...θα
σας διηγηθώ δύο μικρές ιστορίες. Τα
ινδικά ανέκδοτα είναι πολύ γλαφυρά,
μένουν εύκολα στη μνήμη και διευκρινίζουν
την ουσία του πράγματος με πολύ έντονο
τρόπο.
Η
πρώτη ιστορία έχει να κάνει με το σατ,
την επιτέλεση του καθήκοντος. Χρονολογείται
από το 2ο π.Χ. αιώνα και απαντάται σε ένα
βουδιστικό έργο που ονομάζεται
Μιλινταπάνχα. Στην Ινδία υπάρχει μια
λαϊκή σχεδόν δοξασία σύμφωνα με την
οποία το άτομο που σε όλη του τη ζωή
κάνει τέλεια και ανελλιπώς το καθήκον
του είναι σε θέση να κάνει μαγικές
πράξεις. Έτσι, λέγοντας απλά «Αν σε όλη
μου τη ζωή έχω κάνει αυτό κι αυτό χωρίς
άλλο, αληθινά και πραγματικά τότε ας
γίνει το και το», αυτό που λέει γίνεται.
Αυτό λέγεται Πράξη Αλήθειας.
Η
ιστορία μας λοιπόν, εξελίσσεται τον 3ο
αιώνα π.Χ. κατά την περίοδο της βασιλείας
του μεγάλου Βουδιστή αυτοκράτορα Ασόκα,
μια χρονία που οι μουσώνες ήταν ιδιαίτερα
φορτωμένοι και ο Γάγγης φούσκωνε και
απειλούσε να πλημμυρίσει τον πρωτεύουσα
Παταλιπούτρα, τη σημερινή Πάτνα. Ο
αυτοκράτορας κατέβαινε καθημερινά στις
όχθες του ποταμού για να παρακολουθεί
τη στάθμη των υδάτων. Όλος ο κόσμος ήταν
μαζεμένος εκεί και τον ρωτούσε με αγωνία:
«Το ποτάμι φουσκώνει, τι θα απογίνουμε;»
Κάποια
στιγμή που η στάθμη είχε ανέβει σε πολύ
επικίνδυνο επίπεδο, ο Ασόκα φώναξε:
«Υπάρχει κανείς εδώ που μπορεί να κάνει
μια Πράξη Αλήθειας και να πει στα νερά
του Γάγγη να γυρίσουν προς τα πίσω;»
Οι
βραχμάνοι, οι ιερείς συσκέφτηκαν μεταξύ
τους κανείς όμως δεν ήταν σε θέση να
κάνει μια Πράξη Αλήθειας. Ήταν μεν
βραχμάνοι επειδή είχαν ζήσει τέλειες
ζωές στις προηγούμενες ενσαρκώσεις, σε
αυτήν όμως κανείς τους δεν ήταν τέλειος.
Οι ξατρίγια, μια από τα ίδια – ούτε καν
ο ίδιος ο αυτοκράτορας – όπως και οι
βαϊσίγια.
Κάπου,
στο βάθος της ουράς ήταν μια γριά πόρνη
που το όνομά της ήταν Μπιντουμάτι, και
ψέλλιζε διαρκώς: «Εγώ έχω μια Πράξη
Αλήθειας».
«Άντε,
Μπίντι, τι περιμένεις;», της φώναζαν οι
γείτονες, «για όνομα του Θεού!»
Η
Μπιντουμάτι τότε άρχισε να εστιάζεται
μέσα της και μέσα από τη δική της ψυχή
πρόφερε την Πράξη της Αλήθειας, και
φυσικά, όπως αντιλαμβάνεστε, ο ποταμός
άρχισε όντως να κυλάει αντίστροφα.
Για
ευνόητους λόγους όλοι ήταν κατενθουσιασμένοι.
Όταν ο Ασόκα ρώτησε ποιος είχε κάνει
αυτή την Πράξη Αλήθειας, το όνομα της
Μπιντουμάτι, της ταπεινότερης των
υπηκόων του, πετούσε ψιθυριστά από στόμα
σε στόμα μέχρι που έφτασε και στα αυτιά
του ίδιου. Για μια στιγμή κοντοστάθηκε
σαστισμένος, γιατί συμβαίνει κάτι πολύ
παράξενο με τα δόγματα της θρησκείας.
Όλοι ξέρουν τα τι και τα πως, κανείς όμως
δεν πιστεύει ότι λειτουργούν πραγματικά.
Ο αυτοκράτορας πάντως κατηφόρισε το
δρόμο και κάποια στιγμή πλησίασε την
Μπιντουμάτι και άρχισε να τη στολίζει
με ένα σωρό κοσμητικά: «Εσύ ποταπή και
επάρατη γριά πόρνη, εννοείς ότι έχεις
κάνει μια Πράξη Αλήθειας;»
Αυτή
με αρκετά ήρεμο και ταπεινό ύφος
αποκρίθηκε: «Έχω μια Πράξη Αλήθειας που
θα μπορούσε να φέρει τον κόσμο των θεών
τα πάνω-κάτω, αν το ήθελα πραγματικά».
