The Ecstasy BY JOHN DONNE
Where, like a pillow on a bed
A pregnant bank swell'd up to rest
The violet's reclining head,
Sat we two, one another's best.
Our hands were firmly cemented
With a fast balm, which thence did spring;
Our eye-beams twisted, and did thread
Our eyes upon one double string;
So to'intergraft our hands, as yet
Was all the means to make us one,
And pictures in our eyes to get
Was all our propagation.
As 'twixt two equal armies fate
Suspends uncertain victory,
Our souls (which to advance their state
Were gone out) hung 'twixt her and me.
And whilst our souls negotiate there,
We like sepulchral statues lay;
All day, the same our postures were,
And we said nothing, all the day.
If any, so by love refin'd
That he soul's language understood,
And by good love were grown all mind,
Within convenient distance stood,
He (though he knew not which soul spake,
Because both meant, both spake the same)
Might thence a new concoction take
And part far purer than he came.
This ecstasy doth unperplex,
We said, and tell us what we love;
We see by this it was not sex,
We see we saw not what did move;
But as all several souls contain
Mixture of things, they know not what,
Love these mix'd souls doth mix again
And makes both one, each this and that.
A single violet transplant,
The strength, the colour, and the size,
(All which before was poor and scant)
Redoubles still, and multiplies.
When love with one another so
Interinanimates two souls,
That abler soul, which thence doth flow,
Defects of loneliness controls.
We then, who are this new soul, know
Of what we are compos'd and made,
For th' atomies of which we grow
Are souls, whom no change can invade.
But oh alas, so long, so far,
Our bodies why do we forbear?
They'are ours, though they'are not we; we are
The intelligences, they the spheres.
We owe them thanks, because they thus
Did us, to us, at first convey,
Yielded their senses' force to us,
Nor are dross to us, but allay.
On man heaven's influence works not so,
But that it first imprints the air;
So soul into the soul may flow,
Though it to body first repair.
As our blood labors to beget
Spirits, as like souls as it can,
Because such fingers need to knit
That subtle knot which makes us man,
So must pure lovers' souls descend
T' affections, and to faculties,
Which sense may reach and apprehend,
Else a great prince in prison lies.
To'our bodies turn we then, that so
Weak men on love reveal'd may look;
Love's mysteries in souls do grow,
But yet the body is his book.
And if some lover, such as we,
Have heard this dialogue of one,
Let him still mark us, he shall see
Small change, when we'are to bodies gone.
A pregnant bank swell'd up to rest
The violet's reclining head,
Sat we two, one another's best.
Our hands were firmly cemented
With a fast balm, which thence did spring;
Our eye-beams twisted, and did thread
Our eyes upon one double string;
So to'intergraft our hands, as yet
Was all the means to make us one,
And pictures in our eyes to get
Was all our propagation.
As 'twixt two equal armies fate
Suspends uncertain victory,
Our souls (which to advance their state
Were gone out) hung 'twixt her and me.
And whilst our souls negotiate there,
We like sepulchral statues lay;
All day, the same our postures were,
And we said nothing, all the day.
If any, so by love refin'd
That he soul's language understood,
And by good love were grown all mind,
Within convenient distance stood,
He (though he knew not which soul spake,
Because both meant, both spake the same)
Might thence a new concoction take
And part far purer than he came.
This ecstasy doth unperplex,
We said, and tell us what we love;
We see by this it was not sex,
We see we saw not what did move;
But as all several souls contain
Mixture of things, they know not what,
Love these mix'd souls doth mix again
And makes both one, each this and that.
A single violet transplant,
The strength, the colour, and the size,
(All which before was poor and scant)
Redoubles still, and multiplies.
When love with one another so
Interinanimates two souls,
That abler soul, which thence doth flow,
Defects of loneliness controls.
We then, who are this new soul, know
Of what we are compos'd and made,
For th' atomies of which we grow
Are souls, whom no change can invade.
But oh alas, so long, so far,
Our bodies why do we forbear?
They'are ours, though they'are not we; we are
The intelligences, they the spheres.
We owe them thanks, because they thus
Did us, to us, at first convey,
Yielded their senses' force to us,
Nor are dross to us, but allay.
On man heaven's influence works not so,
But that it first imprints the air;
So soul into the soul may flow,
Though it to body first repair.
As our blood labors to beget
Spirits, as like souls as it can,
Because such fingers need to knit
That subtle knot which makes us man,
So must pure lovers' souls descend
T' affections, and to faculties,
Which sense may reach and apprehend,
Else a great prince in prison lies.
To'our bodies turn we then, that so
Weak men on love reveal'd may look;
Love's mysteries in souls do grow,
But yet the body is his book.
And if some lover, such as we,
Have heard this dialogue of one,
Let him still mark us, he shall see
Small change, when we'are to bodies gone.
Εκεί όπου
σαν σε κλίνης προσκεφάλι
Έγκυο γης
ανάχωμα εξέχει, να στηρίζει
Της βιολέτας
το σκυμμένο της κεφάλι,
Εμείς οι
δυό καθίσαμε που ο έρωτας ορίζει.
Τα πιασμένα
μας τα χέρια κόλλησαν σφιχτά
Με βάλσαμο
πανίσχυρο που κείθε είχε την πηγή,
Οι ακτίνες
των ματιών μας συστραφήκαν και μπροστά
Κλώσανε τα
βλέμματά μας σε διπλή κλωστή.
Των χερίων
μεταμοσχεύσεις παραμένανε ακόμα
Ο μοναδικός
ο τρόπος για την ένωση των δυό μας,
Και
αναπαραγωγή μας από το κοινό μας σώμα
Ήταν να
παρθούν εικόνες στις ματιές των εαυτών
μας.
Όπως ανάμεσα
σε δυό ισόπαλους Στρατούς
Τη νίκη
αμφίρροπη η Μοίρα αιωρίζει,
Τις ψυχές
μας (που να φτάσουν τους σκοπούς
Τους έξω
βγήκαν) διάστημα τις διαχωρίζει.
Των ψυχών
διαπραγματεύσεις ενώ γίνοντ' εκεί-πέρα,
Σαν επιτάφι'
αγάλματα οι δυό μας ξαπλωθήκαμε,
Ίδιες
μείνανε οι στάσεις αμφοτέρων όλη μέρα,
Ασάλευτοι
κι αμίλητοι κουβέντα πια δεν είπαμε.
Αν κάποιος,
που ο έρωτας τόσο είχ' εξαγνίσει,
Ώστε τη
γλώσσα των ψυχών να την καταλαβαίνει
Και πνεύμα
η αγάπη του τον έχει καταστήσει,
Σε βολική
απόσταση γινότανε να μένει.
Αυτός (αν
και δε θα 'ξερε ποια ψυχή ομιλούσε,
Γιατί τα
ίδια και οι δυό λέγανε κι εννοούσαν)
Ένα μίγμ'
απ' εδώ νέο να κομίσει θα μπορούσε
Και πιο
αγνό σα θα 'φευγε όλοι θα θεωρούσαν.
Η Έκστασις
λοιπόν αυτή σίγουρα ξεδιαλύνει
(Είπαμε)
και μας λέει τι 'ναι αυτό π' αγαπούμε,
Βλέπουμε,
το σεξ δεν ήταν, απορία να μη μείνει,
Τι μας ώθησε
καθόλου δεν μπορέσαμε να δούμε.
Μα όπως
διάφορες ψυχές μέσα τους περιέχουν
Μίγμα
πραγμάτων, δε γνωρίζουνε το ρόλο της
αγάπης:
Τι ξανά
αναμιγνύει στις ψυχές που μίγμα έχουν
Και τις δυό
τους κάνει μία, με γνωρίσματα δικά της.
Μια μόνο
μεταφύτευση βιολέτας, σ' άλλο χώμα,
Τις ποθητές
ιδιότητες αυξάνει για παντοτινά:
Την αντοχή
του λουλουδιού, το μέγεθος, το χρώμα
(Που σπάνια
πρώτα ήτανε, φτωχά ή σκοτεινά).
Σαν η αγάπη
δυό ψυχές τις ζωντανεύει
Έτσι όμως
η καθεμιά τους επιδρά στην άλλη,
Η ικανότερη
ψυχή, που απ' εδώ διαφεύγει,
Αδυναμίες
μοναξιάς μπορεί να καταβάλει.
Εμείς λοιπόν
που είμαστε η νέα τούτη η ψυχή,
Ξέρουμε τι
μας σύνθεσε και τι μας έχει πλάσει,
Γιατί όλα
αυτά τα Άτομα που είχαμ' απαρχή,
Είναι ψυχές
που αλλαγή δε γίνεται να φτάσει.
Όμως,
αλίμονο, γιατί τόσο μακριά κρατούμε
Τόσο καιρό
τα σώματα που 'ναι κι αυτά δικά μας;
Αν και δεν
είν' αυτά εμείς, πρέπει καλά να δούμε:
Εμείς ο
νους. Σφαίρες αυτά, τροχιά ολόγυρά μας.
Τους χρωστάμ'
ευγνωμοσύνη, γιατί με αυτό τον τρόπο,
Πρώτη φορά
μετάδωσαν, για να μας συγκρατήσουν,
Τα σώματα,
τη δύναμη, την αίσθηση, με κόπο,
Κράμα
λοιπόν, όχι σκουριά, όλοι να τα λογίσουν.
Αλλιώτικα
στον άνθρωπο επενεργούν τα ουράνια,
Εκτός του
ότι πρώτιστα σφραγίζουν τον αέρα,
Έτσι ψυχή
σ' άλλης ψυχής ρέει την επιφάνεια
Αν και στο
σώμα πρέπει να 'ρθει πρώτα πέρα.
Πνεύματα
το αίμα μας παλεύει ν' αποκτήσει,
Παρόμοια
όσο δύναται με τις ψυχές, με κόπους,
Γιατί από
τέτοια δάχτυλα θα πρέπει να πλεχτεί
Ο κόμπος ο
λεπτότατος οπού μας κάνει ανθρώπους.
Έτσι πρέπ'
οι ψυχές των εραστών να κατεβούν
Σ' επίπεδο
διαχύσεωνκαι λειτουργίας φυσικής,
Που νους
κι αισθήσεις φτάνουν και κατανοούν,
Αλλιώς τον
Μέγα Πρίγκηπα κλείνουνε τοίχοι φυλακής.
Στα σώματα
στρεφόμαστε κατόπιν που απλώνουν,
Ώστ' οι
αδύναμοι να δουν του έρωτα το μεγαλείο.
Τα μυστήρια
της αγάπης στις ψυχές μας μεγαλώνουν,
Μα το σώμα
είναι πάντα της αγάπης το βιβλίο.
Κι αν κάποιος
εραστής, που και στους δυό μας μοιάζει,
Αυτό το
διάλογο άκουσε που είπε μόνο ένας,
Να μας
προσέχει πάντοτε, λίγο θα δει ν' αλλάζει
Σαν φεύγοντας
στα σώματα γυρίσουμε ο καθένας.
JOHN DONNE (1572
– 1631)
ΜΑΡΙΟΣ
ΒΥΡΩΝ ΡΑΪΖΗΣ
ΟΙ
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
GUTENBERG / ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου