Η «γέφυρα της κρίσης» είναι ένα από τα πιο γνωστά εσχατολογικά θέματα
στις μεσαιωνικές χριστιανικές αποκαλύψεις. Η μόνη αξιόπιστη εικασία που αφορά
την καταγωγή της, διατυπώθηκε το 1919 από τον Miguel Asin Palacios και
επανεμφανίστηκε πρόσφατα στον P.
Dinzelbacher, τον
τελευταίο ερευνητή, που αφιέρωσε μια μονογραφία σ’ αυτό το θέμα. Κατά τον P. Dinzelbacher,
το σύμβολο εισχωρεί στη Δύση μαζί με τους ισλαμικούς θρύλους του mi’raz του Μωάμεθ.
Ο ίδιος ερευνητής υποθέτει πως, διασχίζοντας την Ιρλανδία, οι αραβικοί θρύλοι
αναζωπύρωσαν μιαν αυτόχθονα λαογραφική εστία, κελτικής προέλευσης. Τέλος,
κανείς δεν αμφισβήτησε ποτέ το γεγονός, ότι το ισλαμικό θέμα προέρχεται από το
Ιράν, και ειδικά από την γέφυρα Cinvat των παραδόσεων παχλαβί.
Η χρονολογία των χριστιανικών θρύλων αντιπροσωπεύει ένα αρκετά
ακανθώδες πρόβλημα. Σύμφωνα με τον Asin Palacios και τον Dinzelbacher,
όλοι χρονολογούνται στον 12ο αιώνα, εφόσον μονάχα μια τέτοια
χρονολόγηση επιτρέπει στους δύο σοφούς να υποστηρίξουν την εικασία της διάδοσης
των αραβικών θεμάτων και της διείσδυσής τους στην Ευρώπη μέσω Ιρλανδίας. Ο Dinzelbacher
μάλιστα, φθάνει στο σημείο να παραβιάσει τις χρονολογίες: κατ’ αυτόν,
αφού η ιρλανδική προέλευση της Visio Tundali είναι αποδεδειγμένη, αυτό το κείμενο γράφτηκε πιθανότατα
πριν από την Visio Alberici.
Άλλωστε, υπάρχουν σίγουρες ενδείξεις για την χρονολόγηση του πρώτου κειμένου,
που γράφτηκε από τον ιρλανδό μοναχό Marc στην Ratisbonne
(Regensburg), περί το
1149 ή λίγο νωρίτερα. Αντίθετα, δεν υπάρχει βάσιμος λόγος για αμφισβήτηση της
παράδοσης του μοναδικού χειρογράφου της Visio Alberici, του 12ου αιώνα. Σ’ αυτό το κείμενο ορίζεται
το 1127 ως ο χρόνος που ο Alberic,
μοναχός στο Montecassino,
αναθεώρησε την αφήγηση των ίδιων του των οραμάτων (χρονολογουμένων στην αρχή
του 12ου αιώνα: το 1111 είναι το terminus post quem), εξαιτίας των ατελειών
και των παρεμβολών, που είχαν παρεισφρύσει από την πέννα του πρώτου συντάκτη
τους, του μοναχού Guy.
Μια άλλη πλάνη του ίδιου του dinzelbacher, πολύ σοβαρότερη, ήταν η υποστήριξή του – μέσα στη
διδακτορική του διατριβή – ότι και το λατινικό κείμενο Visio Esdrae, που δημοσιεύθηκε από
τον A. Mussafia το
1871. Ωστόσο, από την Visio Beati Esdrae περισώζεται, στην Bibliothek des Priesterseminars του Linz,
ένα χειρόγραφο, χρονολογούμενο τον 10ο-11ο αιώνα. Το
χειρόγραφο αυτό θα μπορούσε να καταρρίψει κάθε βεβαιότητα, που αναφέρεται στην
ιρανική καταγωγή του θέματος της «στενής γέφυρας».
Για να κρατήσουμε κάποια τάξη στην προσέγγισή μας, θα σταθούμε για
λίγο σε ορισμένα επεισόδια των αποκαλύψεων του 12ου αιώνα. Η «γέφυρα
της κρίσης» εμφανίζεται στην Visio Alberici Cassinensis Coenobii Monachi Servi Servorum Christi ultimi
(1127) στην Visio Tundali,
στον «οραματιστή de S. Galgan” (ob. 1181) και στο Tractatus de Purgatorio S. Patricii , γραμμένο
το 1188-89 από τον μοναχό H.
De Saltrey. Την ξαναβρίσκουμε
στο Lancelot του Chretien de Troyes
(c. 1177).
Στο «πεδίο του ένδοξου οράματος», που είχε, σε ηλικία δέκα ετών, κατά
τη διάρκεια μιας καταληψίας εννέα ημερών, ο Alberic de Settefrati (Cosence, Calabria) βλέπει «ένα μεγάλο ποταμό καυτής πίσσας, που έβγαινε από την κόλαση. Καταμεσίς
του υψωνόταν μια πολύ πλατιά πύρινη γέφυρα. Οι ψυχές των δικαίων περνούν απ’
εκεί τόσο γρηγορότερα όσο πιο αθώες κρίνονται. Αν όμως οι δίκαιοι βαραίνουν από
τα αμαρτήματά τους, όταν φθάνουν στη μέση της γέφυρας, αυτή στενεύει τόσο που
το πλάτος της φθάνει στο πάχος μιας κλωστής. Μπροστά σ’ αυτό το εμπόδιο πέφτουν
στον ποταμό. Ύστερα, αφού ξανασηκωθούν και ξαναπέσουν, υποβάλλονται σε
βασανιστήρια, ώσπου ψημένοι σαν κρέας και εξιλεωμένοι από τα αμαρτήματά τους
αποκτούν απόλυτη ελευθερία να διαβούν τη γέφυρα».
Η περιγραφή της γέφυρας στην αφήγηση του καταληπτικού Tondale (κελτικά Thugdal) που είχε συνταχθεί
από τον ιρλανδό κληρικό Marc του Munster
για την ηγουμένη του μοναστηριού του Αγίου Παύλου στη Ratisbonne, μοιάζει ελάχιστα με το όραμα
του Alberic. Σύμφωνα με
την περίληψη του F. Bar: «ύστερα από μακρύ δρόμο, (ο Tondale)φθάνει σε μια γέφυρα
γεμάτη καρφιά, χτισμένη πάνω σ’ ένα βάλτο που κοχλάζει και κατοικείται από
τέρατα χοντρά σαν ταύρους. Το βασανιστήριο των ληστών ήταν το πέρασμα αυτής της
γέφυρας. Ο Tondale βρίσκεται να οδηγεί, παρά τη
θέλησή του, μιαν αγελάδα που είχε άλλοτε κλέψει. Ο άνθρωπος ή το ζώο πέφτουν
ανά πάσα στιγμή. Στη μέση της γέφυρας υπάρχει ένας άλλος αμαρτωλός φορτωμένος
μ’ ένα σακκί στάρι. Και οι δυο τους ικετεύουν να τους αφήσουν να περάσουν,
χύνοντας δάκρυα και αίμα, που πίνουν τα τέρατα της λίμνης. Τέλος, δίχως να
καταλάβουν πως έχουν δρασκελίσει την τρομερή γέφυρα». Στο Voyage du puys sainct Ratrix, το επεισόδιο της
γέφυρας συμπίπτει απόλυτα με εκείνο του οράματος του Alberic, μεταφερόμενος από τους
διαβόλους σε ένα πολύ πλατύ ποτάμι, ο ιππότης Owein πρέπει να διασχίσει «μια γέφυρα τόσο στενή, όπου μόλις θα
μπορούσε να σταθεί ένα πουλί, πάνω από μια λίμνη που εκτοξεύει μια βρωμερή
φλόγα γεμάτη διαβόλους». Έχοντας επικαλεσθεί το αποτρόπαιο όνομα του
Κυρίου, ο Owein «βάζει τα δύο του
πόδια πάνω στη γέφυρα και, με τη θέληση του Θεού η γέφυρα πλαταίνει τόσο ώστε
να μπορέσουν να περάσουν δύο αμάξια». Στον Lancelot (Τον Ιππότη της Άμαξας) ο ήρωας πρέπει να
διασχίσει με χέρια και πόδια γυμνά, «με πόνο και αγωνία» τη γέφυρα-σπαθί.
Εφόσον οι σοφοί συμφωνούν ότι η Ιρλανδία αντιπροσώπευσε πάντοτε τον
υποχρεωτικό τόπο διέλευσης των ισλαμικών θρύλων προς την ηπειρωτική Ευρώπη, ας
προσπαθήσουμε να δούμε αν το θέμα της «στενής γέφυρας» έχει πράγματι
αναζωπυρώσει, όπως υποθέτει ο Dinzelbacher,
μια «κελτική λαογραφική εστία». Το μοναδικό ιρλανδικό κείμενο που μπορεί κανείς
να συγκρίνει με εκείνα που προαναφέραμε, είναι το Όραμα του Αντχαμχνάν, του 11ου αιώνα εμφανώς επηρεασμένο
από τις χριστιανικές ή αραβικές αφηγήσεις. Ωστόσο η γέφυρα του Οράματος του Αντχαμχνάν είναι άσχετη
προς την κελτική παράδοση. Αληθεύει ότι, στο Ταξίδι του Mael Duin (8ος-9ος
αιώνας), γίνεται λόγος για μια γυάλινη γέφυρα που αποδιώχνει τους περαστικούς.
Ο Osla
Cyllelfawr, ένα
από τα πρόσωπα της ακολουθίας του βασιλιά Αρθούρου στην γαλατική αφήγηση Culhwch et Olwen, έχει ένα μαχαίρι τόσο
πλατύ, που κάνει χρέη γέφυρας για ένα ολόκληρο στράτευμα, όμως κι αυτό το
ανέκδοτο είναι άσχετο με την στενή γέφυρα ή την γέφυρα-σπαθί. Σαν κατακλείδα,
δεν φαίνεται να υπήρξε καμιά «κελτική παράδοση» που να μιλά για μια «στενή
γέφυρα» πριν από τις χριστιανικές και αραβικές αφηγήσεις. Όσο για τα παραδείγματα
που αντλούνται από τον γερμανικό κόσμο, βρίσκονται ακόμη πιο μακριά από το θέμα
μας, απ’ ό,τι εκείνα που ανήκουν στον κελτικό.
Στους αραβικούς θρύλους, η «γέφυρα της κρίσης» ή sirat έχει
ακριβώς τα ίδια χαρακτηριστικά με την γέφυρα των χριστιανικών αποκαλύψεων:
πλαταίνει για να δώσει πέρασμα στους δίκαιους, και στενεύει για να
καταβαραθρώσει τους βέβηλους στην κόλαση. Η αναπαράσταση εμφανίζεται ήδη τον 8ο
αιώνα. Την βρίσκουμε σε ένα από τα hadits του Abu Sa’ id Al-Khudri, συντρόφου του Προφήτη. Οι πρώτες
αφηγήσεις του Mi’raj χρονολογούνται
την ίδια εποχή. Αυτή που μεταφράστηκε από ισπανικά σε λατινικά από τον νοτάριο Bonaventura της
Σιέννας, κατά την εποχή του Αλφόνσου Χ του Σοφού, βασίζεται στην αραβική
σύνταξη ενός πλαστογράφου Maysara ibn
‘Abd Rabbi-hi (πέρση του 8ου
αιώνα) ή Umara ibn Sulayman (δαμασκηνού, του 8ου αιώνα). Παραθέτουμε την
λατινική εκδοχή του εν λόγω εδαφίου: «Scias,
Machomete, quod Azirat est pons quidam quem Deus fecit ad probandum illos qui
bene credunt in legem tuam et similiter qui non credunt. Pons autem iste in alto sopra infernum situs existens magis subtilis est
quam ullus capillus capitis et quam omnis ensis accumen eciam plus accutus. Nam
ex utraque parte totus plenus est tenalliis atque unchis et aliis instrumentis
ferreis ad perforandum aptis, que omnia longiora sunt magnis lanceis et ita
eciam ad incidendum acuta quod a nemine dici poest…»*. Η γέφυρα διαιρείται σε επτά
διαμερίσματα, που ανταποκρίνονται στις επτά χθόνιες γαίες.
Το communis opinion θεωρεί πως η γέφυρα sirat των αραβικών θρύλων προέρχεται από
την γέφυρα Cinvat της ιρανικής εσχατολογίας. Ας εξετάσουμε τα κείμενα του
πανάρχαιου και μεταγενέστερου Avesta.
Το cinvatoperetu εμφανίζεται στα αρχαιότερα τμήματα του Avesta. Ωστόσο, πουθενά στο Avesta, ούτε και στο γαθικό
στίχο του Yasna, 51, 13
ή στην Vendidad 19, 27…
δεν βρίσκουμε μια σφή ένδειξη για κάποια κρίση στη γέφυρα. Για να πείσουμε τους
πιο αισιόδοξους που, όπως ο P.
Dinzelbacher, πιστεύουν
πως το Videvdat 19, 29… βρίσκεται στην αρχή του θέματος της «στενής
γέφυρας», αρκεί να αναφέρουμε το ακόλουθο εδάφιο της μετάφρασης του N. Soderblom: «Εκείνη (η ψυχή) ακολουθεί τον δρόμο που δημιουργήθηκε από τον Χρόνο,
δρόμο που υπάρχει τόσο για τον κακό όσο και για τον πιστό, την γέφυρα Cinvat, που δημιουργήθηκε από τον Mazda. Εκεί, η
συνείδηση και η ψυχή ξαναζητούν το μερίδιο των επίγειων αγαθών που δόθηκε απ’
αυτές στον σωματικό κόσμο». Είμαστε υποχρεωμένοι να πιστέψουμε πως η
αναπαράσταση μιας «στενής γέφυρας» εμφανίζεται στο Ιράν περίπου τον 6ο
αιώνα μ.Χ., το ενωρίτερο. Όπως και στους ισλαμικούς θρύλους, εισάγεται από
αλλού. Το θέμα αποκτά πολύ συγκεκριμένο περίγραμμα στα κείμενα παχλαβί που
συντάχθηκαν τον 9ο αιώνα, στο Bundahishn, στο Dadestan-I denig και
στο Menok-I khrat. Στη μυθική γεωγραφία
αυτών των κειμένων, ο κόσμος περιβάλλεται από το όρος Haraberezaiti (περσικά Alborz), που περνά μέσα από τους τρεις ουρανούς – έναστρο,
σεληνιακό, ηλιακό – για να φθάσει στα «άπειρα φώτα» (anarga raosha). Στο κέντρο του
κόσμου, στο Eran-Vej (πρώην airyanem vaejah), που είναι το κέντρο
της κεντρικής ζώνης (keshvar)
Xvaniratha, ορθώνονται
τα βουνά Terak, Hukariya, Ushidarena και
τέλος, το Cakad-I Daitik ή
Κορυφή της Κρίσης. «Από την κορυφή που
ορθώνεται η γέφυρα Cinvat, στην είσοδο της οποίας
επιτελείται η συνάντηση της ψυχής με το Daena, το ουράνιο Εγώ της, -
ή αντίθετα με το φριχτό όραμα που αντανακλά μονάχα το εγώ της, ακρωτηριασμένο
και παραμορφωμένο απ’ όλες τις ασχήμιες, αποσπασμένο από το ουράνιο αρχέτυπό
της». Η γέφυρα Cinvat πλαταίνει για να δεχτεί την ψυχή του δίκαιου και λεπταίνει
ώσπου να περιορισθεί στις διαστάσεις μιας λεπίδας ξυραφιού για να
καταβαραθρώσει τον βέβηλο στην Κόλαση.
Ας δεχθούμε ότι η γέφυρα sirat των θρύλων του Mi’raj θα μπορούσε, χρονολογικά, να
επηρεασθεί από τις παραδόσεις των τελευταίων Σασανιδών ηγεμόνων. Ωστόσο, η
σύνθεση των θρύλων, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, υποδεικνύει μάλλον ως
μοναδική πηγή του mi’raj την
ιουδαιοχριστιανική αποκαλυπτική φιλολογία και την ιουδαϊκή μυστική της merkabah. Σ’ αυτή την
περίπτωση, είναι ορθότερο να παρακολουθήσουμε την ιστορία του θέματος, σε
ιουδαϊκά και χριστιανικά περιβάλλοντα παρά σε περσικά, για να δούμε μήπως η
«στενή γέφυρα» εκπληρώνει – στα ιουδαϊκά και χριστιανικά κείμενα – τη
λειτουργία της κρίσης πολύ πριν από τα γραπτά σε γλώσσα παχλαβί.
Μια στενή «είσοδος» και ένα στενό «πέρασμα», εικονίζονται στην
αποκάλυψη του 4ου Έσδρας του 1ου αιώνα ( ή στην αρχή του
2ου), που συντάχθηκε στα εβραϊκά ή αρμενικά και μεταφράστηκε
ελληνικά και από τα ελληνικά στα λατινικά, συριακά, αιθιοπικά, αραβικά (δύο εκδοχές)
αρμενικά, σαχιδικά και γεωργιανά. « civitas est aedificata et posita
in loco campestri, est autem plena omnium bonorum. introitus autem eius
angustus et in praecipiti positus, ut esset a dextris quidem ignis, a sinistris
vero aqua alta. semita autem est una sola inter eos posita, hoc est ignis et
aqua, ut non capiat semita nisi solummodo vestigium hominis»**.
Ανάμεσα στις αρχές του 2ου και στα μέσα του 6ου
αιώνα, επιτελείται μια μεταβολή σε αυτή τη δοξασία, μεταβολή που δεν αποδίδεται
στην ιρανική επίδραση, αφού ακριβώς την ίδια εποχή, η γέφυρα Cinvat γίνεται στην Περσία, μια «γέφυρα
της κρίσης». Στο έργο του
Historia Francorum, γραμμένο περί το 577, ο Gregoire de Tours περιέγραφε με
τον ακόλουθο τρόπο το όραμα του
αββά Sunniulfus de
Randan (διαμέρισμα Puy-de-Dome): «referre erat
solidus, ductum se per visum ad quoddam flumen igneum, in quo ab una parte
litoris concurrentes populi ceu apes ad alvearia mergebantur; et errant alli
usque ad cingulum, alii vero usque ascellas, non-nulli super mentum, clamantes
cum fletu se vehementer aduri. Erat enim et pns super fluvium positus ita
angustus, ut vix unius vestigii latitudinem recipere possit. Apparebat autem et
in alia parte litoris domus magna, extrinsecus dealbata… De hoc ponte praecipitabitur,
qui ad disstringendum commissum gregem fuerit repertus ignavusQ qui vero
strenuous fuerit, sine periculo transit et inducitur laetus in domum»***. Μια
γέφυρα απαράλλακτη εμφανίζεται στους Dialogi de vita et miraculis partum Italicorum του
Γρηγορίου του Μεγάλου (580-604). Στον Ιουδαϊσμό, αυτή η παράδοση συναντάται
μόνο στο Midrash Yalqu.
in Isut 60, ωστόσο, ο I. Scheftelowitz την θεωρεί προγενέστερη του Ισλάμ.
Το ισλαμικό θέμα της «στενής γέφυρας», σύμφωνα με αυτόν τον σοφό, είχε
ληφθεί από τον ιουδαϊσμό. Μια πολύ σημαντική λεπτομέρεια έμοιαζε να ενισχύει
αυτή την υπόθεση: η διαίρεση του sirat σε επτά, που αντιστοιχεί στις «Septem viae» του 4 Έσδρα. Έτσι, το
μυστικό midrash που ονομάζεται Τα
Οράματα του Ιεζεκιήλ και έχει γραφεί στην Παλαιστίνη τον 4ο ή 5ο
μ.Χ. αιώνα, συναντά κανείς για πρώτη
φορά την παράδοση των «επτά χθόνιων γαιών», που παίζει σημαντικό ρόλο στους
θρύλους του mi’raj. Πρόκειται για γαίες
τοποθετημένες κάτω από τη γη «μας», που αντισταθμίζουνν τους επτά
υπερτιθέμενους ουρανούς. Τα ονόματα τους είναι: Adamah, Eretz, Heled, Neshyah, Dumah, She’ol, Tit Ha-Yaven. Παρόμοιες κοσμολογικές
θεωρήσεις βρίσκονται και στο Beraita de-Ma’aseh Bereshit, όπως και στο Midrash Konen. Στο Ισλάμ η παράδοση
των επτά χθονίων γαιών ανάγεται στον Ibn Abbas, - σύντροφο του προφήτη
– και μεταβιβάζεται από τον Ka’b al- Akbar, εβραίο προσηλυτισμένο, σύγχρονο
του Μωάμεθ, όόπωςκαι από τν Wahb Ibn Munabbih,
παραδοσιακό του 8ου αιώνα. Κατά τον E. Cerulli, τον 10ο-110 αιώνα, υπήρχαν δύο εκδοχές,
εκείνη του Kisa’I (10ος αιώνας) και του Abou Omar Yusuf b. Abd Ibn Abdalbarr (ob. 1071), όπως και μια δεύτερη εκδοχή
στον at-Ta’labi (ob. 1035). O Asin αναφέρει δύο άλλες παραδόσεις του 8ου αιώνα, όπου
οι γαίες παίρνουν άλλα ονόματα. Όσο για τον J.L. Palache, αναφέρει μια πράδοση
όμοια στον Azraki, αλλά
χωρίς αμφιβολία κάνει λάθος ισχυριζόμενος ότι δεν υπάρχει κανένα ταυτόσημο θέμα
στον ιουδαϊσμό. Εφόσον το απόκρυφο 4 Έσδρας είναι το πρώτο κείμενο όπου οι
τιμωρίες των βεβήλων και οι ανταμοιβές των δικαίων διαιρούνται σε επτά
κατηγορίες, είναι πιθανόν να επηρεάστηκε απ’ αυτό, η κοσμολογία που προβλέπει
επτά χθόνιες γαίες.
Το θέμα των χρονολογιών και των ιστορικών συγγενειών, φαίνεται κατά
γενικό κανόνα, απλούστερο απ’ ό,τι υπέθεταν άλλοτε. Η λατινική Visio Beati Esdrae, της οποίας το
αρχαιότερο χειρόγραφο χρονολογείται στο τέλος του 10ου ή τις αρχές
του 11ου αιώνα, αντιπροσωπεύει πιθανότατα το κλειδί αυτού το
περίπλοκου γρίφου. Πράγματι, ανάμεσα στα τρία μεσαιωνικά κείμενα που εξαρτώνται
από την ελληνική μετάφραση του 4 Έσδρας, αυτή είναι το εγγύτερο προς την πηγή
του. Πρωτίστως μας ενδιαφέρει γιατί περιλαμβάνει το κανονικό θέμα της «στενής
γέφυρας»: «Et ambulavi in antea et vidi flumen igneum, pontus erat super id magnus,
latitude eius,
quam unde possit, largitur paria boum LXX. Ubi cum venissent usti, transierunt cum
laetitia et exsultatione. Et verum veniebant peccatores pontus ipse
revertebatur in eam subilitatem ut filus stamis. Cadebant in eum flumen
confitentes peccata sua…»****. Αυτό το επεισόδιο παρενεβλήθη μεταξύ 2ου
και 10ου αιώνα, ωστόσο, η πηγή του είναι προφανώς χριστιανική. Έτσι,
πληροφορούμεθα ότι τον 6ο αιώνα, ο Gregoire de Tours και
ο Γρηγόριος ο Μέγας γνώριζαν αυτόν τον τύπο μεταθανάτιας θεοδικίας. Υποθέτουμε
ότι η μεταβολή του εδαφίου του 4 Έσδρας που αφορά τη «στενή ατραπό»
επιτελέσθηκε μεταξύ 2ου και 6ου αιώνα, και ότι τα δυο
αυτά πρόσωπα του 6ου αιώνα εμπνέονταν από την ίδια αναπαράσταση,
εξαιρετικά διαδεδομένη στην εποχή τους. Αυτή η αναπαράσταση πρέπει να εισήχθη
για πρώτη φορά σε ένα κείμενο παρόμοιο πτος την δική μας Visio Beati Esdrae. Οι χριστιανοί
συγγραφείς και οι συντάκτες των κειμένων παχλαβί, όπως και οι άραβες αφηγητές
άντλησαν το υλικό τους από αυτή την ίδια πηγή: ένα χριστιανικό απόκρυφο,
σταχυολογημένο κατά τον 2ο αιώνα ή αργότερα, οπωσδήποτε όμως πριν
από το δεύτερο ήμισυ του 6ου, που ερμηνεύει ελεύθερα στην ελληνική
μετάφραση του 4 Έσδρας.
Παρ’ όλα αυτά, σε ορισμένες συγκεκριμένες περιπτώσεις, η μετάδοση του
θέματος της «στενής γέφυρας» και η αποδοχή του από τις μεσαιωνικές αποκαλύψεις,
των οποίων ο Jaques Le Goff μας έδωσε πρόσφατα μια ζωντανή νωπογραφία, πραγματοποιήθηκε
με το διάμεσο των παραδόσεων του mi’raj,
όπως αποδείξαμε αλλού. Πράγματι, ο μοναχός Alberic de Setterfrati μπήκε στα
μοναστήρια του Montecassino σε μια εποχή που η ανάμνηση του Κωνσταντίνου του Αφρικανού,
πρώτου μεταφραστή στα λατινικά των αραβικών κειμένων, ήταν ακόμη πολύ έντονη. Ο
φίλος του Alberic, ο
νεαρός Πέτρος ο Διάκονος, συνδημιουργός της αποκάλυψης που είχε συνταχθεί το
1127, απασχολείται λεπτομερώς με την προσωπικότητα του Κωνσταντίνου,
συνθέτοντας τον κατάλογο των έργων του. Λάτρης του αραβικού πολιτισμού, ο
καρχηδόνιος σοφός, που πέθανε το 1087, μπόρεσε να μελετήσει τους θαυμάσιους
θρύλους του mi’raj, μαζί με έναν νεαρό
μοναχό, που άλλωστε ο Πέτρος ο Διάκονος – γεννημένος το 1107 – είχε την
ευκαιρία να γνωρίσει. Όσο για τον Alberic, είχε οραματισθεί στα δέκα του χρόνια, κατά τη διάρκεια
μιας καταληψίας που συνεχίστηκε επί εννέα ημέρες. Το 1027, σε ηλικία μεταξύ 20
και 26 ετών, μπόρεσε να πεισθεί άνετα ότι είχε ονειρευτεί υποβλητικά επεισόδια,
όπως εκείνο της στενής γέφυρας, που θα τον εντυπωσίαζαν στη συνέχεια. Σε αυτή
την περίπτωση, - δεδομένων των ιστορικών περιστάσεων της σύνταξης του Οράματος
του Alberic, - η
εξήγηση αυτή φαίνεται η πιο εύλογη.
Βλέπουμε λοιπόν ότι το Όραμα του Alberic θα μπορούσε να είναι εντελώς
ανεξάρτητο από την Visio Esdrae,
ένα κείμενο αν όχι παμπάλαιο, πάντως βασισμένο σε μια παράδοση που ανάγεται
τουλάχιστον στον 6ο αιώνα. Αυτή η ίδια παράδοση θα ενσωματωθεί
αργότερα στις αφηγήσεις του mi’raj, και θα επηρεάσει την
αποκάλυψη του Alberic. Ο
Tundal
εξαιρείται απ’ αυτή την σειρά των κειμένων ενώ το Καθαρτήριο του Αγίου
Πατρικίου συμπεριλαμβάνεται είτε μέσω του Οράματος του Alberic, είτε, πιθανότερα, μέσω της
λατινικής Visio του Έσδρα.
_____________________________
*«Μάθε, Μωάμεθ, πως η Αζιράτ
είναι μια γέφυρα που έκανε ο Θεός για να δοκιμάσει εκείνους που πιστεύουν και
εκείνους που δεν πιστεύουν στο νόμο σου. Αυτή η γέφυρα που απλώνεται ψηλά, πάνω
από την κόλαση, είναι στενότερη από μια τρίχα και πιο ακονισμένη από τη λεπίδα
του σταθμού. Στις δύο άκρες είναι γεμάτη από τανάλιες και γάντζους και άλλα
εργαλεία διάτρησης, μακρύτερα από τις πιο μακριές λόγχες και απερίγραπτα μυτερά».
**«Υπάρχει μια πολιτεία χτισμένη
και τοποθετημένη σε μια κοιλάδα γεμάτη από όλα τα καλά. Η είσοδός της όμως
είναι στενή και τοποθετημένη μπροστά σε μια χαράδρα που έχει τη φωτιά δεξιά και
το ψηλό νερό αριστερά της. Ανάμεσά τους, δηλαδή στη φωτιά και στο νερό υπάρχει
μόνο ένα μονοπάτι, στενό σαν την πατούσα ενός ανθρώπινου ποδιού».
***«Είχε τη συνήθεια να
διηγείται πως κατά τη διάρκεια ενός οράματος βρέθηκε σ’ ένα διάπυρο ποτάμι,
όπου σε μια από τις όχθες του, ο κόσμος βουτούσε ορμώντας όπως οι μέλισσες στις
κυψέλες. Μερικοί ήταν χωμένοι μέσα μέχρι τη μέση, άλλοι μέχρι τις μασχάλες,
πολλοί ως πάνω από το σαγόνι, κλαίγοντας και φωνάζοντας ότι καιγόντουσαν
φοβερά. Υπήρχε και μια γέφυρα τοποθετημένη πάνω στο ποτάμι, τόσο στενή, που δεν
μπορούσε να δεχθεί παρά μονάχα το πλάτος μιας πατούσας. Στην άλλη όχθη, έβλεπε
κανείς ένα σπίτι μεγάλο ασπρισμένο στο εξωτερικό του… Στο πέρασμα του πλήθους,
όταν ανακαλύπτετο κάποιος οκνηρός, η γέφυρα στένευε και (ο οκνηρός) καταποντιζόταν.
Ωστόσο, οι δυνατοί περνούσαν ακίνδυνα και ήταν ευτυχισμένοι μέσα στο σπίτι».
****»Και συνέχισα και είδα ένα
πύρινο ποτάμι, πάνω στο οποίο υπήρχε μια μεγάλη γέφυρα, που τέτοιο ήταν το
πλάτος της ώστε επέτρεπε να περνούν εβδομήντα ζεύγη βόδια. Όταν έφθαναν οι
δίκαιοι, περνούσαν με χαρά και αγαλλίαση. Όταν όμως έφθαναν οι αμαρτωλοί, η
γέφυρα στένευε και γινόταν όσο ένας ιστός αράχνης. Έπεφταν στο ποτάμι
εξομολογούμενοι τα αμαρτήματά τους…»
IOAN P. COULIANO
ΕΜΠΕΙΡΙΕΣ
ΤΗΣ ΕΚΣΤΑΣΗΣ
ΕΚΣΤΑΣΗ,
ΑΝΑΒΑΣΗ ΚΑΙ ΟΡΑΣΕΙΣ
ΑΠΟ
ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
ΛΗΔΑ ΠΑΛΛΑΝΤΙΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΗ 1986