Με
ένα τσίμπημα φόβου, ο αυτοκράτορας είπε:
«Ποια είναι η Πράξη της Αλήθειας σου;»
Η
Μπιντουμάτι, η σούντρα, του απάντησε:
«Η Πράξη Αλήθειας μου είναι η εξής: αν
στην τέλεση του καθήκοντόςμου δεν
“έγλειφα” τους πλούσιους, τους όμορφους
ή εκείνους της ανώτερης κάστας, ούτε
“έφτυνα” τους φτωχούς, τους ταπεινής
καταγωγής και τους άσχημους, αλλά
προσέφερα πάντα τις υπηρεσίες που όφειλα
να προσφέρω για τα λεφτά που έπαιρνα,
τότε τα νερά του ποταμού ας αρχίσουν να
ρέουν ανάστροφα». Έτσι, λοιπόν, το ποτάμι
άρχισε να κυλάει ανάποδα υπακούοντας
στη δική της διαταγή, επειδή ήταν ένα
αγνό και καθαρό ντάρμα. Σάτι: Η γυναίκα
αυτή υπήρχε. Εκεί δεν υπήρχε κανείς.
Αυτή η γυναίκα ήταν ένα κομμάτι μάλαμα.
Δεν είχε καμία απολύτως κρίση, έκανε
μόνο το καθήκον της. Αυτός είναι ο τρόπος
που πρέπει να λειτουργεί η Ινδία.
Η
γυναίκα αυτή, λοιπόν, έκανε το καθήκον
της. Ο αυτοκράτορας τι έκανε; Μήπως την
κάλεσε να της πει «Μπιντουμάτι, έσωσες
την πόλη! Έλα, κάθισε εσύ στο θρόνο,
σήμερα θα είσαι η βασίλισσα της ημέρας
και εμείς θα στου στήσουμε ένα άγαλμα;»
Καμία σχέση, βέβαια, τίποτε από όλα αυτά
– σε αυτή τουλάχιστον τη ζωή. Στην
επόμενη θα μπορούσε να ήταν η βασίλισσα
του Μπεναρές, τότε όμως όχι. Ήταν και
παρέμενε μια σούντρα. Αυτός είναι ο
ρόλος της – τα ποντίκια δεν μπορούν να
γίνουν λιονταρίνες. Αυτό δεν πρέπει να
το ξεχνάμε ποτέ αναφορικά με το σύστημα
των καστών. Όταν το άτομο επιτελεί το
καθήκον του ανεξάρτητα του που είναι,
τότε συμμετέχει στη δόξα και στη δύναμη
του σύμπαντος και γίνεται αγωγός της
δύναμης αυτής. Κανείς δεν επιλέγει να
κάνει οτιδήποτε. Όλοι κάνουν αυτό που
οφείλουν να κάνουν και έτσι γυρίζει όλο
αυτό το γιγάντιο πράγμα που λέγεται
σύμπαν.
Ο
επισκέπτης που θα βρεθεί στην Ινδία, θα
αντικρύσει άπειρα τρομακτικά και
αποκρουστικά στιγμιότυπα. Οι λέξεις
περί ένδειας και εξαθλίωσης που
χρησιμοποιούμε ούτε καν αγγίζουν την
εκεί πραγματικότητα. Όταν πάντως βρεθείς
εκεί και καταφέρεις να ξεπεράσεις το
πρώτο σοκ, αρχίζει να αναδύεται σταδιακά
η συνείδησ της γαλήνης και του ακτινοβόλου
φωτός.
Ο
Λιούις Μάμφορντ (Lewis Mumford) είχε πει κάποτε:
«Από όλα τα επίπεδα της ζωής αναδύονται
αξίες». Δεν θα αναδυθούν, όμως, αν τις
κριτικάρεις. Θα αναδυθούν μόνο αν
εναρμονιστείς μαζί τους. Αυτή είναι η
παραδοσιακή αντίληψη. Έρχεσαι στο άλφα
ή βήτα επίπεδο, το ζεις, κάνεις το καθήκον
σου – τώρα μιλάω από τη σκοπιά των Ινδών.
Δεν λες «Πω πω, εγώ έπρεπε να ήμουν εκεί
πάνω, ή έπρεπε να είμαι εκεί κάτω, κάποιος
μου την έχει φέρει, να, αυτός εκεί παίρνει
περισσότερα από μένα» – το ζεις. Κρίνε
τη ζωή σου όχι με βάσει το τι παίρνει ο
διπλανός σου, αλλά με βάση το πόσο καλά
κάνεις αυτό που οφείλεις να κάνεις. Αυτή
είναι η δόξα της Ινδίας, η αντίληψη που
κάποτε την έκανε μεγαλειώδη, και αυτή
που τη στηρίζει σήμερα στη φρίκη που
βιώνει. Αυτά λοιπόν περί της ιδέας του
σατ, του να είσαι κάτι: είσαι κάτι στο
βαθμό που λειτουργείς ως κοινωνικό ον
το οποίο φροντίζει να κάνει σωστά το
καθήκον του. Και στην Ινδία φροντίζουν
να το κάνουν και να το κάνουν σωστά.
Υπάρχει
μια ακόμα ιστορία που χρησιμεύει ως
χαρακτηριστικό παράδειγμα της σχέσης
του εγώ με το ντάρμα. Είναι μια ιστορία
πιο ήπια από την άλλη και αφορά ένα μέλος
ενός αξιοσέβαστου επαγγέλματος, αυτό
του δασκάλου. Η ινδική λέξη για τον
δάσκαλο είναι γκουρού, λέξη, ωστόσο, που
έχει τελείως διαφορετική έννοια από
αυτή που της αποδίδουμε εμείς στη Δύση.
Δάσκαλος για εμάς σήμερα σημαίνει
κάποιον που σου μεταβιβάζει κάποιες
πληροφορίες και σε καθοδηγεί με έναν
ορισμένο τρόπο στη ζωή σου, προσφέροντας
τη βοήθειά του σε κάθε είδους κρίση που
μπορεί να παρουσιαστεί αναπάντεχα στη
ζωή σου. Γκουρού σημαίνει το πρόσωπο
που λειτουργεί ως μοντέλο, ως πρότυπο
για σένα. Ο μαθητής οφείλει να ταυτιστεί
με τον δάσκαλό του, να γίνει όπως αυτός.
Ο δάσκαλος έγινε όπως ο δάσκαλός του,
και έτσι δεν υπάρχει πια κανείς εκεί. Ο
δάσκαλος μεταβιβάζει απλώς το ιδανικό,
το ντάρμα, στις γενιές που ακολουθούν.
Η
ιστορία που θα σας αφηγηθώ αφορά έναν
μαθητή που μια μέρα έφτασε στον δάσκαλό
του καθυστερημένος. Ο δάσκαλός του είπε:
«Άργησες. Που ήσουν, τι τρέχει;»
«Να»,
απάντησε ο μαθητής. «Δεν μπορούσα να
φτάσω εδώ. Ζω στην άλλη μεριά του ποταμού.
Το ποτάμι πλημμύρισε, δεν υπήρχε βάρκα
να με περάσει απέναντι, η περαταριά είχε
βαθύνει πολύ, γι' αυτό και δεν κατάφερα
να φτάσω στην ώρα μου».
«Τώρα
πάντως, είσαι εδώ. Τι έγινε; Ήρθε τελικά
η βάρκα; Έπεσε η στάθμη του ποταμού;»
Ο
μαθητής κούνησε το κεφάλι του δεξιά
αριστερά. «Όχι, όχι, τίποτε δεν άλλαξε
στο ποτάμι».
«Και
πως έφτασες ως εδώ;»
Ο
μαθητής απάντησε: «Σκέφτηκα τον δάσκαλό
μου. Σκέφτηκα: “Ο δάσκαλός μου είναι
για μένα το όχημα της αλήθειας, είναι ο
θεός μου, είναι η αυθεντία μου. Θα σκεφτώ
λοιπόν τον δάσκαλό μου και θα περπατήσω
πάνω στο νερό”. Και αυτό έκανα. Έλεγα
μέσα μου “Δάσκαλε, δάσκαλε, δάσκαλε”,
και περπατούσα πάνω στα φουσκωμένα
νερά, και να 'μαι».
Πω
πω, σκέφτηκε ο δάσκαλος, δεν ήξερα ότι
έχω τη δύναμη να κάνω τέτοια πράγματα.
Φυσικά, ο ίδιος ο δάσκαλος δεν είχε κάνει
τίποτε απολύτως.
Όταν
ο μαθητής έφυγε, ο δάσκαλος σκέφτηκε
ότι αυτός έκανε το «θαύμα». Είπε λοιπόν:
«Θα δοκιμάσω κι εγώ να το κάνω. Πρέπει
να δω πως γίνεται». Στην αρχή έριξε μια
ματιά γύρω του για να δει αν τον βλέπει
κανείς. Αφου βεβαιώθηκε ότι ήταν μόνος,
κατέβηκε στο ποτάμι και στάθηκε εκεί
χαζεύοντας τα χειμαρρώδη νερά που
κυλούσαν αφρισμένα. Θα το κάνω, σκέφτηκε.
Και ξεκίνησε λέγοντας μέσα του «Εγώ,
εγώ, εγώ». Έκανε το βήμα για να πατήσει
πάνω στο νερό και την επόμενη στιγμή
έπεσε στο βυθό του ποταμού σαν πέτρα.
Η
μόνη περίπτωση όπου μπορεί κάποιος να
περπατήσει πάνω στο νερό είναι όταν δεν
υπάρχει κανείς εκεί, όταν είναι κανείς
καθαρό πνεύμα, spiritus, άνεμος. Στα
Σανσκριτικά, αυτό λέγεται πράνα. Ο
δάσκαλος αυτός ήταν στο μυαλό του μαθητή
του ένας κοινωνός της αλήθειας. Στο δικό
του μυαλό, ωστόσο, ήταν ένα «εγώ» και το
«εγώ» έχει βάρος και βουλιάζει.
Joseph
Campbell
Μύθοι
του Φωτός
Μετάφραση
Στέλιος Μεταξάς
Εκδόσεις
Αρχέτυπο 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου