.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

The Colour out of Space (1927) - H. P. Lovecraft


Στα δυτικά του Αρκαμ οι λόφοι αγριεύουν και βρίσκεις κοιλάδες πυκνά δασωμένες που δεν τις πείραξε ποτέ τσεκούρι. Και σκοτεινές, απότομες χαράδρες που τα δέντρα τις σκαρφαλώνουν με τους πιο φανταστικούς τρόπους κι όπου κελαρύζουν ρυάκια που δεν είδαν ποτέ το σπίθισμα του ήλιου. Στις ομαλές πλαγιές βλέπεις πολυκαιρισμένες φάρμες, δεμένες με το τοπίο, χαμηλά σπίτια σκεπασμένα με λειχήνες, που κάθονται στ' απάνεμα και στοχάζονται χωρίς τελειωμό τα παλιά μυστικά της Νέας Αγγλίας. Όλες είναι τώρα έρημες. Οι χοντρές καμινάδες καταρρέουν κι οι ξυλόδετοι τοίχοι φουσκώνουν επικίνδυνα κάτω από τις χαμηλές σαμαρωτές σκεπές.
Οι παλιοί έφυγαν και στους ξένους δεν αρέσει να ζουν εδώ. Οι Γαλλο-καναδοί και οι Ιταλοί προσπάθησαν μάταια, οι Πολωνοί ήρθαν κι έφυγαν. ΄Όχι γιατί είδαν ή άκουσαν ή έπιασαν τίποτα, αλλά για κάτι που ανήκει στο βασίλειο της φαντασίας. Ο τόπος τη διεγείρει νοσηρά και τις νύχτες τα όνειρα γίνονται ανήσυχα. Αυτό θα 'ναι που διώχνει τους ξένους, γιατί ο γέρο Αμι Πιρς ποτέ δεν είπε τίποτα για όσα θυμάται από 'κείνες τις παράξενες μέρες. Ο Αμι, που χρόνια τώρα τα έχει κάπως χαμένα, είναι ο μόνος που έμεινε και που μιλά καμιά φορά για τότε. Και το τολμά γιατί το σπίτι του είναι κοντά στην ανοιχτωσιά και στους δρόμους που ακολουθούν οι ταξιδιώτες γύρω στο Αρκαμ.
Παλιότερα ένας δρόμος καβαλούσε τους λόφους, γεφύρωνε τις κοιλάδες κι έβγαζε ίσια εκεί όπου είναι τώρα το «καμένο χέρσωμα», όμως ο κόσμος σταμάτησε να τον χρησιμοποιεί κι ανοίχτηκε καινούριος, που κάνει μεγάλη βόλτα προς το νοτιά. Ανάμεσα στ' αγριόχορτα που ξαναγύρισαν μπορείς να βρεις σημάδια του παλιού και θα υπάρχουν ακόμα και όταν τα βαθουλώματα σκεπαστούν από τα νερά της καινούριας δεξαμενής.
Τότε τα σκοτεινά δάση θα ξεκληριστούν και το καμένο χέρσωμα θα κοιμηθεί κάτω από τα γαλάζια νερά που θα καθρεφτίζουν τον ουρανό και θα ρυτιδώνουν στον ήλιο. Και τα μυστικά των παράξενων ημερών θα γίνουν ένα με τα μυστικά του βυθού. Ένα με τους χαμένους θρύλους των γέρικων ωκεανών και με το μυστήριο της πρώτης γης.
΄Όταν ανέβηκα εκεί για να επιστατήσω τη θέση των έργων, μου είπαν ότι στο μέρος φώλιαζε το κακό. Μου το είπαν στο Αρκαμ και επειδή η πόλη αυτή είναι πολύ παλιά και γεμάτη θρύλους για μάγισσες νόμισα πως το κακό θα είναι κάτι σαν αυτά που σιγοψιθυρίζουν οι γιαγιάδες στα παιδιά εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Το όνομα «καμένο χέρσωμα» μου φαινόταν κακόγουστο και θεατρικό και απορούσα πώς βρήκε θέση στο φολκλόρ ενός κόσμου πουριτανικού. Κατόπιν είδα με τα μάτια μου τις απότομες ράχες και τις σκοτεινές χαράδρες στα δυτικά και σταμάτησα ν' απορώ. Έμεινε και σε μένα μόνο η αίσθηση του παλιού μυστήριου. Ήταν πρωί αλλά εδώ είχε πάντα μισόφως. Τα δέντρα ήταν πολύ πυκνά, οι χοντροί κορμοί τους δεν ταίριαζαν στα ήσυχα δάση της Νέας Αγγλίας. Ανάμεσά τους ήταν παραπανίσια σιωπή κι ένιωθες το χώμα κάτω μαλακωμένο από την ταγκή λειχήνα και τα απολειφάδια άπειρων χρόνων σαπίλας.
Στις ανοιχτωσιές, κυρίως κατά μήκος του παλιού δρόμου, έβλεπες μικρές φάρμες στις πλαγιές. Κάποτε μ' όλα τα κτίσματα όρθια, κάποτε μ' ένα μόνο και μερικές φορές μια μοναχική καμινάδα ή μισομπαζωμένα κελάρια. Εδώ βασίλευαν τα ρείκια και τα αγριόχορτα και μες στη βλάστηση σούρνονταν φευγαλέα άγρια πλάσματα. ΄Όλα τα σκέπαζε μια ανησυχία κι ένα πλάκωμα. Μια αίσθηση εξωπραγματική και γκροτέσκα, λες κι από την προοπτική ή το κιαροσκούρο είχε χαθεί κάποιο ζωτικό στοιχείο. Δεν απόρησα που έφευγαν οι ξένοι, γιατί αυτός δεν ήταν τόπος να κοιμηθείς. Παραέμοιαζε με τοπίο του Σαλβατόρ Ρόζα, με απαγορευμένη ξυλογραφία σε ιστορία τρόμου.
Αλλά το χειρότερο ήταν το καμένο χέρσωμα. Το κατάλαβα μόλις πάτησα το πόδι μου εκεί, στο βάθος μιας απλόχωρης κοιλάδας. Σε τέτοιο πράγμα δεν μπορούσε να ταιριάξει άλλο όνομα -ή το αντίστροφο. Λες και ο ποιητής είχε τορνέψει τη φράση έχοντας αυτό ειδικά το μέρος μπροστά του. Πρέπει, σκέφτηκα καθώς το κοίταζα, να το 'φτιαξε έτσι η φωτιά. Αλλά γιατί να μην ξαναφυτρώσει τίποτα σ' αυτά τα πέντε εκτάρια γκρίζας ερημιάς που ανοίγονταν προς τον ουρανό σαν μια μεγάλη βούλα που κατάφαγαν δυνατά οξέα από το δάσος και τα χωράφια; Το μεγαλύτερο μέρος του ήτάν στα βόρεια του παλιού δρόμου, αλλά ένα μικρό κομμάτι περνούσε κι απέναντι. Καθώς το πλησίαζα ένιωσα παράξενους δισταγμούς και τελικά το διέσχισα μόνο και μόνο γιατί το απαιτούσε η δουλειά μου. Δεν υπήρχε ίχνος βλάστησης σ' όλο το πλάτωμα, μονάχα μια ψιλή σκόνη ή στάχτη που λες κι ο άνεμος δεν την παράσερνε. Τα δέντρα εκεί κοντά ήταν άρρωστα και
στην περιφέρεια σάπιζαν νεκροί κορμοί. Καθώς βάδιζα βιαστικά είδα στα δεξιά μου πέτρες και τούβλα από μια παλιά καμινάδα, ίχνη κελαριού και το μαύρο χασμουρητό ενός παρατημένου πηγαδιού όπου οι στάσιμοι ατμοί που το τύλιγαν έπαιζαν παράξενα παιχνίδια με τις αχτίδες του ήλιου. Ακόμα κι η απότομη, σκοτεινή, δασωμένη ανηφοριά πιο πέρα φαινόταν μπροστά του καλόδεχτη και πια δεν απορούσα με τα φοβισμένα μουρμουρητά των κατοίκων του Αρκαμ. Εδώ κοντά δεν έβλεπες άλλο σπίτι ή ερείπιο. Ακόμα και παλιά το μέρος θα 'ταν μοναχικό κι απόμακρο. Και το δειλινό, από φόβο μήπως ξαναπεράσω το δυσοίωνο σημείο, έκανα κύκλο και γύρισα στην πόλη από το δρόμο του νοτιά. Και σαν να ήθελα να μαζευτούν σύννεφα, γιατί είχε τρυπώσει στην ψυχή μου ένας βαθύς φόβος για το βαθύ σκοτάδι του άδειου ουρανού.
Το βράδυ ρώτησα μερικούς γέρους στο Αρκαμ για το «καμένο χέρσωμα» και τι σήμαινε η φράση «παράξενες μέρες» που σιγομουρμούριζαν στα κλεφτά τόσο πολλοί. Ωστόσο δεν έπαιρνα καθαρή απάντηση, παρά πως το μυστήριο ήταν πολύ πιο πρόσφατο απ' όσο νόμιζα. Δεν ήταν παλιός θρύλος αλλά κάτι που το 'ζησαν οι συνομιλητές μου. Είχε συμβεί κατά το '80 και κάποια οικογένεια είχε εξαφανιστεί ή ξεκληριστεί.
Δεν ήθελαν να μιλήσουν πιο συγκεκριμένα' και καθώς όλοι μου 'λεγαν να μη δώσω σημασία στις τρελές ιστορίες του γέρο Αμι Πιρς, το άλλο πρωί βγήκα σε αναζήτησή του' είχα ακούσει πως ζούσε μόνος στο αρχαίο γερμένο σπιτάκι, εκεί που τα δέντρα αρχίζουν να πυκνώνουν υπερβολικά. Το μέρος ήταν τρομερά παλιό, είχε αρχίσει να αναδίνει την αμυδρή εκείνη μιασμένη μυρωδιά που τυλίγει τα πολυχρονισμένα σπίτια. Χτυπούσα ώρα πολλή ώσπου να με καταλάβει ο γέρος, και όταν σύρθηκε δειλά ως την πόρτα είδα καθαρά ότι δεν του 'κανε χαρά να με δεχτεί. Δεν ήταν και τόσο εξασθενημένος' αλλά ταμάτια του έγερναν μ' ένα περίεργο τρόπο και τα ακατάστατα ρούχα του και τα άσπρα γένια του τον έδειχναν πολύ πεσμένο.
Μην ξέροντας πώς να τον καταφέρω να μου τα πει, προσποιήθηκα πως είχα έρθει για δουλειά' του είπα για την υδατοδεξαμενή κι άρχισα να του κάνω αόριστες ερωτήσεις για την περιοχή. Ήταν πολύ πιο έξυπνος και μορφωμένος απ' όσο με είχαν αφήσει να πιστεύω και πριν καλά-καλά το καταλάβω είχε μπει στο νόημα περισσότερο από κάθε άλλον με τον οποίο είχα μιλήσει στο Αρκαμ. Δεν ήταν σαν τους άλλους αγρότες της περιοχής. Ούτε και διαμαρτυρήθηκε για τα δάση και τη γη που θα σκεπάζαμε' αν και ίσως να το έκανε αν ήταν το σπίτι του στην καταδικασμένη περιοχή και δεν έμενε έξω από τα όρια της μελλοντικής λίμνης. Το μόνο που έδειξε ήταν ανακούφιση' ανακούφιση για το χαμό των σκοτεινών κοιλάδων όπου είχε περιπλανηθεί σ' όλη του τη ζωή. Καλύτερα κάτω από το νερό -καλύτερα, μετά από τις αλλόκοτες εκείνες μέρες. Και μ' αυτήν την αρχή η φωνή του χαμήλωσε, το κορμί του έγειρε μπροστά κι άρχισε να τεντώνει το δεξιό δείκτη του τρεμουλιαστά αλλά επιβλητικά.
Έτσι άκουσα την ιστορία, και καθώς η φωνή του πλανιόταν, βραχνή και ψιθυριστή, από επεισόδιο σε επεισόδιο, ρίγησα ξανά και ξανά κι ας ήταν καλοκαιριάτικη μέρα. Πολλές φορές χρειάστηκε να τον ξαναφέρω στον τορό της ιστορίας, να εξακριβώσω επιστημονικά σημεία που τα είχε παπαγαλίσει κομματιαστά από τις κουβέντες των καθηγητών ή να γεφυρώσω τα σημεία όπου χανόταν η συνοχή και η λογική της αφήγησης. ΄Όταν τέλειωσε, δεν απορούσα πια που το μυαλό του είχε κουνηθεί λιγάκι ή που ο κόσμος στο Αρκαμ δεν πολυμιλούσε για το καμένο χέρσωμα. Βιάστηκα να γυρίσω στο ξενοδοχείο πριν νυχτώσει, μη θέλοντας να με βρουν τα άστρα στο δρόμο' και την άλλη μέρα γύρισα στη Βοστόνη και παραιτήθηκα. Δεν μπορούσα να ξαναγυρίσω σ'αυτόν το θολό δαίδαλο των δασωμένων λόφων ή ν' αντικρίσω ξανά το καμένο χέρσωμα με το μαύρο πηγάδι που έχασκε πλάι στα ερείπια. Σε λίγο η δεξαμενή θα είναι έτοιμη κι όλα τα παλιά μυστικά θα ασφαλιστούν για πάντα κάτω από τα νερά. Αλλά και τότε δε θα 'θελα να πάω εκεί νύχτα -όχι όσο έφεγγαν τα τρομερά άστρα' και με τίποτα δε θα 'πινα πια το καινούριο νερό της πόλης του Αρκαμ.
Αρχισαν όλα, είπε ο γέρο Αμι, με το μετεωρίτη. Από την εποχή των μαγισσών ως τότε δεν είχε ακουστεί τίποτα, κι ακόμα και την παλιά εκείνη εποχή κανείς δε φοβόταν τα δυτικά δάση όσο το μικρό νησί στο ποτάμι Μισκατόνικ, όπου ο διάβολος είχε την αυλή του πλάι σ' ένα περίεργο πέτρινο βωμό παλιότερων κι από τους ίδιους τους Ινδιάνους. Τα δάση δεν ήταν στοιχειωμένα και η αχλύ τους δεν ήταν ποτέ τρομερή πριν έρθουν οι παράξενες μέρες. Τότε ήρθαν εκείνο το άσπρο σύννεφο, η αλυσίδα των εκρήξεων στον αέρα και η στήλη του καπνού στο δάσος. Κι ως τη νύχτα όλο το Αρκαμ ήξερε για τον μεγάλο άσπρο βράχο που έπεσε από τον ουρανό και χώθηκε στο χώμα πλάι στο πηγάδι, στη φάρμα ου Νάχουμ Γκάρντνερ. Εκείνου είναι το σπίτι που στέκει εκεί όπου βρίσκεται τώρα το καμένο χέρσωμα -το όμορφο άσπρο σπίτι του Νάχουμ Γκάρντνερ με τα δέντρα και τους πλούσιους κήπους.
Ο Νάχουμ είχε πάει στην πόλη να πει για το βράχο, και στον πηγαιμό στάθηκε στου Αμι Πιρς. Τότε ο Αμι ήταν στα σαράντα, κι όλα τα παράδοξα που έγιναν εντυπώθηκαν βαθιά στο μυαλό του. Είχε ακολουθήσει με τη γυναίκα του τους τρεις καθηγητές του πανεπιστήμιου του Μισκατόνικ, που το άλλο πρωί είχαν τρέξει να δουν τον παράξενο επισκέπτη από τα διαστρικά βάθη και είχαν απορήσει γιατί ο Νάχουμ τον είχε παραστήσει τόσο μεγάλο. Μάζεψε, είπε ο Νάχουμ δείχνοντας το μεγάλο καφετί φούσκωμα πάνω από τη γη και το καμένο χορτάρι κοντά στο πηγάδι στην μπροστινή αυλή' αλλά οι σοφοί απάντησαν πως οι πέτρες δε μαζεύουν. Η ζέστη του δεν είχε χαθεί και ο Νάχουμ ισχυρίστηκε ότι το βράδυ η πέτρα έφεγγε αχνά. Οι προφέσορες τη χτύπησαν μ' ένα γεωλογικό σφυράκι και διαπίστωσαν πως ήταν παράξενα μαλακή. Σχεδόν σαν καουτσούκ' και μάλλον έκοψαν παρά έσπασαν ένα δείγμα για να το αναλύσουν στο πανεπιστήμιο. Το έβαλαν σ' ένα παλιό κουβά που δανείστηκαν από τον Νάχουμ, γιατί ακόμα κι αυτό το μικρό κομμάτι δεν έλεγε να κρυώσει. Γυρίζοντας στο Αρκαμ στάθηκαν στου Αμι για να ξεκουραστούν και φάνηκαν σκεφτικοί όταν η κα Πιρς παρατήρησε ότι το κομμάτι μίκραινε κι είχε κάψει τον πάτο του κουβά. Εδώ που τα λέμε δεν ήταν μεγάλο, αλλά ίσως το είχαν κόψει μικρότερο απ' όσο ήθελαν.
Την άλλη μέρα -όλ' αυτά έγιναν τον Ιούνιο του '82- ξαναγύρισαν αναστατωμένοι. Περνώντας από του Αμι του είπαν τα παράδοξα που είχε κάνει το δείγμα, και πώς χάθηκε σιγά-σιγά όταν το έβαλαν σ' ένα γυάλινο δοχείο. Χάθηκε και το δοχείο, και οι σοφοί μίλησαν για κάποια παράξενη συγγένεια της πέτρας με τις σιλικόνες. Μέσα στην ευταξία του εργαστηρίου η συμπεριφορά της χτυπούσε ακόμα πιο παράδοξη στα μάτι. Δεν αντέδρασε καθόλου και δεν άτμισε όταν τη ζέσταναν με κάρβουνο. Το ίδιο έγινε κι όταν δοκίμασαν με βόρακα, και σύντομα αποδείχτηκε απολύτως μη πτητική σε κάθε δυνατή θερμοκρασία, ακόμα και στη φλόγα υδρογόνου-οξυγόνου. Στο αμόνι αποδείχτηκε πολύ εύπλαστη και στο σκοτάδι φθόριζε έντονα. Αρνιόταν να κρυώσει και σύντομα αναστάτωσε ολόκληρο πανεπιστήμιο' όταν την έβαλαν στο φασματοσκόπιο κι έδειξε χρώματα που απουσίαζαν από το γνωστό φάσμα, άρχισαν να μιλούν με κομμένη ανάσα για νέα στοιχεία, παράδοξες οπτικές ιδιότητες κι άλλα από εκείνα που λένε οι σκοτισμένοι επιστήμονες όταν αντικρίζουν το άγνωστο.
Ζεστό όπως ήταν, δοκίμασαν στο δείγμα όλα τα γνωστά αντιδραστήρια. Το νερό δεν έκανε τίποτα. Το ίδιο και το υδροχλωρικό. Το νιτρικό και το βασιλικό ύδωρ απλώς έζεχναν πάνω στην καυτή απροσβλητότητά της. Ο Αμι δυσκολευόταν να τα θυμηθεί όλ' αυτά, αλλά γνώρισε μερικά διαλυτικά όταν τα ανέφερα με τη συνηθισμένη σειρά. Αμμωνία, καυστική ποτάσα, αλκοόλη, αιθέρα, διθειούχο άνθρακα και άλλα πολλά. Ωστόσο, αν και το βάρος του ψήγματος λιγόστευε ολοένα κι έδειχνε ότι ψυχόταν ελαφρά, καμιά αλλαγή στα αντιδραστήρια δεν έδειχνε ότι επέδρασαν καθόλου επάνω του. Κι όμως, δίχως αμφιβολία, ήταν μέταλλο. Καταρχήν ήταν μαγνητικό και μετά την καταβύθισή του στα οξέα φάνηκαν αμυδρά ίχνη των γραμμών του Βίνμεστέτεν που συναντούμε στο σίδηρο των μετεωριτών. ΄Όταν η πέτρα ψύχθηκε αρκετά, τη μετέφεραν σε γυαλί' κι εκεί άφησαν όλα τα υπολείμματα που έμειναν από το αρχικό κομμάτι. Το άλλο πρωί υπολείμματα και γυαλί είχαν χαθεί δίχως ν' αφήσουν το παραμικρό ίχνος και μονάχα ένα μαύρισμα έδειχνε το σημείο του ραφιού όπου είχε σταθεί το γυαλί την προηγούμενη νύχτα.
Αυτά είπαν οι καθηγητές στον Αμι μπροστά στην πόρτα του, και ξαναπήγε μαζί τους να δει τον λίθινο απεσταλμένο των άστρων, αυτήν τη φορά χωρίς τη γυναίκα του. Τώρα ήταν ολοφάνερο πως είχε μικρύνει, ακόμα και οι ψύχραιμοι καθηγητές αναγκάστηκαν να το παραδεχτούν. Γύρω στον καφετή καρούμπαλο κοντά στο πηγάδι το έδαφος είχε γυμνωθεί, εκτός από τα σημεία όπου το χώμα βαθούλωνε. Και ενώ την προηγούμενη μέρα ήταν κοντά δυόμισι μέτρα, τώρα ήταν μόλις ένα και μισό. Ο μετεωρίτης ήταν ακόμα ζεστός και οι σοφοί μελέτησαν ξανά την επιφάνειά του καθώς αποσπούσαν με το καλέμι άλλο ένα, μεγαλύτερο τώρα, κομμάτι. Έσκαψαν βαθιά και καθώς ψαχούλευαν τη μικρότερη πέτρα είδαν ότι ο πυρήνας της δεν ήταν ολότελα ομοιογενής.
Ανακάλυψαν κάτι που φαινόταν σαν η πλευρά μιας μεγάλης χρωματιστής φούσκας βυθισμένης μέσα της. Το χρώμα, που θύμιζε κάπως μερικές από τις λουρίδες του παράξενου φάσματος του μετεωρίτη, ήταν σχεδόν αδύνατο να περιγραφεί' και μόνο αναλογικά το θεώρησαν χρώμα. Η φούσκα ήταν γυαλιστερή και με το δάχτυλο τους φάνηκε εύθραυστη και κούφια. Ένας από τους καθηγητές τη χτύπησε δυνατά μ' ένα σφυρί κι έσκασε με ξερό, νευρικό ήχο. Δε βγήκε από μέσα τίποτα, και το σύνολο εξαφανίστηκε με το σκάσιμο. Στη θέση της έμεινε μονάχα ο κενός χώρος' όλοι θεώρησαν πιθανό ότι θα 'βρισκαν κι άλλες όσο μίκραινε το ψήγμα.
Κάθε προσπάθεια για εξαγωγή συμπερασμάτων ήταν μάταιη' έτσι ύστερα από μερικές προσπάθειες να βρουν κι άλλες φούσκες τρυπώντας το ψήγμα οι ερευνητές έφυγαν με το νέο δείγμα -που στο εργαστήριο αποδείχτηκε όμοια παράδοξο με το προηγούμενο. Το υλικό ήταν εύπλαστο, θερμό, μαγνητικό, ελαφρά φωτεινό, ψυχόταν λίγο στα ισχυρά οξέα, το φάσμα του ήταν πρωτόγνωρο, εξαφανιζόταν με την έκθεση στον ατμοσφαιρικό αέρα, αντιδρούσε αλληλοκαταστροφικά με τις πυριτικές ενώσεις, δεν παρουσίαζε άλλο γνώρισμα κοινό με τα γνωρίσματα της ύλης. Δεν ανήκε στη γη μας, ερχόταν από το μεγάλο διάστημα' και σαν τέτοιο ήταν προικισμένο με ιδιότητες άγνωστες σ' εμάς και είχε δικούς του, άγνωστους νόμους.
Τη νύχτα ξέσπασε καταιγίδα κι όταν την άλλη μέρα οι καθηγητές πήγαν στου Νάχουμ απογοητεύτηκαν οικτρά. Καθώς η πέτρα ήταν μαγνητική θα πρέπει να 'χε και κάποιες περίεργες ηλεκτρικές ιδιότητες' γιατί, καθώς είπε ο Νάχουμ, είχε τραβήξει τους κεραυνούς με περίεργη επιμονή. Μέσα σε μια ώρα είδε δέκα να χτυπούν την μπροστινή αυλή κι όταν πέρασε η καταιγίδα δεν έμενε από το αρχαίο λιθόστρωτο του πηγαδιού παρά μονάχα το ίδιο το μισοβουλιαγμένο και μισομπαζωμένο πηγάδι. Έσκαψαν, αλλά η πέτρα δε βρέθηκε και οι επιστήμονες πιστοποίησαν την ολοκληρωτική εξαφάνισή της. Η αποτυχία ήταν απόλυτη' δεν τους έμενε παρά να επιστρέψουν στο πανεπιστήμιο και να μελετήσουν το ψήγμα, που ήταν προσεχτικά φυλαγμένο σε μολυβένια θήκη. Διατηρήθηκε μια βδομάδα αλλά οι επιστήμονες δεν έβγαλαν καμιά άκρη. ΄Όταν χάθηκε, δεν έμεινε τίποτα και σε λίγο οι επιστήμονες δεν ήταν πια βέβαιοι αν κάποτε τα μάτια τους αντίκρισαν τον απόκρυφο εκείνο απεσταλμένο του άπειρου χώρου που τυλίγει τη γη μας' το παράξενο μοναχικό μήνυμα που είχαν στείλει άλλοι κόσμοι, άλλα βασίλεια της ενέργειας και της ύλης.
Φυσικά οι εφημερίδες του Αρκαμ ασχολήθηκαν πολύ με το συμβάν, μιας και είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον του πανεπιστήμιου' έστειλαν φωτορεπόρτερ να κουβεντιάσουν με τον Νάχουμ Γκάρντνερ και τη φαμίλια του. Τέλος έστειλε το γραφιά της και μια εφημερίδα της Βοστόνης κι ο Νάχουμ έγινε γρήγορα τοπική διασημότητα. Ήταν ένας λεπτός, καλοσυνάτος πενηντάρης και ζούσε στη χαρούμενη φάρμα της κοιλάδας με τη γυναίκα και τα τρία παιδιά του. Με τον Αμι βλέπονταν συχνά, το ίδιο κι οι γυναίκες τους' και όλ' αυτά τα χρόνια ο Αμι μόνο καλό είχε να πει για λογαριασμό του. Έδειχνε κάπως περήφανος για την προσοχή που δόθηκε στο σπιτικό του και τις βδομάδες που ακολούθησαν μιλούσε συχνά για το μετεωρίτη. Ο Ιούλιος και ο Αύγουστος ήταν ζεστοί' ο Νάχουμ δούλεψε σκληρά στα χωράφια που ήταν πέρα από το χείμαρρο του Τσάπμαν. Η
νταλίκα του έσκαψε βαθιά το δασωμένο δρόμο από 'κει ως το σπίτι του. Η δουλειά τον κούρασε περισσότερο απ ό,τι συνήθως και σκέφτηκε πως άρχισαν να τον βαραίνουν τα χρόνια.
Μετά ήρθε η ώρα των φρούτων. Τα αχλάδια και τα μήλα ωρίμαζαν σιγά-σιγά και ο Νάχουμ ορκιζόταν ότι τα δέντρα του πρόκοβαν όσο ποτέ άλλοτε. Οι καρποί αποκτούσαν διαστάσεις φανταστικές κι απρόσμενη γυαλάδα και ήταν τόσο πολλοί που παράγγειλαν κι άλλα βαρέλια για τη σοδειά. Αλλά με το ωρίμασμα ήρθε και η πικρή απογοήτευση, γιατί απ' όλη αυτήν την υπέροχη σάρκα δεν τρωγόταν ούτε μια δαγκωνιά. Στη λεπτή γεύση των αχλαδιών είχαν τρυπώσει μια ταγκάδα και μια πίκρα αρρωστημένη' λίγο να δάγκωνες σου 'μενε ώρες η αηδία. Το ίδιο με τα πεπόνια και τις ντομάτες και ο Νάχουμ είδε περίλυπος να χάνονται όλες του οι σοδειές. Σύνδεσε τα γεγονότα στα γρήγορα και δήλωσε πως ο μετεωρίτης είχε δηλητηριάσει το χώμα κι ευχαρίστησε τον Θεό που οι άλλες του καλλιέργειες ήταν στο ψήλωμα, πλάι στο δρόμο.
Ο χειμώνας ήρθε νωρίς κι έκανε πολύ κρύο. Ο Αμι δεν έβλεπε τον Νάχουμ το ίδιο συχνά με παλιότερα και παρατήρησε πως άρχιζε να έχει ύφος στεναχωρημένο. Το ίδιο και η υπόλοιπη οικογένεια, σαν να 'χαν κόψει τις πολλές κουβέντες' οι επισκέψεις τους στη εκκλησία λιγόστεψαν, το ίδιο και η συμμετοχή τους στις γιορτές της περιοχής. Για το συγκρατημό αυτόν και τη μελαγχολία δε βρισκόταν αιτία, αν και παραπονιόντουσαν κάπου-κάπου για κακοδιαθεσία και για κάποια ακαθόριστη ανησυχία που ένιωθαν. Ο ίδιος ο Νάχουμ μίλησε κάποτε πιο συγκεκριμένα: τον φόβιζαν κάτι χνάρια στο χιόνι. Ήταν συνηθισμένα χειμωνιάτικα πατήματα των λαγών και των σκίουρων και των αλεπούδων, αλλά ο σκοτισμένος αγρότης έλεγε πως κάτι δεν πήγαινε καλά στην όψη και στην τάξη τους. Ποτέ δε μίλησε καθαρά, φαινόταν όμως να πιστεύει ότι δεν ταίριαζαν με την κανονική ανατομία και τα συνήθεια των σκίουρων, των λαγών και των αλεπούδων. Ο Αμι δεν έδινε πολλή σημασία σ' αυτές τις κουβέντες, ως το βράδυ εκείνο που πέρασε με το έλκυθρό του μπροστά από το σπίτι του Νάχουμ. Είχε φεγγάρι κι ένας λαγός διέσχισε το δρόμο και τα πηδήματά του ήταν τόσο μεγάλα που δεν άρεσαν ούτε στον Αμι ούτε στο άλογό του. Το τελευταίο, μάλιστα, το 'ριξε σ' ένα τρελό τρεχαλητό και μόλις που το συγκράτησε ο Αμι. Από τότε κι έπειτα ο Αμι πρόσεχε περισσότερο τις ιστορίες του Νάχουμ και απορούσε γιατί κάθε πρωί τα σκυλιά των Γκάρντνερ έδειχναν τόσο φοβισμένα. Τελικά σχεδόν σταμάτησαν να γαβγίζουν.
Το Φλεβάρη τα αγόρια του ΜακΓκρέγκορ από το Μίντοου Χιλ βγήκαν να κυνηγήσουν αγριοπόντικες και κοντά στο κτήμα του Γκάρντνερ χτύπησαν ένα πολύ περίεργο δείγμα. Οι αναλογίες του σώματός του ήταν ελαφρά παραλλαγμένες κατά τρόπο δυσπερίγραπτο κι η έκφρασή του δεν είχε ποτέ ξαναφανεί σε αγριοπόντικα. Τα αγόρια κατατρόμαξαν και πέταξαν αμέσως το ψοφίμι κι έτσι μονάχα οι περιγραφές τους έφτασαν στ' αυτιά του κόσμου. Αλλά όλοι γνώριζαν ήδη πόσο φοβούνταν τα άλογα όταν περνούσαν μπροστά από το σπίτι του Νάχουμ: το υλικό που δίνει τροφή στους χαμηλόφωνους μύθους συσσωρευόταν με γρηγοράδα.
Ο κόσμος ορκιζόταν ότι το χιόνι έλιωνε γρηγορότερα γύρω από του Νάχουμ και στις αρχές του Μάρτη έγινε μια φοβισμένη κουβέντα στο μπακάλικο του Πότερ, στο Κλαρκς Κόρνερ. Ο Στέφαν Ράις είχε περάσει το πρωί από του Γκάρντνερ και είχε δει τα αγριολάχανα στη λάσπη πλάι στο δρόμο. Ποτέ πριν δεν είχε ξαναδεί τόσο μεγάλα και με τόσο παράξενα χρώματα. Αδύνατο να περιγραφούν. Το σχήμα τους ήταν τερατώδες και το άλογο ενοχλήθηκε από μια μυρωδιά που φάνηκε του Ράις χωρίς προηγούμενο. Το απόγευμα πήγαν πολλοί να κοιτάξουν τα ανώμαλα φυτά κι όλοι συμφώνησαν ό΄τι το χώμα μας δε βγάζει ποτέ τέτοιους καρπούς. Θυμήθηκαν και τα χαλασμένα φρούτα του περασμένου φθινοπώρου κι από στόμα σε στόμα κυκλοφόρησε ότι στου Νάχουμ το χώμα ήταν φαρμακωμένο. Βέβαια έφταιγε ο μετεωρίτης, κι όταν μερικοί θυμήθηκαν πόσο παράξενη φάνηκε η πέτρα στους ανθρώπους του πανεπιστήμιου, πήγαν να τους πούνε τα τελευταία νέα.
Μια μέρα οι επιστήμονες επισκέφτηκαν τον Νάχουμ' αλλά καθώς δεν τους άρεσαν τα στοιχειά και τα παραμύθια ήταν πολύ προσεχτικοί στα συμπεράσματά τους. Τα φυτά ήταν οπωσδήποτε παράδοξα, αλλά όλα τα αγριολάχανα είναι κάπως αλλόκοτα στο σχήμα και στο χρώμα. Μπορεί κάποιο μεταλλικό στοιχείο από το μετεωρίτη να 'χε εισχωρήσει στο χώμα, αλλά οι βροχές θα το ξέπλεναν γρήγορα. Όσο για τα αποτυπώματα και τα φοβισμένα άλογα -αυτά ήταν κουβέντες των χωρικών που ήταν φυσικό να τις προκαλέσει η πτώση του αερόλιθου. Τι να κάνουν οι σοβαροί άνθρωποι σ' αυτήν την περίπτωση; Οι προληπτικοί χωριάτες είναι ικανοί να πουν και να πιστέψουν τα πάντα. Κι όλες τις παράξενες μέρες οι καθηγητές κράτησαν περιφρονητική απόσταση. Μόνο ένας, όταν ενάμιση χρόνο αργότερα πήρε από την αστυνομία για ανάλυση δυο μπουκάλια χώμα από την περιοχή, θυμήθηκε ότι το παράξενο χρώμα των αγριολάχανων θύμιζε το ανώμαλο φάσμα του κομματιού του μετεωρίτη. Τα δείγματα στην ανάλυση που έκανε έδωσαν τα ίδια παράξενα αποτελέσματα και μόνο αργότερα έχασαν τις αλλόκοτες ιδιότητές τους.
Τα δέντρα του Νάχουμ μπουμπούκιασαν πρώιμα και τη νύχτα σάλευαν δυσοίωνα στον άνεμο. Ο δεύτερος γιος του Νάχουμ, ο δεκαπεντάχρονος Θαδαίος, ορκιζόταν πως αναδεύονταν και δίχως να φυσά, αλλ' αυτό δεν το επιβεβαίωναν ούτε τα πιο άγρια κουτσομπολιά. Ωστόσο ήταν σίγουρο πως πλανιόταν στον αέρα μια ανησυχία. Ολόκληρη η οικογένεια του Νάχουμ απόχτησε το συνήθειο να στήνει, εκεί στα ξαφνικά, αυτί, αλλά κανείς τους δεν μπορούσε να ονομάσει τι ακριβώς θόρυβο περίμενε' ίσως ήταν γιατί στιγμές-στιγμές έχαναν την αίσθηση της πραγματικότητας. Δυστυχώς οι στιγμές αυτές πύκνωναν από βδομάδα σε βδομάδα ώσπου έγινε κοινό μυστικό πως «κάτι δεν πήγαινε καλά με τους Γκάρντνερ». Κι οι πρώιμες καμπανούλες είχαν κι αυτές παράδοξο χρώμα' όχι σαν των αγριολάχανων, αλλά οπωσδήποτε σχετικό και το ίδιο άγνωστο σ' όσους το είδαν. Ο Νάχουμ πήγε μερικά λουλούδια στο Αρκαμ και τα έδειξε στον αρχισυντάκτη της Γκαζέτ , αλλά ο αξιότιμος αυτός κύριος περιορίστηκε να γράψει ένα χιουμοριστικό άρθρο όπου κορόιδευε διακριτικά τις σκοτεινές φοβίες των αγροτών. Κι ήταν λάθος του Νάχουμ που είπε σ' ένα σοβαρό αστό πώς φέρνονταν οι μεγάλες σκουρόχρωμες πεταλούδες
μόλις πλησίαζαν τα λουλούδια.
Ο Απρίλης κόντεψε να τρελάνει τους γείτονες κι άρχισε ν' αχρηστεύεται ο δρόμος που περνούσε από του Νάχουμ, ώσπου εγκαταλείφθηκε εντελώς. Έφταιγε η βλάστηση. ΄Όλα τα οπωροφόρα πέταξαν λουλούδια με χρώματα παράξενα και στο πατικωμένο χώμα της αυλής και στο γειτονικό λιβάδι ξεπετάχτηκε μια παράδοξη πρασινάδα που μόνο οι βοτανολόγοι θα μπορούσαν να τη συσχετίσουν με την κανονική χλωρίδα της περιοχής. Εκτός από το πράσινο χορτάρι και τις φυλλωσιές των δέντρων, πουθενά δεν έβλεπες τα γνωστά υγιεινά χρώματα' παντού βασίλευαν οι χτικιασμένες πρισματικές παραλλαγές ενός βασικού χρωματικού τόνου αρρωστημένου, δίχως θέση στο γνωστό γήινο χρωματικό φάσμα. Ο Αμι κι οι Γκάρντνερ πίστευαν ότι τα περισσότερα από τα χρώματα ήταν βασανιστικά οικεία και αποφάσισαν ότι θύμιζαν τη φούσκα μέσα στο μετεωρίτη. Ο Νάχουμ όργωσε κι έσπειρε το λιβάδι και το πάνω χωράφι αλλά δεν πείραξε καθόλου τη γη γύρω από το σπίτι. Τώρα πια ήταν έτοιμος για όλα κι είχε συνηθίσει στην αίσθηση πως κάτι βρισκόταν κοντά τους και περίμενε να το ακούσουν. Φυσικά του ήρθε άσχημο που οι γείτονες απόφευγαν το σπίτι του, πιο πολύ, όμως, πείραξε τη γυναίκα του. Τα παιδιά ήταν καλύτερα γιατί βρίσκονταν καθημερινά στο σχολείο' αλλά τα κουτσομπολιά που άκουγαν τα φόβιζαν. Ο Θαδαίος, που ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος, υπέφερε περισσότερο.
Το Μάη ήρθαν τα έντομα και το σπίτι του Νάχουμ έγινε ένας εφιάλτης γεμάτος από πράγματα που βούιζαν ή σέρνονταν μέσα στην άγρια βλάστηση. Η όψη και οι κινήσεις τους δεν ήταν κανονικές και τα νυχτερινά συνήθεια τους δεν είχαν ξαναγίνει. Οι Γκάρντνερ άρχισαν να φυλάνε σκοπιά τη νύχτα, περίμεναν από παντού να έρθει κάτι _ τι δεν ήξεραν να πουν. Τότε ήταν που αναγκάστηκαν να ομολογήσουν πως ο Θαδαίος είχε δίκιο για τα δέντρα. Τώρα το είδε και η κα Γκάρντνερ από το παράθυρο, καθώς κοιτούσε τα πρησμένα κλαδιά μιας μηλιάς που την έλουζε το σεληνόφωτο. Τα κλαδιά κουνιόνταν στα σίγουρα δίχως να φυσά. Θα ήταν οι χυμοί τους. Τώρα τα σκέπαζε όλα η παραξενιά. Κι όμως, η επόμενη ανακάλυψη δεν έγινε από τη φαμίλια του Νάχουμ. Αυτονών τις αισθήσεις τις αποκοίμισε η συνήθεια κι αυτό που δεν μπορούσαν να δουν το είδε ένας φοβισμένος πλασιέ από το Μπόλτον, που πέρασε από 'κει μια νύχτα, ανήξερος για τα λεγόμενα στην περιοχή. Αυτά που διηγήθηκε στο Αρκαμ βρήκαν μια γωνιά στις σελίδες της Γκαζέτ . Κι εκεί τα πρωτόδαν οι αγρότες, μαζί και ο Νάχουμ. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και τα φανάρια του πλασιέ αδύναμα, αλλά γύρω σε μια φάρμα στην κοιλάδα το σκοτάδι ήταν λιγότερο πυκνό. ΄Ένα θολό μα ευδιάκριτο φως φαινόταν να βγαίνει απ' όλη τη βλάστηση, από το χορτάρι, τα φύλλα και τους ανθούς, ενώ σε μια στιγμή ένα κομμάτι του φωσφορισμού αποσπάστηκε από το σύνολο και κρυφοσάλευε στην αυλή κοντά στα παχνιά.
Ως τότε το χορτάρι φαινόταν απείραχτο κι οι αγελάδες έβοσκαν ελεύθερα στα χωράφια κοντά στο σπίτι, αλλά προς τα τέλη του Μάη το γάλα άρχισε να χαλά. Τότε ο Νάχουμ ανέβασε τις αγελάδες ψηλά και τα πράγματα ξανάστρωσαν. Σε λίγο η αλλαγή στο χορτάρι και τα φύλλα φαινόταν με το μάτι. Η πρασινάδα άρχισε να παίρνει μια σταχτιά απόχρωση κι άρχισε να αποκτά μια παράξενη ξεράδα. Τώρα πια μονάχα ο Αμι πήγαινε στους Γκάρντνερ κι οι επισκέψεις του όλο και αραίωναν. ΄Όταν έκλεισε το σχολειό οι Γκάρντνερ ουσιαστικά απομονώθηκαν από τον κόσμο και κάπου-κάπου άφηναν τον Αμι να κάνει τις δουλειές τους στο χωριό. ΄Εχαναν σιγά-σιγά τις φυσικές και τις πνευματικές τους δυνάμεις και κανείς δεν παραξενεύτηκε όταν μαθεύτηκαν τα νέα για την τρέλα της κας Γκάρντνερ.

Έγινε τον Ιούνιο, όταν κόντευε να κλείσει χρόνος από την πτώση του μετέωρου, κι η φτωχιά γυναίκα ούρλιαζε για κάτι που ήταν στον αέρα και δεν μπορούσε να το περιγράψει. Στο παραμιλητό της δεν άκουγες κανένα ουσιαστικό, μονάχα ρήματα κι αντωνυμίες. Πράγματα κινούνταν κι άλλαζαν και πετάριζαν, τα αυτιά αποκρίνονταν σε κάτι που δεν ήταν ολότελα ήχος. Κάτι πάρθηκε -την άδειαζαν από κάτι- κάτι που δεν έπρεπε να κολλά πάνω της -κάποιος έπρεπε να το διώξει- τίποτα δεν ησύχαζε τη νύχτα- οι τοίχοι και τα παράθυρα άλλαζαν θέση. Ο Νάχουμ δεν την έστειλε στο άσυλο, την άφησε να πλανιέται στο σπίτι όσο δεν πείραζε ούτε τον εαυτό της ούτε τους άλλους. Ακόμα κι όταν άλλαξε η έκφρασή της δεν έκανε τίποτα. Όταν όμως άρχισαν να τη φοβούνται τα παιδιά κι ο Θαδαίος κόντευε να λιποθυμήσει από τις γκριμάτσες της, αποφάσισε να την κλειδώσει στη σοφίτα. Τον Ιούλη είχε πάψει να μιλά και αρκούδιζε στα τέσσερα, και πριν βγει ο μήνας στο μυαλό του Νάχουμ μπήκε η ιδέα ότι φωσφόριζε αμυδρά στο σκοτάδι, όπως γινόταν ολοφάνερα τώρα με τη γύρω βλάστηση.
Λίγο πριν απ' αυτό τρελάθηκαν τα άλογα. Κάτι τα ξεσήκωσε μια νύχτα και έκαναν τρομερό θόρυβο στο στάβλο. Με τίποτα δεν ησύχαζαν κι όταν ο Νάχουμ άνοιξε την πόρτα όρμησαν έξω σαν τρομαγμένα ελάφια. Μια βδομάδα χρειάστηκε για να ξανάβρει και τα τέσσερα, ήταν όμως ολότελα άχρηστα κι αχαλίνωτα. Κάτι τρύπωσε στα μυαλά τους, και ο Νάχουμ τα σκότωσε για να μην υποφέρουν. Ο Νάχουμ δανείστηκε από τον Αμι έν' άλογο για το θερισμό, αλλά δεν μπορούσε να το καταφέρει να πλησιάσει τα παχνιά. Ούρλιαζε, κλωτσούσε, χρεμέτιζε, κι αναγκάστηκε να το αφήσει έξω στην αυλή. Στο μεταξύ όλη η βλάστηση γινόταν σταχτιά και εύθραυστη. Ακόμα και τα λουλούδια με τα παράδοξα λαμπρά χρώματα ήταν τώρα γκρίζα, τα φρούτα βγήκαν γκρίζα, μικρά κι άνοστα. Τα τριαντάφυλλα και οι ζίνιες μπροστά στο σπίτι απόχτησαν τόσο βλάσφημη όψη που ο μεγαλύτερος γιος του Νάχουμ, ο Ζήνωνας, πήγε μια μέρα και τα 'κοψε. Την ίδια εποχή πέθαναν τα έντομα με το παράξενο χνούδι, ακόμα κι οι μέλισσες που είχαν αφήσει τις κυψέλες για να κρυφτούν στο δάσος.
Κατά τον Σεπτέμβρη όλα έλιωναν σε μια σταχτιά σκόνη κι ο Νάχουμ φοβόταν ότι τα δέντρα θα πέθαιναν πριν φύγει το δηλητήριο από το χώμα. Τώρα η γυναίκα του πάθαινε κρίσεις τρομαχτικών ουρλιαχτών και τα νεύρα του, καθώς και των αγοριών, ήταν σε συνεχή υπερένταση. Τώρα απόφευγαν τους ανθρώπους, κι όταν άνοιξαν τα σχολεία τα παιδιά δεν ξαναπήγαν. ΄Όμως ήταν ο Αμι που κατάλαβε πρώτος, σε μιαν από τις σπάνιες επισκέψεις του, ότι το νερό του πηγαδιού δεν ήταν καλό. Είχε κακιά γεύση, όχι ακριβώς σαπίλας, ούτε γλυφή, κι ο Αμι συμβούλεψε το φίλο του ν' ανοίξει άλλο πηγάδι ψηλότερα ώσπου να καθαρίσει το χώμα. Αλλά ο Νάχουμ αγνόησε την προειδοποίηση, γιατί τώρα πια τα παράξενα και τα δυσάρεστα τον άφηναν απαθή. Μαζί με τα αγόρια του συνέχισε να πίνει το μολυσμένο νερό, το ίδιο αδιάφορα και μηχανικά όπως έτρωγαν το λιγοστό, κακομαγειρεμένο φαγητό τους κι έκαναν τις άχαρες, μονότονες δουλειές τους. Τους τύλιγε όλους μια παγωμένη παραίτηση, σαν να περπατούσαν σ' έναν άλλο κόσμο, ανάμεσα σε σειρές φρουρών δίχως όνομα που τους οδηγούσαν σ' ένα βέβαιο χαμό.
Ο Θαδαίος τρελάθηκε τον Σεπτέμβρη, ύστερ' από μιαν επίσκεψη στο πηγάδι. Είχε πάει μ' ένα κουβά, αλλά γύρισε μ' άδεια χέρια ουρλιάζοντας και, κάπου-κάπου, σ' ένα ηλίθιο παραμιλητό ψιθύριζε για «κάτι χρώματα που σάλευαν εκεί κάτω». Δυο τρελοί στην οικογένεια ήταν πολύ βαρύ, αλλά ο Νάχουμ φέρθηκε γενναία. Αφησε το παιδί ελεύθερο μια βδομάδα, ώσπου άρχισε να παραπατά και να κινδυνεύει να πάθει κακό, και μετά το έκλεισε σ' ένα άλλο δωμάτιο στη σοφίτα, απέναντι στη μάνα του. Τα ουρλιαχτά τους πίσω από τις κλειδωμένες πόρτες ήταν τρομαχτικά, ιδιαίτερα για τον μικρό Μέρβιν που φανταζόταν ότι χρησιμοποιούσαν μια γλώσσα όχι τούτης της γης. Του Μέρβιν η φαντασία φούντωσε επικίνδυνα κι η ανησυχία του έγινε χειρότερη μετά του κλείσιμο του αδερφού του, που ήταν ο καλύτερος φίλος του.
Τον ίδιο καιρό άρχισαν να πεθαίνουν τα ζωντανά. Τα πουλερικά πήραν χρώμα σταχτί και πέθαναν γρήγορα. Το ψαχνό τους ήταν ξερό και θριβόταν τρίζοντας όταν το 'κοβες. Οι γουρούνες πήραν αφύσικο πάχος και ξαφνικά άρχισαν ν' αλλάζουν με τρόπο σιχαμερό που κανείς δεν μπορούσε να εξηγήσει. Φυσικά το κρέας τους ήταν άχρηστο κι ο Νάχουμ κόντεψε να τρελαθεί. Οι κτηνίατροι της περιοχής δεν πλησίαζαν το κτήμα, κι ο γιατρός από το Αρκαμ δεν μπόρεσε να βρει άκρη. Τα γουρουνόπουλα άρχισαν να γκριζαίνουν κι η σάρκα τους να ξεραίνεται. Έλιωναν πριν ακόμα πεθάνουν, τα μάτια και οι μουσούδες τους πάθαιναν περίεργες αλλοιώσεις. Ήταν ανεξήγητο, γιατί ποτέ δεν έφαγαν τα μολυσμένα χόρτα. Μετά κάτι χτύπησε τις αγελάδες. Μέρη-μέρη το δέρμα τους βούλιαζε απαίσια και συχνά εκδηλώνονταν φριχτές αποσυνθέσεις. Στις τελευταίες φάσεις -και πάντα στο τέλος ερχόταν ο θάνατος- γκρίζαιναν κι αυτές κι η σάρκα τους θριβόταν όπως και στις γουρούνες. Λόγος για δηλητήριο δε γινόταν, γιατί είχαν μείνει σφαλιγμένες στα παχνιά. Ούτε μπορεί να 'χε μεταφέρει το μικρόβιο άλλο ζωύφιο, γιατί δεν μπορούσε να μπει από πουθενά. Πρέπει να ήταν φυσική ασθένεια -ποια δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους. ΄Όταν ήρθε ο θέρος δεν έμενε κανένα ζωντανό στη φάρμα -ως και τα σκυλιά το 'χαν σκάσει μια νύχτα και δεν ξανακούστηκαν. Οι πέντε γάτες είχαν φύγει πρωτύτερα, αλλά δεν το πρόσεξε κανείς γιατί τα ποντίκια είχαν ήδη χαθεί και μονάχα η κα Γκάρντνερ τις αγαπούσε.
Στις δέκα εννιά του Οκτώβρη ο Νάχουμ μπήκε τρικλίζοντας στο σπίτι του Αμι με φριχτά νέα. Ο θάνατος είχε βρει το φτωχό Θαδαίο στη σοφίτα και με τρόπο ανείπωτο. Ο Νάχουμ έσκαψε ένα τάφο στο μαραζωμένο διπλανό χωράφι κι απόθεσε μέσα ό,τι βρήκε. Ήταν αδύνατο να μπήκε τίποτα απ' έξω γιατί το μικρό σιδερόφραχτο παράθυρο κι η κλειδαριά στην πόρτα δεν είχαν πειραχτεί. Αλλά το ίδιο είχε γίνει και στα παχνιά. Ο Αμι κι η γυναίκα του παρηγόρησαν όσο μπορούσαν τον κεραυνοχτυπημένο άντρα, αλλά δεν έπαψαν στιγμή να ριγούν. Ένας γυμνός τρόμος φαινόταν να τυλίγει τους Γκάρντνερ κι όσα άγγιζαν, κι η παρουσία ενός τους στο σπίτι του Αμι ήταν σαν πνοή από τόπους ακατονόμαστους. Με μεγάλη δυσφορία ο Αμι συνόδεψε τον Νάχουμ σπίτι του κι έκανε ό,τι μπορούσε για να ησυχάσει το υστερικό κλάμα του μικρού Μέρβιν. Ο Ζήνωνας δε χρειαζόταν παρηγοριά. Τώρα τελευταία περιοριζόταν να κοιτά αποβλακωμένα μπροστά του και να υπακούει στις διαταγές του πατέρα του. Κι ο Αμι σκέφτηκε πως δεν είχε άσκημη τύχη. Κάπου-κάπου οι κραυγές του Μέρβιν διασταυρώνονταν με τις κραυγές από τη σοφίτα και στο ερωτηματικό βλέμμα του Αμι ο Νάχουμ απάντησε ότι η γυναίκα του αδυνάτιζε συνεχώς. Όταν άρχισε να νυχτώνει, ο Αμι κατάφερε να το σκάσει. Γιατί ούτε η δύναμη της φιλίας δεν μπορούσε να τον πείσει να μείνει εκεί όταν άρχισε ο αδύναμος φωσφορισμός της βλάστησης και τα κλαδιά φάνηκαν να σαλεύουν μολονότι δε φυσούσε. Ο Αμι ήταν πράγματι τυχερός που δεν είχε περισσότερη φαντασία. Ακόμα κι έτσι το μυαλό του είχε κουνηθεί κάπως. Αν ήταν ικανός να σκεφτεί και να συνδυάσει τα όσα γίνονταν γύρω του, θα καταντούσε αναπόφευκτα μανιακός. Μέσα στο λυκόφως πήρε βιαστικά το δρόμο του σπιτιού του, με τις κραυγές της τρελής και του νευρωτικού αγοριού να κουδουνίζουν φριχτά στ' αυτιά του.
Τρεις μέρες αργότερα, πρωί-πρωί, ο Νάχουμ χύθηκε στην κουζίνα του Αμι. Ο φίλος του έλειπε. αλλά κατόρθωσε να ψελλίσει άλλη μιαν απελπισμένη ιστορία, ενώ η κα Πιρς τον άκουγε τρομοκρατημένη. Τώρα ήταν ο μικρός Μέρβιν. Είχε χαθεί. Αργά την προηγούμενη μέρα είχε βγει μ' ένα φανάρι κι ένα κουβά για νερό. Και δε γύρισε. Εδώ και μέρες το μυαλό του χανόταν και μόλις που καταλάβαινε τα γύρω του. Αρχιζε να ουρλιάζει με το παραμικρό. Εκείνο το βράδυ ακούστηκε στην αυλή μια τρομερή κραυγή, αλλά ώσπου να φτάσει ο πατέρας του στην πόρτα το παιδί είχε χαθεί. Το φως του φαναριού δε φαινόταν πουθενά κι από τον Μέρβιν ούτε ίχνος. Εκείνη την ώρα ο Νάχουμ νόμισε πως ο κουβάς και το φανάρι είχαν επίσης χαθεί. Αλλά την αυγή, όταν γύρισε από το ολονύχτιο ψάξιμο στα χωράφια και το δάσος, βρήκε κοντά στο πηγάδι μερικά πολύ παράξενα πράγματα. Είδε μια συμπιεσμένη και κάπως λιωμένη σιδερένια μάζα, που ήταν προφανώς το φανάρι. Κι ένα μισολιωμένο χερούλι και δυο τρία στρεβλωμένα σιδερένια στεφάνια ήταν ό,τι απόμεινε από τον κουβά. Αυτό ήταν όλο. Ο Νάχουμ δεν μπορούσε να καταλάβει, η κα Πιρς τα 'χε χαμένα κι ο Αμι, όταν γύρισε κι άκουσε τα συμβάντα, δεν μπόρεσε να σκεφτεί το παραμικρό. Ο Μέρβιν χάθηκε και δεν υπήρχε λόγος να το πούνε στον κόσμο, που απόφευγε τώρα όλους τους Γκάρντνερ. Ούτε και στους αστούς του Αρκαμ, που τα κορόιδευαν όλα. Κάτι σερνόταν, σερνόταν και πλησίαζε, και περίμενε να το δουν και να το ακούσουν. Ο Νάχουμ θα 'φευγε σύντομα κι ήθελε να φροντίσει ο Αμι τη γυναίκα του και τον Ζήνωνα, αν επιζούσαν. Θα 'ταν η Θεία Δίκη. Γιατί, όμως, αφού πάντα είχε ακολουθήσει το δρόμο του Κυρίου;
Ο Αμι έκανε δυο βδομάδες να ξαναδεί τον Νάχουμ. Κι όταν πέρασαν, ανήσυχος για το τι μπορούσε να 'χε συμβεί, νίκησε τους φόβους του και πήγε στο σπίτι των Γκάρντνερ. Από τη μεγάλη καμινάδα δεν έβγαινε καπνός κι ο επισκέπτης φοβήθηκε για το χειρότερο. Η όψη της φάρμας σε τρόμαζε -σταχτί σακατεμένο χορτάρι και φύλλα στο χώμα, θρυψαλιασμένοι κισσοί στη βάση των αρχαίων τοίχων, κι εκείνοι με μια μελετημένη κακία που ο Αμι αισθάνθηκε πως οφειλόταν σε μια πολύπλοκη αλλαγή του στρεβλώματος των κλαδιών. Ωστόσο ο Νάχουμ ήταν ζωντανός. Ήταν αδύναμος και ξαπλωμένος σ' ένα ντιβάνι στη χαμηλοτάβανη κουζίνα, αλλά δεν είχε χάσει τα λογικά του και μπορούσε να δίνει απλές διαταγές στον Ζήνωνα. Το δωμάτιο ήταν παγωμένο. Και καθώς ο Αμι δεν έκρυβε τα ρίγη που τον διαπερνούσαν ο οικοδεσπότης φώναξε βραχνά στον Ζήνωνα να φέρει κι άλλα ξύλα. Πράγματι χρειάζονταν, γιατί το βαθύ τζάκι ήταν σβηστό κι αδειανό κι ένα σύννεφο στάχτης αναδευόταν από τον παγερό άνεμο που έμπαζε η καμινάδα. Σε λίγο ο Νάχουμ τον ρώτησε αν ένιωθε καλύτερα με τα καινούρια ξύλα, και τότε ο Αμι κατάλαβε τι συνέβη. Τελικά είχε σπάσει και το πιο γερό σκοινί, και το μυαλό του άμοιρου χωρικού δε θα βασανιζόταν πια από καινούριες λύπες.
Παρά τις προσεχτικές του ερωτήσεις, ο Αμι δεν μπόρεσε να ξεδιαλύνει τι έγινε ο Ζήνωνας. «Στο πηγάδι -ζει στο πηγάδι...» έλεγε και ξανάλεγε ο θολωμένος πατέρας. Μετά στο μυαλό του επισκέπτη άστραψε η θύμηση της τρελής γυναίκας κι άλλαξε την κατεύθυνση των ερωτήσεων. «Η Νάμπι; Να 'την, εκεί πέρα!» απάντησε έκπληκτος ο φτωχός Νάχουμ, κι ο Αμι κατάλαβε πως έπρεπε να την αναζητήσει μόνος του. Αφήνοντας τον Νάχουμ να ψελλίζει άκακα στο ντιβάνι, πήρε τα κλειδιά από το καρφί πλάι στην πόρτα και σε λίγο τα σκαλιά έτριζαν καθώς ανέβαινε στη σοφίτα. Εκεί πάνω μύριζε κλεισούρα κι οι θόρυβοι από κάτω πνίγονταν ολότελα. Από τις τέσσερις πόρτες μονάχα μια ήταν κλειδωμένη και ο Αμι δοκίμασε διάφορα κλειδιά. Κάποιο αποδείχτηκε σωστό κι ο Αμι κατάφερε ν' ανοίξει τη χαμηλή άσπρη πόρτα.
Μέσα ήταν σκοτάδι, γιατί το παράθυρο ήταν μικρό και το μισόκλειναν τα χοντροφτιαγμένα ξύλινα κάγκελα. Ο Αμι δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα στο σανιδένιο πάτωμα. Η βρώμα ήταν ανυπόφορη και πριν συνεχίσει αναγκάστηκε να πάει σ' άλλο δωμάτιο και να γεμίσει τα πνευμόνια του με καθαρότερον αέρα. ΄Όταν ξαναμπήκε είδε κάτι σκοτεινό στη γωνιά και μόλις κοίταξε καλύτερα έβγαλε μια τρομερή κραυγή. Καθώς ούρλιαζε του φάνηκε πως ένα στιγμιαίο σύννεφο σκέπασε το παράθυρο και το επόμενο δευτερόλεπτο ένιωσε να τον χαϊδεύει ένας σιχαμένος ατμός. Παράξενα χρώματα χόρευαν στα μάτια του. Κι αν δεν τον είχε μουδιάσει η φρίκη ίσως σκεφτόταν τη φουσκάλα του μετεωρίτη που είχε σπάσει ο γεωλόγος και τη νοσηρή ανοιξιάτικη βλάστηση. Τώρα όμως σκεφτόταν μονάχα τη βλάσφημη τερατωδία που είχε μπροστά του. Ήταν φανερό πως είχε συμμεριστεί κι εκείνη την ακατονόμαστη μοίρα του μικρού Θαδαίου και των ζωντανών. Αλλά το τρομερό ήταν ότι τα απομεινάρια αργοσάλευαν αισθητά σαν να συνέχιζαν να γίνονται σκόνη.
Ο Αμι δεν μπόρεσε να μου δώσει άλλες λεπτομέρειες της σκηνής, αλλά η κινούμενη μορφή στη γωνία δεν ξαναεμφανίζεται στην ιστορία του. Μερικά πράγματα δε λέγονται, κι αυτό που κάνεις από απλή ανθρωπιά ο νόμος το κρίνει μερικές φορές αδυσώπητα. Συμπέρανα ότι στο δωμάτιο δεν έμεινε τίποτα που να κινείται κι ότι το να άφηνε κάτι που θα μπορούσε να σαλέψει θα 'ταν πράξη τερατώδης, σαν να καταδίκαζε μιαν ύπαρξη στην αιώνια κόλαση. Κάθε άλλος θα λιποθυμούσε ή θα τρελαινόταν, αλλά ο Αμι, ο τετράγωνος χωρικός, πέρασε προσεχτικά τη χαμηλή πόρτα και κλείδωσε πίσω του το καταραμένο μυστικό. Τώρα είχε να τακτοποιήσει τον Νάχουμ. Να τον ησυχάσει, να τον ταΐσει και να τον μεταφέρει κάπου όπου θα τον φρόντιζαν.
Καθώς άρχιζε να κατεβαίνει τη σκοτεινή σκάλα, ο Αμι άκουσε πίσω του ένα γδούπο. Του φάνηκε ακόμα ότι ξαφνικά πνίγηκε μια κραυγή και θυμήθηκε νευρικά τους γλοιώδεις ατμούς που είχαν περάσει δίπλα του στο φριχτό εκείνο δωμάτιο. Σταματώντας από κάποιον απροσδιόριστο φόβο άκουσε κάτω κι άλλους θορύβους. Ναι, σαν να σερνόταν κάτι βαρύ κι ακουγόταν ένας σιχαμένος ήχος, κάτι σαν βρώμικο και κολασμένο ρούφηγμα. Οι συνειρμοί είχαν αποκτήσει τερατώδη ταχύτητα και ο Αμι σκέφτηκε άθελά του αυτό που 'χε αντικρίσει εκεί πάνω. Θεέ μου! Σε ποιο διαβολικά μαγεμένο κόσμο είχε μπλεχτεί; Δεν τολμούσε να κουνηθεί, στεκόταν τρέμοντας στη σκοτεινή στροφή της σκάλας. Κάθε λεπτομέρεια της σκηνής αποτυπωνόταν πυρωμένη στο μυαλό του. Οι θόρυβοι, η έντρομη αναμονή, το σκοτάδι, τα στενά απότομα σκαλοπάτια και –Ελεήμων Κύριε!- ο αμυδρός αλλά ευδιάκριτος φθορισμός του ξύλου γύρω του. Σκαλοπάτια, τοίχοι, δοκάρια, όλα σιγόλαμπαν!
Ύστερα το άλογο του Αμι χρεμέτισε άγρια κι ακούστηκε ένα άγριο ποδοβολητό που σήμαινε ότι το 'χε σκάσει. Σε λίγο δεν ακουγόταν ούτε αυτό ούτε το αμάξι κι ο τρομαγμένος άντρας στη σκοτεινή σκάλα προσπάθησε να μαντέψει την αιτία της φυγής. Μα δεν ήταν μόνο αυτό. Είχε ακουστεί κι άλλος ένας θόρυβος εκεί έξω. Κάτι σαν υγρό πλατσούρισμα -νερό- πρέπει να ήταν το πηγάδι. Είχε αφήσει κοντά του τον Ήρωνα άδετο κι ένας από τους τροχούς πρέπει να πέταξε μέσα καμιά πέτρα. Κι ο χλωμός φωσφορισμός εξακολουθούσε να τυλίγει τα φριχτά παλιά ξύλα. Θεέ μου! πόσο αρχαίο ήταν το σπίτι! Το μεγαλύτερο μέρος του πρέπει να 'χε χτιστεί πριν από το 1679 κι η τωρινή σκεπή πρέπει να 'γινε το αργότερο το 1730.
Κάτω ακουγόταν τώρα καθαρά ένα αδύναμο ξύσιμο κι ο Αμι έσφιξε δυνατότερα ένα βαρύ μπαστούνι που είχε γραπώσει για κάποιο λόγο στη σοφίτα. Παίρνοντας σιγά-σιγά θάρρος αποτέλειωσε το κατέβασμά του και προχώρησε τολμηρά προς την κουζίνα. Αλλά δεν ολοκλήρωσε την κίνησή του, γιατί αυτό που γύρευε είχε φύγει από 'κει. Είχε έρθει να τον συναντήσει, ακόμα ζωντανό κατά κάποιο τρόπο. Αν είχε συρθεί ή αν το 'χε σύρει κάποια άλλη δύναμη, ο Αμι δεν ήξερε. Αλλά ο θάνατος το 'χε σταματήσει. ΄Όλα είχαν συμβεί μέσα στην τελευταία μισή ώρα, αλλά η κατάρρευση, η αλλαγή του χρώματος και η διάλυση είχαν ήδη προχωρήσει πολύ. Το σώμα ήταν φριχτά στεγνωμένο και ξερά κομμάτια απόσπονταν κι έπεφταν σαν λέπια. Ο Αμι δεν μπορούσε να το αγγίξει. Τρομοκρατημένος, κοίταζε τη διεστραμμένη παρωδία που ήταν κάποτε ανθρώπινο πρόσωπο. «Τι ήταν, Νάχουμ; -τι ήταν;» ψιθύρισε και τα πεταχτά φαγωμένα χείλια μόλις κατόρθωσαν να ψελλίσουν μια τελική απάντηση.
«Τίποτα... τίποτα... το χρώμα... καίει... υγρό και κρύο μα καίει... ζούσε στο πηγάδι... έλαμπε τη νύχτα... ο Θαδαίος κι ο Μέρβιν κι ο Ζήνωνας... όλα τα ζωντανά... ρουφά τη ζωή απ' όλα... στην πέτρα... πρέπει να ήταν στην πέτρα...φαρμάκωσε όλο το μέρος... τι θέλει;... αυτό το στρογγυλό που έβγαλαν από την πέτρα... το 'σπασαν... το ίδιο χρώμα... το ίδιο, σαν τα λουλούδια και τα φυτά... πρέπει να είχε κι άλλα... σπόροι... σπόροι μεγάλωναν... το 'δα αυτήν τη βδομάδα... θα 'πιασε τον Ζήνωνα γερά... δυνατό παιδί, ολοζώντανο... χτυπά στο μυαλό και μετά σ' αρπάζει... καίει... στο πηγάδι... το ξέρεις αλλά δεν μπορείς τίποτα... να ξεφύγεις... σε τραβά... από τότε που πήρε τον Ζήνωνα... η Νάμπι... στα καλά μου... πότε την τάισα... θα την πάρει... σκέτο χρώμα... τη νύχτα το πρόσωπό της παίρνει το χρώμα... καίει και ρουφά... από άλλο μέρος, που τα πράγματα δεν είναι σαν εδώ... ένας από τους καθηγητές το είπε... δίκιο... πρόσεξε, Αμι, θα κάνει κι άλλα... ρουφά τη ζωή...»
Αυτό ήταν όλο. Αυτό που μίλησε δεν μπορούσε να μιλήσει πια γιατί είχε λιώσει τελείως. Ο Αμι άπλωσε ένα κόκκινο τραπεζομάντιλο στ' απομεινάρια κι από την πίσω πόρτα βγήκε παραπατώντας προς τα χωράφια. Ανηφόρισε για το βοσκοτόπι και σκουντουφλώντας έφτασε στο σπίτι του από το βόρειο δρόμο και το δάσος. Δεν μπορούσε να περάσει το πηγάδι. Του είχε ρίξει μια ματιά από το παράθυρο, είδε πως δεν έλειπε πέτρα από το πεζούλι του. Αρα το αμάξι δεν είχε ξεκολλήσει τίποτα...το πλατσούρισμα οφειλόταν αλλού -κάτι βούτηξε στο πηγάδι αφού αποτέλειωσε τον καημένο τον Νάχουμ.
Όταν έφτασε σπίτι είδε ότι τα άλογα και το αμάξι είχαν γυρίσει κι ότι η γυναίκα του κόντευε να τρελαθεί από την αγωνία. Την καθησύχασε δίχως πολλές εξηγήσεις και ξεκίνησε αμέσως για το Αρκαμ όπου ειδοποίησε τις αρχές ότι η φαμίλια του Γκάρντνερ δεν υπήρχε πια. Δεν είπε λεπτομέρειες, αλλά μόνο για το θάνατο του Νάχουμ και της Νάμπι -για τον Θαδαίο ήταν ήδη γνωστό- κι είπε ότι για το θάνατό τους πρέπει να έφταιγε η ίδια αρρώστια που είχε χτυπήσει τα ζωντανά. Επίσης δήλωσε την εξαφάνιση του Μέρβιν και του Ζήνωνα. Οι αστυνομικοί έκαναν πολλές ερωτήσεις και στο τέλος ο Νάχουμ αναγκάστηκε να οδηγήσει τρεις στη φάρμα του Νάχουμ, μαζί με τον ανακριτή, τον ιατροδικαστή και τον κτηνίατρο που είχε κοιτάξει τα άρρωστα ζώα. Πήγε παρά τη θέλησή του, γιατί το απόγεμα προχωρούσε και φοβόταν να νυχτωθεί στο καταραμένο μέρος. Αλλά ήταν κάποια παρηγοριά που είχε τόσους μαζί του.
Οι έξί άντρες ακολούθησαν τον Αμι με μιαν άμαξα κι έφτασαν στο συφοριασμένο κτήμα κατά τις τέσσερις. Αν και συνηθισμένοι στα θλιβερά θεάματα δεν μπόρεσαν να μείνουν ασυγκίνητοι απ' αυτά που βρήκαν στη σοφίτα και κάτω από την κόκκινη κουβέρτα. Η όλη όψη της φάρμας με την γκρίζα ερημιά της ήταν ήδη αρκετά φοβερή, αλλά τα δυο αποσαθρωμένα αντικείμενα ξεπερνούσαν κάθε όριο. Κανείς δεν μπόρεσε να κρατήσει το βλέμμα του πάνω τους ώρα πολλή, ακόμα και ο γιατρός παραδέχτηκε ότι δεν είχε πολλά να κάνει. Φυσικά θα γινόταν ανάλυση δειγμάτων κι έκανε αρκετή ώρα να τα μαζέψει και πρέπει εδώ να πούμε ότι αινιγματικά πράγματα συνέβησαν στο εργαστήριο όταν έφτασαν τελικά οι δυο φιάλες. Η φασματοσκόπηση έδωσε παράδοξα αποτελέσματα και παρατηρήθηκαν πολλά κοινά σημεία με το μετεωρίτη του περασμένου χρόνου. Οι παράδοξες αυτές ιδιότητες χάθηκαν μετά ένα μήνα κι από τη σκόνη έμειναν διάφορα φωσφορούχα και ανθρακούχα αλκαλικά άλατα.
Ο Αμι δε θα τους έλεγε για το πηγάδι αν ήξερε ότι θ' αποφάσιζαν να ασχοληθούν μαζί του αυτοστιγμεί. Ο ήλιος πήγαινε να δύσει και βιαζόταν να φύγει από 'κει. Αλλά και δεν μπορούσε να τραβήξει το βλέμμα του από το πέτρινο πεζούλι, κι όταν τον ρώτησαν παραδέχτηκε ότι ο Νάχουμ φοβόταν κάτι εκεί κάτω -τόσο που δε σκέφτηκε να αναζητήσει εκεί τον Μάρβιν ή τον Ζήνωνα.
΄Υστερ' απ' αυτό το μόνο που έμενε ήταν ν' αδειάσουν και να ερευνήσουν αμέσως το πηγάδι. Ο Αμι υποχρεώθηκε να περιμένει τρέμοντας καθώς το βρωμισμένο νερό πεταγόταν κουβαδιά-κουβαδιά στο χώμα γύρω. Οι άντρες μύριζαν με σιχασιά το νερό και προς το τέλος, όταν βρήκαν τα σάπια πτώματα, αναγκάστηκαν να φράξουν τη μύτη τους. Δεν καθυστέρησαν και πολύ γιατί το νερό ήταν ανεξήγητα χαμηλό. Δε χρειάζεται να πούμε με ακρίβεια τι βρήκανε. Ο Μέρβιν κι ο Ζήνωνας ήταν κι οι δυο εκεί μέσα, εν μέρει, γιατί τα απομεινάρια τους ήταν κυρίως κόκαλα. Ήταν επίσης κι ένα μικρό ελάφι κι ένας σκύλος, περίπου στην ίδια κατάσταση, και πολλά κόκαλα μικρότερων ζώων. Η λασπουριά και η γλίτσα στο βυθό φαινόταν ανεξήγητα πορώδης και φουσκαλιασμένη και κάποιος που κατέβηκε μ' ένα μακρύ κοντάρι διαπίστωσε ότι μπορούσε να το χώσει όλο στη λάσπη δίχως να συναντήσει αντίσταση.
Τώρα είχε πέσει το σούρουπο κι έφεραν φανάρια από το σπίτι. Μετά, όταν φάνηκε πως δεν είχαν να κερδίσουν τίποτα περισσότερο από το πηγάδι, μπήκαν όλοι στο σπίτι κι άρχισαν να συζητούν στο αρχαίο καθιστικό ενώ το αδιατάραχτο φως του μισού φεγγαριού έπαιζε κουρασμένα με τη σταχτιά ερημιά έξω. Οι άντρες τα είχαν φανερά χαμένα με την υπόθεση και δεν μπορούσαν να βρουν ούτ' ένα πειστικό στοιχείο που να συνδέει την παράξενη κατάσταση των φυτών, την άγνωστη αρρώστια των ζώων και των ανθρώπων και τους ανεξήγητους θανάτους του Μέρβιν και του Ζήνωνα στο μολυσμένο πηγάδι. Είχαν ακούσει, βέβαια, τα κουτσομπολιά των χωρικών. Αλλά δεν μπορούσαν να πιστέψουν πως συνέβαιναν πράγματα υπερφυσικά. Δίχως αμφιβολία ο μετεωρίτης είχε δηλητηριάσει το χώμα αλλά η αρρώστια των ανθρώπων και των ζώων που δεν έφαγαν τίποτα που προερχόταν απ' αυτό το χώμα ήταν άλλη υπόθεση. Έφταιγε το νερό του πηγαδιού; Πολύ πιθανό. Θα ήταν καλή ιδέα να το αναλύσουν. Αλλά ποια παράλογη τρέλα έσπρωξε και τα δυο παιδιά να πέσουν στο πηγάδι; Οι πράξεις τους ήταν τόσο όμοιες -και τα απομεινάρια έδειχναν πως είχαν πεθάνει και τα δύο από τον ίδιο σταχτή θάνατο της αποσάθρωσης. Γιατί όλα ήταν τόσο σταχτιά και αποσαθρωμένα;
Ο ανακριτής, καθισμένος σ' ένα παράθυρο που έβλεπε στην αυλή, ήταν ο πρώτος που είδε το φως γύρω από το πηγάδι. Είχε νυχτώσει για καλά και τα αποτρόπαια περίχωρα του σπιτιού τα φώτιζε αδύναμα κάτι περισσότερο από τις άστατες αχτίδες του φεγγαριού. Η καινούρια λάμψη ήταν συγκεκριμένη και σαφής. Φαινόταν να ανεβαίνει από το μαύρο πηγάδι σαν αδύναμο φως φάρου κι αχνοκαθρεφτιζόταν στις λιμνούλες του αδειασμένου νερού. Είχε χρώμα πολύ παράξενο και ο Αμι τινάχτηκε καθώς στριμώχνονταν όλοι στο παράθυρο. Γιατί η χροιά της παράξενης αυτής αχτίδας του μιάσματος δεν του ήταν άγνωστη. Είχε δει το χρώμα και πριν και φοβόταν να σκεφτεί τι μπορούσε να σημαίνει αυτό. Το είχε δει στη βδελυρή σαθρή φούσκα του αερόλιθου πριν δυο καλοκαίρια, το είχε δει στην ξετρελαμένη ανοιξιάτικη βλάστηση κι είχε πιστέψει πως το είχε δει στιγμιαία το ίδιο αυτό πρωί στο μικρό καγκελόφραχτο παράθυρο του τρομαχτικού δωματίου στη σοφίτα όπου είχαν γίνει τόσα ακατονόμαστα. Είχε αστράψει εκεί για ένα δευτερόλεπτο κι ένα γλοιώδης μισερός ατμός είχε περάσει δίπλα του ξύνοντάς τον -και, κατόπιν, είχε πάρει τον φτωχό Νάχουμ κάτι με παρόμοιο χρώμα. Το 'λεγε μέχρι τέλους -το 'λεγε πως ήταν σαν τη φυσαλίδα και τα φυτά. Μετά έγινε το φευγιό στην αυλή και το πλατσούρισμα στο πηγάδι -και τώρα το πηγάδι αυτό ξερνούσε στη νύχτα μια χλωμή σιχαμερή αχτίδα με την ίδια απόχρωση.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε στο μυαλό του Αμι το γεγονός ότι κι αυτήν ακόμα τη στιγμή της έντασης στοχάστηκε πάνω σ' ένα σημείο με βασικά επιστημονική σημασία. Απόρησε πώς διατηρούσε την ίδια εντύπωση από έναν ατμό ιδωμένο στο φως της μέρας, σ' ένα παράθυρο που άνοιγε στον πρωινό ουρανό, κι από ένα νυχτερινό ανάδωμα που φάνταζε σαν φωσφορική ομίχλη πάνω στο μαύρο ερημωμένο τοπίο. Δεν ήταν σωστό -ήταν ενάντια στη Φύση- και σκέφτηκε τα τελευταία εκείνα τρομερά λόγια του χτυπημένου φίλου του, «από άλλο μέρος που τα πράγματα δεν είναι σαν εδώ.... Ένας από τους καθηγητές το είπε...»
Έξω τα τρία άλογα, δεμένα σε δυο μαραζωμένους θάμνους πλάι στο δρόμο, τραβούσαν τα χαλινάρια κι έσκαβαν το χώμα με μανία. Ο οδηγός του αμαξιού κίνησε προς την πόρτα να κάνει κάτι, αλλά ο Αμι έβαλε στον ώμο του ένα χέρι που έτρεμε. «Μη βγεις έξω», ψιθύρισε. «Δεν ξέρουμε. Ο Νάχουμ είπε πως κάτι ζει στο πηγάδι που σου ρουφά τη ζωή. Είπε πως πρέπει να έγινε από κάποια στρογγυλή φούσκα σαν αυτή που είδαμε στο μετεωρίτη. Ρουφά και καίει, είπε, κι είναι μονάχα ένα χρωματιστό σύννεφο σαν αυτό το φως τώρα, που μόλις φαίνεται και δεν ξέρεις τι είναι. Ο Νάχουμ πίστευε πως τρέφεται με κάθε είδους ζωή και δυναμώνει συνέχεια. Είπε πως το 'δε την περασμένη βδομάδα. Πρέπει να ήρθε από τον ουρανό, όπως είπαν κι οι καθηγητές για το μετεωρίτη. Έτσι που 'ναι κι έτσι που δουλεύει δεν μπορεί να είναι του κόσμου μας. Είναι από πέρα». Κι έτσι στάθηκαν αναποφάσιστοι ενώ το φως από το πηγάδι γινόταν δυνατότερο και τα άλογα χρεμέτιζαν όλο και πιο φρενιασμένα. Ήταν στ' αλήθεια φοβερή στιγμή. Ο τρόμος φώλιαζε στο ίδιο αυτό το πανάρχαιο, καταραμένο σπίτι, τέσσερις τερατώδεις σωροί απομεινάρια -δυο από το σπίτι και δυο από το πηγάδι- στο πίσω υπόστεγο, κι αυτός ο άγνωστος και βέβηλος ιριδισμός από τα λασπερά βάθη μπροστά. Ο Αμι είχε συγκρατήσει τον καροτσέρη δίχως να το σκεφτεί, ξεχνώντας ότι ο ίδιος έμεινε άβλαβος από το γλιτσερό χάδι του χρωματιστού ατμού στη σοφίτα. Ίσως, όμως, και να 'κανε σωστά. Ποτέ δε θα μάθει κανείς τι τριγυρνούσε έξω εκείνη τη νύχτα. Και μολονότι η βλαστήμια από το άπειρο δεν είχε βλάψει κανένα που 'χε το μυαλό του απείραχτο, δεν ήξερες τι μπορούσε να κάνει εκείνη την τελική στιγμή με τη φανερά αυξημένη της δύναμη και τα σημάδια μιας συγκεκριμένης βούλησης που θα φανερωνόταν σύντομα κάτω από τα σκόρπια σύννεφα του σεληνοφώτιστου ουρανού.
Την ίδια στιγμή ένας από τους αστυνομικούς στο παράθυρο πήρε μια κοφτή, δυνατή ανάσα. Οι άλλοι τον κοίταξαν και κατόπιν ακολούθησαν γρήγορα τη ματιά του προς το σημείο που είχε ξαφνικά τραβήξει την προσοχή του. Δε χρειάζονταν λόγια. Αυτό που αμφισβητούνταν σαν χωριάτικο κουτσομπολιό ήταν τώρα αναμφισβήτητο. Είναι ακριβώς γι' αυτό το πράγμα, που όλοι της ομάδας το παραδέχονταν αργότερα, που δε μιλάνε για τις παράξενες μέρες στο Αρκαμ. Είναι απαραίτητο να καταλάβουμε ότι δε φυσούσε καθόλου αέρας τη βραδινή εκείνη ώρα. Βέβαια λίγο αργότερα σηκώθηκε άνεμος, αλλά τη στιγμή εκείνη δε φυσούσε καθόλου. Ακόμα και τα ξερά, δίχως φύλλα κλαδιά της κάπαρης στο φράχτη κι η τέντα στην κορφή του αμαξιού δε σάλευαν καθόλου. Κι όμως, μέσα στην ανήσυχη, βέβηλη ηρεμία τα ψηλά κλαδιά όλων των δέντρων της αυλής αναδεύονταν. Συσπώνταν σιχαμένα και σπασμωδικά, νυχιάζοντας μ' ακράτητη επιληπτική μανία τα φωτισμένα από τη σελήνη σύννεφα. Έξυναν ανίσχυρα το φαρμακωμένο αέρα σαν να τα κουνούσε, δεμένη μαζί τους με ασώματα σύρματα, μια υπόγεια φρικωδία που σφάδαζε θανατερά μέσα στο μαύρο χώμα.
Για μερικές στιγμές δεν ανάσανε κανείς. Κατόπιν ένα πιο σκοτεινό σύννεφο σκέπασε το φεγγάρι κι η σιλουέτα των συστραμμένων κλαδιών χάθηκε για λίγο. Όλοι ξέσπασαν σε μια κραυγή. Γεμάτη δέος, βραχνή, σχεδόν ίδια σ' όλους τους λαιμούς. Γιατί ο τρόμος δε χάθηκε μαζί με τη θέα των κλαδιών, και σε μια φοβερή στιγμή βαθύτερου σκοταδιού οι παρατηρητές είδαν να σπιθουρίζουν στην κορυφή των δέντρων χιλιάδες μικροσκοπικές τελείες θαμπής ακτινοβολίας, στην άκρη του κάθε κλαδιού, σαν τις φλόγες που κατέβηκαν τη μέρα της Πεντηκοστής στα κεφάλια των Αποστόλων. Ήταν ένας τερατώδικος αστερισμός αφύσικου φωτός, λιμασμένο σμάρι νεκροθρεμμένες κωλοφωτιές που χόρευαν κολασμένες σαραμπάντες πάνω σε στοιχειωμένα έλη. Και το χρώμα ήταν το ίδιο ακατονόμαστο μ' αυτό που ο Αμι είχε μάθει πια να αναγνωρίζει και να αποστρέφεται. Σ' όλο αυτό το διάστημα ο φωσφορισμός από το πηγάδι γινόταν ολοένα φωτεινότερος, φέρνοντας στους ζαβλακωμένους άντρες μια αίσθηση αφύσικης καταδίκης. Τώρα πια δεν έλαμπε από το πηγάδι. Ξεχυνόταν . Και καθώς το άμορφο ρυάκι του ακατονόμαστου χρώματος εγκατέλειπε τη φωλιά του, φαινόταν να ξεχύνεται κατευθείαν στον ουρανό.
Ο κτηνίατρος ρίγησε και πήγε στην μπροστινή πόρτα για να βάλει άλλο ένα δοκάρι. Ο Αμι δεν έτρεμε λιγότερο κι αναγκάστηκε να τραβήξει τους άλλους από το μανίκι για να τους δείξει άφωνα το φέγγος που μεγάλωνε στα δέντρα. Ο θόρυβος των αλόγων είχε γίνει πια τρομαχτικός, αλλά καμιά από τις ψυχές που ήταν κλεισμένες στο γέρικο σπίτι δε θα τολμούσε να βγει έξω μ' οποιοδήποτε αντίτιμο που θα μπορούσε να πληρωθεί σ' αυτήν εδώ τη γη. Με το πέρασμα της ώρας η λάμψη μεγάλωνε ενώ τα ανήσυχα κλαδιά λες και τεντώνονταν όλο και περισσότερο για να πάρουν κάθετη κατεύθυνση. Τώρα έλαμπε και το ξύλο της τροχαλίας του πηγαδιού και σε λίγο ένας αστυνομικός έδειξε τις κυψέλες και τα υπόστεγα κοντά στο δυτικό τοίχο. Αρχιζαν να λάμπουν κι αυτά αν και τα οχήματα των επισκεπτών φαίνονταν απείραχτα. Τότε ακούστηκε μια άγρια ταραχή στο δρόμο και καθώς ο Αμι δυνάμωνε τη λάμπα για να δούνε καλύτερα αντιλήφθηκαν ότι τα τρομαγμένα άλογα είχαν σπάσει τα λουριά και το 'σκαγαν μαζί με το αμάξι.
Το πλήγμα έλυσε τις γλώσσες κι ακούστηκαν ταραγμένοι ψίθυροι. «Καλύπτει κάθε τι το οργανικό ένα γύρω», μουρμούρισε ο ιατροδικαστής. Κανείς δεν απάντησε, αλλά ο άντρας που είχε κατέβει στο πηγάδι είπε ότι με το μακρύ του στυλιάρι θα 'χε ανακατέψει κάτι που δεν έπρεπε. «Ήταν τρομερό», πρόσθεσε. «Δεν υπήρχε πάτος, μονάχα γλίνα και φουσκάλες κι η αίσθηση πως κάτι παραμόνευε εκεί κάτω». Το άλογο του Αμι έσκαβε ακόμα το χώμα και ούρλιαζε έξω στο δρόμο και σχεδόν έπνιγε τα αδύναμα ψελλίσματα του ιδιοκτήτη του, που προσπαθούσε ν' αρθρώσει τις άμορφες σκέψεις του. «Ήρθε από την πέτρα... μεγάλωνε κάτω εκεί... πήρε όλες τις ζωές... τράφηκε απ' αυτούς, από την ψυχή και το σώμα τους... του Θαδαίου και του Μέρβιν, του Ζήνωνα και της Νάμπι... στο τέλος ο Νάχουμ...ήπιαν όλοι από το νερό... τους βάρεσε... ήρθε από πέρα που τα πράγματα δεν είναι όπως εδώ... τώρα γυρίζει πίσω...»
Στο σημείο αυτό, καθώς η στήλη του άγνωστους χρώματος έγινε ξάφνου λαμπρότερη κι άρχισε να επιδίδεται σε υπαινιγμούς φανταστικών μορφών που αργότερα ο καθένας από τους παρόντες περιέγραφε διαφορετικά, από τον βασανισμένο ΄Ηρωνα βγήκε μια κραυγή που δεν είχε ξανακουστεί ποτέ από αλόγου στόμα. Στο χαμηλοτάβανο καθιστικό βούλωσαν τα αυτιά τους κι ο Αμι έστρεψε το πρόσωπό του από το παράθυρο αναγουλιάζοντας από φρίκη. Τα λόγια δεν μπορούν να το περιγράψουν -όταν ο Αμι κοίταξε ξανά έξω, το άμοιρο ζώο κειτόταν ακίνητο στο σεληνοφώτιστο χώμα ανάμεσα στα συντρίμμια του μικρού αμαξιού. Αυτό ήταν το τέλος του ΄Ηρωνα, που τον έθαψαν το άλλο πρωί. Αλλά δεν ήταν ώρα για πένθος, γιατί την ίδια στιγμή ο ένας αστυνομικός τράβηξε την προσοχή τους σε κάτι τρομαχτικό που βρισκόταν μέσα στο ίδιο το δωμάτιο. Με το φως της λάμπας σβηστό έγινε φανερό ότι ένας ασθενικός φωσφορισμός είχε αρχίσει να πλημμυρίζει το σπίτι. Έφεγγε στα πλατιά σανίδια του δαπέδου και στην κουρελού, λαμπύριζε στα φατνώματα των μικρών παράθυρων. Διέτρεχε τα χοντρά δοκάρια στις γωνιές, η μαρμαρυγή τύλιγε τα ντουλάπια, τις πόρτες και τα ξύλινα έπιπλα. Δυνάμωνε από λεπτό σε λεπτό και τέλος έγινε φανερό ότι κάθε τι το ζωντανό έπρεπε να εγκαταλείψει το σπίτι.
Ο Αμι τους έδειξε την πίσω πόρτα και το μονοπάτι που έβγαζε από τα χωράφια στην πάνω βοσκή. Προχώρησαν σκουντουφλώντας σαν σε όνειρο και δεν τόλμησαν να κοιτάξουν πίσω ώσπου απομακρύνθηκαν αρκετά στο ψήλωμα. Ευτυχώς που υπήρχε το μονοπάτι, γιατί δε θα μπορούσαν να φύγουν από μπροστά, από το καταραμένο πηγάδι. Δεν ήταν και λίγο που πέρασαν από τον ολόφεγγο σταύλο και τα υπόστεγα και από τα λαμπερά οπωροφόρα με τα διεστραμμένα, δαιμονικά περιγράμματα. Δόξαζαν τον θεό που το ανάδεμα των κλαδιών γινόταν περισσότερο κοντά στην κορυφή. Καθώς περνούσαν το παλιό γεφύρι πάνω από το ρέμα του Τσάπμαν, κατάμαυρα σύννεφα σκέπασαν το φεγγάρι κι έφτασαν στο ξάγναντο μπουσουλώντας στα τυφλά.
΄Όταν κοίταξαν κάτω προς την κοιλάδα και τη φάρμα των Γκάρντνερ, αντίκρισαν ένα θέαμα τρομερό. Ολόκληρη η φάρμα λαμπάδιαζε με το φριχτό, άγνωστο χρώμα: τα δέντρα, τα χτίσματα, ακόμα κι όσο χορτάρι ή θάμνοι δεν είχαν υποκύψει ολότελα στη θανάσιμη γκρίζα ξεραΐλα. ΄Όλα τα κλαδιά τεντώνονταν προς τον ουρανό, με γλώσσες βρώμικης φλόγας στις άκρες τους και ρυάκια της ίδιας τερατώδικης φωτιάς σερνόντουσαν στ' ακρινά δοκάρια του σπιτιού, του στάβλου και των υπόστεγων. ΄Ηταν σκηνή από όραμα του Φουζέλι. Και παντού αλλού βασίλευε το πανηγύρι της φωτεινής αμορφίας, αυτό το ξένο, δίχως διαστάσεις ουράνιο τόξο του μυστηριακού δηλητηρίου που έβγαινε από το πηγάδι -που έσερπε, χάιδευε, έγλειφε, γράπωνε, τύλιγε και φουσκάλιαζε κακόβουλα με τους άγνωρους, υπέρκοσμους χρωματισμούς του.
Μετά, χωρίς ειδοποίηση, το φριχτό πράμα όρμησε κάθετα στον ουρανό σαν ρουκέτα ή μετέωρο, δίχως ν' αφήσει χνάρια πίσω του, κι εξαφανίστηκε μέσα από μια στρογγυλή, παράδοξα κανονική τρύπα στα σύννεφα. Κανείς δεν πρόλαβε να πάρει ανάσα. Κανείς δε θα μπορέσει ποτέ να ξεχνάει αυτό που είδε κι ο Αμι κοιτούσε χαζά τα αστέρια του Κύκνου, τον Ντένεμπ που άστραφτε ανάμεσά τους, εκεί που το άγνωστο χρώμα έγινε ένα με το Γαλαξία. Αλλά την ίδια στιγμή η ματιά του γύρισε πάλι στη γη, τραβηγμένη από το κροτάλισμα στην κοιλάδα. Ήταν μονάχα κροτάλισμα, ήχος ξύλου που σκίζεται κι όχι έκρηξη που ορκίζονταν πολλοί άλλοι της ομάδας. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: μέσα σε μια πυρετική, καλειδοσκοπική στιγμή η καταδικασμένη φάρμα ξέσπασε σε μια εκρηχτική, αστραφτερή καταιγίδα από αφύσικες σπίθες που θάμπωσε το βλέμμα των λίγων που την είδαν κι έστειλε στο ζενίθ του ουρανού ένα σύννεφο με τέτοιο χρώμα και τέτοιο αφάνταστο υλικό που το σύμπαν ολόκληρο το αποδιώχνει. Μέσ' από την ατμώδη οπή που ξανάκλεισε γρήγορα ακολούθησε τη θανατίλα που χανόταν και σ' ένα δευτερόλεπτο χάθηκε κι αυτό. Πίσω και κάτω έμεινε μόνο ένα σκοτάδι όπου ο άντρες δεν τολμούσαν να επιστρέψουν, και παντού γύρω άρχισε να σηκώνεται ένας άνεμος που λες και ξεχυνόταν στα χαμηλά σε μαύρες ριπές που έστελνε το αστρικό διάστημα. Στρίγκλιζε και ολοφυρόταν, μαστίγωνε τα χωράφια και βίαζε τα δάση με τρελή κοσμική μανία, ώσπου γρήγορα η ομάδα κατάλαβε τρέμοντας ότι δε χρειαζόταν να περιμένει το φεγγάρι για να δει τι απόμεινε από τη φάρμα του Νάχουμ.
Με τρόμο που δεν άφηνε θέση σε συζήτηση και θεωρίες οι εφτά άντρες ξεκίνησαν τρέμοντας για το Αρκαμ από τον βορινό δρόμο. Ο Αμι ήταν χειρότερα από τους άλλους και τους ικέτεψε να τον πάνε ως μέσα στην κουζίνα του πριν συνεχίσουν για την πόλη. Δεν ήθελε να περάσει μόνος τα ανεμοδαρμένα δάση που ανάμεσά τους περνούσε ο κανονικός δρόμος για το σπίτι του. Γιατί είχε δεχτεί ένα χτύπημα παραπάνω από τους άλλους κι όλα τα κατοπινά χρόνια τον πλάκωνε ένας σκοτεινός φόβος που δεν τολμούσε ούτε να φανερώσει. Καθώς οι υπόλοιποι της ομάδας στον ταραγμένο λόφο έστρεφαν αποφασιστικά το πρόσωπό τους προς το δρόμο, ο Αμι είχε στραφεί πάλι για μια στιγμή προς τη σκιαγμένη, ερημωμένη κοιλάδα που ως πριν λίγο έδινε καταφύγιο στον κακότυχο φίλο του. Κι απ' αυτό το μακρινό σημείο είδε κάτι να σηκώνεται αδύναμα και να βουλιάζει πάλι στο μέρος όπου είχε τιναχτεί στα ουράνια ο μέγας άμορφος τρόμος. Δεν ήταν παρά ένα κομμάτι χρώμα -μα όχι από 'κείνα που ξέρουμε στους ουρανούς και τη γη μας. Κι επειδή ο Αμι αναγνώρισε αυτό το χρώμα και ξέρει πως το τελευταίο αυτό αδύναμο απομεινάρι θα λουφάζει ακόμα εκεί κάτω στο πηγάδι, δεν ξανάρθε ποτέ στα σύγκαλά του.
Ποτέ δεν πλησίασε αυτό το μέρος. Πέρασαν σαράντα τέσσερα χρόνια από την ώρα του τρόμου, αλλά ποτέ δεν πάτησε πόδι εκεί και θα χαρεί όταν τα σκεπάσει όλα η τεχνητή λίμνη. Θα χαρώ κι εγώ γιατί δε μου άρεσε ο τρόπος που το φως του ήλιου άλλαζε χρώμα γύρω στο χείλος του παρατημένου πηγαδιού καθώς περνούσα. Ελπίζω να μείνει το νερό πάντα βαθύ _αλλά κι έτσι δε θα το πιω ποτέ. Ούτε και θα ξανάρθω στις γειτονιές του Αρκαμ. Τρεις από τους άντρες που ήταν με τον Αμι ξαναγύρισαν το άλλο πρωί για να δούνε τα ερείπια στο φως της μέρας, αλλά ερείπια ουσιαστικά δεν υπήρχαν. Μόνο τα τούβλα της καμινάδας, οι πέτρες του κελαριού, λίγα μεταλλικά σκουπίδια εδώ κι εκεί, και το πεζούλι του ακατανόμαστου πηγαδιού. Εκτός από το άλογο του Αμι, που το 'συραν και το 'θαψαν πιο πέρα, και το μισοκατεστραμμένο αμάξι του, κάθε άλλο ίχνος ζωής είχε χαθεί. Απόμειναν πέντε μαγεμένα εκτάρια σκονισμένη, σταχτιά ερημιά και τίποτα πια δεν ξαναβλάστησε εκεί. Ως σήμερα ανοίγεται στον ουρανό σαν ένας μεγάλος λεκές που προξένησαν στο δάσος και τα χωράφια παντοδύναμα οξέα, κι οι λίγοι που τόλμησαν να στρέψουν μάτι πάνω της παρά τους ψίθυρους των χωρικών την ονόμασαν καμένο χέρσωμα.
Οι χωρικοί διηγούνται πράγματα παράξενα. Θα ήταν ακόμα πιο παράξενα αν οι άνθρωποι της πόλης και οι χημικοί του πανεπιστήμιου ενδιαφέρονταν να αναλύσουν το νερό από το αχρησιμοποίητο πηγάδι ή τη σκόνη που δε φαίνεται να σκορπίζεται από τον άνεμο. Κι οι βοτανολόγοι θα 'πρεπε να μελετήσουν τη μισοπεθαμένη χλωρίδα στις άκρες του λεκέ, γιατί θα μπορούσαν ίσως να ρίξουν φως στην πίστη των χωρικών ότι το κακό απλώνεται σιγά-σιγά, ίσως δυο με τρεις πόντους το χρόνο. Ο κόσμος λέει ότι την άνοιξη το χρώμα στα γειτονικά φυτά δεν είναι απόλυτα σωστό κι ότι άγρια ζώα αφήνουν περίεργα χνάρια στο ελαφρό χειμωνιάτικο χιόνι. Το χιόνι πάνω στο λεκέ δε φαίνεται το ίδιο βαρύ μ' αλλού. Τα άλογα -τα λίγα που έμειναν στη μηχανοκίνητη εποχή μας- νευριάζουν μόλις βρεθούν στη σιωπηλή κοιλάδα. Οι κυνηγοί δεν μπορούν να εμπιστευτούν τους σκύλους τους όταν περνούν κοντά από την γκριζωπή σκόνη.
Λένε ακόμα ότι το μέρος επιδρά άσκημα στο μυαλό. Πολλοί μισοτρελάθηκαν τον επόμενο χρόνο και σ' όλες τις περιπτώσεις δεν είχαν τη δύναμη να φύγουν από 'κει. Τότε οι πιο δυνατοί στη θέληση εγκατέλειψαν την περιοχή και μονάχα οι ξένοι προσπάθησαν να μείνουν στα παλιά σπίτια. Ωστόσο δεν τα κατάφεραν. Κι αναρωτιέμαι καμιά φορά ποια διαίσθηση οξύτερη από τη δική μας τους χάρισαν οι άγριες και παράδοξες μαγικές ιστορίες που διηγούνται χαμηλόφωνα. Τα νυχτερινά όνειρα γίνονται τρομαχτικά σ' αυτό το μέρος, παραπονιούνται, και σίγουρα η εμφάνιση του σκοτεινού τόπου αρκεί από μόνη της να ξεσηκώσει μια νοσηρή φαντασία. Κανείς ταξιδιώτης δε γλίτωσε από μιαν αίσθηση παραδοξότητας καθώς περνούσε τις βαθιές χαράδρες κι οι ζωγράφοι τρέμουν καθώς εικονίζουν τα πυκνά δάση που το μυστήριό τους ξεπηδά ταυτόχρονα από το πνεύμα και την όραση. Κι εγώ ο ίδιος νιώθω περίεργα για την αίσθηση που είχαν από το μακρινό μου περίπατο -πριν ακούσω την ιστορία του Αμι. ΄Όταν ήρθε το σούρουπο είχα κάπως επιθυμήσει να μαζευτούν λίγα σύννεφα, γιατί ένας παράξενος φόβος για τα βαθιά ουράνια είχε τρυπώσει σούρνοντας στην ψυχή μου.
Μη ρωτάτε τη γνώμη μου. Δεν ξέρω -αυτό αρκεί. Μόνο τον Αμι μπόρεσα να ρωτήσω. Οι άνθρωποι στο Αρκαμ δε μιλούν ποτέ για τις παράξενες μέρες κι οι τρεις καθηγητές που είδαν τον αερόλιθο και τη φουσκάλα είναι νεκροί. Υπάρχουν κι άλλες φουσκάλες -να είστε σίγουροι. Κάποια πρέπει να τράφηκε καλά και να ξέφυγε, και κάποια άλλη δεν πρόλαβε. Δίχως αμφιβολία είναι ακόμα στο βάθος του πηγαδιού -το ξέρω πως κάτι δεν πήγαινε καλά με το φως του ήλιου πάνω από το μιασμένο νερό. Οι χωριάτες λένε πως το κακό προχωρεί δυο τρεις πόντους το χρόνο, ίσως λοιπόν κάτι μεγαλώνει ακόμα εκεί, τρέφεται και περιμένει. Αλλά όποιος δαίμονας κι αν κλωσά το κακό εκεί κάτω πρέπει να 'ναι δεμένος με κάτι, αλλιώς θα ξαπλωνόταν γρήγορα. Να 'ναι δεμένος με τις ρίζες των δέντρων που νυχιάζουν τον άνεμο; Μια από τις ιστορίες που αφηγούνται σήμερα στο Αρκαμ λέει για χοντρές βελανιδιές που λάμπουν τη νύχτα και σαλεύουν με τρόπο ανάρμοστο.
Τι είναι, μονάχα ο Θεός ξέρει. Από υλική άποψη υποθέτω ότι αυτό που περιέγραψε ο Αμι θα πρέπει να ονομαστεί αέριο, όμως αέριο που δεν υπάκουε στους νόμους του κόσμου τούτου. Δεν ήταν καρπός των κόσμων και των ήλιων που λάμπουν στα τηλεσκόπια και τις φωτογραφικές πλάκες των αστεροσκοπείων μας. Δεν ήταν ανάσα των ουρανών εκείνων που τις διαστάσεις τους μετρούν οι αστρονόμοι ή και λένε πως δεν επιδέχονται μέτρηση. Ήταν ένα χρώμα από το βαθύ διάστημα -ένας φριχτός αγγελιαφόρος από τα άμορφα βασίλεια του Απείρου- πέρα από τη Φύση που γνωρίζουμε. Από χώρους που η ύπαρξή τους θολώνει από μόνη της το μυαλό και μαςμουδιάζει με τα μαύρα εξώκοσμα χάσματα που ανοίγει μπροστά στα φρενιασμένα μάτια μας.
Αμφιβάλλω πολύ αν ο Αμι είπε ψέματα συνειδητά και δεν πιστεύω πως η ιστορία του ήταν ολόκληρη γέννημα της τρέλας, όπως με προειδοποίησαν στο Αρκαμ. Κάτι τρομερό ήρθε στους λόφους και τις κοιλάδες μας μ' αυτό το μετέωρο -και κάτι τρομερό- αν και δεν ξέρω πόσο μεγάλο- μένει ακόμα. Θα χαρώ να δω να 'ρχεται το νερό. Στο μεταξύ ελπίζω να μην πάθει τίποτα ο Αμι. Είδε πάρα πολλά και η επίδραση του πράγματος ήταν τόσο φαρμακερή! Γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να φύγει από 'κει; Πόσο καθαρά θυμόταν τα τελευταία λόγια του Νάχουμ -«το ξέρεις αλλά δεν μπορείς τίποτα... να ξεφύγεις... σε τραβά...» Ο Αμι είναι πολύ συμπαθητικός γέρος, όταν ξεκινήσει το έργο της υδατοδεξαμενής θα πρέπει να γράψω στον αρχιμηχανικό να τον προσέχει. Δε θα 'θελα να τον θυμάμαι σαν εκείνη τη σταχτιά, στρεβλή, σαθρή τερατωδία που επιμένει, όλο και περισσότερο, να ταράζει τον ύπνο μου.
Μετάφραση: Βασίλης Καλλιπολίτης, 1999




Δεν υπάρχουν σχόλια: