.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015

Η ΤΕΛΕΤΗ ΕΡΩΤΑΣ-ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΟΛΟΜΒΙΑΝΗ ΑΜΕΡΙΚΗ – JOSEPH CAMPBELL


Το γνωστότερο βορειοαμερικανικό παράδειγμα του μυθολογήματος του θεϊκού όντος που δολοφονήθηκε και φυτεύθηκε για να γίνει τροφή του ανθρώπου είναι των Οτζίμπγουεϊ της περιοχής των Μεγάλων Λιμνών. Η μυθολογία τους, όπως καταγράφεται στα 1820 από τον αντιπρόσωπο της νεαρής κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών Χένρι Ρόουι Σκούλκραφτ (1793-1864), έγινε πηγή και έμπνευση του έργου το τραγούδι του Χιαγουάθα του Λονγκφέλοου (Longfellow). Η σύζυγος του Σκούλκραφτ ήταν μια εκχριστιανισμένη Ινδιάνα. Ορισμένοι από τους συγγενείς της δεν είχαν επηρεαστεί καθόλου από τον πολιτισμό των λευκών. Άρα η γλώσσα στην οποία του μεταδόθηκαν οι μύθοι δεν ήταν ούτε παραφθαρμένα αγγλικά ούτε παραφθαρμένα ινδιάνικα, αλλά μια γλαφυρή και φυσική ντόπια αφήγηση. Πρέπει λοιπόν να συγχωρήσουμε το ύφος του, εάν δεν προσεγγίζει το αντίστοιχο των σύγχρονων συλλεκτών των ινδιάνικων λαϊκών παραδόσεων. Οι τελευταίοι στις συγκριτικά σύντομες επαφές τους με τους «πληροφοριοδότες» τους συντέλεσαν στην ανάπτυξη μεταξύ τους ενός περίεργα κοφτού, φαινομενικά πρωτόγονου, καθαρά ανθρωπολογικού αφηγηματικού ύφους, που ουσιαστικά δεν είναι ούτε των Ευρωπαίων ούτε των Ινδιάνων και καταφέρνει να υποβαθμίζει τη λεπτότητα και ευαισθησία της ιθαγενούς σκέψης. Μπορούμε να πούμε ότι ο Σκούλκραφτ ενέδωσε στη λογοτεχνική διάνθιση. Τουλάχιστον όμως δεν κινδυνεύει κανείς να θεωρήσει ότι η αφήγησή του αποτελεί επακριβή απόδοση.
Εδώ είναι η δική του απόδοση του «Θρύλου του Μονταγούμιν ή η Προέλευση του Ινδιάνικου Καλαμποκιού», που αποτέλεσε την πηγή για το κεφάλαιο V, «Η Νηστεία του Χιαγουάθα» στον Λογκφέλοου.

Σε περασμένες εποχές, σε ένα όμορφο μέρος της χώρας ζούσε ένα φτωχός Ινδιάνος με τη γυναίκα και τα παιδιά του. Δεν ήταν μόνο φτωχός αλλά και ανίκανος να θρέψει την οικογένειά του. Τα παιδιά του ήταν όλα πολύ μικρά για να τον βοηθήσουν. Αν και φτωχός ήταν ευγενικός και καθόλου μεμψίμοιρος. Ήταν πάντοτε ευγνώμων προς το Μεγάλο Πνεύμα για οτιδήποτε λάβαινε. Τον ίδιο χαρακτήρα είχε και ο μεγάλος γιος του, που είχε φτάσει πλέον στην κατάλληλη ηλικία για να επιχειρήσει την τελετουργία Κε-ιγκ-νις-ιμ-ο-ουίν, ή νηστεία, η οποία θα τους αποκάλυπτε το πνεύμα που θα τον προστάτευε και θα τον καθοδηγούσε.
Από μωρό ο Γουνζχ, διότι έτσι ονομαζόταν, υπήρξε υπάκουο αγόρι και σοβαρός, ευγενικός και πράος, ώστε τον αγαπούσε ολόκληρη η οικογένεια. Μόλις εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια της άνοιξης, του έχτισαν το συνηθισμένο μικρό κατάλυμα σε ένα απομονωμένο χώρο, σε κάποια απόσταση από το δικό τους, όπου δε θα τον ενοχλούσαν στη διάρκεια αυτής της σεπτής τελετής. Στο μεταξύ εκείνος προετοιμαζόταν και αμέσως εγκαταστάθηκε στο κατάλυμα για να αρχίσει τη νηστεία του.
Τις πρώτες μέρες διασκέδαζε τα πρωινά περπατώντας στα δάση και τα βουνά, εξετάζοντας τα πρώιμα φυτά και λουλούδια και με αυτόν τον τρόπο προετοιμαζόταν για έναν ευχάριστο ύπνο, γεμίζοντας ταυτόχρονα με ευχάριστες ιδέες για τα όνειρά του. Καθώς περιπλανιόταν στα δάση, ένιωσε την ισχυρή επιθυμία να μάθει πως μεγαλώνουν τα φυτά, τα βότανα και οι καρποί χωρίς καμιά βοήθεια από τον άνθρωπο και γιατί μερικά είδη ήταν βρώσιμα, ενώ οι χυμοί άλλων ήταν θεραπευτικοί ή δηλητηριώδεις. Αυτές οι σκέψεις ξαναήρθαν στο μυαλό του όταν είχε εξασθενήσει αρκετά για να περιφέρεται και περιορίστηκε αυστηρά στο κατάλυμά του. Επιθυμούσε να ονειρευτεί κάτι που θα απέβαινε σε όφελος του πατέρα και της οικογένειάς του και όλων των άλλων. «Αληθινά!» σκέφθηκε, «το Μεγάλο Πνεύμα δημιούργησε όλα τα πράγματα και σε αυτόν οφείλουμε τη ζωή μας. Δε θα μπορούσε όμως να μας παρέχει τροφή με τρόπο ευκολότερο από το κυνήγι και το ψάρεμα; Αυτό πρέπει να το ανακαλύψω στα οράματά μου».
Την τρίτη μέρα ένιωσε αδύναμος και εξασθενημένος και έμεινε στο κρεβάτι του. Καθώς ήταν ξαπλωμένος, φαντάστηκε πως είδε έναν όμορφο νεαρό να κατεβαίνει από τον ουρανό και να βαδίζει προς το μέρος του. Ήταν ντυμένος πλούσια και με χαρούμενα χρώματα, φορώντας πολλά ρούχα με πράσινα και κίτρινα χρώματα, που κυμαίνονταν όμως από τις βαθύτερες ως τις ανοιχτότερες αποχρώσεις τους. Στο κεφάλι του φορούσε λοφίο από φτερά που ανέμιζαν και όλες οι κινήσεις του ήταν γεμάτες χάρη.
«Με έστειλε σε σένα φίλε μου», είπε ο ουράνιος επισκέπτης, «το Μεγάλο εκείνο Πνεύμα που δημιούργησε τα πάντα στον ουρανό και τη γη. Είδε και γνωρίζει τα κίνητρά σου στη νηστεία. Βλέπει ότι πηγάζουν από μια ευγενική και αγαθοεργή επιθυμία να κάνεις καλό στο λαό σου και να τον ωφελήσεις και ότι δεν επιζητάς δύναμη στον πόλεμο ή τις τιμές των πολεμιστών. Με έστειλε για να σε καθοδηγήσω και να σου δείξω πως μπορείς να κάνεις καλό στους οικείους σου».
Έπειτα είπε στο νέο να σηκωθεί και να προετοιμαστεί να παλέψει μαζί του, διότι μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να ελπίζει ότι θα επαληθευτούν οι επιθυμίες του. Ο Γουνζχ γνώριζε ότι ήταν πολύ αδύναμος λόγω της νηστείας, αλλά ένιωσε να ξαναβρίσκει το κουράγιο του και σηκώθηκε αμέσως αποφασισμένος να πεθάνει, παρά να αποτύχει. Άρχισε τη δοκιμασία και όταν μετά από μια παρατεταμένη προσπάθεια είχε σχεδόν εξαντληθεί, ο όμορφος ξένος είπε: «Φίλε μου αρκεί για τώρα. Θα ξαναέλθω να σε δοκιμάσω». Χαμογελώντας του ανέβηκε στον ουρανό προς την ίδια κατεύθυνση από την οποία ήλθε.
Την επομένη ο ουράνιος επισκέπτης ξαναπαρουσιάστηκε την ίδια ώρα και τον κάλεσε να επαναλάβει τη δοκιμασία. Ο Γουνζχ ένιωσε πως η δύναμή του ήταν ακόμη λιγότερη από ό,τι την προηγούμενη μέρα, αλλά το κουράγιο του φαινόταν να αυξάνεται, καθώς το σώμα του εξασθενούσε. Παρατηρώντας αυτό ο ξένος του μίλησε ακριβώς όπως την προηγούμενη μέρα, προσθέτοντας: «Αύριο θα είναι η τελευταία σου δοκιμασία. Να είσαι δυνατός φίλε μου, διότι μόνον έτσι μπορείς να με νικήσεις και να αποκτήσεις το δώρο που ζητάς».
Την ίδια ώρα την τρίτη μέρα παρουσιάστηκε ξανά να επαναλάβει τον αγώνα. Ο φτωχός νέος ήταν πολύ αδύναμος στο σώμα, αλλά με κάθε δοκιμασία ο νους του δυνάμωνε και ήταν αποφασισμένος είτε να νικήσει, είτε να χαθεί προσπαθώντας. Χρησιμοποίησε τις ύστατες δυνάμεις του και αφού η μάχη διήρκεσε όσο και οι προηγούμενες, ο ξένος σταμάτησε τις προσπάθειες του και ανακοίνωσε ότι νικήθηκε. Για πρώτη φορά εισήλθε στο κατάλυμα και αφού κάθισε δίπλα στο νέο άρχισε να του δίνει οδηγίες, λέγοντάς του με ποιον τρόπο θα έπρεπε να ενεργήσει προκειμένου να επωφεληθεί της νίκης.
«Κέρδισες αυτό που επιθυμούσες από το Μεγάλο Πνεύμα», είπε ο ξένος. «Αγωνίστηκες αντρειωμένα. Αύριο είναι η έβδομη μέρα της νηστείας σου. Ο πατέρας σου θα σου δώσει τροφή για να δυναμώσεις και επειδή είναι η τελευταία μέρα της δοκιμασίας να νικήσεις. Αυτό το γνωρίζω και τώρα θα σου πω τι πρέπει να κάνεις για να ευεργετήσεις την οικογένεια και τη φυλή σου. Αύριο», επανέλαβε, «θα σε συναντήσω για τελευταία φορά. Και μόλις με νικήσεις, βγάλε μου τα ρούχα μου, ρίξε με κάτω, καθάρισε τη γη από ρίζες και ζιζάνια, μαλάκωσέ την και θάψε με. Μόλις το κάνεις, άφησε το σώμα μου στη γη και μη με ενοχλήσεις, πότε-πότε όμως κάνε μια επίσκεψη στο μέρος για να δεις εάν ζωντάνεψα και πρόσεξε στον τάφο μου να μην αφήσεις ποτέ να φυτρώσουν χορτάρια ή ζιζάνια. Μια φορά το μήνα σκέπαζέ με με καινούργιο χώμα. Εάν ακολουθήσεις τις οδηγίες μου, θα εκπληρώσεις το σκοπό σου να κάνεις καλό στους συνανθρώπους σου, διδάσκοντάς τους τη γνώση που σου διδάσκω τώρα». Έπειτα του έσφιξε το χέρι και εξαφανίστηκε.
Το πρωί ο πατέρας του νέου ήλθε με κάποια ελαφρά εδέσματα λέγοντας: «Νήστεψες αρκετά γιε μου. Εάν με ευνοήσει το Μεγάλο Πνεύμα, θα το κάνει τώρα. Πέρασαν επτά μέρες από όταν έφαγες φαγητό και δεν πρέπει να θυσιάσεις τη ζωή σου. Ο Κύριος της Ζωής δεν απαιτεί κάτι τέτοιο».
«Πατέρα μου», αποκρίθηκε ο νέος, «περίμενε ώσπου να δύσει ο ήλιος. Έχω συγκεκριμένο λόγο να παρατείνω τη νηστεία μου ως εκείνη την ώρα».
«Πολύ καλά», είπε ο γέροντας, «θα περιμένω μέχρι να φτάσει η ώρα και νιώσεις ότι θέλεις να φας».
Τη συνηθισμένη ώρα της μέρας ο ουράνιος επισκέπτης επέστρεψε και η δοκιμασία της δύναμης ανανεώθηκε. Αν και ο νέος δεν είχε επωφεληθεί από την πατρική προσφορά της τροφής, ένιωθε ότι του είχε δοθεί καινούργια δύναμη και πως η έντονη προσπάθεια είχε ανανεώσει τη δύναμή του και ενισχύσει το κουράγιο του. Άδραξε τον αγγελικό ανταγωνιστή του με υπερφυσική δύναμη, τον έριξε κάτω, του πήρε τα όμορφα ρούχα και το λοφίο του και βλέποντάς τον νεκρό, τον έθαψε αμέσως επιτόπου παίρνοντας όλα τις προφυλάξεις που του είχε πει και ταυτόχρονα πιστεύοντας ακράδαντα ότι ο φίλος του θα ξαναρχόταν στη ζωή.
Κατόπιν επέστρεψε στο κατάλυμα του πατέρα του και έφαγε συγκρατημένα από το γεύμα που του είχαν ετοιμάσει. Ούτε για μια στιγμή όμως δεν ξέχασε τον τάφο του φίλου του. Ολόκληρη την άνοιξη τον επισκεπτόταν προσεχτικά, τον ξεχορτάριαζε και κράταγε το χώμα μαλακό και φρέσκο. Πολύ γρήγορα είδε να ανέρχονται από το έδαφος οι κορυφές πράσινων ανθών. Όσο προσεχτικότερα τηρούσε τις οδηγίες να διατηρεί το χώμα σε καλή κατάσταση, τόσο γρηγορότερα μεγάλωναν. Φρόντιζε, πάντως, να κρατά κρυφό το κατόρθωμα από τον πατέρα του.
Έτσι πέρασαν μέρες και εβδομάδες. Το καλοκαίρι τελείωνε πλέον, όταν μια μέρα ο Γουνζχ, μετά από μεγάλη απουσία στο κυνήγι, κάλεσε τον πατέρα του να τον ακολουθήσει στον ήσυχο και μοναχικό τόπο της πρώτης νηστείας του. Το κατάλυμα είχε απομακρυνθεί και στον κύκλο όπου βρισκόταν δε φύτρωναν ζιζάνια αλλά στη θέση τους υπήρχε ένα ψηλό και χαριτωμένο φυτό με λαμπρόχρωμες μεταξένιες ίνες στεφανωμένο με τούφες που έγερναν, μεγαλόπρεπα φύλλα και χρυσά τσαμπιά από κάθε πλευρά.
«Είναι ο φίλος μου», φώναξε ο νέος. «Ο φίλος ολόκληρης της ανθρωπότητας. Είναι ο Μονταγουμίν («καλαμπόκι»). Δεν χρειάζεται πλέον να βασιζόμαστε μόνο στο κυνήγι. Διότι, όσο φροντίζουμε και περιποιούμαστε αυτό το δώρο, το ίδιο το χώμα θα μας δίνει τροφή». Έπειτα έκοψε ένα καλαμπόκι. «Δες πατέρα μου», είπε, «γι΄ αυτό νήστεψα. Το Μεγάλο Πνεύμα άκουσε τη φωνή μου, μας έστειλε κάτι καινούργιο και στο εξής ο λαός μας δε θα εξαρτάται μόνο από το κυνήγι ή από το ψάρεμα».
Έπειτα μεταβίβασε στον πατέρα του τις οδηγίες που του είχε δώσει ο ξένος. Του είπε πως οι πλατιοί φλοιοί πρέπει να αφαιρούνται, όπως έβγαλε αυτός τα ρούχα στη μάχη του. Αφού το έκαναν, του έδειξε πως κρατούν το καλαμπόκι μπρος στη φωτιά μέχρις ότου η εξωτερική επιδερμίδα γίνει καφέ, ενώ ο καρπός διατηρεί όλο το γάλα. Μετά ολόκληρη η οικογένεια ενώθηκε σε μια γιορτή για τα φρεσκομεστωμένα καλαμπόκια εκφράζοντας ευγνωμοσύνη στο Ελεήμον Πνεύμα που τους τα έδωσε. Έτσι ήλθε το καλαμπόκι στον κόσμο και διατηρείται από τότε.

Ένα έξοχο νοτιοαμερικανικό δείγμα του ίδιου μυθολογήματος κατέγραψε ο Τέοντορ Κοχ-Γκρινμπεργκ (Theodor Koch-Gruenberg) κατά την αποστολή του στις ζούγκλες της άνω λεκάνης του Αμαζονίου το 1903-1905. Αν και οι άνθρωποι αυτής της αδιαπέραστης πράσινης κόλασης παρουσιάζονται πρωτόγονοι και μολονότι είναι πράγματι άγριοι, καλιεργούν ως τροφή ορισμένα φυτά, το σημαντικότερο των οποίων είναι η μανιόκα (κασάβα). Το φυτό αυτό περιέχει ένα θανάσιμο δηλητήριο (υδροκυανικό οξύ) που πρέπει να το εξουδετερώσουν μαγειρεύοντάς το, προκειμένου να καταναλώσουν τη θρεπτική ουσία της ρίζας. Οι γυναίκες – η συνηθισμένη ενδυμασία των οποίων είναι το ίδιο τους το δέρμα έχοντας αφαιρέσει κάθε είδους σωματική τριχοφυία – καλλιεργούν τη μανιόκα τους σε κήπους που διαμόρφωσσαν στη ζούγκλα οι άνδρες. Οι άνδρες – που συνήθως δε φοράνε παρά ένα μικρό κομμάτι υφάσματος ή ταινία για κάλυψη του εφηβαίου ή διακόσμηση – κυνηγούν, ψαρεύουν ή προσπαθούν να παγιδέψουν τις ομορφότερες γυναίκες των γειτονικών φυλών. Η μανιόκα, εκτός του ότι παρέχει τη βασική τροφή αυτών των ανθρώπων και το δηλητήριο για τα βέλη των φυσοκαλάμων, προσφέρει και ένα ελαφρύ αλλά κατάλληλο οινοπνευματώδες, που συνεισφέρει σημαντικά στο πνεύμα των χορευτικών εορτασμών τους. Είναι λοιπόν ένα φυτό που συνδυάζει σε αξιόλογο βαθμό όλα τα μυστήρια των Ντέμα. Συντηρεί τη ζωή, προκαλεί το θάνατο και διεγείρει το πνεύμα, και όλα αυτά ταυτόχρονα.
Πάντως η τέχνη της καλλιέργειας, προετοιμασίας και απόλαυσης αυτού του θαυμαστού φυτού (από το οποίο παρεπιμπτόντως εμείς εξάγουμε την ταπιόκα) δεν είναι παρά ένα από τα παράξενα της κληρονομιάς αυτών των κατοίκων της ζούγκλας (οι οποίοι σίγουρα δεν μπορεί να είναι τόσο απλοί όσο φαίνονται!). Διότι στις γιορτές τους χρησιμοποιούν μια μεγάλη ποικιλία μουσικών οργάνων που ΄σιγουρα δεν είναι πρωτόγονα: τρομπέτες από φλοιό και ξύλο, μεγάλα και μικρά κλαρινέτα, μικρές σάλπιγγες, φλάουτα και φλογέρες, οκαρίνες, αυλούς του Πανός, και ένα είδος «βουητού» που επιτυγχάνεται φυσώντας έναν αυλό μέσα σε μια κανάτα. Εκτός από τα πασίγνωστα τύμπανα από σχισμένους κορμούς της «ισημερινής» ζώνης του Φρομπένιους, διαθέτουν και ένα είδος κούφιου ξύλινου κυλίνδρου με μήκος ένα μέτρο, που χτυπάνε την κάτω άκρη του στο έδαφος σαν γουδοχέρι. Στο θρύλο του θαυμαστού ηλιακού παιδιού Μιλομάκι, τον οποίο κατέγραψε ο Καθηγητής Κοχ-Γρίνμπεργκ στους ανθρωποφάγους Γιαχούνα, που καταλαμβάνουν μια περιοχή στην αριστερή όχθη χαμηλά στον ποταμό Απαπόρι που πρακτικά βρίσκεται στον ισημερινό (γεωγραφικό πλάτος 2 μοίρες νότια) και περίπου στη μεθόριο της Κολομβίας και της Βραζιλίας (γεωγραφικό μήκος 70 μοίρες δυτικά), μαθαίνουμε όχι μόνο για την προέλευση των βρώσιμων φυτών και τη γιορτή των πρώτων καρπών αυτού του λαού, αλλά και για την παράξενη μουσική των φλάουτων και των καλαμιών υπό τους ρυθμούς των οποίων τελούνται αυτές οι γιορτές:

Από το μεγάλο Σπίτι του Νερού, τη Χώρα του Ήλιου, εδώ και πολλά χρόνια ήλθε ένα μικρό αγόρι που τραγουδούσε τόσο όμορφα, ώστε πολλοί άνθρωποι μαζεύονταν από κοντινούς και μακρινούς τόπους για να το δουν και να το ακούσουν. Το όνομα αυτού του αγοριού ήταν Μιλομάκι. Όταν όμως εκείνοι που τον άκουσαν επέστρεψαν σπίτια τους και έφαγαν ψάρια, πέθαναν όλοι. Γι’ αυτό οι συγγενείς τους έπιασαν το Μιλομάκι που στο μεταξύ είχε γίνει νεαρός άνδρας και επειδή ήταν τόσο επικίνδυνος, αφού είχε σκοτώσει τα αδέλφια τους, τον έκαψαν σε μια μεγάλη πυρά. Ο νέος ωστόσο συνέχισε να τραγουδάει θαυμάσια μέχρι το τέλος και ακόμη και όταν οι φλόγες έγλειφαν το κορμί του τραγουδούσε: «Τώρα πεθαίνω, τώρα πεθαίνω, τώρα πεθαίνω Γιε μου, τώρα φεύγω από αυτό τον κόσμο!». Ακόμη και όταν το σώμα του διογκώθηκε από τη θερμότητα, εξακολουθούσε να τραγουδά υπέροχα: «Τώρα το σώμα μου συνθλίβεται, τώρα είμαι νεκρός!». Το σώμα του έγινε κομμάτια. Πέθανε και τον καταβρόχθισαν οι φλόγες, αλλά η ψυχή του ανέβηκε στον ουρανό, ενώ από τις στάχτες του την ίδια εκείνη μέρα μεγάλωσε ένα μακρύ πράσινο φύλλο,που γινόταν διαρκώς μεγαλύτερο και απλωνόταν μέχρι που την επόμενη μέρα ήταν ήδη ένα ψηλό δένδρο – ο πρώτος φοίνικας παξιούμπα στον κόσμο…
Από το ξύλο αυτού του φοίνικα οι άνθρωποι έφτιαξαν τεράστια φλάουτα που έβγαζαν τους ίδιους έξοχους ήχους που τραγουδούσε μέχρι την τελευταία του στιγμή ο ίδιος ο Μιλομάκι. Επίσης, μέχρι σήμερα οι άνθρωποι παίζουν τέτοια φλάουτα όταν οι καρποί είναι ώριμοι. Καθώς παίζουν, χορεύουν σε ανάμνηση του Μιλομάκι, που είναι ο δημιουργός και ο χορηγός όλων των καρπών. Αυτά τα φλάουτα όμως δεν πρέπει να τα δουν ούτε οι γυναίκες ούτε τα παιδιά. Διότι αν τα δουν, θα πεθάνουν.

Τελικώς – όπως γνωρίζουμε τώρα – την τέχνη της καλλιέργειας του καλαμποκιού την παρέλαβαν οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής είτε από το Μεξικό είτε από το Περού, τα μεγάλα κέντρα ανώτερου πολιτισμού στο Νέο Κόσμο. Θα κλείσουμε, λοιπόν, τη σύντομη συλλογή των παραλλαγών του μυθολογήματος μας με ένα παράδειγμα από τους Αζτέκους. Στο Χρυσό Κλώνο ο Σερ Τζέιμς Τζ. Φρέιζερ παραθέτει ένα παράδειγμα από τη γλαφυρή αφήγηση του Αδελφού Μπερναντίνο ντε Σαχαγκούν (Fray Bernandino de Sahagun):

Σε μια μεγάλη γιορτή το Σεπτέμβρη, της οποίας προηγείτο αυστηρή νηστεία επτά ημερών, καθαγίαζαν μια νεαρή σκλάβα δώδεκα ή δεκατριών ετών, την ομορφότερη που μπορούσαν να βρουν για να συμβολίζει τη Θεά του Καλαμποκιού Τσικομεκοχουάτλ. Τη στόλιζαν με τα στολίδια της θεάς, βάζοντας ένα στέμμα στο κεφάλι και σπόρους καλαμποκιού γύρω από το λαιμό και στις παλάμες της, ενώ στερέωναν ένα πράσινο φτερό όρθιο στο στέμμα του κεφαλιού της που συμβόλιζε το στάχυ του καλαμποκιού. Μας λένε πως αυτό το έκαναν προκειμένου να δηλώσουν ότι το καλαμπόκι κατά την περίοδο της γιορτής ήταν σχεδόν ώριμο. Επειδή όμως ήταν ακόμη τρυφερό, διάλεγαν για το ρόλο της Θεάς του Καλαμποκιού μια κοπέλα σε τρυφερή ηλικία. Σε όλη τη διάρκεια της μέρας περιέφεραν το φτωχό παιδί με όλα αυτά τα στολίδια και το πράσινο φτερό να γέρνει στο κεφάλι της από πόρτα σε πόρτα, χορεύοντας χαρωπά για να διασκεδάσουν τους ανθρώπους μετά από την ανιαρότητα και τις στερήσεις της νηστείας.
Το δειλινό μαζευόταν όλος ο λαός στο ναό, που οι αυλές του φωτίζονταν από μια πληθώρα φανών και κεριών. Εκεί περνούσαν άυπνοι τη νύχτα, και τα μεσάνυχτα, ενώ οι τρομπέτες, τα φλάουτα και τα κέρα έπαιζαν τελετουργική μουσική, εμφανιζόταν ένα φορητό κλουβί ή σκεπαστό φορείο, στολισμένο με γιρλάντες από σπόρους καλαμποκιού και πιπεριές και γεμάτο κάθε είδους σπόρους. Οι μεταφορείς το τοποθετούσαν μπροστά στην είσοδο του θαλάμου στον οποίο βρισκόταν το ξόανο της θεάς. Τώρα ο θάλαμος ήταν σκαλισμένος και στεφανωμένος, εξωτερικά και εσωτερικά, με στεφάνια από σπόρους καλαμποκιού, πιπεριές, γλυκοκολοκύθες, ρόδα και κάθε είδους σπόρους, ένα χάρμα οφθαλμών. Ολόκληρο το πάτωμα ήταν πλούσια καλυμμένο με αυτές τις καταπράσινες προσφορές των ευσεβών. Όταν σταματούσε η μουσική, εμφανιζόταν μια επίσημη ακολουθία ιερέων και αξιωματούχων, με αναμμένα φώτα και καπνίζοντα θυμιατά, που οδηγούσαν στο μέσον τους την κοπέλα που παρίστανε τη θεά. Έπειτα την προέτρεπαν να μπει στο φορείο, όπου στεκόταν όρθια στη μέση των καρπών με τους οποίους ήταν στρωμένο, ενώ ακουμπούσε με τα χέρια της σε δύο κάγκελα για να μην πέσει. Κατόπιν οι ιερείς κουνούσαν τα καπνίζοντα θυμιατά ολόγυρά της. Η μουσική ξανάρχιζε και ενώ έπαιζε, ένας μεγάλος αξιωματούχος του ναού την πλησίαζε ξαφνικά με ένα ξυράφι στο χέρι του και έκοβε επιδέξια το πράσινο φτερό που είχε στο κεφάλι της, κόβοντας ταυτόχρονα από τη ρίζα και τη μπούκλα των μαλλιών στην οποία ήταν στερεωμένο. Έπειτα με μεγάλη επισημότητα και περίπλοκες τελετουργίες παρουσίαζε το φτερό και τα μαλλιά στο ξόανο της θεάς, κλαίγοντας και ευχαριστώντας τη για τα γεννήματα της γης και τους άφθονους καρπούς που πρόσφερε στους ανθρώπους αυτή τη χρονιά. Καθώς έκλαιγε και προσευχόταν μαζί του όλος ο λαός που παρευρισκόταν στις αυλές του ναού. Όταν τελείωνε αυτή η τελετουργία, το κορίτσι κατέβαινε από το φορείο και τη συνόδευαν στο μέρος όπου θα περνούσε το υπόλοιπο της νύχτας. Μέχρι όμως να φέξει η μέρα, όλος ο λαός ξαγρυπνούσε στις αυλές του ναού υπό το φως των δαυλών. Όταν έφτανε το πρωί και οι αυλές του ναού έσφυζαν ακόμη από το πλήθος, που το θεωρούσε ιεροσυλία να εγκαταλείψει το χώρο, οι ιερείς ξαναπαρουσίαζαν την κοπέλα ντυμένη με τα ενδύματα της θεάς, με το στέμμα στο κεφάλι της και τους σπόρους του καλαμποκιού γύρω από το λαιμό της. Ξανανέβαινε στο φορητό κλουβί ή σκεπαστό φορείο και παρέμενε όρθια στηριζόμενη με τα χέρια της στα κάγκελα. Μετά οι πρεσβύτεροι του ναού το σήκωναν στους ώμους τους και καθώς μερικοί κουνούσαν αναμμένα θυμιατά και άλλοι έπαιζαν όργανα ή τραγουδούσαν, το μετέφεραν σε πομπή μέσω της μεγάλης αυλής ως την αίθουσα του Θεού Χουιτζιλοπόχτλι και κατόπιν στο θάλαμο όπου βρισκόταν το ξόανο της Θεάς του Καλαμποκιού, την οποία παρίστανε το κορίτσι. Εκεί την προέτρεπαν να κατέβει από το φορείο και να σταθεί στους σωρούς του καλαμποκιού και των λαχανικών που είχαν απλωθεί με αφθονία στο πάτωμα του ιερού θαλάμου. Καθώς στεκόταν εκεί, όλοι οι πρεσβύτεροι και ευγενείς παρατάσσονταν σε σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο, φέρνοντας πιάτα γεμάτα ξεραμένο και πηγμένο αίμα που είχαν βγάλει από τα αυτιά τους ως ένδειξη μετάνοιας στη διάρκεια της επταήμερης νηστείας. Ο ένας μετά τον άλλο καθόταν ανακούκουρδα μπροστά της, στάση που αντιστοιχεί στη δική μας γονυκλισία. Και αφού έξυναν την κρούστα του αίματος από το πιάτο, την έριχναν μπροστά της ως μια προσφορά ανταπόδοσης για τα καλά που εκείνη, σαν ενσάρκωση της Θεάς του Καλαμποκιού, τους είχε παράσχει. Καθώς οι άνδρες πρόσφεραν τόσο ταπεινά το αίμα τους στον ανθρώπινο αντιπρόσωπο της Θεάς, με παρόμοιο τρόπο οι γυναίκες δημιουργούσαν μια μακριά σειρά και καθεμιά καθόταν μπροστά στο κορίτσι και έξυνε το πηγμένο αίμα της από το πιάτο. Η τελετουργία διαρκούσε πολλή ώρα, διότι μεγάλοι και μικροί, νέοι και γέροι, όλοι ανεξαιρέτως έπρεπε να περάσουν μπροστά από την ενσαρκωμένη θεότητα και να κάνουν την προσφορά τους. Όταν τέλειωνε, ο λαός επέστρεφε στα σπίτια του με χαρωπές καρδιές για να γιορτάσει με κρέας και κάθε είδους εδέσματα, όπως και οι καλοί χριστιανοί το Πάσχα απολαμβάνουν το κρέας και τα άλλα σαρκικά ελέη μετά τη μακροχρόνια νηστεία της Σαρακοστής. Και αφού έτρωγαν και έπιναν ώσπου να χορτάσουν και ξεκουράζονταν μετά τη νυχτερινή αγρύπνια, επέστρεφαν γρήγορα ανανεωμένοι στο ναό για να δουν το τέλος της γιορτής. Και το τέλος της γιορτής ήταν αυτό. Όταν συγκεντρωνόταν το πλήθος, οι ιερείς θυμιάτιζαν επίσημα το κορίτσι που παρίστανε τη Θεά. Έπειτα την έριχναν ανάσκελα στο σωρό του καλαμποκιού και των σπόρων, της έκοβαν το κεφάλι, μάζευαν το αίμα που χυνόταν σε μια λεκάνη και ράντιζαν με αυτό το ξόανο της θεάς, τους τοίχους του θαλάμου και τις προσφορές του καλαμποκιού, των πιπεριών, γλυκοκολοκύθων, σπόρων και λαχανικών που στοιβάζονταν στοπάτωμα. Μετά έγδερναν το αποκεφαλισμένο σώμα και ένας από τους ιερείς προσπαθούσε να ενδυθεί τη ματωμένη σάρκα. Μετά από αυτό τον έντυναν με όλους τους μανδύες που φορούσε η κοπέλα. Στο κεφάλι του φορούσαν το στέμμα, γύρω από το λαιμό του περιδέραιο από χρυσούς σπόρους καλαμποκιού από φτερά και χρυσό. Με αυτή την περιβολή τον παρουσίαζαν στο κοινό καθώς όλοι τους χόρευαν στους ήχους των τυμπάνων, ενώ αυτός ενεργούσε ως οδηγός, πηδώντας και χειρονομώντας επικεφαλής της πορείας όσο ζωηρότερα μπορούσε, καθώς τον δυσκόλευε το σφιχτό και νωπό δέρμα της κοπέλας και τα ρούχα της που θα πρέπει να ήταν πολύ μικρά για ενήλικα άνδρα.

Μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι παράξενο που οι Ισπανοί πατέρες πίστεψαν πως στις λειτουργίες του Νέου Κόσμου αναγνώρισαν μια διαβολική παρωδία του δικού τους υψηλού μύθου και της άγιας λειτουργίας της θυσίας και ανάστασης!
Μια πανάρχαια εκδοχή του μυθολογικού συμβάντος που παρείχε το πρότυπο για αυτή την τελετουργία αναφέρει πως καθώς η θεά Τλαλτεούτλι - μια μεγάλη και θαυμαστή κόρη, με μάτια και σαγόνια σε κάθε κλείδωση, που μπορούσαν να δουν και να δαγκώσουν σαν ζώα – περπατούσε μόνη πάνω στα αρχέγονα ύδατα, έγινε αντιληπτή από τους δύο αρχέγονους θεούς Κετσαλκοάτλ (το Πλουμιστό Ερπετό) και Τεζκατλιπόκα (ο Καπνίζων Καθρέφτης). Αποφασίζοντας ότι θα δημιουργήσουν τον κόσμο από αυτή, μεταμορφώθηκαν σε ισχυρά ερπετά και την πλησίασαν από κάθε πλευρά. Το ένα την άρπαξε από το δεξί πόδι και τη διαμέλισαν. Από τα κομμάτια της δε δημιούργησαν μόνο τη γη και τους ουρανούς, αλλά και τους θεούς. Και μετά, για να παρηγορήσουν τη θεά για ό,τι της είχε συμβεί, όλοι οι θεοί κατέβηκαν και, υποκλινόμενοι, διέταξαν να προέλθουν από αυτήν όλοι οι καρποί που χρειάζονται οι άνθρωποι για να ζήσουν. Έτσι, από τα μαλλιά της δημιούργησαν δέντρα, λουλούδια και χόρτα. Από τα μάτια πηγές, ποτάμια και μικρές σπηλιές. Από τη μύτη της κοιλάδες και από τους ώμους της βουνά. Όμως η θεά έκλαιγε όλη νύχτα, γιατί λαχταρούσε να καταβροχθίσει ανθρώπινες καρδιές. Και δε θα ησύχαζε αν δεν της έφερναν. Ούτε θα καρποφορούσε αν δεν την πότιζνα με ανθρώπινο αίμα.

JOSEPH CAMPBELL
ΠΡΩΤΟΓΟΝΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΜΟΣ Α’
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΙΑΦΑΡΙΚΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ 1995



Δεν υπάρχουν σχόλια: