Παίρναμε τσάι στο σπίτι της κυρίας von
S… Το επιβλητικό ρωσικό
σαμοβάρι πάνω στο κατάλευκο τραπεζομάντηλο
συνόδευε τη συζήτηση με το μελωδικό του
σφύριγμα. Τα γεγονότα της ημέρας είχαν
σχολιαστεί ξανά και ξανά. Οι εκθέσεις
έργων τέχνης και τα θέατρα δεν πρόσφεραν
πλούσιο υλικό στις αρχές του φθινοπώρου.
Κινδυνεύαμε να βουλιάξουμε σε μια από
κείνες τις σιωπές που στενοχωρούν και
πνίγουν σαν τον βαρύ αέρα και που όσο
διαρκούν, ο χτύπος από τα κουτάλια και
τα φλυτζάνια αντηχεί πιο δυνατός και
διαπεραστικός.
Αλλά η οικοδέσποινα αντιλήφθηκε τον
κίνδυνο. Η κυρία von S…,
μια χήρα ακόμη νέα, με κοκκινωπά μαλλιά,
πρότεινε καθένας από τη συντροφιά να
διηγηθεί το πιο σημαντικό γεγονός της
ζωής του. Χειροκροτήματα.
Άρχισε ένας νεαρός, βαρώνος από τύχη
και πρωτύτερα για το χατήρι του πατέρα
του…
Μιλώντας με τη μύτη μόχθησε ν’ ανασύρει
μέσα από τη μνήμη του μερικές περιπέτειες,
και κάθε τόσο σταματούσε από τα γέλια
που του προκαλούσε η φινέτσα των ίδιων
του των αστείων. Περιπέτειες που είχανε
πάντα για φόντο «σκηνές θεάτρου» ή
«θεωρεία», και πρωταγωνίστριες εκείνες
τις κυρίες με τις κοντές φουστίτσες και
το λιγοστό μυαλό, τα ελαφριά πόδια και
την ακόμα ελαφρότερη καρδιά. Κάμποσες
φορές η οικοδέσποινα αναγκάστηκε να
ξεροβήξει, όταν ο καλοξυρισμένος βαρώνος,
κλείνοντας το μάτι πονηρά, έσπευδε ν’
αναφερθεί σε εξονυχιστικές λεπτομέρειες.
Ύστερα, ντροπαλά σχεδόν στένεψε τα μάτια
του κοκκινίζοντας μέχρι τ’ αραιά
ξεθωριασμένα μαλλιά του.
Επιτέλους ολοκλήρωσε τη διήγησή του,
ανταλλάσσοντας ένα μικρό γελάκι με τον
εαυτό του. Οι κύριοι της συντροφιάς
γέλασαν κι αυτοί μαζί του, άλλος δυνατά
κι άλλος πιο συγκρατημένα, ενώ οι κυρίες
έφεραν στα χείλη τους τα φλυτζάνια του
τσαγιού έτσι που να μην ξεχωρίζει η
έκφραση του προσώπου τους.
Κατόπιν, ένας ταγματάρχης ζωντάνεψε
ξανά θορυβώντας κάποιες αναμνήσεις
του. Μιλούσε, γελούσε, έβριζε, συνέχιζε
να δίνει διαταγές χωρίς σταματημό, σαν
ομοβροντία του πεζικού…
Κι ύστερα, ήρθε η σειρά ενός άλλου και
μετά ενός άλλου.
Ένας μίλησε ακόμα και για την Αίγυπτο.
Περιέγραψε με ζωηρά χρώματα τα ταξίδια
στην έρημο, όλους τους φόβους και τους
κινδύνους τους.
Ύστερα ακουμπώντας πίσω μίλησε με
μαλακιά, σιγανή φωνή για τις φεγγαρόλουστες
νύχτες στο Νείλο και τη μεγαλοπρέπεια
των λωτών.
Όταν έπαψε να μιλάει, ένα ονειρικό
συναίσθημα φτερούγιζε πάνω στη συντροφιά.
«Και τώρα η σειρά σας, κύριε Savant”
είπε η οικοδέσποινα γυρίζοντας σ’ ένα
τριαντάρη χλωμό άντρα.
Σαν απάντηση στο αίτημα της κυρίας αυτός
σήκωσε τα μεγάλα γκρίζα μάτια του.
Πάνω στα χείλη του τρεμόπαιξε ένα ανήσυχο
χαμόγελο.
Ένα χαμόγελο νευρικό, κουριασμένο. Σαν
μια φεγγαρίσια αχτίνα φθινοπωρινής
νύχτας σ’ ένα χωράφι με ασπραγκάθια.
Ολονών τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω
του.
Τώρα βάλθηκε να κοιτάζει τα νύχια του.
Βαριαναστέναξε.
Κι ύστερα άρχισε να μιλάει δίχως να
σηκώνει το βλέμμα.
«Δεν θα με πιστεύατε αν σας έλεγα ότι
μέχρι τώρα δεν έχω… ζήσει τίποτα.
Ποτέ.
Η ζωή μου κυλάει σαν τις σταγόνες της
βροχής απ’ τις σκεπές. Κανονική, ανούσια,
μονότονη.
Πάντα έτσι ήτανε.
Κι είναι φοβερά που ήταν πάντα έτσι.
Κι όμως…
Όπως βλέπετε, αγαπητή κυρία, δεν θα
μπορούσα να σας διηγηθώ τίποτα ευχάριστο,
γι’ αυτό επιτρέψτε μου να σιωπήσω».
Τότε όμως ακούστηκαν ζωηρές διαμαρτυρίες.
Και η οικοδέσποινα μέσα στο γενικό
θόρυβο είπε χαριτολογώντας: «Πρέπει να
συνεχίσετε, κύριε Savant.
Τώρα μας έχετε κεντρίσει την περιέργεια
και εμείς οι γυναίκες αυτό δεν μπορούμε
ποτέ να το αφήσουμε ατιμώρητο».
Ο νεαρός άντρας στύλωσε το βλέμμα του
σ’ ένα απόμακρο σημείο σαν να μην έβλεπε
κανέναν.
«Ας είναι», μουρμούρισε στεγνά.
«Πρέπει ν’ αρχίσω από παλιά. Αλλά θα
είμαι σύντομος.
Στην καρδιά μου υπάρχει μια λαχτάρα για
καθετί μεγάλο, δυνατό, ασυνήθιστο! Την
ένιωθα από πάντα, από παιδί. Διάβαζα τα
παραμύθια και έβλεπα μέσα τους εμένα
τον ίδιο. Και με τα κομμάτια που μου
φαίνονταν πιο όμορφα σκάρωσα το παραμύθι
της παιδικής μου ηλικίας. Όχι αυτής που
έζησα αλλά εκείνης που ονειρεύτηκα.
Επειδή οι μέρες της πρώτης μου νεότητας
κυλούσαν ανιαρές σαν ένα ρυάκι στον
κάμπο. Καμιά ενόχληση, κανένα ατύχημα,
κανένα γεγονός που θα μπορούσε να
συναρπάσει την ψυχή μου. Η μητέρα μου
ήταν γλυκιά και ευαίσθητη κι αυτός που
μ’ έσπειρε μονόχνωτος και μελαγχολικός.
Ένιωθα γι’ αυτούς μια κάποια φυσική
στοργή που θα μου άρεσε να ονομάσω αγάπη.
Πέθαναν και οι δύο νωρίς. Έκλαψα. Μα
δίχως πόνο. Μονάχα γιατί αισθανόμουν
μια πίεση στα βλέφαρα. Το ίδιο βάρος που
φαντάζομαι νιώθει κανείς όταν πέφτει
στα μάτια του βίαια ένα πολύ δυνατό φως.
Άφησα με μεγάλη ευχαρίστηση το πατρικό
σπίτι: τις σκοτεινές του κάμαρες, που
ήταν γεμάτες με μικρές αυστηρές
μελαγχολικές πολυθρόνες».
Ο βαρώνος έβηξε. Μα οι άλλοι ήταν
προσεχτικοί και έριξαν ένα σχεδόν
θυμωμένο βλέμμα στον ενοχλητικό. Εκείνος
σώπασε.
«Τώρα είσαι έξω», συνέχισε ο αφηγητής,
που δεν είχε καταλάβει τίποτα, «έξω
σκέφτηκα, τώρα μπαίνεις στον κόσμο, στη
ζωή, που όλοι πάντα τη λένε ορμητική,
περιπετειώδη, πολυτάραχη. Μπορείς λοιπόν
να παλαίψεις! Κι έτσι τράβηξα το δρόμο
μου. Μα δεν χρειάστηκε να παλαίψω. Η
μοίρα δεν το θέλησε. Βρήκα φίλους του
πατέρα μου πολύ πρόθυμους να γίνουν
προστάτες μου. Με βοήθησαν να συνεχίσω
το σχολείο, με έθρεψαν, μου έδωσαν ρούχα
και στέγη και ξανά η μονοτονία, βαριά
σαν μολύβι, άπλωσε την ομίχλη της πάνω
μου. Έμενα μόνο σε δωμάτια πιο φωτεινά,
απολάμβανα λίγο περισσότερο κρέας απ’
ό,τι στο σπίτι και σούπα με μπαχαρικά
που δεν άρεσε στον πατέρα μου.
Και ήρθε το πανεπιστήμιο. Για ένα διάστημα
ήμουν επιμελής, δεν κατόρθωσα όμως να
πάρω ψηλούς βαθμούς. Παράτησα το διάβασμα.
Μα δεν απορρίφθηκα. Όχι, κατέληξα ολόισια
πάνω στις μονότονες σιδηροτροχιές της
υπαλληλικής εργασίας.
Νοίκιασα την κάμαρα στην οποία μένω
μέχρι σήμερα. Η τυπική εργένικη κάμαρα,
με τις κρεμάστρες, και ένα μικροσκοπικό
μεταλλικό νιπτήρα».
Ένα ρίγος τον κούνησε απ’ τη θέση του.
Για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια κι ύστερα
ξανάρχισε: «Ήρθε η μέρα που πίστεψα ότι
ήμουνα κοντά στο πρώτο γεγονός της ζωής
μου. Πίστεψα ότι αγάπησα μια γυναίκα.
Της το ομολόγησα με μια κάποια συγκίνηση.
Εκείνη δεν είχε αντιρρήσεις.
Αρραβωνιαστήκαμε.
Ω, ας υπήρχε μια αντίφαση, ένα εμπόδιο!
Ας μου αρνιότανε μονάχα και ας μ’
ανάγκαζε να δώσω την υπέροχη, γλυκιά
μάχη που θα’ χε σαν έπαθλο το κορμί και
την ψυχή της. Όμως όχι, όχι. Και εγώ με
τη σκέψη μου φανταζόμουνα πως όλα αυτά
θα κυλούσαν ανεμπόδιστα πάνω στις παλιές
φθαρμένες ράγες της καθημερινότητας.
Αυτή η σκέψη με τρομοκρατούσε. Κι ένα
απόγευμα, καθώς έπαιρνα τον καφέ μου –
εδώ και δέκα χρόνια, καθημερινά από τις
τέσσερις μέχρι τις έξι βρίσκομαι στο
καφενείο – της έγραψα ένα αποχαιρετιστήριο
γράμμα. Μερικές λέξεις πάνω σε μια απλή
κάρτα, φράσεις αδέξιες που χύνονταν
βρώμικες από τη χρησιμοποιημένη πένα
του μαγαζιού. Ένιωθα πως σίγουρα δεν
ήταν αυτό που οι άλλοι ονομάζουν αγάπη.
Ήμουνα τόσο ήρεμος όλο αυτό τον καιρό!
Όχι, αναμφίβολα, εκείνη μου ήταν τελείως
αδιάφορη. Μάλιστα, με μια άγρια, τρελλή
χαρά φανταζόμουνα τον πανικό που θα της
προκαλούσαν αυτές οι αράδες. Την
απαρηγόρητη οδύνη στην οποία η απόρριψή
μου θα μπορούσε ίσως να ρίξει την
γυναικεία καρδιά…
Θα ερχότανε ύστερα σε μένα γεμάτη
κατηγορίες, θα μου ζητούσε εξηγήσεις
κι εγώ θα την απέκρουα με ψυχρότητα και
υπεροψία, μονάχα για να μπορέσω επιτέλους,
επιτέλους να ζήσω κάτι.
Βυθισμένος σ’ αυτές τις σκέψεις έφυγα
από το καφενείο και γύρισα σπίτι. Πάνω
στο τραπέζι μου βρισκότανε μια επιστολή.
Ο δικός της γραφικός χαρακτήρας! Έσκισα
το φάκελο: διέλυε τον αρραβώνα με μια
επιστολή, ψυχρή, απαθή και ήρεμη, όπως
η δική μου που έπρεπε να βρίσκεται στο
δρόμο».
Ο κύριος Savant στήριξε το
κεφάλι του μέσα στα χέρια και σώπασε.
Ο θόρυβος από τα σερβίτσια είχε γίνει
σχεδόν ντροπαλός. Το σαμοβάρι είχε
βουβαθεί, σάμπως κι αυτό ν’ άκουγε τη
διήγηση.
Κανείς δεν είχε διάθεση να πει λέξη.
Μόνο ο ταγματάρχης μουρμούρισε κάτι
μέσα απ’ τα πυκνά του γένια.
Ο νεαρός βαρώνος έσερνε το φορτωμένο
δαχτυλίδια χέρι του πέρα δώθε πάνω στο
φαλακρό του κεφάλι. Είχε ένα ύφος ολότελα
ηλίθιο.
Μετά από μερικά λεπτά ο νέος ξανασήκωσε
το κεφάλι. Κοίταξε ολόγυρα με μάτια
ορθάνοιχτα κι ύστερα είπε σάμπως να
ονειρευότανε:
«Τίποτα λοιπόν. Για μια φορά ακόμη…
τίποτα.
Ξαναπήραν να κυλούν οι μέρες, οι βδομάδες,
οι μήνες, τα χρόνια.
Τόσο όμοια που δεν θα μπορούσες να τα
ξεχωρίσεις.
Κάθε μέρα γυρνούσα στο σπίτι το απόγευμα
την ίδια ώρα.
Κάθε μέρα ήξερα: το κλειδί θα κάνει ένα
ξερό ήχο καθώς θα το βάζω στην κλειδαριά.
Για μια στιγμή δεν θα γυρίζει, μα σε λίγα
δευτερόλεπτα η πόρτα θ’ ανοίξει
υποτακτικά και εύκολα. Πάνω στο τραπέζι
θα με περιμένουν ένα ή δύο ασήμαντα
γράμματα. Οι παντόφλες αντί να βρίσκονται
κάτω από το κρεβάτι, θα είναι πλάι στην
πολυθρόνα, όπου έδωσα εντολή να τις
βάζει η υπηρέτρια.
Και κάθε μέρα το ίδιο.
Κάποτε μια διακοπή. Μου κοινοποιήθηκε
ένα ένταλμα συλλήψεως. Δεν πίστευα πως
είχα διαπράξει παράβαση αλλά τα πάντα
πανηγύριζαν μέσα μου: ένα γεγονός.
Ντύθηκα με μεγαλύτερη επισημότητα απ’
το συνηθισμένο για να παρουσιαστώ στο
δικαστήριο συνοδεία του χωροφύλακα που
με περίμενε έξω. Μα πριν καλά καλά ντυθώ
μπήκε στο σπίτι ένας υπάλληλος που είπε
κάτι για παρεξήγηση λόγω συνωνυμίας
και μου ζήτησε συγγνώμη για την ενόχληση…
Πέρασαν άλλα τόσα χρόνια…
Πόσες, μα πόσες φορές θέλησα να διαπράξω
ένα έγκλημα.
Με συγχωρείτε αγαπητή κυρία», διέκοψε
ο Savant, όταν αντιλήφθηκε
ότι τον παρακολουθούσε τρομαγμένη η
κυρία von S…
«Εσείς μου ζητήσατε να μιλήσω και εγώ
δεν θέλω να κρύψω τίποτα. Μάλιστα βρέθηκα
συχνά στο σημείο να διαπράξω ένα έγκλημα.
Γιατί θέλω, πάση θυσία, να εισβάλει
επιτέλους ένα γεγονός στη γκρίζα, φριχτή
ζωή μου!» Τα μάτια του καίγανε όπως τα
μάτια ενός πληγωμένου ζώου.
«Να σκοτώσω το διπλανό μου! Αυτή η σκέψη
συχνά με βασανίζει όταν βρίσκομαι στο
δρόμο. Αλλά μου λείπουν τα μέσα και η
δύναμη. Και έτσι απομένω ακίνητος σαν
ένα μαθητούδι που πρέπει να γράψει μια
άσκηση και έχει ξεχάσει την πένα στο
σπίτι…
Συχνά πάλι βγαίνω με το πιστόλι στην
τσέπη. Μα συναντώ μονάχα ανθρώπους που
πάνω τους αηδιάζω να ρίξω. Μικρές
ζαρωμένες φιγούρες που παραμένουν
ζωντανές με την ίδια ισχνή ζωτική δύναμη
που συγκρατεί την αράχνη στον ιστό της.
Κι ακόμη, γεροδεμένους εργάτες που
κουβαλάνε το δικαίωμά τους στη ζωή πάνω
στα ροζιασμένα χέρια τους και στο
σκυθρωπό καπνισμένο τους μέτωπο.
Ας έχανα τουλάχιστο τα λογικά μου. Αυτή
είναι η προσευχή μου όταν μένω ξάγρυπνος
τις νύχτες.
Και μερικές φορές μου φαίνεται πως
συμβαίνει το εξής: κάτι σέρνεται εκεί
έξω. Πνιγηρό και τρομακτικό. Και τώρα
με κοροϊδεύει χαιρέκακα μέσα στο κρανίο
μου, με περιγελάει… γελάει. Ξεσπάω σ’
ένα δυνατό διαπεραστικό γέλιο. Μα δεν
είναι τίποτα. Παίρνω μια σελίδα από την
εφημερίδα, διαβάζω δυο τρεις αράδες και
αντιλαμβάνομαι πως εξακολουθώ να τα
καταλαβαίνω όλα, τη μια λέξη μετά την
άλλη, τη μια φράση μετά την άλλη. Όχι,
δεν μου επιτρέπεται ούτε καν να τρελλαθώ!
Ούτε αυτό».
Ο Savant τρόμαξε να πνίξει
τα δάκρυά του.
Όλοι κάθονταν σιωπηλοί και παρακολουθούσαν
αποσβολωμένοι τον αφηγητή. Μονάχα ο
ταγματάρχης, κατακόκκινος σαν αστακός,
με το σπιρούνι του αριστερού του ποδιού
έξυνε σιγανά τις σανίδες του πατώματος.
Έμοιαζε με το θόρυβο που κάνει το ρολόι
του θανάτου.
Ένα ρίγος διαπέρασε την κάμαρα.
Ούτε ένα φλυτζάνι δε σάλευε.
«Τελείωσα» ψιθύρισε τώρα ο δύστυχος με
φωνή αδύναμη, σχεδόν σβησμένη.
«Ένας άλλος θα μπορούσε να είναι
ικανοποιημένος μ’ αυτή την επίπεδη,
άχρωμη ζωή. Θα μπορούσε να τρώει καλά
και πολύ, να εξακολουθεί να έχει καλή
χώνεψη και να γίνεται όλο και πιο παχύς.
Μα εμένα, εμένα που κουβαλάω μέσα μου
μια ζεστή βασανιστική λαχτάρα από τα
παιδικά μου χρόνια για ένα γεγονός,
εμένα με σκοτώνει.
Τα μάγουλά μου καίνε από νοσταλγία, αλλά
η καταιγίδα της ζωής δεν έρχεται να τα
δροσίσει».
1896
RAINER MARIA RILKE
ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΟΥΤΙ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Α.
ΥΦΑΝΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ 1999