματα που αυτό σκεπάζει,
Και πλήθος Μυστικά μας οδηγεί να δούμε
Που γίνεται αργότερα να τα κατανοούμε.

Έτσι, στου Νερού το χείλος δίπλα εφαντάστηκα
Έναν άλλο Κόσμο κάτω μου, σαν στάθηκα.
Κι ενώ τα ψηλά Ουράνια ήτανε εκτεταμένα,
Ο εκεί κατοπτρισμός τους μπέρδεψε πολύ εμένα,
Νόμισε άλλα ποδάρια η ματιά μου
Πως ήρθανε ν' αγγίξουν τα δικά μου.
Σα να έπαιζα στο χείλος μιας λακούβας με νερά
Μια εικόνα άλλου Κόσμου ήταν μέσα φανερά.

Κάτω απ' τα νερά Ανθρώποι επνιγόντουσαν,
Όμως απ' Ουράνια άλλα σκεπαζόντουσαν,
Σε Περιοχές μεγάλες μοιάζαν να πηγαίνανε
Μπρος και πίσω να κινούνται όπως το εθέλανε:
Σε Διάστημα λαμπρό κι εκτεταμένο
Είδα το πρόσωπό τους φωτολουσμένο.
Σαν τη δική μου όψη ήταν κι η δική τους.
Ένας άλλος Ήλιος ελαμπύριζε μαζί τους.

Παράξενο πως μπόραγαν αυτοί να περπατάνε,
Ενώ εγώ δε μπόραγα ν' ακούσω αν μιλάνε:
Ότι μέσ' από λακκούβα με ελάχιστο νερό,
Που έν' άλογο ή βόδι θα 'πινε σ' ένα λεφτό,
Κόσμους γίνεται λογής να αντιληφθούμε,
Δίχως να μπορούμε μέσα τους να μπούμε.
Κι Όρια διάφορα να έχουν στη δική μας τη ματιά
Από Φως κι από Σκοτάδι, από Κρύο και Φωτιά.

Πολλές φορές τους έκραξα, δίχως επιτυχία.
Αδύνατο να έχουμε μαζί Συνομιλία.
Να 'βρω όμως εκεί-πέρα έντονα το προσδοκούσα
Έναν-κάποιον άλλο Κόσμο που στο Νου μου λαχταρούσα.
Είδα καθαρά σ' εκείνες τις μορφές
Νέους κάτι Αντίποδες, αναστροφές,
Που μολονότι καθαρά το μάτι τους εδιάκρινε,
Ένα λεπτό επίστρωμα νερού τους απομάκρυνε.

Με τ' ανάστροφα ποδάρια Εκεινών περπάτησα,
Και τυχαία άλλο Κόσμο τότε εσυνάντησα.
Αν και στη Ματιά καθόλου Φάντασμα δεν ξεπερνούσε,
Έναν Κόσμο σαν τον άλλο πράγματι αποτελούσε,
Όπου κάτω μας ο Ουρανός γυαλίζει,
Και η Γη, με θεία Τέχνη που προικίζει,
Πρόσωπο διαφορετικό κάτω μας φανερώνει
Όπου σ' Εκεινών τα πόδια τα δικά μας εναντιώνει.

Στων περιοχών του Αγέρα μέσα τη διαφάνεια,
Που περιέκλειναν τριγύρω όμορφα Ουράνια
Εκτάσεις Γης πελώριες γίνεται να βρεθούνε
Πλουτισμένες με Χωράφια που πολύ ευδοκιμούνε.
Όπου πολλές πολυάριθμες Στρατιές,
Στις μακρινές εκείνες τις Ακτές,
Για διαφορετικούς σκοπούς κι ένδοξους κατοικούνε,
Οι μέχρι τώρα άγνωστοι φίλοι μου καρτερούνε.

Ω σεις που στου Νερού το χείλος εσταθήκατε,
Και τόσο σιμά σε μένα απ' αυτό φανήκατε,
Όλος θαυμασμό σας βλέπω: τίνος είν' τα πρόσωπά σας,
Τίνος σώματα και πόδια εφορέσατε δικά σας;
Βλέπω κάθε Σύντροφό μου
Σε Σας, έναν άλλο Εαυτό μου.
Φάνηκαν πως είναι άλλοι, μα δικές μας Αναπλάσεις,
Είναι δεύτεροι εαυτοί μας τούτες οι Αντανακλάσεις!

Ο Ορίζοντας εκείνος, κοίτα, πόσο έχει απλώσει!
Μετά βίας η ματιά μου γίνεται να τον ζυγώσει.
Ω εσείς καλοί μου Φίλοι, άτομα αγαπητά,
Μυστικο τι συνορεύει με τα Πέρατα αυτά;
Ριχτήκανε με βία τα Ουράνια
Στου κάτω Κόσμου σας την επιφάνεια;
Μακρινές ζωές Ανθρώπων τάχα συμβολίζετε,
Διαφορετικών Ανθρώπων βίους εικονίζετε;

Από όλους τους Συντρόφους που εγνώριζα παιδί
Πως εδώ Εικονισμό τους τώρα έχω ξαναδεί
Σ' άλλους Εαυτούς: τι θέλει τάχατες αυτό να πει;
Εκτός, κάτω απ' το ρέμα που με γάργαρο ηχεί,
Υπάρχουν κάτι άγνωστες Χαρές
Που με προσμένουν φανερές
Στων οποίων, όταν τούτο το λεπτό πετσί κοπεί,
Την παρέα ευτυχίας θε να έχω εισαχθεί.


ΜΑΡΙΟΣ ΒΥΡΩΝ ΡΑΪΖΗΣ
ΟΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG / ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 1998

Δεν υπάρχουν σχόλια: