Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Στην σημερινή μας ομιλία θα ήθελα να
σας υπενθυμίσω την διδασκαλία που είχαμε
κάνει σχετικώς με την παγκόσμια ψυχή,
και σας είχα πει τότε, ότι: η Θεότης που
προϊσταται της Παγκοσμίου Ψυχής είναι
η Θέμις.
Η Θέμις ταυτίζεται φυσικά ιερατικώς με
την Δίκη. Και όπως μας λέγουν τα μυστήρια
και οι ποιηταί, ο Όμηρος και άλλοι, κυρίως
η Δίκη είναι συμπάρεδρος του Διός.
Το να είσαι συμπάρεδρος του Διός μια
Θεότης, σημαίνει ότι εμπερικλείει εν
εαυτή όλας τας ιδιότητας και τας αρετάς
του Θεού, του υπάρχοντος Θεού, αλλά κατά
διάφορον τρόπον εκδεδηλωμένες.
Δηλαδή, εκδεδηλωμένες και τετελεσμένες
δημιουργικώς.
Επίσης στα μυστήρια την Θέτιδα την
ταυτίζουνε με την Γη, ή με την Γαία.
Ο Αισχύλος μας λέει στον Προμηθέα, όταν
μιλάει ο Προμηθέας και λέει: Εμοί δε
μήτηρ Θέμις, κατ’ άλλους δε Γαία.
Έχομε δε υπ’ όψιν μας στην αρχαιοτάτη
εποχή, όλα τα μαντεία τα αρχαία, στα
οποία μαντεύονται υψηλότατες έννοιες,
και χρησμοί υψηλότατοι, είναι αφιερωμένα
εις την Θέμιδα Γαία.
Αυτό ακριβώς σημαίνει ότι: ταυτοχρόνως
η Θέμις είναι μια Θεότης και της ψυχής
της Παγκοσμίου, και της Γαίας.
Δηλαδή έχει έναν στενό σύνδεσμο η Θέμις
με την Γαία και με την Παγκόσμιο Ψυχή,
αλλά και με τα του Διός πράγματα της
ποιήσεως.
Επομένως, από εκεί πρέπει να ξεκινήση
κανείς και να δη κατ’ ουσίαν και κατά
βάθος την διδασκαλία περί στοιχείων.
Σας έχω πει και άλλες φορές ότι: η Θέμις
έχει τρεις θυγατέρες. Την Ευνομία, την
Δίκη και την Ειρήνη.
Αυτές οι τρεις θυγατέρες εκπροσωπούν
όλη την κατάσταση της Δημιουργίας, εν
δεσμοίς, εν λόγοις, εν αναλογίαι και εν
αρμονίαι.
Άλλωστε όλη η Δημιουργία, δεν είναι
τίποτε άλλο από δεσμούς, λόγους, αναλογίες,
γεωμετρήσεις, αρμονίες.
Όλα τα όντα εν μορφή εκδεδηλωμένα,
εκφράζουν ακριβώς αυτές τις τρεις
θυγατέρες της Θέμιδος. Ενεργούσες κάθε
μια κατά τον τρόπο της, αλλά και κάθε
μια ευρισκομένη εις την άλλην. Αφού
είναι αδελφές, εν αλλήλαις υπάρχουσιν
και οι μεν και οι δε.
Τις διακρίνουμε δε εμείς χωριστά στην
διδασκαλία μας, για να μπορέσουμε να
τις κατανοήσουμε περισσότερο, γιατί
κάθε μια έχει και τον τρόπο της εκφράσεώς
της.
Όλες όμως είναι τριαδικές και μοναδικές
θυγατέρες της αυτής θεότητος. Επομένως
και οι τρεις θυγατέρες της Θέμιδος,
εκπροσωπούν τας θείας αρετάς της θείας
Μητρός.
Επαναλαμβάνουμε λοιπόν και λέμε: γιατί
αυτές τις θυγατέρες τις λέμε δεσμούς,
αναλογίες, λόγους, αρμονίες, συμφωνίες,
συστήματα;
Ας αρχίσουμε από την Ευνομία.
Η Ευνομία είναι κατ’ εξοχήν η Θεότης
του νόμου. Του θείου Νόμου. Γι’ αυτό
λέμε πάντα Ευ νόμος.
Τι είναι νόμος; Νόμος είναι νου διανομή.
Προσέχτε: το Ευ εδώ σε αυτά που λέμε,
έχει την έννοια του θείου Κάλλους και
της Διακοσμήσεως.
Μυστηριακώς και μυητικώς το Ευ είναι
ακριβώς η θεία τέχνη εν τη αγαθοειδή
και εν τη καλλοποιώ αυτής υποστάσεως.
Όταν λέμε Ευνομία, δεν είναι μόνο η
λειτουργία του νόμου, γιατί ο νόμος
είπαμε ότι είναι νου διανομή.
Όμως τι μπορεί να είναι του νου η διανομή;
Αυτός είναι ο Λόγος. Ο Λόγος ως Αρχηγικός
Νους που είναι ο Πατήρ ή ο Ποιητής, διότι
ένα και το αυτό πράγμα είναι, με την
διαφορά, αναλόγως της σχέσεώς των, όσον
αφορά με το Εν.
Αλλά Πατήρ και Ποιητής είναι ο δίμορφος
Ιανός, που είναι ένας και μοναδικός
Θεός. Ύπατος των Θεών, ο Ζευς.
Λέμε λοιπόν ότι: ο νους διανεμόμενος
εις την Δημιουργίαν, και γενόμενος
Ποίησις είναι Νόμος.
Ευ νόμος, είναι ακριβώς ο νους ως Λόγος,
διανέμων την ποιότηταν και το περιεχόμενον
της Δημιουργίας, υπαρχούσης εν δημιουργικώ
νω, εν αρχηγικώ ή εν ποιητικώ νω, ως
ενιαίος και μοναδικός, πάντα δε κατά
μιαν ιδέαν αδιάκριτον ενιαίως.
Διανεμόμενος ο νους εδώ, εκπροσωπεί τον
λόγον ο οποίος παντού υπάρχει. Δηλαδή
σε κάθε εκδήλωση αποκλίσεως του νου,
για να ποιήση.
Επομένως είναι πραγματικά νου διανομή
η Ευνομία.
Αλλά και τι άλλο έχει η Ευνομία;
Αυτή η διανομή του νου, δεν είναι μόνο
απλώς η λειτουργία του λόγου χάριν της
αποκλίσεως των πραγμάτων από την μόνιμον
και μονοειδή κατάσταση, εις την πολυειδή
έκφραση. Αλλά τι άλλο είναι;
Είναι ακριβώς ότι: ο λόγος αυτός, ο νόμος
αυτός ο οποίος διανέμεται, αλλά ταυτοχρόνως
είναι και ο φορεύς. Τίνος φορεύς;
Της Δημιουργίας ως παραδείγματος ή ως
εικόνος.
Το Ευ επομένως, σε αυτάς τας θείας
καταστάσεις δεν χωρίζεται από τον νόμο,
τον θείο νόμο, γιατί είναι ταυτόσημος,
είναι εν ταυτότητι του Όντος.
Όμως ως Θείου νου διανομή διανέμεται,
χορηγών πάντα και κατά πάντα, εις τα
πρώτα, εις τα μέσα και εις τα έσχατα.
Αλλά και εις την επιστροφή τους, δηλαδή
και εις την κίνησή τους, και εις την
ταυτότητά τους, και εις την ετερότητά
τους, αλλά και εις την κίνηση και την
στάση τους, ο Λόγος είναι αυτός πάντα
ο οποίος προϊσταται, ο οποίος εν
ταυτότητι εκφράζεται ταυτοσήμως.
Δηλαδή εν ταυτότητι, εκφράζεται ενιαίως.
Εν ετερότητι δε εκφράζεται πολυειδώς.
Εν κινήσει εκφράζεται ρέον.
Ρέον σημαίνει ότι εκφράζεται συνεχώς,
μετρών και κρατών το συνεχές και το
μόνιμον, εν τη αποσχίσει των πραγμάτων,
λόγω ακριβώς της δράσεως του νόμου της
δυάδος. Δηλαδή της διαστάσεως και της
κινήσεως.
Εν στάσει δε πάλι, κρατάει το μόνιμον,
το μοναδικό και το σταθερόν.
Εδώ στο μοναδικόν, είναι έντονη η παρουσία
του Ευ ως εικόνος, ως μορφής, ως σχήματος,
αλλά και γενικώς κάτι τι το οποίον
αποτελεί την σταθερή κατάσταση των
πραγμάτων, των πέραν από την μοναδικότητα
του νου υπαρχόντων.
Εδώ βλέπουμε ότι κρατάει εν τη στάσει,
την κατάσταση της υπάρξεως.
Δηλαδή ξαναφέρνει πάλι, κρατώντας πάλι
τον νόμο και το Ευ – η ευνομία - με τον
αυτόν λόγον που υπάρχει, κρατώντας πάντα
την ταυτότητα εκδηλωμένη, είτε ως
παράδειγμα, είτε ως εικόνα, είτε ως είδος
ή σχήμα, είτε ως σύστημα ή οτιδήποτε
άλλο. Έτσι και τα πρώτα και τα δεύτερα
και τα μέσα αλλά και τα έσχατα τα κρατάει
σε μια κατάσταση ισορροπίας και Ενότητος.
Σας τα λέω απλά, για να κατανοηθούνε και
απλά μέσα σας, αν κάτι δεν καταλαβαίνετε
μπορείτε να ρωτήσετε.
Λέμε λοιπόν: η Ευνομία όσον αφορά σαν
κόρη της Θέμιδος γης, είναι Γεωμετρία.
Η Ευνομία, σαν κόρη της Θέμιδος Δίκης
είναι Αρμονία.
Δεν χωρίζεται το ένα από το άλλο, αλλά
ο ρόλος που παίζει ο λόγος αυτός, ως ο
αυτός Λόγος, άλλοτε μεν εκφράζεται ως
γεωμέτρησις, άλλοτε δε εκφράζεται ως
αρμονία.
Μεταξύ της γεωμετρήσεως και της αρμονίας,
υπάρχει ένας άλλος παράγων, μια άλλη
αρετή, η Ειρήνη.
Προσέχτε: η μεν Ευνομία, ως κόρη της
Θέμιδος Γαίας κρατάει τον αυτόν λόγον
πάντοτε. Δηλαδή το εδραίον και μόνιμον.
Όμως στην Ευνομία ως Δίκη: ο αυτός λόγος
διανέμεται κατά τον λόγο του Ευ, και
όπως έχουμε ξαναπεί, τοις μείζοσι δίνει
μείζονα λόγο – όχι ποσότητες – τοις
ελάττοσι ελάττονα λόγον.
Αλλά προσέχτε: ο ελάττων λόγος και ο
μείζον λόγος, τοις μείζοσι μείζονα,
είναι λόγοι ποιοτικοί, είναι λόγοι
κοσμήσεως και όχι λόγοι ποσοτικοί ή
ποσότητος.
Άρα ο λόγος αυτός – τοις μείζοσι μείζοσι
– δίδει ποιότητα στα μείζονα πράγματα.
Ποια είναι αυτά τα μείζονα πράγματα για
εμάς;
Εκείνα τα οποία είναι πλησιέστατα προς
την πηγήν τους – τα μείζονα – ή προς
την Μονάδα ή προς τον Νουν.
Προσέχτε: το μέγα από απόψεως διδασκαλίας,
δεν είναι το μέγα το ποσοτικόν, το εν
εκτάσει, αλλά είναι το μέγα εν δυνάμει
παραδείγματος και εικόνος.
Άρα τοις μείζοσι μείζον ο λόγος, τοις
ελάττωσι ελάττων ο λόγος. Τι σημαίνει
αυτό; Τοις ελάττωσι ελάττων ο λόγος;
Σημαίνει ότι, ο λόγος κρατάει συνεχώς
την ισορροπία και την αρμονία. Παύει
πια να έχη, να δημιουργή εναντιότητα,
γιατί μετουσιώνει πάσα εναντιότητα σε
αντίθεση.
Ερώτησις: Είναι αυτό η Δίκη;
Απάντησις: Ακριβώς αυτό είναι η
Δίκη. Αλλά η Ειρήνη τι είναι;
Η Ειρήνη είναι η άλλλη αδελφή, η οποία
είναι παράλληλος προς την Δίκη.
Άρα στο μέσον είναι η Γεωμέτρησις. Η
γεωμέτρησις είναι Ευνομία, η οποία
κρατάει το κέντρο, τον μέσο λόγο. Γιατί;
Γιατί είναι κόρη της Θέμιδος Γης ή της
Θέμιδος ως Παγκοσμίου ψυχής που εστιώνει
και μορφώνει.
Εστιώνοντας σωματουργεί και μορφώνοντας
ειδοποιεί. Η μεν Εστίωσις είναι η
Γεωμέτρησις, η δε μορφοποίησις και
ειδοποίησις είναι η αρμονία.
Προσέχτε: το ένα με το άλλο δεν χωρίζονται,
εμείς τα χωρίζουμε τώρα εδώ στον λόγο
μας, για να τα καταλάβουμε στις λεπτομέρειες
και στις λειτουργίες τους. Αλλά πάντα
μέσα σε κάθε είδος και κάθε μορφή της
Δημιουργίας, σε κάθε εικόνα της
Δημιουργίας, πρέπει πάντοτε εμείς με
τον νουν μας, να διακρίνουμε και όχι να
χωρίζουμε.
Να διακρίνουμε χωρίς να χωρίζουμε, την
εστίωσιν, την σωματουργίαν με την
ειδοποιίαν, η οποία είναι ο εναρμόνιος
λόγος, και η σωματουργία είναι ο Αυτός
λόγος, ο οποίος εδραιώνει αυτό που
εναρμονίως υφίσταται ως υπόστασις.
Αυτό είναι το αποκεκλιμένον στερεόν.
Σταθερόν και μεμορφωμένο. Το προσέχετε
πως είναι;
Άρα το μεταξύ αυτών των δυο θυγατέρων,
πλαισιώνεται από την γεωμέτρηση.
Η μεν Γεωμέτρησις μπαίνει στο κέντρον,
η επί τα δεξιά αδελφή της, είναι η Δίκη
και επί τα αριστερά η Ειρήνη ή και το
αντίθετο.
Προσέχτε: λέμε είναι ομότιμες αδελφές,
τρίδυμες.
Δεν είναι η μια μετά την άλλη, αλλά είναι
και οι τρεις μαζί.
Επί τα αριστερά δε είναι η Ειρήνη η οποία
τι κάνει;
Η Ειρήνη φέρνει την ισορροπία, όχι μόνον
εις τας ποιότητας και εις τα είδη και
εις τας μορφάς της Δημιουργίας, αλλά
φέρνει και την ισορροπία εις τας σχέσεις
αυτών των μορφών, των ποιοτήτων, και
όλων των πραγμάτων που εστιώνονται
σωματουργούμενα, και διαμορφώνονται
ειδοποιούμενα.
Όμως εδώ σε αυτά που λέμε, έχομε και τον
παράγοντα ύλη, ο οποίος, εάν αφηνότανε
έτσι δεν θα υπήρχε δυνατότης Δημιουργίας,
γιατί η ύλη από μόνη της είπαμε είναι
το μη είναι, είναι το ουδέν και το
αχανές.
Είναι το μη έχων ούτε εστίωσιν, ούτε
ποιότητα, ούτε τίποτα. Αλλά είναι παράγων
και αυτή.
Η Ειρήνη λοιπόν, στην σχέση της ψυχής
που είναι παράγων της παγκοσμίου ψυχής
με την παγκόσμιον ύλη, τι κάνει;
Προσέχτε: εξισώνει με το να χορηγή. Εις
τα μείζονα ελάττωνα. Εις δε τα ελάττωνα
μείζονα. Γιατί;
Γιατί εκείνο που είναι μείζον ποιοτικώς
και είναι κοντά στην μονάδα του, δίδει
τα ελάττωνα ποσοτικώς, για να κρατηθή
ως παράγων υπάρξεως του μείζονος.
Τα δε ελάττωνα, τα οποία φθάνουν εις την
εσχάτη κατάσταση, που αγγίζει την ύλην
αυτήν καθ’ εαυτήν, δίδει μείζονα.
Ερώτησις: Γιατί δίδει μείζονα στην
ύλη αυτήν καθ’ εαυτή;
Απάντησις: Γιατί ο Λόγος θέλει να
μεταχειρίση την ύλη. Θέλει να την κάνη
παράγοντα του ναι, παράγοντα της
Δημιουργίας και όχι του δεν. Δηλαδή να
κυριαρχήση στην άποιο ύλη το ναι, το ναι
σ’ εκείνο το οποίο μορφούται και
στερεούται.
Άρα εδώ βλέπουμε ότι η Ειρήνη είναι
μέγας παράγων απαραίτητος για την
Αρμονία, είναι στερέωσις της Γεωμετρήσεως
και βεβαίωσις της Υπάρξεως.
Γι’ αυτό λέμε είναι ισότιμες οι τρεις
θυγατέρες.
Μέσα σ’ αυτόν τον πρόλογο, επαναλάβαμε
πάλι αυτά που έχομε πει και άλλες φορές
για τις κόρες της Θέμιδος, την Δίκη, την
Ευνομία και την Ειρήνη, αλλά είναι
σημαντικά για τα στοιχεία που έχομε
αρχίσει.
Λέμε λοιπόν: που υπάρχουν τα στοιχεία;
Τι είναι τα στοιχεία;
Έχομε πει και άλλες φορές ότι τα στοιχεία
είναι τέσσερα. Είναι το σώμα της ψυχής
και το σώμα του Ουρανού ή του κόσμου.
Όλος ο κόσμος ιχνογραφείται και
πραγματούται μέσα στα στοιχεία. Αλλά
και τι άλλο είναι τα στοιχεία;
Τα στοιχεία είναι αναίρεσις της ύλης.
Αναίρεσις της αρνητικής θέσεως της
ύλης, και βεβαίωσις της δημιουργικής
δραστηριότητος ή της ποιητικής εκδηλώσεως
της ψυχής, για να στερεώση, για να μορφώση,
για να εκδηλώση, και να δώση εν τω κόσμω,
εν πολυειδή καταστάσι, την Αυτήν
κατάσταση.
Προσέχτε: η ψυχή είναι η μήτρα, όπου το
ον γονιμοποιεί την ποιητικήν του δύναμη,
για να φτιάξη τον κόσμο.
Τα στοιχεία είναι το υλικό των δυνάμεων,
των ποιοτήτων, των μορφών, των εικόνων
και όλων των πραγματικοτήτων, με τας
οποίας θα πάρει το υλικό ο Δημιουργός,
για να μορφώση τον κόσμο.
Όχι μόνον κατ’ ιδέαν, αλλά και κατά
πραγματικότητα.
Τι σημαίνει αυτό;
Σημαίνει ότι: για να εκφρασθή μια
πραγματικότης, από την κατάσταση της
ιδέας, πρέπει ο νους που γεννάει την
ιδέα αυτή, να την καθορίση, να την
βεβαιώση, και να την εκδηλώση για να
πραγματωθή.
Η δε πραγμάτωσις της ιδέας, αφού
καθορίστηκε, βεβαιώθηκε και πραγματοποιήθηκε
από τον νουν, δεν είναι τίποτα άλλο, παρά
είναι η επιστροφή αυτού που πραγματώθηκε,
πάλιν εις τον νουν.
Αλλά προσέχτε:
Κατά θέσιν τώρα πια, ποιήματος προς
Ποιητήν.
Δηλαδή, κατά λόγον του ετέρου προς το
μοναδικό εν ισότητι, ή ισορροπία. Αυτό
είναι και ο νόμος της επιστροφής.
Εάν δεν ήτο αυτό το πράγμα, τότε όλα θα
ήταν χαμένα, δεν θα υπήρχε ούτε κόσμος,
ούτε τίποτα.
Βλέπουμε λοιπόν ότι, όλα τα στοιχεία
υπάρχουν εν τη ψυχή, και δια της ψυχής
δρουν, και είναι φορείς σε ό,τι έχει η
ψυχή ιδανικώς ή ειδητικώς.
Ιδανικώς μεν η Παγκόσμιος ψυχή, ειδητικώς
δε η ψυχή του κόσμου, όπου τα στοιχεία
τα κάνουνε είδη, μορφές, σχήματα ή
ποικίλες καταστάσεις.
Επομένως προσέχτε: αυτό που μέσα στην
ψυχή είναι Ολότης, γιατί και η ψυχή σαν
προβολή του νου, είναι ανάλογον, είναι
ολότης και αυτή.
Όπως ο Νους ή το Πρώτον, το Ον, έχει τα
Όλα Ολικώς, έτσι και η ψυχή, γιατί ο νόμος
αυτός ισχύει για όλα τα πράγματα, έτσι
και σ’ αυτήν την Πρώτη θέση της ψυχής.
Δηλαδή, η εκ της Μονάδος πηγάζουσα
απόκλισις έχει τα Όλα ολικώς.
Αυτό σημαίνει Ενότης, αυτό σημαίνει η
παρουσία του Ενός τα Όλα Ολικώς.
Επανερχόμεθα λοιπόν και λέμε: η ψυχή
σαν προβολή του όντος ή του νου, έχει τα
Όλα Ολικώς.
Πως την λέμε την ψυχή όταν έχει τα όλα
ολικώς;
Νοητή ψυχή ή θεία ψυχή.
Προσέχτε: εάν η Θέμις είναι η Παγκόσμιος
ψυχή και είναι συμπάρεδρος τω Διί και
έχει τις ίδιες ιδιότητες, τιε θείες
αρετές του Διός, αφού είναι συμπάρεδρος
του Διός φυσικά, και δεν κάνει τίποτα ο
Ζευς χωρίς την Θέμιδα, γιατί και αυτή
έχει τα Όλα Ολικώς κατά τον νουν του
Διός, αλλά κατά την κατάσταση της υπάρξεως
της Παγκοσμίου ψυχής.
Δηλαδή κατά την κατάσταση της Υπάρξεως
του κόσμου ως Ολότητος.
Για να το προσδιορίσουμε τι λέμε, και
να μη λέμε μόνο λόγια.
Ας επανέλθουμε όμως στα πριν. Τι είναι
τα στοιχεία;
Στην καθαρή τους κατάσταση τα στοιχεία,
είναι τα μέρη Ολικώς.
Τα μέρη είναι τα στοιχεία, αλλά προσέχτε:
η έννοια του μέρους είναι έννοια που
εκφράζει – για την διδασκαλία μας –
την αρμονία, τον λόγον, την γεωμέτρησιν
και τον αριθμό. Δηλαδή την απόκλιση, την
ετερότητα.
Τα στοιχεία λοιπόν είναι τα μέρη Ολικώς.
Τα μέρη είναι τα στοιχεία, και όλο το
Όλον, στα στοιχεία γίνεται μέρος, αλλά
κατά Ευνομίαν, κατά Δίκην και κατά
Ειρήνην.
Ποιος είναι ο Ολικός παράγων, που τα
κρατάει πάντα;
Η ψυχή είναι ο παράγων που δίδει το
Ολικόν στοιχείον, γιατί εκ της ψυχής
πηγάζουν τα πάντα, και εις την ψυχήν
απολήγουν τα πάντα, κατά τον νόμον της
προβολής, της εκδηλώσεως και της
επιστροφής.
Δηλαδή έχουσαι μέσα τους το στοιχείο
της τελειότητος, ως Ευ εν τη υπάρξι των,
το οποίον το λέμε οι σφαίρες του κόσμου.
Ερώτησις: Είναι αυτό τα Όλα μερικώς;
Απάντησις: Ακριβώς αυτό είναι. Κάθε
σφαίρα έχει όλη την Ολότητα του κόσμου
ως είδος – ιδέα – αλλά ως είδος εν τη
ψυχή εν στοιχείοις. Δηλαδή εν γεωμετρήσει,
εν εστιώσει, εν μορφή, εν σωματουργία
και ειδοποιεία, εν τη σφαίρα και εν
ται σφαίραις του κόσμου ή των κόσμων.
Κατόπιν έχομε τα μέρη μερικώς. Τι είναι
τα μέρη μερικώς;
Εκείνο που η ποικιλία των ειδών μεταξύ
τους, κατά λόγον Ευνομίας, Αρμονίας,
Δίκης και Ειρήνης, εν εαυτοίς εκπροσωπούν.
Τι εκπροσωπούν;
Το Ολικόν κάλλος, αλλά εν μερισμώ
εκπεφρασμένο, εν εικόσι η εν εικόνες να
το πούμε καλλίτερα – για να μη μας
πάρουνε στο ξύλο οι της εκπαιδευτικής
μεταρυθμίσεως.
Τι είναι αυτό; Είναι η εμφάνισις του
κόσμου.
Όχι μόνον εν σφαίραις, αλλά και εν
περιεχομένω των σφαιρών.
Αυτό είναι η Διάστασις.
Σε όλα αυτά που λέμε, βλέπουμε πόσο
μεγάλο ρόλο παίζουν τα στοιχεία. Έχουνε
και τον αριθμητικό λόγο τους, και τον
γεωμετρικό μεταξύ τους, αλλά έχουνε και
της Ειρήνης τον λόγο, που είναι αριθμητική
και αυτή, γιατί ο αριθμός κινείται μεταξύ
πέρατος και απειρίας, ή να το πούμε
καλλίτερα μεταξύ περιττού και αρτίου.
Κινούμενα τα πράγματα εν αριθμώ, γιατί
πρώτα θα κινηθούνε εν αριθμώ, μετά
κινούνται εν γεωμετρία και μετά εν τη
Γη.
Λέμε λοιπόν, πρώτα κινούνται εν αριθμώ.
Κινούμενα τα πράγματα εκ της ψυχής, εν
τοις στοιχείοις, εν αριθμώ, λέμε ότι
κινούνται καταγωγικώς. Τι σημαίνει
καταγωγικώς;
Σημαίνει ότι προβάλλονται εις την
ετερότητά τους, γιατί ο Αριθμός είναι
η αιτία, είναι η πηγή πάσης ετερότητος;
Κινούμενα εν αριθμώ λέμε είναι καταγωγικά.
Γεωμετρούμενα εστιώνονται και εστιούμενα
σωματουργούνται.
Από εκεί αρχίζει η αναγωγή – η άνοδος.
Αλλά πως πρέπει να είναι εστιούμενα και
σωματουργούμενα;
Πάλι εκ της Γης ανερχόμενα, εκ της γης
η οποία όπως έχουμε ξαναπεί είναι Ιδέα
και εκπροσωπεί το μόνιμον, το σταθερόν
και το αμετάστατον. Το αεί και το ωσαύτως
έχων.
Άρα εκ της Γης εστιούμενα ή σωματουργούμενα,
που πρέπει να πάνε; Παρακάτω;
Προσέχτε: ό,τι σωματουργείται, έχει και
το στοιχείο της γεωμετρήσεως και της
αρμονίας. Ό,τι σωματουργείται, τίθεται
υπό το κράτος της Ευνομίας και της Δίκης.
Υπό το κράτος της Ευνομίας φέρουν τον
νόμον και μέρος του Ευ. Τι είναι το μέρος
του Ευ; Η ειδοποιία τους.
Το προσέχετε πως είναι;
Γιατί όσο περισσότερο το Ευ λειτουργεί,
λειτουργεί η Ευνομία με τον αυτόν λόγον,
ο οποίος ενώνει, εναρμονίζει, στερεώνει
και τα πρώτα, και τα μέσα και τα έσχατα.
Τα πρώτα τα στερεώνει με τα μέσα, για να
δημιουργήση διάστασιν, και εκ της
διαστάσεως ύπαρξιν.
Τα δε έσχατα, είναι το τι μέλλει να φθάση
ένα πράγμα που εστιώθηκε, σωματουργήθηκε
και αρχίζει να ειδοποιείται, το οποίο
έχει μπροστά του, τρόπον τινά το τράτο
της λειτουργίας της Ευνομίας, για να
κρατήση, και τον νόμο σαν εστίωση, και
το Ευ σαν διακόσμηση.
Αυτό είναι η Γεωμέτρησίς του. Τι σημαίνει
η γεωμέτρησίς του;
Προσέχτε: την γην δεν την έχει πια ως
παράγοντα του δεν, αλλά ως παράγοντα
κρατήσεως της μονιμότητος, της υποστάσεως,
της υπάρξεως του πράγματος εκείνου του
οποίου είναι αμετάκλητον εν τη Δημιουργία.
Και τρίτον έχομε την Δίκη, η οποία όσο
περισσότερον γεωμετρείται με το Ευ,
δηλαδή δεν είναι πλέον μόνον μορφή, αλλά
είναι και είδος.
Η μεν μορφή ή και το είδος ή και το σχήμα,
διότι όταν ξεπερνιέται το σχήμα γίνεται
μορφή, και όταν ξεπερνιέται η μορφή
γίνεται είδος, και όταν ξεπερνιέται το
είδος και ξαναγίνεται ιδέα, όχι η ιδέα
η ενιαία, αλλά η ιδέα του γεωμετρηθέντος,
του εναρμονισθέντος πράγματος.
Δηλαδή η κατ’ αριθμόν Ειρήνη εκφραζομένη
ιδέα, αλλά και κατά τον λόγο της Ευνομίας
στερεουμένη: και κατά την έκφρασιν της
Δίκης, συνεχώς μετουσιωμένη, γιατί η
Δίκη, όσο περισσότερο κρατάει το Ευ, της
δίδει μείζονα πράγματα.
Προσέχτε: το Ευ εδώ σε αυτά που λέμε,
είναι της πρώτης Μονάδος, του πρώτου
Νου. Είναι του Θεού το Ευ.
Όσο κρατάει περισσότερο, τους δίδει
μείζονα πράγματα, όσο έχει ολιγότερο,
τους δίδει ολιγότερα πράγματα, για να
μη εξαφανισθή από την ασυμμετρίαν της
ύλης, αλλά να έχη συμμετρίαν της σχέσεώς
του και των λόγων, οι οποίοι ενωποιούν
αυτό το πράγμα που το λέμε Δημιουργία,
η οποία κοσμείται και κοσμεί.
Εκείνο που θα ήθελα να σας πω για σήμερα,
ώστε να σας το στερεώσω περισσότερο,
και να κλείσουμε το θέμα είναι το εξής.
Πάντοτε λέμε ότι τα στοιχεία είναι
τέσσερα, γιατί εκπροσωπούν τον νόμο της
θείας ζάθεου τετράδος.
Αυτή η θεία τετράς δεν είναι, δεν έχει
μόνο αριθμητική έννοια, έχει και
γεωμετρική και αρμονική. Είναι θεία,
παναρμόνια ζάθεος Τετράς.
Ερώτησις: Ίσως να μας το εξηγούσες
λίγο περισσότερο; Τι εννοείς σαν
γεωμέτρησις, σαν αρίθμησις και σαν
αρμονία;
Απάντησις: Προσέχτε: η τετράς σαν
γεωμέτρησις είναι τετράγωνος αριθμός,
σαν τέτοιος αριθμός έχει και τις γωνίες
και τις πλευρές ίσες.
Ισότης σημαίνει μονιμότης και στερεότης.
Είναι η βάσις της στερεότητος.
Σαν γεωμέτρησις λοιπόν, η τετράς
εκπροσωπεί την Γη.
Το στοιχείο Γη, που μέσα σ’ αυτό υπάρχουν
και όλα τα άλλα στοιχεία. Μονίμως και
ακλινώς ως ιδέα του κόσμου.
Άρα, μέσα στην τετράδα την γεωμετρική,
υπάρχει όλος ο κόσμος γεωδώς, αλλά και
μονίμως, ακλινώς και αμεταστάτως ως
Αρχή στερεότητος, μονιμότητος και
κρατήματος συνεχώς, της υπάρξεως ή του
Είναι, και εν τη πολλαπλότητι του αριθμού
ή της γεωμετρήσεως.
Έχομε λοιπόν την τετράδα: σαν αριθμό
σαν Ειρήνη είναι ισάκις ισομερής ίσος,
γιατί είναι αρτιοπεριττός αριθμός και
επομένως είναι δύο άρτιοι αριθμοί ίσοι,
που μας κάνουν πάλι μια μονάδα. Μια
μονάδα, μια ισότητα και μια στερεότητα.
Επομένως, εδώ σαν αριθμητική σχέση,
μεταξύ της μονάδος και της δυάδος ή του
πέρατος και της απειρίας, όπου πάλι εδώ
ανευρίσκουμε και αριθμητικώς την Γη ή
την Γαία, υπάρχουσα κατά τον λόγο
ισότητος. Τι γίνεται εδώ λοιπόν;
Εξουδετερούται η γη ύλη ως μη ή ως δεν,
και υπάρχει ή βεβαιούται πλέον ως ναι,
μετά της Παγκοσμίου ψυχής.
Και τρίτον πάλι, έχουμε την τετράδα ως
περιέχουσα.
Τι περιέχουσα;
Προσέχτε: μέσα στην τετράδα είναι και
όλη η Δεκάς.
Δηλαδή, κατά λόγον δυνάμεως εδώ έχομε
την Ευνομία και την Δίκη και την Ειρήνη.
Διότι εμπεριέχει μέσα της η τετράς και
τον αριθμητικόν λόγον και τον γεωμετρικό,
αλλά και τον αρμονικό, ως εμπεριέχουσα
όλους τους λόγους της Δημιουργίας.
Όχι μόνον κατά λόγον και κατάστασιν
εκδηλώσεως δημιουργικής αλλά και
κατάστασιν δυνητικότητος επιστροφής
του τελείου, σε κάθε πράγμα που εμπεριέχεται
εν αριθμώ ή εν γεωμετρήσει εν τη τετράδι.
Αυτός είναι ο παναρμόνιος Λόγος της
τετράδος που εκπροσωπεί την Δίκη.
Προσπάθησα έως εδώ να σας τα δώσω, για
να μη σας κουράσω, πολύ απλά και στερεά,
κολλημένα το ένα με το άλλο. Εύκολα πολύ
δεν είναι, αλλά σιγά-σιγά θα την
κατανοήσουμε καλλίτερα την διδασκαλία
περί των στοιχείων, αλλά και τα τόσα
άλλα που έχομε να πούμε συν Θεώ.
Παραλείπω το μαθηματικό μέρος των
αναλύσεων, τον γεωμετρικόν ή τον
αναλογικόν ή τον αρμονικό, γιατί τότε
θα χαθούμε, θα πρέπει να εγκαταλείψουμε
τα πάντα στην ζωή μας και να κάνουμε ένα
κοινόβιο ασχολούμενοι με ανώτερα
μαθηματικά για την υπόλοιπη ζωή μας.
Όμως πρέπει να σας πω και ορισμένα
πράγματα που είναι απαραίτητα, έστω και
αν είναι δύσκολο, γιατί ίσως τότε θα
μπορέσουμε να τα παρακολουθήσουμε στο
βάθος-βάθος τους, λίγο καλλίτερα.
Σιγά-σιγά θα κατανοηθούν αυτά τα πράγματα,
και θα σας δώσω μερικούς τύπους
αριθμητικούς, γεωμετρικούς και αρμονικούς,
για να δούμε τις σχέσεις των στοιχείων
μεταξύ τους, ώστε να μπορέσουμε να
καταλάβουμε, πως το ένα υπάρχει κατ’
αναλογίαν και αρμονίαν γεωμετρήσεως
με το άλλο, ή πως γεωμετρείται ή
εναρμονίζεται το ένα εις το άλλο, και
το άλλο εις το άλλο κ.ο.κ.
Εκεί θα δούμε τους λόγους αυτούς τους
αριθμητικούς και τους γεωμετρικούς και
αρμονικούς, για να δούμε τις σχέσεις
των στοιχείων μεταξύ τους, ώστε να
μπορέσουμε να καταλάβουμε, πως το ένα
υπάρχει κατ’ αναλογίαν και αρμονίαν
γεωμετρίσεως με το άλλο, ή πως γεωμετρείται
ή εναρμονίζεται το ένα εις το άλλο, και
το άλλο εις το άλλο κ.ο.κ.
Εκεί θα δούμε τους λόγους αυτούς τους
αριθμητικούς και τους γεωμετρικούς,
αλλά και τους αρμονικούς, πως
πραγματοποιούνται μέσα στην σχέση αυτή
που σας έχω δώσει.
Επάνω εις αυτά θα μιλήσουμε και την
προσεχή φορά φυσικά, για να ολοκληρώσουμε
κάπως το θέμα και να κατανοήσουμε
πληρέστερα τον ρόλο των στοιχείων στην
Δημιουργία, με όσο το δυνατόν απλούστερο
τρόπο, γιατί πρέπει να γνωρίζουμε ότι,
η διδασκαλία μόνο απλά και ενιαίως
κατανοείται.
Ανάμεσα στα ιερά τους σύμβολα, οι
Διόσκουροι των Ελλήνων είχαν κι ένα
φυτό, το Σίλφιον, στο οποίο οι αρχαίοι
απέδιδαν εξαιρετικές ιδιότητες. Από τη
Λιβύη, όπου ευδοκιμούσε σε άγρια
κατάσταση, έφερναν ολόκληρα φορτία, τα
οποία κατανάλωναν σαν τροφή ή προόριζαν
για ποικίλες φαρμακευτικές χρήσεις. Το
θεωρούσαν ιδιαίτερα πολύτιμο. Όταν ο
Καίσαρας άρπαξε το δημόσιο Θησαυρό της
Ρώμης, βρήκε μέσα τεράστιες διατηρημένες
ποσότητες από το Σίλφιον. Από τον ΣΤ΄
μ.Χ. αιώνα, τουλάχιστον, η συλλογή του
φυτού στα εδάφη όπου φύτρωνε ελεύθερα
(δεν μπόρεσε ποτέ να καλλιεργηθεί),
άρχισε να υπακούει σε αυστηρούς κανόνες.
Όταν, προς το τέλος του Α΄ π.Χ. αθώνα, οι
ντόπιοι διοικητές χαλάρωσαν τον έλεγχό
τους, από αμέλεια ή από συμφέρον, το
είδος, που είχε υποστεί κατάχρηση,
εξαφανίστηκε σε πενήντα περίπου χρόνια.
Στην αρχή της χριστιανικής περιόδου,
οι Ρωμαίοι δεν το γνώριζαν πια, αλλά το
είχαν ακουστά.
Το Σίλφιον δεν ήταν το ιαματικό Πευκέδανον,
γνωστό στην Ευρώπη, όπου χρησιμοποιείτο
από την αρχαιότητα, αλλά σύμφωνα με τον
I. Hahn, ήταν
κατά πάσα πιθανότητα ένα πευκεδανοειδές
ή, εν πάση περιπτώσει, ένα σκιαδηφόρο
συγγενικού τύπου, που παρήγαγε ρετσίνι.
Πίσω από τη δοξασία που συνδέει το
Σίλφιον με τους Διόσκουρους, δεν υπάρχει,
ίσως, τίποτα άλλο από μια αναφορά στο
πέρασμα των δύο ηρώων από την Κυρήνη,
πόλη από όπου εξαγόταν το φυτό (εκτός
κι αν αυτή η επίσκεψη επινοήθηκε, για
να ενισχυθεί η ίδια η δοξασία). Και θα
μας απασχολήσει, από την άποψη του
ανέκδοτου, η ενδιαφέρουσα επαναχρησιμοποίηση
του όρου Silphium, που ξανάγινε
διαθέσιμος (αφού δεν ήταν γνωστό ποιο
φυτό προσδιόριζε παλαιότερα), για να
ονομάσει στην επιστημονική γλώσσα ένα
αμερικανικό φυτό που εκκρίνει γόμα
(κοινά του ονόματα: Rosinweed,
CompassPlant).
Χωρίς να το ξέρει ο Linne
αναπαρήγαγε, με αυτή του την περιορισμένη
στην ονοματολογία* επιλογή, εκείνη που
έκαναν οι Ινδιάνοι, επιλέγοντας ένα
συγγενικό γένος του φυτού, προικισμένο
με τις ίδιες ιδιότητες, για ν’
αντικαταστήσουν στις ιεροτελεστίες
τους το Πευκεδανοειδές που απουσίαζε
από τα εδάφη τους. Υπαινιγμός ζωηρός,
που υπονοεί ότι η σκιά του Σιλφίου
τριγυρίζει, ίσως, ακόμα, σε τούτα τα
μέρη…
Τέλος, αν έχουμε πάντα κατά νου, τόσο τη
διατροφική, όσο και τη μαγική και
θρησκευτική αξία που αποδίδεται, στο
βορειοδυτικό τμήμα της Βορείου Αμερικής,
στα Πευκεδανοειδή (διαφορετικά και αυτά
από το Peucedanumofficinale,
L.), την υποχρεωτική χρήση
ενός τέτοιου Σκιαδηφόρου φυτού ή του
αμερικανικού που προαναφέρθηκε, για
την τελετουργική προετοιμασία του
πρώτου σολομού και, κυρίως, την εξομοίωση
από την ιθαγενή σκέψη των διδύμων με
σολομούς, δε θ’ αποφύγουμε να δοκιμάσουμε
κάποια έκπληξη. Πολύ δε περισσότερο,
που, σύμφωνα με του Kwakiutl,
μασώντας και φτύνοντας τους σπόρους
του Peucedanum, απομάκρυνε
κανείς τα θαλάσσια τέρατα, ενώ, σύμφωνα
με τους Thompson, σταματούσε
τον άνεμο και την καταιγίδα. Ιδιότητες,
δηλαδή, που απέδιδαν και οι αρχαίοι
στους Διόσκουρους. Στη Βόρειο Αμερική,
η χρήση ρητινοφόρων φυτών για την
τελετουργική μαγειρική εξηγείται
πιθανόν με την σιωπηρή αναφορά στην
αρχέγονη φωτιά. Και οι αρχαίοι συσχέτιζαν
τους Διόσκουρους με τη φωτιά και, κάτι
που είναι πολύ γνωστό, με τους φωτεινούς
μετεωρίτες.
Η φαινομενική συνοχή όλων αυτών των
πραγμάτων θα μας έδινε την εντύπωση
πως, για κάποιους λόγους που μας
διαφεύγουν, στον Αρχαίο και το Νέο Κόσμο
συνέδεαν, κατά τον ίδιο τρόπο, ορισμένα
Σκιαδηφόρα με τους διδύμους. Χωρίς
αμφιβολία, πρόκειται εδώ για μια
οφθαλμαπάτη. Και οι απάτες, όμως, έχουν
τη χάρη τους, γι’ αυτό και συγχωρούμαστε
που ανταποκριθήκαμε με ευαισθησία, αν
και γνωρίζουμε πως να ξεκόβουμε από
κάτι τέτοια, με τρόπο σταθερό.
Θα ήταν δυνατό, σε σπάνιες περιπτώσεις,
τούτο το δυναμικό εργαλείο της
στρουκτουραλιστικής ανάλυσης να
καταφέρει να περάσει τα όρια του στενού
κόσμου που μας περιβάλλει και να διακρίνει
στα πέρατα του ουρανού της μυθολογίας
αυτό που θα ονομάζαμε, δανειζόμενοι τον
όρο από το αστροφυσικό λεξιλόγιο,
ιδιάζοντα σημεία: Ούτε και τα ιδιάζοντα
σημεία έχουν περισσότερη σχέση με τις
επιφανειακές ομοιότητες, με τις οποίες
ικανοποιείτο η παλιά συγκριτική
μυθολογία, από όση έχουν τα μυστηριώδη
αντικείμενα όπως αποκαλύπτονται από
τα ραδιοτηλεσκόπια, με τα ουράνια σώματα
που παρατηρούσαν με γυμνό μάτι οι πρώτοι
αστρονόμοι.
Μπροστά σε πράγματα σαν κι αυτά που
επικαλούμαι, οι συνηθισμένες κατηγορίες
της σκέψης κλονίζονται. Δεν ξέρουμε πια
για τι ψάχνουμε: για μια πρωτόγονη
κοινότητα, όσο φτωχά και να είναι τα
ίχνη που θα μπορούσαν να το πιστοποιήσουν;
Ή για μια δομή, περιορισμένη από τις
συνεχείς γενικεύσεις σε τόσο αβέβαια
πλαίσια, που δεν ελπίζουμε ποτέ να τη
συλλάβουμε; Εκτός και αν η αλλαγή κλίμακας
μας επιτρέπει ν’ αντιληφθούμε κάποια
πλευρά του ηθικού κόσμου, όπου όπως μας
λένε οι φυσικοί για το απείρως μεγάλο
και το απείρως μικρό, ο χώρος, ο χρόνος
και η δομή συγχέονται. Ένας κόσμος, στην
αδρή ύπαρξη του οποίου θα έπρεπε να
περιοριστούμε, εγκαταλείποντας κάθε
φιλοδοξία να τον διαβούμε.
____________________________
*«[…] το αληθινό silphium,
το όνομα του οποίου, αδίκως, ίσως, έδωσε
ο Linnaeus σ’ ένα
γένος της οικογένειας των Κορυμβοφόρων
που προερχόταν από τη Λουιζιάνα, καθώς
είχε τα φύλλα κοντά το ένα στο άλλο και
κατά τον ίδιο τρόπο ενωμένα στη βάση
τους (DictionnairedesSciencesnaturelles
[…] parplusieursprofesseursdesjardinsduroi κλπ. Τόμος XLIX,
λ. “Silphium”,
Paris-Strasburg,
Levrault, 1827). Μήπως,
όμως, δεν υπήρχε και κάποια αμφιβολία
ως προς την ορολογία, στη σκέψη των
Ινδιάνων, ανάμεσα στα Σκιαδηφόρα του
γένους Peucedanum=Lomatium
και ένα τέτοιο φυτό, συγγενές του γένους
Silphium (πρβλ. ανωτ.
σημείωση της σελ. 136):
Οι Omaha και οι
Ponca, Ινδιάνοι με
γλώσσα Siouan,
εγκαταστημένοι στην περιοχή του Μισσούρι,
έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για ένα από τα
είδη του (Silphiumlacinatum, L.).
Απέφευγαν να κατασκηνώνουν στα μέρη
που φύτρωνε το φυτό, γιατί, όπως πίστευαν,
έπεφταν συχνά εκεί κεραυνοί. Αντίθετα,
πίστευαν ότι μπορούσαν να τους απομακρύνουν
με τον καπνό της φωτιάς, που άναβαν από
τις ξερές ρίζες του. Οι Winnebago
της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών
χρησιμοποιούσαν το Silphiumperfoliatum σαν εμετικό,
με σκοπό τον τελετουργικό εξαγνισμό
τους.
Είχα ένα αίσθημα βαθιάς και παράξενης
τρυφερότητας για τη φίλη μου Μορέλλα.
Την είχα γνωρίσει τυχαία πριν πολλά
χρόνια, κι από την πρώτη στιγμή άναψε
στην ψυχή μου μια φλόγα που ποτέ πρωτύτερα
δεν είχα νιώσει. Μα δεν ήταν φλόγα
ερωτική, και μου βασάνιζε οδυνηρά το
μυαλό η πεποίθηση που σχημάτισα σιγά
σιγά, πως δεν μπορούσα να προσδιορίσω
το νόημά της ή να ρυθμίσω την ακαθόριστη
έντασή της.
Ωστόσο μας ένωσαν οι δεσμοί του γάμου.
Εγώ δεν μίλησα ούτε σκέφτηκα ποτέ γι’
αγάπη. Εκείνη όμως απόφευγε τις κοινωνικές
σχέσεις, προσηλώθηκε σ’ εμένα και μόνο,
και μου έδωσε την ευτυχία. Είναι μια
ευτυχία να πλανιέται η σκέψη σου. Είναι
μια ευτυχία να ονειροπολείς.
Η Μορέλλα είχε βαθιά μόρφωση. Στη ζωή
μου, τα χαρίσματά της δεν ήταν απ’ τα
συνηθισμένα, η δύναμη της διανόησής της
ήταν τεράστια. Αυτό το ‘χα αντιληφτεί,
και σε πολλά ζητήματα έγινα μαθητής
της. Ωστόσο δεν άργησα να παρατηρήσω
πως μου έδινε να διαβάσω μερικά από
εκείνα τα μεταφυσικά συγγράμματα, που
θεωρούνται τα ρεφούτζια της
παλαιότερης γερμανικής φιλολογίας.
Αυτά τα συγγράμματα δεν ξέρω για ποιο
λόγο, ήταν το αγαπημένο και μόνιμο
αντικείμενο της μελέτης της – και με
τον καιρό είχαν γίνει και το δικό μου
αντικείμενο μελέτης, ίσως από συνήθεια
ή ακολουθώντας το παράδειγμά της.
Σε όλα’ αυτά, αν δεν λαθεύομαι, η κρίση
μου έπαιζε μικρό ρόλο. Οι πεποιθήσεις
μου – εκτός αν δεν ξέρω τον εαυτό μου -
δεν ήταν καθόλου ιδεαλιστικές, και
κανένα ίχνος από τις μυστικοπάθειες
που διάβαζα δεν μπορούσε να βρεθεί,
εκτός αν κάνω μεγάλο λάθος, είτε στις
σκέψεις μου είτε στις πράξεις μου.
Βέβαιος γι’ αυτό, αφηνόμουν σιωπηλά
στην καθοδήγηση της γυναίκας μου, και
την ακολουθούσα αδείλιαστα στο λαβύρινθο
των σπουδών της. Και τότε – τότε, καθώς
έσκυβα πάνω σε σελίδες γεμάτες
μυστικοπάθεια, ένιωθα ν’ ανάβει μέσα
μου ένα πνεύμα μυστικισμού, φτάνει ν’
ακουμπούσε η Μορέλλα το κρύο χέρι της
πάνω στο δικό μου και να ξέθαβε, σκαλίζοντας
μέσα στις στάχτες μιας πεθαμένης
φιλοσοφίας, κάποια σιγανά, αλλόκοτα
λόγια, που το παράξενο νόημά τους
αποτυπώθηκε στη θύμησή μου:
Παναγία!
Τους οφθαλμούς σου στρέψε απαλά
Πάνω σε μιας αμαρτωλής θυσία,
στην ταπεινή αγάπη και ικεσία,
από τον άγιο θρόνο σου ψηλά.
Μαρία! Τον ύμνο μου πάντα τονίζω
το κάθε πρωί, μεσημέρι και βράδυ!
Στη χαρά, στη λύπη, στο φως, στο σκοτάδι,
μητέρα του Θεού, σ’ εσένα ελπίζω!
Όταν οι ώρες περνούν και διαβαίνουν
κι ούτε ένα σύννεφο τον ουρανό δεν
ισκιάζει,
η ψυχή μου εσένα λαχταράει και κράζει
κι οι σκέψεις μου πάντα σ’ εσέν’
ανεβαίνουν.
Τώρα που σκοτεινή βροντά καταιγίδα
στα περασμένα πάνω και στα τωρινά,
κάνε το μέλλον μου να λάμπει φωτεινά
με τη γλυκιά, τη δική σου ελπίδα.
Και τότε, ώρες ολόκληρες καθόμουν στο
πλευρό της, ακούγοντας τη μουσική της
φωνής της, ώσπου στο τέλος η μελωδία
έπαιρνε μιαν απόχρωση τρόμου, ένας
ίσκιος τύλιγε την ψυχή μου, χλώμιαζα κι
αναρριγούσα μέσα μου σ’ αυτούς τους
απόκοσμους τόνους. Κι έτσι, η χαρά
μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε φρίκη, κι η
μεγαλύτερη ομορφιά στην πιο αποτρόπαιη
ασκήμια.
Είναι περιττό να αναφέρω ακριβόλογα το
χαρακτήρα που είχαν αυτές οι μελέτες,
που πήγαζαν από τα βιβλία που προανέφερα,
κι αποτέλεσαν, για τόσο μεγάλο διάστημα,
το μοναδικό σχεδόν θέμα συνομιλίας
μεταξύ της Μορέλλας κι εμένα. Όσοι έχουν
μελετήσει θεολογική φιλοσοφία – όπως
θα μπορούσε να προσδιοριστεί – θ’
αντιληφτούν αμέσως αυτό το χαραχτήρα,
κι όσοι δεν έχουν μελετήσει δεν θα
καταλάβαιναν οπωσδήποτε μεγάλα πράγματα.
Ο αχαλίνωτος πανθεϊσμός του Φίχτε, η
τροποποιημένη παλιγγενεσία του Πυθαγόρα,
και πάνω απ’ όλα το δόγμα περί Οντότητος,
όπως προβάλλεται από τον Σέλλιγκ, ήταν
τα συνηθισμένα θέματα που παρουσίαζαν
το μεγαλύτερο θέλγητρο για την ευφάνταστη
Μορέλλα. Αυτή η οντότητα, που λέγεται
ατομική, νομίζω πως προσδιορίζεται πολύ
ορθά από τον κ. Λοκ, με τον ορισμό
«ενσυνείδητο ον». Αφού με τη λέξη «άτομο»
εννοούμε ένα ον λογικό, και αφού το
ενσυνείδητο συνοδεύει πάντα τη σκέψη,
αυτό είναι που κάνει όλους μας να είμαστε
αυτό που λέμε ο εαυτός μας, ξεχωρίζοντας
μας από τα άλλα σκεπτόμενα όντα και
δίνοντάς μας την ατομική μας οντότητα.
Αλλά το αξίωμα της ατομικότητας, της
οντότητας, που χάνεται ή δεν χάνεται
για πάντα με το θάνατο, ήταν ανέκαθεν
για μένα ένα ζήτημα που με απασχολούσε
εντατικά – όχι μόνο για τις περίπλοκες
και συναρπαστικές του συνέπειες, αλλά
και για τον επίμονο και ταραγμένο τρόπο
που μιλούσε γι’ αυτές η Μορέλλα.
Ήρθε όμως ο καιρός που το μυστήριο αυτής
της νοοτροπίας της γυναίκας μου με
βάραινε σαν εφιάλτης. Δεν μπορούσα πια
να υποφέρω να μ’ αγγίζουν τα χλωμά της
δάχτυλα, ούτε το σιγανό μουσικό τόνο
της ομιλίας της, ούτε τη λάμψη των
μελαγχολικών ματιών της. Και το ‘ξερε
κι ίδια, μα δεν παραπονιότανε. Φαινότανε
να ‘χει αντιληφτεί αυτή την αδυναμία
μου ή την ιδιοτροπία μου, αλλά χαμογελούσε
και το ‘λεγε πεπρωμένο. Επίσης φαινότανε
να ‘χει αντιληφτεί κάποια αιτία –
άγνωστη σε μένα – αυτής της βαθμιαίας
αποξένωσης μου, αλλά δεν έκανε καμιά
σχετική νύξη.
Μα ωστόσο ήταν γυναίκα, κι έφθινε μέρα
με τη μέρα. Με τον καιρό, η κόκκινη βούλα
εγκαταστάθηκε μόνιμα πάνω στα μάγουλά
της, και φούσκωσαν οι γαλάζιες φλέβες
πάνω στο χλωμό της μέτωπο. Για μια στιγμή
τη συμπονούσα, τη λυπόμουνα, αλλά αμέσως
έπειτα αντίκριζα τη γεμάτη νόημα ματιά
της, και τότε η ψυχή μου αρρώσταινε και
ζαλιζότανε όπως ζαλίζεται κανείς όταν
κοιτάζει από ψηλά κάποια σκοτεινή κι
απύθμενη άβυσσο.
Είναι ανάγκη να πω καθόλου πως ανυπομονούσα
και τρωγόμουνα πότε θα ‘ρχότανε η στιγμή
να πεθάνει η Μορέλλα; Αλλά η ψυχή της
που τρεμόσβηνε δεν εννοούσε να παρατήσει
το χωματένιο της περίβλημα, και περνούσανε
στενόχωρα οι μέρες, οι βδομάδες, οι
μήνες, ώσπου τα τυραννισμένα νεύρα μου
με κυριάρχησαν κι έγινα έξω φρενών γι’
αυτή την αργοπορία, και καταριόμουνα
στέλνοντας στο διάβολο τις μέρες και
τις ώρες και τις πικρές στιγμές που λες
και μάκραιναν, όλο μάκραιναν, όσο έφευγε
η ζωή της, σαν ίσκιοι στο βασίλεμα της
μέρας.
Αλλά ένα φθινοπωρινό βραδινό, που οι
άνεμοι ησυχάζανε στα ουράνια, η Μορέλλα
με κάλεσε πλάι στο κρεβάτι της. Μια
καταχνιά σκέπαζε τη γη, μια θερμή λάμψη
απλωνότανε πάνω στα νερά, κι ανάμεσα
στα χρυσαφένια φύλλα του Οχτώβρη, μες
στο δάσος, ένα ουράνιο τόξο σίγουρα είχε
πέσει από το στερέωμα.
-Σήμερα είναι μια σημαδιακή μέρα, είπε
καθώς πλησίασα. Απ’ όλες τις μέρες,
σήμερα είναι η μέρα για να ζήσει κανείς
ή να πεθάνει. Είναι μια όμορφη μέρα για
τα τέκνα της γης και της ζωής – αχ, και
πιο όμορφη ακόμη για τις θυγατέρες τ’
ουρανού και του θανάτου!
Τη φίλησα στο μέτωπο. Εκείνη συνέχισε:
-Πεθαίνω, κι όμως θα ζήσω.
-Μορέλλα!
-Ποτέ δεν είχαν ξημερώσει οι μέρες που
θα μπορούσες να μ’ είχες αγαπήσει. Όμς,
αυτή που απεχθανόσουν στη ζωή, στο θάνατο
θα τη λατρεύεις.
-Μορέλλα!
-Σ’ το ξαναλέω πως πεθαίνω. Μέσα μου
όμως υπάρχει ένα εχέγγυο εκείνης της
αγάπης – αχ, της τόσο λίγης! – που είχες
νιώσει για μένα, τη Μορέλλα. Κι όταν θα
φύγει η ψυχή μου, της Μορέλλας. Αλλά οι
μέρες σου θα ‘ναι μέρες θλίψης – εκείνης
της θλίψης που κρατάει περισσότερο απ’
όλες, όλες, όπως το κυπαρίσσι είναι το
πιο μακρόζωο απ’ όλα τα δέντρα. Γιατί
οι ώρες της ευτυχίας σου έχουν τελειώσει,
και η χαρά δεν έρχεται δυό φορές στη
ζωή, όπως τα ρόδα που ανθίζουν δυό φορές
το χρόνο. Δεν θα παίξεις πια, λοιπόν, με
το Χρόνο, αλλά αγνοώντας τα μύρτινα
στεφάνια του συμπόσιου και το χυμό του
σταφυλιού, θα τριγυρνάς με το σάβανό
σου εδώ στη γη, όπως οι Μουσουλμάνοι στη
Μέκκα.
-Μορέλλα! Έβαλα μια φωνή. Μορέλλα! Πως
το ξέρεις αυτό;
Μα εκείνη γύρισε το πρόσωπό της από την
άλλη πάνω στο προσκεφάλι, κι αφού
τρεμούλιασε ανάλαφρα, ξεψύχησε, κι εγώ
δεν άκουσα πια τη φωνή της.
Ωστόσο, όπως είχε πει, το παιδί της που
πεθαίνοντας έφερε στον κόσμο, που
πρωτοανάσανε όταν η μητέρα του έπαψε
ν’ ανασαίνει, το παιδί της, μια κόρη,
έζησε. Το πνεύμα και το ανάστημά της
είχαν μια παράξενη ανάπτυξη, και ήταν
το πανομοιότυπο εκείνης που είχε φύγει,
και την αγάπησα με μιαν αγάπη πιο θερμή
απ’ ό,τι πίστευα πως θα μπορούσα να
νιώσω για οποιονδήποτε παρεπίδημο της
γης.
Αλλά ο ουρανός αυτής της αγνής αγάπης
δεν άργησε να σκοτεινιάσει και να τον
σκεπάσουν μαύρα σύννεφα φρίκης και
αγωνίας. Είπα πως το ανάστημα και το
πνεύμα του παιδιού είχαν μια παράξενη
ανάπτυξη. Ήταν πράγματι παράξενη η
σωματική της ανάπτυξη – αλλά τρομερές,
ω, τι τρομερές οι σκέψεις που αναδεύονταν
μες στο μυαλό μου όσο παρακολουθούσα
τη διανοητική της ανάπτυξη. Μπορούσε
μήπως να ‘ταν διαφορετικά όταν ανακάλυπτα
καθημερινά στις ιδέες του παιδιού τη
δύναμη και της ιδιότητες της ενήλικης
γυναίκας; Όταν τα διδάγματα της πείρας
έβγαιναν απ’ τα χείλια ενός παιδιού;
Όταν ώρα με την ώρα έβλεπα τη σοφία και
τις συγκινήσεις της ώριμης ηλικίας να
λαμποκοπούν μέσα στα μεγάλα στοχαστικά
της μάτια; Όταν όλ’ αυτά αποκαλύφτηκαν
στις τρομαγμένες μου αισθήσεις, όταν
δεν μπορούσα πια να τα κρύψω από τον
εαυτό μου, ούτε να τα διώξω από την
αντίληψή μου, που έτρεμε ανακαλύπτοντάς
τα, είναι παράξενο πως γεννήθηκαν στο
μυαλό μου τρομερές και συγκλονιστικές
υποψίες, ή πως η σκέψη στράφηκε κατάπληχτη
στις εξωφρενικές και συναρπαστικές
θεωρίες της ενταφιασμένης Μορέλλας;
Απομάκρυνα από την περιέργεια του κόσμου
ένα ον που η μοίρα με υποχρέωνε να
λατρεύω, και μέσα στην αυστηρή απομόνωση
του σπιτιού μου παρακολουθούσα με αγωνία
την αγαπημένη μου.
Και όσο κυλούσαν τα χρόνια, και κοίταζα
μέρα με τη μέρα το αγνό, το γλυκό, το
γεμάτο νόημα πρόσωπό της, και αναγάλλιαζα
για τη σωματική της διάπλαση που ωρίμαζε,
μέρα με τη μέρα ανακάλυπτα κάποια
καινούρια ομοιότητα με τη μητέρα της,
τη μελαγχολική και πεθαμένη. Και ώρα με
την ώρα γίνονταν πιο έντονες αυτές οι
ομοιότητες, πιο γεμάτες, πιο καθορισμένες,
πιο καταπληκτικές, πιο τρομερές.
Πως το χαμόγελό της έμοιαζε με το χαμόγελο
της μητέρας της, αυτό μπορούσα να το
υποφέρω – αλλά ανατρίχιαζα βλέποντας
την απόλυτη ταυτότητα, την ίδια
οντότητα. Πως τα μάτια της έμοιαζαν
με τα μάτια της Μορέλλας, μπορούσα να
το δεχτώ – αλλά κι αυτά κοίταζαν τα
βάθια της ψυχής μου με την ένταση και
το νόημα που κοίταζε η Μορέλλα. Και το
σχήμα του ψηλού της μέτωπου, και στα
κατσαρά των μεταξένιων της μαλλιών, και
στα χλωμά της δάχτυλα, που τα ‘χωνε μέσα
κει, και στο μελαγχολικό μουσικό τόνο
της ομιλίας, και πάνω απ’ όλα – ω, πάνω
απ’ όλα, στις φράσεις και τις εκφράσεις
της πεθαμένης πάνω στα χείλια της
αγαπημένης και της ζωντανής, έβρισκα
τροφή για σκέψεις που με τυραννούσανε
ίδιο σαράκι που δεν θα πέθαινε ποτέ.
Έτσι πέρασαν δέκα χρόνια της ζωής της,
κι ακόμα η κόρη μου έμενε δίχως όνομα
στη γη. «Παιδί μου» και «αγάπη μου» ήταν
τα συνηθισμένα ονόματα που της έδινε η
στοργή ενός πατέρα, και η αυστηρή
απομόνωσή της απόκλειε συνομιλίες με
άλλους. Το όνομα της Μορέλλας πέθανε,
όταν είχε πεθάνει κι η ίδια. Ποτέ δεν
μίλησα στην κόρη για τη μητέρα – μου
ήταν αδύνατον να της μιλήσω. Στο σύντομο
διάστημα της ζωής της, δεν είχε δεχτεί
εντυπώσεις από τον έξω κόσμο, εκτός από
τις περιορισμένες εντυπώσεις, που είχαν
σχέση με τις καθημερινές μικροανάγκες.
Τέλος όμως, η τελετή για τη βάφτισή της
έφερε στο μυαλό μου – στην άβουλη και
ταραγμένη κατάσταση που βρισκότανε –
μια προσωρινή λύτρωση από την τρομερή
μου μοίρα.
Μπροστά στην κολυμπήθρα δίστασα για το
όνομα που θα της έδινα. Πολλά ονόματα
σοφίας και ομορφιάς, του παλιού και του
σημερινού καιρού, από τη δική μου πατρίδα
όσο κι από ξένες χώρες, μου έρχονταν
κοπαδιαστά στα χείλια, μαζί με πολλά
άλλα που σήμαιναν ευγένεια, ευτυχία,
καλοσύνη. Τι μ’ έκανε τότε να ταράξω τη
μνήμη της θαμμένης νεκρής; Ποιος δαίμονας
μ’ έσπρωξε να προφέρω εκείνο το όνομα,
που η θύμησή του και μόνο έκανε το αίμα
να ξεχυθεί ορμητικό από τα μηνίγγια
στην καρδιά; Ποιο πονηρό πνεύμα μίλησε
από τα τρίσβαθα της ψυχής μου, όταν στο
μισοσκόταδο των θόλων και μες στη σιγαλιά
της νύχτας ψιθύρισα στο αυτί του ιερέα
τις συλλαβές: Μορέλλα; Ποιο πνεύμα
σατανικό έκανε να συσπαστούν τα
χαραχτηριστικά του παιδιού μου, και τα
σκέπασε με το χρώμα του θανάτου, όταν
ανασκιρτώντας σ’ αυτό το ψιθύρισμα,
που σχεδόν δεν ακούστηκε, σήκωσε τα
γυάλινα μάτια της από τη γη στον ουρανό,
και πέφτοντας αναίσθητη πάνω στις μαύρες
πλάκες του προγονικού μου παρεκκλησιού,
αποκρίθηκε! –Είμ’ εδώ!
Καθαρά, ήρεμα, ψυχροί, έπεσαν αυτοί οι
απλοί ήχοι στ’ αυτιά μου, και εκεί, ίδιο
αναλυτό μολύβι, κύλησαν σφυριχτά μες
στο μυαλό μου. Χρόνια, χρόνια και χρόνια
μπορεί να περάσουν, αλλά ποτέ η θύμηση
εκείνου του καιρού. Η αλήθεια είναι πως
τα λουλούδια και το κρασί δεν μου έμειναν
άγνωστα – μα ωστόσο ο υοσκίαμος και το
κυπαρίσσι σκοτείνιαζαν τη ζωή μου νύχτα
μέρα. Δεν λογάριαζα ούτε χρόνο ούτε
τόπο, και τ’ αστέρια της μοίρας μου
έσβηναν από τον ουρανό, η γη σκοτείνιασε,
και τα πλάσματά της περνούσαν δίπλα μου
σαν ίσκιοι, κι ανάμεσά τους ξεχώριζαν
μονάχα τη Μορέλλα. Οι άνεμοι του ουρανού
ένα μονάχα ήχο αναστενάζανε στ’ αυτιά
μου, και τα κυματάκια της ακρογιαλιάς
ψιθυρίζανε παντοτινά: Μορέλλα.
Πέθανε. Και με τα ίδια μου τα χέρια την
έφερα στον τάφο. Και το γέλιο μου αντήχησε
μακρόσυρτο και πικρό, όταν δεν βρήκα
κανένα ίχνος της πρώτης, στην κρύπτη
όπου απόθεσα τη δεύτερη Μορέλλα.
Από όλα όσα προηγήθηκαν μας φαίνεται
ότι προκύπτει ήδη ξεκάθαρα πως οι
Ανατολικοί έχουν απόλυτα δίκιο όταν
κατηγορούν τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό,
ότι δεν είναι παρά ένας εντελώς υλικός
πολιτισμός: είναι προς αυτή την κατεύθυνση
που έχει αναπτυχθεί αποκλειστικά και,
από όποια άποψη κι αν τον θεωρήσουμε,
βρισκόμαστε πάντοτε μπροστά σε συνέπειες
που απορρέουν λίγο – πολύ άμεσα από
αυτή την διαδικασία προς τον υλισμό.
Ωστόσο, πρέπει να συμπληρώσουμε ακόμη
αυτά που ήδη είπαμε πάνω στο ζήτημα και
πριν από όλα να εξηγηθούμε για τις
διάφορες έννοιες με τις οποίες μπορεί
να εννοηθεί μια λέξη όπως «υλισμός»,
γιατί, αν τον χρησιμοποιούμε για να
χαρακτηρίσουμε τον σημερινό κόσμο,
ορισμένοι που δεν θεωρούν τον εαυτό
τους καθόλου «υλιστή», έχοντας μάλιστα
την αξίωση να είναι πολύ «σύγχρονοι»,
δεν θα παραλείψουν να διαμαρτυρηθούν
και να πείσουν τον εαυτό τους ότι
πρόκειται εδώ για αληθινή συκοφαντία.
Μια λοιπόν αποσαφήνιση επομένως
επιβάλλεται για να παραμεριστούν εκ
των προτέρων όλες οι αμφιβολίες που
μπορούν να προξενηθούν σχετικά με αυτό
το ζήτημα.
Είναι αρκετά χαρακτηριστικό ότι η ίδια
η λέξη «υλισμός» χρονολογείται μόλις
τον 18ο αιώνα. Επινοήθηκε από τον
φιλόσοφο Berkeley, που τη
μεταχειρίστηκε για να δηλώσει κάθε
θεωρία που παραδέχεται την πραγματική
ύπαρξη της ύλης. Είναι ελάχιστα ανάγκη
να πούμε ότι δεν πρόκειται εδώ καθόλου
για κάτι παρόμοιο, αφού αυτή η ύπαρξη
δεν τίθεται καθόλου σε αμφισβήτηση.
Λίγο αργότερα, η ίδια λέξη πήρε μια
έννοια πιο αυστηρή, αυτή που έκτοτε
διατήρησε: χαρακτήρισε μια αντίληψη
σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει τίποτε
άλλο από την ύλη και τα εξ αυτής
προερχόμενα. Και είναι ανάγκη να σημειωθεί
η καινοτομία μιας τέτοιας αντίληψης,
το γεγονός ότι είναι ουσιαστικά ένα
προϊόν του σύγχρονου πνεύματος, επομένως
ότι αντιστοιχεί τουλάχιστο σε ένα μέρος
των τάσεων που είναι χαρακτηριστικές
αυτού του πνεύματος(1). Αλλά είναι κυρίως
με μια άλλη σημασία, πολύ πιο ευρύτερη
και ωστόσο πολύ καθαρή, που σκοπεύουμε
εδώ να μιλήσουμε για «υλισμό»: σε αυτή
την περίπτωση τούτη η λέξη αντιπροσωπεύει
ένα ολόκληρο πνεύμα για το οποίο η
αντίληψη που μόλις ορίσαμε δεν είναι
παρά μια εκδήλωση ανάμεσα σε άλλες, και
που καθαυτή είναι ανεξάρτητη από κάθε
φιλοσοφική θεωρία. Αυτό το πνεύμα
συνίσταται στο να δώσει λίγο ή πολύ
ενσυνείδητα την πρωτοκαθεδρία στα
πράγματα της υλικής τάξης και στις
ασχολίες που την αφορούν, είτε αυτές οι
ασχολίες διατηρούν ακόμη μια κάποια
θεωρητική επίφαση, είτε είναι καθαρά
πρακτικές. Και δεν μπορούμε να
αμφισβητήσουμε σοβαρά ότι αυτή είναι
πραγματικά η νοοτροπία της συντριπτικής
πλειοψηφίας των συγχρόνων μας.
Όλη η «βέβηλη» επιστήμη που αναπτύχθηκε
κατά την διάρκεια των τελευταίων αιώνων
δεν είναι παρά η μελέτη του αισθητού
κόσμου. Εκεί μέσα είναι περιορισμένη
αποκλειστικά, και οι μέθοδοί της δεν
εφαρμόζονται παρά μόνο σε αυτό το πεδίο.
Να όμως που αυτές οι μέθοδοι ανακηρύχθηκαν
«επιστημονικές» αποκλείοντας κάθε
άλλη, πράγμα που σημαίνει άρνηση κάθε
επιστήμης που δεν αναφέρεται στα υλικά
πράγματα. Μεταξύ αυτών που σκέφτονται
έτσι, ακόμη και μεταξύ αυτών που έχουν
αφοσιωθεί ειδικά σε αυτές εδώ, υπάρχουν
παρ’ όλα αυτά πολλοί που θα αρνιόντουσαν
να ανακηρύξουν τον εαυτό τους «υλιστή»
και να προσχωρήσουν στη φιλοσοφική
θεωρία που φέρει αυτό το όνομα. Υπάρχουν
μάλιστα ορισμένοι που πρόθυμα διακηρύττουν
τη θρησκευτική τους πίστη και κανείς
δεν αμφισβητεί την ειλικρίνειά τους.
Αλλά η «επιστημονική» τους στάση δεν
διαφέρει αισθητά από αυτή των δεδηλωμένων
υλιστών. Συζητήθηκε συχνά, από θρησκευτική
άποψη, το ζήτημα αν η σύγχρονη επιστήμη
όφειλε να καταγγελθεί είτε ως υλιστική
είτε ως άθεη και, τις περισσότερες φορές,
το έθεσαν εσφαλμένα. Είναι απόλυτα
βέβαιο ότι αυτή η επιστήμη δεν διακηρύσσει
ρητά τον υλισμό της ή την αθεϊα της, ότι
περιορίζεται να αγνοεί προκαταβολικά
ορισμένα πράγματα χωρίς να εκφέρει
γνώμη πάνω σε αυτά, προβάλλοντας μια
ρητή άρνηση, όπως κάνουν διάφοροι
φιλόσοφοι. Δεν μπορούμε λοιπόν, σχετικά
με αυτή, να μιλήσουμε παρά για ένα εκ
των πραγμάτων υλισμό, γι’ αυτό που θα
προτιμούσαμε να αποκαλέσουμε έναν
πρακτικό υλισμό. Αλλά σε αυτή την
περίπτωση το κακό είναι ίσως σοβαρότερο,
γιατί είναι πιο βαθύ και πιο εκτεταμένο.
Μια φιλοσοφική στάση μπορεί να είναι
κάτι πολύ επιφανειακό, ακόμη και από
«επαγγελματίες» φιλοσόφους. Επί πλέον,
υπάρχουν πνεύματα που θα υποχωρούσαν
μπροστά στην άρνηση, αλλά που συμβιβάζονται
με την πλήρη αδιαφορία. Και αυτό είναι
ό,τι υπάρχει πιο επικίνδυνο, γιατί, για
να αρνηθούμε κάτι, πρέπει και τότε ακόμη
να σκεφτούμε πάνω σε αυτό, έστω και λίγο,
ενώ εδώ φτάνουμε στο ίδιο σημείο χωρίς
καμία απολύτως σκέψη. Όταν βλέπουμε μια
αποκλειστικά υλική επιστήμη να
παρουσιάζεται ως η μόνη δυνατότητα,
όταν οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να
αποδέχονται ως αναμφισβήτητη αλήθεια,
ότι δεν μπορεί να υπάρχει έγκυρη γνώση
έξω από αυτήν εδώ, όταν όλη η εκπαίδευση
που τους έχει δοθεί τείνει να τους
εντυπώσει στο νου τη δεισιδαιμονία
αυτής της επιστήμης, πράγμα που αποτελεί
καθαρά τον λεγόμενο «επιστημονισμό»,
πως θα μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να
μην είναι πραγματικά υλιστές, δηλαδή
να μην έχουν όλη τους την προσοχή στραμένη
προς τη μεριά της ύλης;
Για τους σύγχρονους τίποτε δεν φαίνεται
να υπάρχει έξω από αυτό που μπορούμε να
δούμε και να αγγίξουμε. Ή τουλάχιστο,
ακόμη και αν παραδέχονται θεωρητικά
ότι μπορεί να υπάρχει κάτι διαφορετικό,
σπεύδουν να το ανακηρύξουν όχι μόνο
άγνωστο αλλά «αγνώριστο», πράγμα που
τους απαλλάσσει από το να ασχοληθούν
μαζί του. Παρ’ όλα ταύτα, υπάρχουν
ορισμένοι που γυρεύουν να σχηματίσουν
μια κάποια ιδέα ενός «άλλου κόσμου»,
καθώς δεν επικαλούνται για κάτι τέτοιο
παρά τη φαντασία, τον φαντάζονται
καμωμένο πάνω στο πρότυπο του γήινου
κόσμου και του μεταφέρουν όλες τις
συνθήκες ύπαρξης που χαρακτηρίζουν
αυτόν εδώ, περιλαμβανομένου του χώρου
και του χρόνου και πολλές φορές ενός
είδους «σωματικότητας». Έχουμε δείξει
αλλού, μέσα στις πνευματιστικές
αντιλήψεις, ιδιαίτερα χτυπητά παραδείγματα
τέτοιας λογής φαντασιώσεων, που
υλοποιήθηκαν με χοντροειδή τρόπο. Αλλά,
αν εδώ πρόκειται για μια ακραία περίπτωση,
όπου αυτό το χαρακτηριστικό έχει εξαρθεί
μέχρι του σημείου της καρικατούρας, θα
ήταν λάθος να νομίσουμε ότι ο πνευματισμός,
και οι ομάδες που συγγενεύουν λίγο ή
πολύ με αυτόν, κρατούν το μονοπώλιο σε
τέτοιας λογής πράγματα. Εξάλλου,
γενικότερα, η μεσολάβηση της φαντασίας
μέσα στις περιοχές όπου δεν μπορεί να
προσφέρει τίποτε, και που όφειλαν
κανονικά να της είναι απαγορευμένες,
είναι ένα γεγονός που δείχνει αρκετά
καθαρά την ανικανότητα των σύγχρονων
Δυτικών να υψωθούν υπεράνω του αισθητού.
Πολλοί δεν ξέρουν να κάνουν καμμιά
διάκριση μεταξύ «συλλαμβάνω» και
«φαντάζομαι», και ορισμένοι φιλόσοφοι,
όπως ο Kant, φτάνουν ως να
διακηρύττουν «ασύλληπτο» και «αδιανόητο»
κάθε τι που δεν επιδέχεται αναπαράσταση.
Ακόμη, όλα αυτά που ονομάζουν «πνευματισμό»
ή «ιδεαλισμό» δεν είναι τις περισσότερες
φορές, παρά ένα είδος μεταμφιεσμένου
υλισμού. Αυτό δεν αληθεύει μόνο για ό,τι
δηλώσαμε με το όνομα «νεοπνευματισμός»,
αλλά ακόμη και γι’ αυτόν τον ίδιο τον
φιλοσοφικό πνευματισμό, που ωστόσο
θεωρείται ως το αντίθετο του υλισμού.
Στην πραγματικότητα, πνευματισμός και
υλισμός, με τη φιλοσοφική έννοια, δεν
νοούνται χωριστά ο ένας από τον άλλο:
είναι απλά τα δύο ήμισυ του καρτεσιανού
δυαδισμού, των οποίων ο ριζικός χωρισμός
μεταμορφώθηκε σε ένα είδος ανάμεσα
στους δύο αυτούς όρους χωρίς να μπορεί
να τους υπερβεί. Ο πνευματισμός, σε
πείσμα του ονόματός του, δεν έχει τίποτε
το κοινό με την πνευματικότητα. Η
φιλονικία του με τον υλισμό δεν μπορεί
παρά να αφήσει εντελώς αδιάφορους αυτούς
που τοποθετούνται σε μια ανώτερη άποψη,
και που βλέπουν ότι αυτά τα αντίθετα,
στο βάθος, δεν απέχουν από το να είναι
απλά ισοδύναμα, των οποίων η υποτιθέμενη
αντίθεση, πάνω σε πολλά σημεία, περιορίζεται
σε μια χυδαία λογομαχία.
Οι σύγχρονοι, γενικά, δεν διανοούνται
άλλη επιστήμη, από την επιστήμη των
πραγμάτων που μετρούνται, υπολογίζονται
και ζυγίζονται, δηλαδή για μια ακόμη
φορά, τελικά, πραγμάτων υλικών, γιατί
μόνο σε αυτά μπορεί να εφαρμοστεί η
ποσοτική άποψη. Και η αξίωση να υπαγάγουμε
την ποιότητα στην ποσότητα είναι το πιο
χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύγχρονης
επιστήμης. Φτάσαμε έτσι, κατ’ αυτή την
έννοια, να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει
καθαρή επιστήμη εκεί όπου δεν είναι
δυνατό να εισαγάγουμε τη μέτρηση, και
ότι δεν υπάρχουν επιστημονικοί νόμοι
παρά αυτοί που εκφράζουν ποσοτικές
σχέσεις. Η «μηχανική» του Descartes
σημείωσε την απαρχή αυτής της τάσης,
που έκτοτε δεν έκανε άλλο από το να
ενισχύεται, σε πείσμα της αποτυχίας της
καρτεσιανής φυσικής, γιατί δεν είναι
δεμένη με μια καθορισμένη θεωρία, αλλά
με μια γενική αντίληψη της επιστημονικής
γνώσης. Θέλουμε σήμερα να εφαρμόσουμε
τη μέτρηση μέχρι και μέσα στο ψυχολογικό
πεδίο, που ωστόσο της διαφεύγει από την
ίδια του τη φύση. Καταντούμε να μη
καταλαβαίνουμε ότι η δυνατότητα της
μέτρησης δεν στηρίζεται παρά πάνω στη
σύμφυτη ιδιότητα της ύλης, και που είναι
η απεριόριστη διαιρετότητά της, εκτός
αν πιστεύουμε ότι αυτή η ιδιότητα
απλώνεται σε όλα τα υπαρκτά, πράγμα που
αντιστοιχεί με την καθολική επικράτηση
της ύλης.
Η ύλη, το έχουμε ήδη πει, είναι αρχή της
διαίρεσης και καθαρή πολλαπλότητα. Η
υπεροχή που αποδόθηκε στην ποσοτική
άποψη, και που, όπως το έχουμε υποδείξει
προηγουμένως, την βρίσκουμε ακόμη και
μέσα στο κοινωνικό πεδίο, είναι επομένως
υλιστική και με την έννοια που υποδείξαμε
πιο πάνω, αν και δεν είναι αναγκαστικά
δεμένη με τον φιλοσοφικό υλισμό, του
οποίου άλλωστε προηγήθηκε κατά την
ανάπτυξη των τάσεων του σύγχρονου
πνεύματος. Δεν θα επιμείνουμε στο ότι
δεν είναι νόμιμη αυτή η υπαγωγή της
ποιότητας στην ποσότητα, ούτε στο ότι
είναι ανεπαρκείς όλες οι απόπειρες
ερμηνείας που συνδέονται λίγο ή πολύ
με το «μηχανιστικό» πρότυπο. Δεν βρίσκεται
σε αυτά εδώ αυτό που προτείνουμε, και
σημειώνουμε μόνο, σχετικά με αυτό, ότι,
ακόμη και στην αισθητή τάξη, μια επιστήμη
τέτοιας λογής πολύ λίγο έχει σχέση με
την πραγματικότητα, της οποίας το πιο
σημαντικό μέρος της διαφεύγει αναγκαστικά.
Όσο για την «πραγματικότητα», θα
σημειώσουμε ένα άλλο γεγονός, που
κινδυνεύει να περάσει για πολλούς
απαρατήρητο, αλλά που αξίζει πολύ να
σημειωθεί ως σημείο του πνεύματος για
το οποίο μιλούμε: Είναι το ότι αυτό το
όνομα, στην τρέχουσα χρήση, προορίζεται
αποκλειστικά για μόνη την αισθητή
πραγματικότητα. Καθώς η γλώσσα είναι η
έκφραση της νοοτροπίας ενός λαού και
μιας εποχής, πρέπει να συμπεράνουμε από
αυτό ότι, για αυτούς που μιλούν έτσι,
κάθε τι που δεν συλλαμβάνεται με τις
αισθήσεις είναι «μη πραγματικό», δηλαδή
φανταστικό ή ακόμη εντελώς ανύπαρκτο.
Μπορεί να μην έχουν πλήρως συνείδηση
του πράγματος, αλλά αυτή η αρνητική
πεποίθηση δεν βρίσκεται λιγότερο βαθειά
μέσα τους, και αν διατείνονται το
αντίθετο, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι,
παρ’ όλο που δεν το αντιλαμβάνονται,
ότι αυτός ο ισχυρισμός δεν αντιστοιχεί
σε αυτούς παρά σε κάτι το πολύ πιο
εξωτερικό, αν δεν πρόκειται για καθαρή
ρητορεία. Αν έχουν τον πειρασμό να
πιστέψουν ότι υπερβάλλουμε, δεν έχουν
παρά να δουν επί παραδείγματι τι είδους
υποβιβασμό υφίστανται οι υποτιθέμενες
θρησκευτικές πεποιθήσεις πολλών
ανθρώπων: μερικοί όροι που τους έχουν
αποστηθίσει, με τρόπο εντελώς σχολικό
και μηχανικό, που δεν τους έχουν καθόλου
αφομοιώσει, πάνω στους οποίους μάλιστα
δεν έχουν ποτέ συλλογιστεί ούτε στο
ελάχιστο, αλλά που τους κρατούν στη
μνήμη τους και που τους επαναλαμβάνουν
σε πρώτη ευκαιρία επειδή αποτελούν
μέρος ενός ορισμένου φορμαλισμού, μιας
συμβατικής συμπεριφοράς είναι ό,τι
μπορούν να καταλάβουν από τον όρο
θρησκεία. Έχουμε ήδη μιλήσει πιο πάνω
για αυτή τη «σμίκρυνση» της θρησκείας,
της οποίας («σμίκρυνσης») ο υπό συζήτηση
«βερμπαλισμός» αντιπροσωπεύει έναν
από τους τελευταίους βαθμούς. Είναι
αυτή που εξηγεί γιατί οι υποτιθέμενοι
«πιστοί», στο ζήτημα του πρακτικού
υλισμού δεν υπολείπονται καθόλου από
τους «άπιστους». Θα επανέλθουμε και
πάλι πάνω σ’ αυτό, αλλά, προηγουμένως,
πρέπει να τελειώσουμε με τις θεωρήσεις
που αφορούν τον υλιστικό χαρακτήρα της
σύγχρονης επιστήμης, γιατί αυτό είναι
ένα ζήτημα που απαιτεί να το αντικρύσουμε
από διαφορετικές όψεις.
Πρέπει να υπενθυμίσουμε ακόμη, αν και
το έχουμε ήδη υποδείξει, ότι οι σύγχρονες
επιστήμες δεν έχουν ένα χαρακτήρα
ανιδιοτελούς γνώσης, και ότι, ακόμη και
γι’ αυτούς που πιστεύουν στη θεωρητική
τους αξία, αυτή εδώ δεν είναι παρά ένα
προσωπείο κάτω από το οποίο κρύβονται
εντελώς πρακτικές ασχολίες, αλλά που
επιτρέπει να διατηρήσουν την ψευδαίσθηση
μιας ψευδούς διανοητικότητας. Ο ίδιος
ο Descartes, συνθέτοντας τη
φυσική του σκόπευε κυρίως να εξάγει από
αυτήν μια μηχανική, μια ιατρική και μια
ηθική. Και με τη διάδοση του αγγλο-σαξωνικού
εμπειρισμού, προέκυψαν και άλλα πράγματα.
Εξάλλου, αυτό που συνιστά το γόητρο της
επιστήμης στα μάτια του μεγάλου κοινού,
είναι σχεδόν αποκλειστικά τα πρακτικά
αποτελέσματα που επιτρέπει να
πραγματοποιηθούν, γιατί, κι εδώ ακόμη,
πρόκειται για πράγματα που μπορούμε να
δούμε και να αγγίξουμε. Λέγαμε ότι ο
«πραγματισμός» αντιπροσωπεύει την
κατάληξη όλης της σύγχρονης φιλοσοφίας
και τον τελευταίο βαθμό υποβιβασμού
της. Αλλά υπάρχει ακόμη, και από πιο
πριν, έξω από τη φιλοσοφία, ένας διάχυτος
και όχι συστηματικός «πραγματισμός»,
που είναι η άλλη όψη αυτού που ο πρακτικός
υλισμός είναι του θεωρητικού υλισμού
και που συμπίπτει με αυτό που ο ανίδεος
ονομάζει «κοινό νου». Αυτή η σχεδόν
ενστικτώδης χρησιμοθηρία (utilitarisme)
είναι άλλωστε αξεχώριστη από την υλιστική
τάση: ο «κοινός νους» συνίσταται στο να
μη υπερβούμε τον γήινο ορίζοντα, όπως
ακόμη και στο να μη απασχοληθούμε καθόλου
με ό,τι δεν έχει παρά άμεσο πρακτικό
ενδιαφέρον. Γι’ αυτόν κυρίως ο αισθητός
κόσμος είναι ο μόνος «πραγματικός» και
δεν υπάρχει γνώση που να μη προέρχεται
από τις αισθήσεις. Γι’ αυτόν ακόμη, αυτή
η περιορισμένη γνώση δεν αξίζει παρά
στο βαθμό που επιτρέπει να ικανοποιηθούν
οι υλικές ανάγκες, και καμμιά φορά, ένας
κάποιος συναισθηματισμός, γιατί, πρέπει
να το πούμε καθαρά, διακινδυνεύοντας
να προκαλέσουμε την σύγχρονη «ηθικολογία»,
το συναίσθημα είναι στην πραγματικότητα
πολύ κοντά στην ύλη. Μέσα σε όλα αυτά,
δεν μένει καμμιά θέση στη διάνοια, παρά
μόνο όσο συγκατατίθεται να υπηρετήσει
την πραγματοποίηση πρακτικών σκοπών,
να μην είναι πια παρά το απλό εργαλείο
το υποταγμένο στις απαιτήσεις του
κατώτερου και σωματικού μέρους της
ανθρώπινης ατομικότητας, ή, σύμφωνα με
μια παράξενη έκφραση του Bergson,
«ένα εργαλείο για εργαλεία». Αυτό που
συνιστά τον «πραγματισμό», υπό όλες του
τις μορφές, είναι η ολική αδιαφορία για
την αλήθεια.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η βιομηχανία
δεν είναι παρά μια εφαρμογή της επιστήμης,
εφαρμογή από την οποία αυτή καθαυτή η
επιστήμη θα όφειλε να είναι εντελώς
ανεξάρτητη. Καταντά να της γίνεται λόγος
ύπαρξης και δικαίωσή της, κατά τέτοιο
τρόπο που κι εδώ ακόμη οι κανονικές
σχέσεις βρίσκονται αντεστραμένες.
Εκείνο που απορρόφησε όλες τις δυνάμεις
του σύγχρονου κόσμου, ακόμη και όταν
ισχυριζόταν ότι κάνει επιστήμη με τον
τρόπο του, δεν είναι στην πραγματικότητα
τίποτε άλλο παρά η ανάπτυξη της βιομηχανίας
και της μηχανοποίησης. Και θέλοντας
έτσι να κυριαρχήσουν πάνω στην ύλη, και
να την προσαρμόσουν στις ανάγκες τους,
οι άνθρωποι δεν πέτυχαν παρά να γίνουν
σκλάβοι της, όπως το λέγαμε στην αρχή:
όχι μόνο περιόρισαν τις διανοητικές
φιλοδοξίες τους, αν επιτρέπεται ακόμη
να μεταχειριζόμαστε τη λέξη διανοητικές
σε τέτοιες περιπτώσεις, στο να εφευρίσκουν
και να κατασκευάζουν μηχανές, αλλά
κατέληξαν να γίνουν αληθινές μηχανές
αυτοί οι ίδιοι. Πραγματικά, η «ειδίκευση»,
τόσο εκθειασμένη από ορισμένους
κοινωνιολόγους, υπό το όνομα «καταμερισμός
εργασίας», δεν επεβλήθηκε μόνο στους
σοφούς, αλλά ακόμη στους τεχνικούς και
στους εργάτες, και, γι’ αυτούς τους
τελευταίους, κάθε διανοητική εργασία
κατέστη εξ αυτού αδύνατη: πολύ διαφορετικοί
από τους τεχνίτες του παρελθόντος, δεν
είναι πια παρά οι υπηρέτες των μηχανών,
γίνονται, για να το πούμε έτσι, ένα σώμα
με αυτές. Οφείλουν να επαναλαμβάνουν
αδιάκοπα, κατά τρόπο τελείως μηχανικό,
ορισμένες καθορισμένες κινήσεις, τις
ίδιες πάντοτε, και πάντοτε εκτελεσμένες
κατά τον ίδιο τρόπο για να αποφεύγεται
η παραμικρή απώλεια χρόνου. Έτσι το
θέλουν τουλάχιστον οι αμερικανικές
μέθοδοι που θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύουν
τον μέγιστο βαθμό «προόδου». Πραγματικά,
πρόκειται αποκλειστικά για όσο το δυνατό
μεγαλύτερη παραγωγή. Μεριμνούμε λίγο
για την ποιότητα, είναι μόνο η ποσότητα
που ενδιαφέρει. Επανερχόμαστε για μια
ακόμη φορά στην ίδια διαπίστωση που
έχουμε ήδη κάνει σε άλλους τομείς: ο
σύγχρονος πολιτισμός είναι αληθινά
αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε ποσοτικό
πολιτισμό, πράγμα που δεν είναι παρά
ένας άλλος τρόπος να πούμε ότι είναι
ένας υλικός πολιτισμός.
Αν θέλουμε να πειστούμε ακόμη περισσότερο
γι’ αυτή την αλήθεια, δεν έχουμε παρά
να δούμε τον τεράστιο ρόλο που παίζουν
σήμερα, για την ύπαρξη των λαών καθώς
και των ατόμων, τα στοιχεία οικονομικής
τάξης: βιομηχανία, εμπόριο, οικονομία,
φαίνεται ότι δεν είναι παρά αυτό που
λαμβάνεται υπ’ όψη, πράγμα που συμφωνεί
με το γεγονός που ήδη έχουμε επισημάνει,
ότι η μόνη κοινωνική διάκριση που
απομένει είναι αυτή που εδράζεται στον
υλικό πλούτο. Φαίνεται ότι η οικονομική
ισχύς, κυριαρχεί κάθε πολιτική, ότι ο
εμπορικός ανταγωνισμός ασκεί μια
κυριαρχική επίδραση στις σχέσεις μεταξύ
των λαών. Ίσως αυτό να μην είναι παρά
μια επίφαση, και αυτά τα πράγματα να
είναι εδώ λιγότερο αληθινές αιτίες παρ’
όσο απλά μέσα δράσης. Αλλά η εκλογή
τέτοιων μέσων καταδείχνει ρητά τον
χαρακτήρα της εποχής στην οποία αρμόζουν.
Άλλωστε, οι σύγχρονοί μας είναι πεπεισμένοι
ότι οι οικονομικές περιστάσεις είναι
περίπου οι μοναδικοί παράγοντες των
ιστορικών γεγονότων, και φαντάζονται
μάλιστα ότι πάντα συνέβαινε το ίδιο.
Φτάσαμε κατ’ αυτή την έννοια μέχρι του
σημείου να επινοήσουμε μια θεωρία που
απαιτεί να εξηγήσει τα πάντα αποκλειστικά
με αυτό, και που έλαβε την χαρακτηριστική
ονομασία «ιστορικός υλισμός». Μπορούμε
ακόμη να δούμε εδώ το αποτέλεσμα μιας
από τις υποβολές στις οποίες αναφερθήκαμε
πιο πάνω, υποβολές που δρουν τόσο καλύτερα
όσο αντιστοιχούν στις τάσεις της γενικής
νοοτροπίας. Και το αποτέλεσμα αυτής της
υποβολής είναι ότι τα οικονομικά μέσα
καταλήγουν να καθορίζουν πραγματικά
σχεδόν όλα όσα συμβαίνουν στο κοινωνικό
πεδίο. Αναμφίβολα η μάζα άγεται πάντα
κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο και θα
μπορούσαμε να πούμε ότι ο ιστορικός της
ρόλος συνίσταται κυρίως στο να αφήνεται
να άγεται, γιατί δεν αντιπροσωπεύει
παρά ένα στοιχείο παθητικό, μια «ύλη»
με την αριστοτελική έννοια. Αλλά σήμερα
αρκεί, για τη χειραγώγησή της, να διαθέτουν
μέσα καθαρά υλικά, αυτή τη φορά με τη
συνήθη έννοια της λέξης, πράγμα που
δείχνει καθαρά τον βαθμό υποβιβασμού
της εποχής μας. Και, ταυτόχρονα, κάνουν
αυτή τη μάζα να πιστεύει ότι δεν άγεται,
ότι ενεργεί αυθόρμητα και ότι
αυτοκυβερνάται, και το γεγονός ότι το
πιστεύει επιτρέπει να διακρίνουμε μέχρι
ποιου σημείου μπορεί να φτάνει η έλλειψη
νοημοσύνης της.
Μια και μιλούμε για οικονομικούς
παράγοντες, θα εκμεταλευτούμε την
περίσταση για να σημειώσουμε μια
ψευδαίσθηση πολύ διαδεδομένη σχετικά
με αυτό το ζήτημα, και που συνίσταται
στο να φαντάζονται ότι οι καθιερωμένες
σχέσεις στο χώρο των εμπορικών ανταλλαγών
μπορούν να συντελέσουν σε μια προσέγγιση
και μια συνεννόηση μεταξύ των λαών, ενώ,
στην πραγματικότητα, έχουν ακριβώς το
αντίθετο αποτέλεσμα. Η ύλη, το έχουμε
ήδη πει πολλές φορές, είναι ουσιαστικά
πολλαπλότητα και διαίρεση, επομένως
πηγή συμπλοκών και συγκρούσεων. Ακόμη,
είτε πρόκειται για λαούς είτε για άτομα,
το οικονομικό πεδίο δεν είναι και δεν
μπορεί να είναι παρά αυτό των ανταγωνιστικών
συμφερόντων. Ειδικότερα η Δύση δεν
μπορεί να υπολογίζει στη βιομηχανία,
ούτε στη σύγχρονη επιστήμη που της είναι
αχώριστη, για να βρει πεδίο συνεννόησης
με την Ανατολή. Αν οι Ανατολικοί φτάσουν
στο σημείο να αποδεχτούν αυτή τη
βιομηχανία, ως μια δυσάρεστη αναγκαιότητα
και άλλωστε μεταβατική, αφού κατ’ αυτούς
δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε
περισσότερο, δεν θα είναι ποτέ παρά κάτι
σαν όπλο που θα τους επιτρέπει να
αντισταθούν στη Δυτική επιδρομή και να
διαφυλάξουν την ίδια τους την ύπαρξη.
Έχει σημασία να ξέρουμε ότι δεν μπορεί
να γίνει διαφορετικά: οι Ανατολικοί που
συμβιβάζονται στον οικονομικό ανταγωνισμό
με τη Δύση, παρά την αποστροφή που
νοιώθουν για τέτοιας λογής δραστηριότητες,
το κάνουν με τη μοναδική πρόθεση να
απαλλαγούν από μια ξένη επιβολή που δεν
στηρίζεται παρά στην ωμή βία, στην υλική
δύναμη που η βιομηχανία θέτει ακριβώς
στη διάθεσή της. Η βία καλεί τη βία, αλλά
οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ασφαλώς
δεν είναι οι Ανατολικοί εκείνοι που θα
επεδίωκαν την αναμέτρηση σε αυτό το
πεδίο.
Εξάλλου, πέρα από το ζήτημα της σχέσης
Ανατολής και Δύσης, εύκολα διαπιστώνουμε
ότι μια από τις πιο αξιοσημείωτες
συνέπειες της βιομηχανικής ανάπτυξης
είναι η αδιάκοπη τελειοποίηση των
πολεμικών μηχανών και η αύξηση της
καταστροφικής τους δύναμης σε τρομακτικές
διαστάσεις. Αυτό και μόνο θα αρκούσε
για να γκρεμίσει τα «φιλειρηνικά»
ονειροπολήματα ορισμένων θαυμαστών
της σύγχρονης «προόδου». Αλλά οι
ονειροπόλοι και οι «ιδεαλιστές» είναι
αδιόρθωτοι και η αφέλειά τους φαίνεται
να μην έχει όρια. Ο «φιλανθρωπισμός»,
που είναι τόσο πολύ της μόδας, δεν αξίζει
βέβαια να ληφθεί στα σοβαρά. Αλλά είναι
παράδοξο να μιλούμε τόσο πολύ για το
τέλος των πολέμων σε μια εποχή όπου
κάνουν τόση θραύση όση δεν έκαναν ποτέ,
όχι μόνο εξ αιτίας του πολλαπλασιασμού
των μέσων καταστροφής, αλλά ακόμη γιατί,
αντί να διεξάγονται ανάμεσα σε στρατούς
ολιγάριθμους και αποτελούμενους
αποκλειστικά από επαγγελματίες
στρατιώτες, ρίχνουν τον ένα εναντίον
του άλλου, όλα τα άτομα αδιάκριτα,
συμπεριλαμβανομένων και αυτών που είναι
λιγότερο κατάλληλα για να εκπληρώσουν
μια παρόμοια αποστολή. Αυτό είναι ένα
ακόμη χτυπητό παράδειγμα της σύγχρονης
σύγχισης. Και είναι αληθινά πρωτοφανές,
για όποιον θέλει να συλλογιστεί, το ότι
φτάσαμε να θεωρούμε τελείως φυσική μια
«μαζική εξέγερση» ή μια «γενική
επιστράτευση», το ότι η ιδέα ενός
«εξοπλισμένου έθνους» μπόρεσε να
επιβληθεί σε όλα τα πνεύματα με ελάχιστες
εξαιρέσεις. Μπορούμε ακόμη να δούμε εδώ
ένα αποτέλεσμα της πίστης σε μόνη τη
δύναμη του αριθμού: είναι σύμφωνο με
τον ποσοτικό χαρακτήρα του σύγχρονου
πολιτισμού η κινητοποίηση τεράστιων
μαζών από πολεμιστές. Και, ταυτόχρονα,
ο «εξισωτισμός» λαμβάνεται εδώ υπ’
όψη, το ίδιο ακριβώς όπως σε θεσμούς σαν
αυτόν της «υποχρεωτικής εκπαίδευσης»
και της «καθολικής ψηφοφορίας». Ας
προσθέσουμε ακόμη ότι αυτοί οι γενικευμένοι
πόλεμοι δεν κατέστησαν δυνατοί παρά
δια μέσου ενός άλλου φαινομένου ειδικά
σύγχρονου, που είναι η σύσταση των
«εθνικοτήτων», συνέπεια της καταστροφής
του φεουδαρχικού καθεστώτος, από τη μια
μεριά, και, από την άλλη, της ταυτόχρονης
διάσπασης της ουσιαστικής ενότητας της
Χριστιανοσύνης του Μεσαίωνα. Και, χωρίς
να καθυστερήσουμε με θεωρήσεις που θα
μας παρέσυραν πολύ μακρυά, ας σημειώσουμε
ακόμη, σαν επιβαρυντικό στοιχείο, την
περιφρόνηση μιας πνευματικής αρχής που
μόνη θα μπορούσε να ασκήσει κανονικά
μια αποτελεσματική διαιτησία, επειδή
είναι, από την ίδια της τη φύση, υπεράνω
όλων των συγκρούσεων πολιτικής τάξης.
Η άρνηση της πνευματικής αρχής, αφορά
ακόμη τον πρακτικό υλισμό. Και αυτοί
μάλιστα που ισχυρίζονται ότι αναγνωρίζουν
θεωρητικά μια τέτοια αρχή, στην πράξη
της αρνούνται κάθε πραγματική επιρροή
και κάθε δύναμη παρέμβασης μέσα στο
κοινωνικό πεδίο, ακριβώς όπως εγκαθιδρύουν
ένα αδιαπέραστο χώρισμα μεταξύ της
θρησκείας και των καθημερινών φροντίδων
της ζωής τους. Είτε πρόκειται για τη
δημόσια ζωή, είτε για την ιδιωτική, είναι
ακριβώς το ίδιο πνεύμα που επιβεβαιώνεται
και στις δυο περιπτώσεις.
Αν παραδεχτούμε ότι η υλική ανάπτυξη
έχει ορισμένα πλεονεκτήματα, άλλωστε
από μια πολύ σχετική άποψη, μπορούμε,
όταν αντικρίζουμε επιπτώσεις όπως αυτές
που μόλις επισημάναμε, να διερωτηθούμε
μήπως αυτά τα πλεονεκτήματα δεν
υπερβαίνονται κατά πολύ από τα
μειονεκτήματα. Δεν μιλούμε ούτε καν,
για όλα όσα έχουν θυσιαστεί σε αυτή την
αποκλειστική ανάπτυξη, και που άξιζαν
ασύγκριτα περισσότερο. Δεν μιλούμε για
ανώτερες γνώσεις λησμονημένες, για την
κατεστραμένη διανοητικότητα, για την
χαμένη πνευματικότητα. Παίρνουμε τον
ίδιο τον σύγχρονο πολιτισμό, και λέμε
ότι, αν αντιπαραβάλλαμε τα πλεονεκτήματα
και τα μειονεκτήματα αυτών που παρήγαγε,
το συμπέρασμα θα κινδύνευε πολύ να είναι
αρνητικό. Οι εφευρέσεις που πολλαπλασιάζονται
στις μέρες μας με όλο και περισσότερο
αυξανόμενη ταχύτητα είναι τόσο πιο
επικίνδυνες όσο κινητοποιούν δυνάμεις
των οποίων η αληθινή φύση είναι εντελώς
άγνωστη και σε αυτούς ακόμη που τις
μεταχειρίζονται. Και αυτή η άγνοια είναι
η καλύτερη απόδειξη της κενότητας της
σύγχρονης επιστήμης όσον αφορά την
ερμηνευτική της αξία, επομένως και ως
γνώσης, περιορισμένης σε μόνο το φυσικό
πεδίο. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι σε
πρακτικές εφαρμογές δεν εμποδίζονται
καθόλου από αυτό δείχνει ότι αυτή η
επιστήμη είναι προσανατολισμένη,
αποκλειστικά προς μια κατεύθυνση
ιδιοτελή, ότι είναι η βιομηχανία που
αποτελεί τον μόνο πραγματικό στόχο όλων
αυτών των ερευνών. Καθώς ο κίνδυνος των
εφευρέσεων, ακόμη και αυτών που δεν
είναι εσκεμμένα προορισμένες να παίξουν
έναν ολέθριο ρόλο για την ανθρωπότητα,
και που δεν προξενούν λιγότερο τόσες
καταστροφές, χωρίς να μιλήσουμε για
ανύποπτες διαταραχές που προξενούν
μέσα στο γήινο περιβάλλον, καθώς αυτός
ο κίνδυνος, λέμε, αναμφίβολα θα παίρνει
ακόμη διαστάσεις που είναι δύσκολο να
καθοριστούν, επιτρέπεται να σκεφτούμε,
με αρκετή αληθοφάνεια, όπως το υποδείξαμε
ήδη προηγουμένως, ότι είναι ίσως από
αυτό που ο σύγχρονος κόσμος θα καταλήξει
να αυτοκαταστραφεί, αν είναι ανίκανος
να σταματήσει αυτή του την πορεία, όσο
είναι ακόμη καιρός.
Αλλά δεν αρκεί να περιοριστούμε, όσον
αφορά τις σύγχρονες εφευρέσεις, στις
επιφυλάξεις που επιβάλλει η επικίνδυνη
πλευρά τους, και πρέπει να προχωρήσουμε
περισσότερο: τα υποτιθέμενα «αγαθά»
αυτού που συνήθως αποκαλείται «πρόοδος»
και που θα μπορούσαμε στην πραγματικότητα
να χαρακτηρίσουμε έτσι αν φροντίζαμε
να προσδιορίσουμε ότι δεν πρόκειται
παρά για μια τελείως υλική πρόοδο, αυτά
τα «αγαθά» τα τόσο εκθειασμένα δεν είναι
σε μεγάλο μέρος τους απατηλά; Οι άνθρωποι
της εποχής μας ισχυρίζονται με αυτά ότι
αυξάνουν την «ευημερία» τους. Σκεφτόμαστε,
από τη μεριά μας, ότι ο στόχος που
προτείνουν στον εαυτό τους, ακόμη και
αν τον επετύγχαναν πραγματικά, δεν
αξίζει τη θυσία τόσων προσπαθειών. Αλλά
επί πλέον, μας φαίνεται πολύ αμφίβολο
ότι θα μπορούσαν να τον επιτύχουν. Κατ’
αρχήν, θα έπρεπε να λάβουμε υπ’ όψη μας
το γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι δεν
έχουν τις ίδιες προτιμήσεις, ούτε τις
ίδιες ανάγκες, ότι υπάρχουν, παρ’ όλα
αυτά, ορισμένοι που θα ήθελαν να διαφύγουν
τη σύγχρονη ταραχή, την τρέλλα της
ταχύτητας και που πια δεν το μπορούν.
Θα τολμούσαμε να υποστηρίξουμε για
αυτούς εδώ, ότι είναι ένα «αγαθό» το να
τους επιβληθεί ό,τι είναι πιο αντίθετο
στη φύση τους; Θα μας πουν ότι αυτοί οι
άνθρωποι είναι ολιγάριθμοι σήμερα, και
ότι μπορούν γι’ αυτό να τους θεωρούν
αμελητέα ποσότητα. Από εδώ, όπως στο
πολιτικό πεδίο, η πλειοψηφία αντλεί το
δικαίωμα της συντριβής των μειονοτήτων,
που, στα μάτια της, προφανώς κακώς
υπάρχουν, επειδή αυτή η ύπαρξη αντιτίθεται
στην εξισωτική μανία της ομοιομορφίας.
Αλλά αν θεωρήσουμε το σύνολο της
ανθρωπότητας αντί να περιοριζόμαστε
στον Δυτικό κόσμο, το ζήτημα αλλάζει
όψη: η πλειοψηφία, που μόλις αναφέραμε,
δεν τείνει να καταντήσει μειοψηφία;
Ακόμη, δεν ισχύει πιο το ίδιο επιχείρημα
σε αυτή την περίπτωση και, με μια παράδοξη
αντίφαση, είναι στο όνομα της «ανωτερότητάς»
τους που αυτοί οι «εξισωτές» θέλουν να
επιβάλλουν τον πολιτισμό τους στον
υπόλοιπο κόσμο, και που πάνε να διαταράξουν
ανθρώπους που δεν τους ζητούσαν τίποτε.
Και, καθώς αυτή η «ανωτερότητα» δεν
υπάρχει παρά υπό την υλική άποψη, είναι
τελείως φυσικό ότι επιβάλλεται με τα
πιο απάνθρωπα μέσα. Ας μην απατώμαστε
άλλωστε: αν το πλατύ κοινό αποδέχεται
με καλή πίστη αυτά τα προσχήματα του
«πολιτισμού», υπάρχουν ορισμένοι για
τους οποίους δεν είναι παρά μια ηθικολογική
υποκρισία, ένα προσωπείο για το κατακτητικό
πνεύμα και τα οικονομικά συμφέροντα.
Αλλά τι παράδοξη εποχή αυτή κατά την
οποία τόσοι άνθρωποι αφήνονται να
πειστούν ότι δίνουμε σε ένα λαό την
ευτυχία, υποδουλώνοντάς τον, αφαιρώντας
του ό,τι έχει πιο πολύτιμο, δηλαδή το
δικό του πολιτισμό, υποχρεώνοντάς τον
να υιοθετήσει ήθη και θεσμούς που είναι
καμωμένα για μια άλλη φυλή, και
καταναγκάζοντάς τον στις πιο επίπονες
εργασίες για να τον κάνουν να αποκτήσει
πράγματα που του είναι εντελώς άχρηστα!
Γιατί περί αυτού πρόκειται: η σύγχρονη
Δύση δεν μπορεί να ανεχθεί ότι υπάρχουν
άνθρωποι που προτιμούν να εργάζονται
λιγότερο και να αρκούνται με τα λίγα
για να ζουν. Καθώς η ποσότητα μόνο
λογαριάζεται και καθώς αυτό που δεν
συλλαμβάνεται με τις αισθήσεις άλλωστε,
λογίζεται ανύπαρκτο, είναι κοινώς
παραδεκτό ότι αυτός που δεν κινείται
και δεν παράγει από υλική άποψη δεν
μπορεί παρά να είναι «αργός». Χωρίς
μάλιστα να μιλήσουμε εδώ για τις τρέχουσες
εκτιμήσεις που αναφέρονται στους
ανατολικούς λαούς, δεν έχουμε παρά να
δούμε πως κρίνονται οι τάξεις του
στοχασμού, και αυτό ακόμη και μέσα σε
αυτοαποκαλούμενους θρησκευτικούς
κύκλους! Μέσα σε ένα τέτοιο κόσμο, δεν
υπάρχει πια καμμιά θέση για τη διάνοια,
ούτε για όσα είναι καθαρά εσωτερικά,
γιατί εδώ πρόκειται για πράγματα που
δεν βλέπονται ούτε αγγίζονται, που δεν
μετρούνται, ούτε ζυγίζονται. Δεν υπάρχει
θέση παρά για την εξωτερική δράση υπό
όλες της τις μορφές, συμπεριλαμβανομένων
και των πιο στερημένων από κάθε σημασία.
Ακόμη, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει ότι
η αγγλοσαξωνική μανία του «σπορ» κερδίζει
καθημερινά έδαφος: το ιδανικό αυτού του
κόσμου είναι το «ανθρώπινο ζώο» που
έχει αναπτύξει στο maximum
τη μυική του δύναμη. Οι ήρωές του είναι
οι αθλητές, έστω και άξεστοι. Είναι αυτοί
εδώ που διεγείρουν το λαϊκό ενθουσιασμό,
είναι για τα κατορθώματά τους που
παθιάζονται τα πλήθη. Ένας κόσμος όπου
βλέπουμε τέτοια πράγματα έχει αληθινά
πέσει πολύ χαμηλά και μοιάζει πολύ κοντά
στο τέλος του.
Ωστόσο, ας τοποθετηθούμε, για μια στιγμή,
στην οπτική γωνία εκείνων που βρίσκουν
το ιδανικό τους μέσα στην υλική «ευημερία»
και που, στο όνομά της, απολαμβάνουν
όλες τις βελτιώσεις που εξασφαλίζει
στην ύπαρξη η σύγχρονη «πρόοδος». Είναι
βέβαιοι ότι δεν απατώνται; Είναι αλήθεια
ότι οι άνθρωποι είναι σήμερα πιο
ευτυχισμένοι από άλλοτε, επειδή διαθέτουν
ταχύτερα μέσα επικοινωνίας ή άλλα
πράγματα παρεμφερή, επειδή έχουν μια
ζωή πιο πολυτάραχη και πιο περίπλοκη;
Μας φαίνεται ότι συμβαίνει ακριβώς το
αντίθετο: η ανισορροπία δεν μπορεί να
είναι η προϋπόθεση μιας γνήσιας ευτυχίας.
Άλλωστε όσο περισσότερες ανάγκες έχει
ένας άνθρωπος τόσο μεγαλύτερος είναι
ο κίνδυνος να του λείψει κάτι, και
επομένως να δυστυχήσει. Ο σύγχρονος
πολιτισμός αποσκοπεί στον πολλαπλασιασμό
των τεχνητών αναγκών, και όπως έχουμε
ήδη πει πιο πάνω, θα δημιουργεί πάντοτε
περισσότερες ανάγκες από όσες θα μπορεί
να ικανοποιήσει, επειδή, από τη στιγμή
που αφοσιώθηκε σε αυτή την πορεία, είναι
πολύ δύσκολο να σταματήσει, και μάλιστα
δεν υπάρχει κανένας λόγος να σταματήσει
σε ένα ορισμένο σημείο. Οι άνθρωποι δεν
μπορούσαν να δοκιμάσουν κανένα πόνο
για τη στέρηση πραγμάτων ανύπαρκτων
που δεν τα είχαν ποτέ διανοηθεί. Τώρα,
αντίθετα, υποφέρουν αναγκαστικά όταν
αυτά τα πράγματα τους λείπουν, επειδή
συνήθισαν να τα θεωρούν απαραίτητα, και
επειδή τελικά τους έχουν γίνει πράγματι
απαραίτητα. Ακόμη, προσπαθούν πάση θυσία
να αποκτήσουν εκείνο που μπορεί να τους
εξασφαλίσει όλες τις υλικές απολαύσεις,
τις μόνες που είναι ικανοί να εκτιμήσουν:
πρόκειται φυσικά για το «χρήμα», γιατί
αυτό ακριβώς τους επιτρέπει να αποκτήσουν
πράγματα, και όσο περισσότερο διαθέτουν
τόσο περισσότερο επιθυμούν να αποκτήσουν
κι άλλο, γιατί εφευρίσκουν αδιάκοπα
νέες ανάγκες. Και αυτό το πάθος γίνεται
ο μοναδικός στόχος όλης της ζωής. Από
εδώ ξεκινά ο άγριος ανταγωνισμός που
ορισμένοι «εξελικτιστές» ανήγαγαν σε
επιστημονικό νόμο υπό την ονομασία
«αγώνας επιβιώσεως» και που η λογική
του συνέπεια είναι ότι μόνο οι πιο
δυνατοί, με την πιο στενά υλική έννοια
της λέξης, έχουν δικαίωμα να υπάρξουν.
Από εδώ ξεκινά και ο φθόνος και το μίσος
ακόμη, που στρέφονται εναντίον των
κατόχων του πλούτου από μέρους εκείνων
που τον στερούνται. Πως άνθρωποι στους
οποίους έχουν γίνει κηρύγματα «εξισωτισμού»
δεν θα επαναστατούσαν διαπιστώνοντας
γύρω τους την ανισότητα υπό την μορφή
που πρέπει να τους είναι πιο αισθητή,
γιατί ανήκει στην πιο χυδαία τάξη (δηλαδή
την υλική); Αν ο σύγχρονος πολιτισμός
καταρρεύσει κάποια μέρα κάτω από την
ώθηση των άτακτων ορέξεων που έκανε να
γεννηθούν στη μάζα, θα είναι πολύ τυφλός
να δεν δει σ’ αυτό τη δίκαιη τιμωρία
της θεμελιακής του διαστροφής, ή, για
να μιλήσουμε χωρίς καμμια ηθική
φρασεολογία, τα επίχειρα της ίδιας του
της πράξης μέσα στο ίδιο το πεδίο όπου
έχει ασκηθεί. Έχει λεχθεί στο Ευαγγέλιο:
«πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν
μαχαίρα απολούνται». Αυτός που
απελευθερώνει τις κτηνώδεις δυνάμεις
της ύλης θα απολεσθεί συνθλιμμένος από
αυτές τις ίδιες, των οποίων δεν είναι
πια κύριος όταν τις έχει ασύνετα
κινητοποιήσει και δεν μπορεί να καυχηθεί
ότι θα τις συγκρατεί απεριόριστα στη
μοιραία πορεία τους. Είτε φυσικές
δυνάμεις, είτε δυνάμεις ανθρώπινων
μαζών, είτε και οι δύο μαζί, λίγο
ενδιαφέρει, είναι πάντα οι νόμοι της
ύλης που μπαίνουν σε κίνηση και που
συντρίβουν αδυσώπητα όποιον νόμισε ότι
μπορεί να τις κυριεύσει χωρίς ο ίδιος
να υψωθεί υπεράνω της ύλης. Και λέγεται
ακόμη στο Ευαγγέλιο: «πάσα οικία
μερισθείσα καθ’ εαυτής ου σταθήσεται».
Και αυτός ο λόγος εφαρμόζεται ακριβώς
στον σύγχρονο κόσμο, με τον υλικό του
πολιτισμό, που δεν μπορεί από την ίδια
του τη φύση παρά να προξενεί παντού
σύγκρουση και διαίρεση. Το συμπέρασμα
μπορεί πολύ εύκολα να εξαχθεί και δεν
είναι ανάγκη να επικαλεστούμε άλλες
θεωρήσεις για να μπορέσουμε, χωρίς τον
φόβο να διαψευστούμε, να προείπουμε γι’
αυτό τον κόσμο ένα τραγικό τέλος, εκτός
αν επέλθει σε σύντομο χρονικό διάστημα
μια ριζική αλλαγή, που να φτάνει ως μια
αληθινή επιστροφή.
Ξέρουμε καλά ότι ορισμένοι θα μας
κατηγορήσουν ότι μιλώντας για τον υλισμό
του σύγχρονου πολιτισμού όπως μόλις
κάναμε, παραβλέψαμε ορισμένα στοιχεία
που μοιάζουν να συνιστούν τουλάχιστον
ένα αντίβαρο σ’ αυτό τον υλισμό. Και
πραγματικά αν δεν υπήρχαν τέτοια είναι
πολύ πιθανόν ότι αυτός ο πολιτισμός θα
είχε ήδη θλιβερά απολεσθεί. Δεν
αμφισβητούμε επομένως καθόλου την
ύπαρξη τέτοιων στοιχείων, αλλά ακόμη
δεν πρέπει εδώ να αυταπατόμαστε: από τη
μια μεριά, δεν έχουμε λόγο να συμπεριλάβουμε
σ’ αυτά (τα στοιχεία) όλα όσα, μέσα στο
φιλοσοφικό πεδίο, παρουσιάζονται υπό
επωνυμίες όπως «πνευματισμός» και
«ιδεαλισμός», ούτε όλα όσα, μέσα στις
σημερινές τάσεις, δεν είναι παρά
«ηθικολογία» και «συναισθηματισμός».
Έχουμε ήδη αρκετά εξηγηθεί πάνω σε αυτά
και θα υπενθυμίσουμε μόνο ότι πρόκειται
εδώ, για μας, για απόψεις εξίσου «βέβηλες»
με αυτές του θεωρητικού ή του πρακτικού
υλισμού, και που απομακρύνονται πολύ
λιγότερο στην πραγματικότητα από αυτές
απ’ όσο φαίνεται επιφανειακά. Από την
άλλη μεριά, αν υπάρχουν ακόμη υπολείμματα
της αληθινής πνευματικότητας είναι
ερήμην του σύγχρονου πνεύματος που
έχουν ως τώρα επιβιώσει. Αυτά τα
υπολείμματα πνευματικότητας, για όλα
όσα είναι καθαρά δυτικά, μόνο μέσα στη
θρησκευτική τάξη είναι δυνατό να τα
βρούμε. Αλλά έχουμε ήδη πει πόσο η
θρησκεία έχει σήμερα σμικρυνθεί και
πόσο οι ίδιοι της οι πιστοί έχουν γι’
αυτήν μια αντίληψη στενή και ταπεινή,
και σε ποιο σημείο της έχουν περιορίσει
τη διανοητικότητα, που δεν αποτελεί
παρά ένα σώμα με την αληθινή πνευματικότητα.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, αν ορισμένες
δυνατότητες διατηρούνται ακόμη,
βρίσκονται κατά κανόνα σε λανθάνουσα
κατάσταση και επί του παρόντος η
αποτελεσματικότητά τους περιορίζεται
σε πολύ λίγα πράγματα. Αυτό δεν μειώνει
τον θαυμασμό μας για τη ζωτικότητα μιας
θρησκευτικής παράδοσης που, ακόμη και
έτσι συρρικνωμένη σε ένα είδος λανθάνουσας
δύναμης, αντιστέκεται παρ’ όλες τις
προσπάθειες που έχουν καταβληθεί, εδώ
και πολλούς αιώνες, για να την καταπνίξουν
και να την αφανίσουν. Και αν ξέραμε να
συλλογιστούμε, θα βλέπαμε ότι υπάρχει
μέσα σε αυτή την αντίσταση κάτι που
συνεπάγεται μια «μη ανθρώπινη» δύναμη.
Αλλά ακόμη μια φορά, αυτή η παράδοση δεν
ανήκει στον σύγχρονο κόσμο, δεν είναι
ένα από τα συστατικά του, είναι μάλιστα
το αντίθετο των τάσεών του και των
επιδιώξεών του. Αυτό πρέπει να το πούμε
με ειλικρίνεια, και να μην αναζητούμε
μάταιες συμφιλιώσεις: ανάμεσα στο
θρησκευτικό πνεύμα, με την αληθινή
έννοια της λέξης, και στο σύγχρονο
πνεύμα, μόνο ανταγωνισμός μπορεί να
υπάρχει. Κάθε συμβιβασμός δεν μπορεί
παρά να αποδυναμώσει το πρώτο και να
ενισχύσει το δεύτερο, του οποίου η
εχθρότητα δεν θα έχει γι’ αυτό αφοπλιστεί,
γιατί δεν μπορεί να επιθυμεί παρά την
πλήρη καταστροφή κάθε πράγματος που,
μέσα στην ανθρωπότητα, αντανακλά μια
πραγματικότητα ανώτερη από την
ανθρωπότητα.
Λένε ότι η σύγχρονη Δύση είναι χριστιανική,
αλλά πρόκειται για σφάλμα: το σύγχρονο
πνεύμα είναι αντιχριστιανικό γιατί
είναι ουσιαστικά αντιθρησκευτικό. Και
είναι αντιθρησκευτικό γιατί είναι
γενικότερα αντιπαραδοσιακό. Αυτό ακριβώς
συνιστά τον χαρακτήρα της, αυτό την
κάνει να είναι αυτό που είναι. Βέβαια,
κάτι από τον Χριστιανισμό έχει εισέλθει
μέσα στον αντιχριστιανικό πολιτισμό
της εποχής μας, του οποίου οι πιο
«προωθημένοι» εκπρόσωποι, όπως λένε
στο ιδίωμά τους, έχουν αναγκαστικά
υποστεί και θα υποστούν ακόμη, αθέλητα
κι ίσως ασύνειδα, κάποια χριστιανική
επίδραση, τουλάχιστον έμμεσα. Αυτό
συμβαίνει γιατί μια ρήξη με το παρελθόν,
όσο κι αν είναι ριζική, δεν μπορεί ποτέ
να είναι απόλυτα πλήρης και να καταλύει
κάθε συνέχεια. Θα προχωρήσουμε πιο
μακρυά, και θα πούμε ότι όλα όσα μπορούν
να έχουν μια αξία μέσα στο σύγχρονο
κόσμο του ήρθαν από τον Χριστιανισμό ή
τουλάχιστο δια μέσου του Χριστιανισμού,
που έφερε μαζί του όλη την κληρονομιά
των προηγούμενων παραδόσεων, την οποία
διατήρησε ζωντανή όσο το επέτρεπε η
κατάσταση της Δύσης και της οποίας φέρει
πάντα μέσα του τις λανθάνουσες δυνατότητες.
Αλλά ποιος, άραγε, σήμερα, ακόμη και
ανάμεσα σε αυτούς που βεβαιώνουν τη
χριστιανική τους πίστη, έχει ακόμη την
πραγματική συνείδηση αυτών δυνατοτήτων;
Που βρίσκονται, ακόμη και μέσα στον
Καθολικισμό, οι άνθρωποι που γνωρίζουν
την βαθειά έννοια της διδασκαλίας που
διδάσκουν εξωτερικά, που δεν αρκούνται
στο να «πιστεύουν» με έναν λίγο-πολύ
επιφανειακό τρόπο, και περισσότερο με
το συναίσθημα παρά με τη διάνοια, αλλά
«γνωρίζουν» πραγματικά την αλήθεια της
θρησκευτικής παράδοσης που θεωρούν
δική τους; Θα θέλαμε να έχουμε την
απόδειξη ότι υπάρχουν τουλάχιστον
μερικοί, γιατί αυτό θα ήταν, για τη Δύση,
η μεγαλύτερη και ίσως η μόνη ελπίδα
σωτηρίας. Αλλά οφείλουμε να ομολογήσουμε
ότι, μέχρι τώρα, δεν έχουμε κανένα ακόμη
συναντήσει. Μήπως πρέπει να υποθέσουμε
ότι, όπως ορισμένοι σοφοί της Ανατολής,
βρίσκονται κρυμμένοι σε κάποιο καταφύγιο
σχεδόν απρόσιτο, ή μήπως πρέπει να
παραιτηθούμε οριστικά από αυτή την
τελευταία ελπίδα; Η Δύση υπήρξε χριστιανική
στο μεσαίωνα αλλά δεν είναι πια. Αν λέμε
ότι μπορεί ακόμη να ξαναγίνει κανείς
δεν εύχεται περισσότερο από μας να
συμβεί, και να συμβεί αυτό μια μέρα πιο
κοντινή από ό,τι μας κάνουν να φανταστούμε
τα όσα βλέπουμε γύρω μας. Αλλά ας μην
αυταπατώμαστε. Εκείνη την ημέρα ο
σύγχρονος κόσμος θα έχει πεθάνει.
________________________
1.Υπήρξαν, πριν από τον 18ο
αιώνα, «μηχανιστικές» θεωρίες από τον
ελληνικό ατομισμό ως την «καρτεσιανική
φυσική». Αλλά δεν πρέπει να συγχέμουμε
«μηχανισμό» και «υλισμό», σε πείσμα
ορισμένων συγγενειών που μπόρεσαν να
δημιουργήσουν ένα είδος defacto αλληλεγγύης
μεταξύ του ενός και του άλλου ύστερα
από την εμφάνιση του καθαυτό «υλισμού».