.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 3 Απριλίου 2016

Βουτιά θανάτου – Salto Mortale – E. W. Heine


Το σόου απεδείχθη η μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία της τηλεόρασης. Τα νούμερα τηλεθέασης ήταν τόσο υψηλά, που τα άλλα κανάλια θα μπορούσαν να διακόψουν τη λειτουργία του προγράμματός τους. Όταν τα απογεύματα του Σαββάτου το «Salto Mortale» (η Βουτιά του Θανάτου) έκανε την εμφάνισή της στις οθόνες των τηλεοράσεων, ήταν σαν να σάρωνε κάποιος τους δρόμους και έμεναν άδειοι.
Βέβαια, τα κερδοφόρα τυχερά τηλεπαιχνίδια ήταν πάντα δημοφηλή: «Ένας θα κερδίσει στο τέλος» ή «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος». Αλλά όλα αυτά ήταν απλώς κουτιά, παιδικά παιχνίδια μπροστά στο Salto Mortale, τη βουτιά του θανάτου.
Όλοι μπορούσαν να λάβουν μέρος. Η αρμόδια επιτροπή στην τηλεόραση αναζητούσε ανάμεσα στους υποψήφιους – που κάθε φορά ήταν όλο και περισσότερες εκατοντάδες – τους κατάλληλους παίκτες, τρεις άντρες και δυο γυναίκες. Τα κριτήρια βάσει των οποίων γινόταν η επιλογή, ήταν δυσδιάκριτα, αλλά ήταν γνωστό ότι η νεότητα, η ζωντάνια και η ελκυστική εμφάνιση έπαιζαν ρόλο. Οι πέντε επιλεχθέντες έχαιραν άφθονης δημοσιότητας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για πολλές μέρες πριν το σόου. Συναντιόντουσαν κάθε Παρασκευή πρωί σε μια πολυτελή σουίτα, που είχε παραχωρηθεί γι’ αυτό το σκοπό, με όλες τις ανέσεις ενός ξενοδοχείου πέντε αστέρων. Εκεί, όταν βρίσκονταν στην πισίνα, στη σάουνα, όταν ατένιζαν τ’ αστέρια, όταν λαγοκοιμόντουσαν ή ακόμα και όταν χόρευαν, μπορούσε κανείς με βεβαιότητα να δει τα πρότυπα περί πολυτέλειας της ανθρώπινης φυλής που συνέβαιναν αβίαστα εδώ. Πληθώρα από κρυμμένες κάμερες μετέφεραν κάθε ανθρώπινη πλευρά της ζωής, ζωντανά αλλά και από απόσταση αναπνοής.
Τέσσερις απ’ αυτούς θα ήταν αύριο πολυεκατομμυριούχοι, πλούσιοι και ζηλευτοί από όλο τον κόσμο. Αλλά ένας, θα ήταν εκείνος που θα το πλήρωνε με τη ζωή του.
Όταν ο Φέλιξ Φέλντμπους βρήκε ένα γράμμα από την τηλεόραση στην πρωινή του αλληλογραφία, πίστεψε ευθύς ότι επρόκειτο για μια αρνητική απάντηση. Ποιος άλλωστε υπολογίζει ότι θα σταθεί τυχερός και θα κερδίσει το λαχείο;
Κι όμως – αφότου άνοιξε το γράμμα με το κουταλάκι του καφέ, διάβασε ότι είχε επιλεγεί για να λάβει μέρος στη Βουτιά του Θανάτου, στα μέσα του επόμενου μήνα.
Αμέσως βιάστηκε να τηλεφωνήσει στη φίλη του για να μοιραστεί μαζί της την συγκλονιστική είδηση: «Δεν είναι φοβερό;»
«Όχι, μην το κάνεις αυτό. Είσαι τρελός. Θα πεθάνω από τον φόβο μου», έλεγε η Βερένα. «Σε παρακαλώ, μην το κάνεις».
«Μα κανείς δεν πεθαίνει τόσο γρήγορα», γελούσε αυτός. «Το Σαββατοκύριακο θα βρίσκεται η φωτογραφία μου σε όλες τις εφημερίδες. Είμαι ένας σταρ. Αυτό πρέπει οπωσδήποτε, σήμερα κιόλας, να το γιορτάσουμε».
Το βράδυ έφαγαν στο καλύτερο εστιατόριο της πόλης, ό,τι πιο καλό και ακριβό υπήρχε. Όταν η Βερένα ρώτησε μετά από το επιδόρπιο: «Θα πάμε στο δικό σου σπίτι ή στο δικό μου;» αυτός απάντησε με ύφος κοσμικού ανθρώπου: «Ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο».
Κάλεσε ένα ταξί να έρθει και ανέφερε το όνομα ενός ξενοδοχείου, που μόνο από την εξωτερική του όψη γνώριζε, αφού ποτέ άλλοτε δεν είχε τολμήσει να πάει. Σε μια σουίτα με διπλή μπανιέρα και μελί χρώματος μάρμαρο, μοιράζονταν την αγάπη που ξεχείλιζε από τα κορμιά τους, σαν τα πουλάκια κι ο ένας πιτσίλιζε τον άλλον με ακριβή σαμπάνια.
«Μα δεν κέρδισες ακόμα τα εκατομμύρια», τον προειδοποιούσε η Βερένα.
Ο Φέλιξ ανταπαντούσε: «Αν χάσω, που είναι πολύ αμφίβολο, δε θα χρειάζεται ούτως ή άλλως να ανησυχώ για τον τραπεζικό μου λογαριασμό. Και αν κερδίσω, θα έχω αρκετά για το υπόλοιπο της ζωής μου. Για ποιο λόγο λοιπόν να λογαριάζω τα χρήματα;»
Η μεγάλη μέρα όλο και πλησίαζε, και όσο πιο κοντά έφτανε, τόσο περισσότερο έφευγε ο ενθουσιασμός, αφού στο μυαλό ερχόταν η τρομερή εκείνη ερώτηση: «Και αν εγώ είμαι…;» Θα μπορούσε να σημαίνει τον θάνατό του, κι ήταν ακόμα νέος, υπερβολικά νέος. Ωστόσο, που αλλού μπορούσε κανείς να βγάλει χρήματα τόσο γρήγορα και κάτω από τόσο ευνοϊκές συνθήκες; Στο λόττο ή στο λαχείο θα υπήρχε η πιθανότητα να κερδίσει κανείς ένα τέτοιο ποσό, αλλά στην πραγματικότητα αυτό δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί ποτέ. Στη Βουτιά του Θανάτου όμως, από τους πέντε συμμετέχοντες, οι τέσσερις έπαιρναν το χρηματικό κέρδος. Που θα ξαναβρισκόταν τέτοια ευκαιρία;
Και το ρίσκο; Θεέ μου, αυτό το έβλεπε κανείς καθημερινά. Δεν θα ‘πρεπε όλοι αυτοί οι άνθρωποι που μπαίνουν σε αεροπλάνο να σκέφτονται, αν θα ξαναγυρίσουν; Ο αριθμός των ανθρώπων που χάνουν τη ζωή τους ετησίως σε αυτοκινητιστικά δυστυχήματα, είναι τόσο μεγάλος, όσο οι κάτοικοι μιας μικρής πόλης. Κι όμως, όλοι τους οδηγούν αυτοκίνητο!
Ο Φέλιξ σκέφτηκε όλα εκείνα τα σόου της Βουτιάς του Θανάτου που είχε δει. Κανένα δεν είχε χάσει. Η υπόθεση ήταν πάντα η ίδια, αλλά κάθε φορά διαφορετική και προκαλούσε το ενδιαφέρον. Πέντε αναστατωμένοι-χαρούμενοι άνθρωποι, γεμάτοι αισιοδοξία. Κι όμως, ένας απ’ αυτούς ήταν σαν να ήταν ήδη πεθαμένος αφού όταν ανέβαιναν στο αεροπλάνο το ένα αλεξίπτωτο δεν θα άνοιγε. Η κάμερα έδειχνε και τους πέντε στο αεροπλάνο τη στιγμή που πηδούσαν, αλλά και όλη τη σκηνή της πτώσης τους. Στο κράνος τους είχαν τοποθετημένη μια κάμερα, που έδειχνε τα πρόσωπά τους και τις παραμορφώσεις που προκαλούσε ο άνεμος, κι εκείνα τα μάτια τους, κι εκείνα τα μάτια τους, που αντανακλούσαν τον φόβο. Άραγε θα ανοίξει το αλεξίπτωτο; Και εκατομμύρια κόσμος που παρακολουθούσε από τις οθόνες της τηλεόρασης στο σπίτι, έθεταν το τρομερό ερώτημα: Λες να είναι αυτός; Ή λες να είναι η νεαρή κοπέλα που με γενναιότητα προσπαθεί να χαμογελάσει; Και τότε, ως αποκορύφωση της αγωνίας: το πρόσωπο εκείνου που συνειδητοποιεί ότι σε λίγα δευτερόλεπτα πρόκειται να συντριβεί στο έδαφος.
Ένα πρόσωπο που θα μείνει αξέχαστο, και του οποίου η ανάμνηση επαναλαμβάνεται με διάφορους τρόπους, σαν να προσπαθεί να κρατηθεί από τον χρόνο. Τι ρεαλιστικό μνημόσυνο, κανείς δε χρειάζεται να αποδείξει την αυθεντικότητά του! Ένας θάνατος που μεταδίδεται ζωντανά.
Φυσικά η πρόσκρουση δε φαίνεται, δε θα μπορούσε άλλωστε να φανεί, αφού και η κάμερα καταστρέφεται.
Στον ηλεκτρικό που έπαιρνε κάθε πρωί ο Φέλιξ για να πάει στο γραφείο του, δύο κυρίες συζητούσαν για μια αυτοκτονία, που η μια από αυτές είχε ζήσει και δει από πολύ μικρή απόσταση, κάτω από τη γέφυρα του σιδηρόδρομου στα δυτικά προάστια.
«Εγώ πάντως σα λέω», εξηγούσε εκείνη στην άλλη. «Ακούγεται σαν να σκάει στο έδαφος ένα πελώριο καρπούζι: πλαααφ! Το αίμα πετιέται σε απόσταση δέκα μέτρων. Σιχαμερό, πραγματικά σιχαμερό!»
Λίγες μέρες πριν από τη βουτιά, διάφορες καθημερινές εφημερίδες έβαζαν στοιχήματα, για το ποιος θα είναι ο άτυχος. Ο Φέλιξ θεωρούσε καλό οιωνό ότι δεν στοιχημάτιζαν σ’ αυτόν. Οι περισσότεροι πόνταραν στις δυο γυναίκες καθώς πάντα ένας άντρας από αυτούς που λάμβαναν μέρος, έπρεπε να το πιστεύει.
Ο Φέλιξ παραγκώνιζε το φόβο του με τα ερωτικά χάδια της Βερένας. Όταν ασχολιόταν με το λατινικό λεξιλόγιο, έμαθε πως το όνομα Φέλιξ στα λατινικά σημαίνει «ευτυχισμένος». Και τα ονόματα είναι οιωνοί. Τον φιλούσε, τον έβαζε στο κρεβάτι και έλεγε: «Έλα Φέλιξ, φτιάξε με!»
Έτσι έφτασε και η Παρασκευή. Την επόμενη μέρα η ομάδα της τηλεόρασης θα έπαιρνε τον Φέλιξ με μια μαύρη Ρολς Ρόυς, καθώς εκεί είχε κανονιστεί και η βιντεολήψη. Και από εκείνη την ώρα δεν συνέβαινε τίποτα που να μην βρισκόταν κάτω από την κρίση αναρίθμητων ματιών.
Εκεί μπορούσε κανείς να δει και το πέντε αστέρων σκηνικό, φτιαγμένο σε στυλ Big Brother, όπου παντού υπήρχαν κάμερες και μικρόφωνα. Ενοχλητική ήταν η ματαιόδοξη στάση των συμπαικτών του, όχι των γυναικών αλλά των ανδρών. Και τα δύο αγόρια, ένας φοιτητής γυμναστικής και ένας νεαρός διευθυντής, συμπεριφέρονταν με τέτοιο τρόπο, σαν να μην βρισκόντουσαν στην Βουτιά του Θανάτου, αλλά σε κανένα διαγωνισμό body building. Μόλις κατέφθασαν, έβγαλαν ευθύς αμέσως τα ρούχα τους και πέρασαν το υπόλοιπο της ημέρας στα ντους, στη σάουνα και στην πισίνα, όπου ρουφούσαν την κοιλιά τους και έπαιζαν επιδεικτικά με τους μύες τους. Μια από τις γυναίκες, μια νοσοκόμα, διάβαζε σε ένα βιβλίο, ότι οι ξαπλωμένοι ασθενείς, πρέπει να παραμένουν ήρεμοι, γιατί, όπως ήξερε και από προσωπική εμπειρία, τα κόκαλα του ανθρώπου είναι εύκολο να σπάσουν.
Η άλλη, ένα «περπατημένο» κορίτσι, ασχολιόταν με τα νύχια των χεριών και των ποδιών της, έβαφε τις βλεφαρίδες της, χτένιζε τα μαλλιά της και συνεχώς ασχολιόταν με τον εαυτό της. Όσον αφορούσε το επάγγελμά της, απαντούσε χωρίς ντροπή:
«Επαγγελματίας πόρνη, ειδική στο να εξαφανίζει ερεθισμούς». Ανέβαζε ψυχολογικά εκείνους τους άντρες που δεν είχαν καμία ερωτική κατάκτηση. Ήταν φανερό πως της ταίριαζε: όποιος, λόγω επαγγέλματος, περνάει πολλές ώρες της ημέρας σε ένα μέρος με λουκάνικα, τότε δεν αντέχει και στις ελεύθερες ώρες του να βλέπει λουκάνικα.
Ζευγαρώματα – αυτό που αποζητούν περισσότερο οι τηλεθεατές – είχαν γίνει εύκολα, εκτός βέβαια από τους δύο «ομορφονιούς» που αλληλοαλειφόντουσαν με λάδι και χτυπούσε ο ένας τον ώμο του άλλου εμπιστευτικά.
Μετά από την αναγκαία συνομιλία του με τον μικρό που περιγελούσε τον Θεό, ο Φέλιξ τραβήχτηκε πίσω τόσο, ώστε να φαίνεται από όλες τις κάμερες ότι αποτραβήχτηκε. Η επόμενη μέρα θα ήταν δύσκολη. Μπορεί και να ήταν η τελευταία του. Βλακείες. Μην το σκέφτεσαι καθόλου. Πριν κουκουλωθεί με το πάπλωμά του, χάρισε στην κάμερα ένα χαμόγελο. Ήξερε πως η Βερένα τον έβλεπε. Θα τον περίμενε μετά την προσγείωσή του στο ξενοδοχείο. Έτσι είχε κανονιστεί. Η μαρμάρινη μπανιέρα με το μελί χρώμα, ήταν το πιο κατάλληλο μέρος για να υποδεχτεί τον ήρωα που ξαναγύρισε σπίτι.
Μια ηλιόλουστη μέρα πήγαν στο αεροδρόμιο, μια μεγάλη πομπή με μπλε φώτα, τον τύπο και το φορτηγάκι με τις κάμερες.
Η Βερένα καθόταν οκλαδόν μπροστά από την τηλεόραση και η καρδιά της χτυπούσε δυνατά από αγωνία. Τώρα έφτασαν στον χώρο από όπου αναχωρούσαν τα αεροπλάνα. Με τις προπέλες να λειτουργούν, οι παίχτες αποθανατίστηκαν για άλλη μια φορά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ήταν η τελευταία φωτογραφία που έδειχνε και τους πέντε. Στην επιστροφή, ο ένας θα έλειπε. Καθώς το αεροπλάνο ξεκίνησε, στην τηλεόραση έβαλαν τη μουσική υπόκρουση: η αρχή του Λυκόφωτος των Θεών. Μια αντρική φωνή έλεγε: «Στην αρχαία Ρώμη, όταν οι μονομάχοι ρισκάριζαν τη ζωή τους, ακουγόταν ηχηρά ο τελευταίος τους χαιρετισμός: «Morituri te salutant”, οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν». Τότε έκλεισε η Βερένα την τηλεόραση.
Έπρεπε να τον έχω αποτρέψει, σκεφτόταν. Αλλά θα τα κατάφερνα; Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της.
Τώρα όμως, μην το βάζεις κάτω. Έριξε μια ματιά στο ρολόι του χεριού της. Έπρεπε να βιαστεί.
Ο φοιτητής γυμναστικής πήδηξε πρώτος. Μετά από δέκα δευτερόλεπτα ακολούθησαν η «υπηρέτρια του έρωτα», ο διευθυντής και η νοσοκόμα. Ο Φέλιξ ήταν ο τελευταίος που εγκατέλειψε το αεροπλάνο. Ο αέρας της πτώσης ήταν σαν γροθιά. Και τότε η ελεύθερη πτώση, ένα αίσθημα που κυριολεκτικά κόβει την ανάσα και γυρίζει τ’ άντερα. Τρομερό!!! Από κάτω του, άνοιξε το πρώτο αλεξίπτωτο. Ύστερα και το δεύτερο. Ο Φέλιξ στροβιλίστηκε τόσο άγρια, που έχασε τους υπόλοιπους. Πότε θ’ ανοίξει το αλεξίπτωτό του; Έλα! Έλα ντε! Έπεσε στο έδαφος σαν βλήμα. Λίγες πνοές και θα γινόταν η πρόσκρουση. Ω, κύριε βοήθα με! Μπορούσε ήδη να δει καθαρά τους ανθρώπους στο αεροδρόμιο. Έγνεφαν και έσπρωχναν ο ένας τον άλλον, έδειχναν αυτόν. Όχι, όχι φώναζε κάτι μέσα του. Όχι!
Σαν να του τραβούσαν τα σκοινιά. Γύρισε το βλέμμα του προς τα επάνω. Σαν ένα μεγάλο άνθος, αναδείχθηκε το χρώμα του αστραφτερού μπλε ουρανού. Μια κραυγή χαράς βγήκε από το στήθος του. Ουφ, λίγο έλειψε. Λίγο αργότερα ακούμπησε στο έδαφος. Ο αέρας τον αναποδογύρισε. Εκεί έτρεξαν κοντά του οι άνθρωποι για τις Πρώτες Βοήθειες, και τον απάλλαξαν από το μπέρδεμα των σκοινιών.
Χειραψίες, χτυπήματα στον ώμο. Μια ομαδική φωτογραφία. Η νοσοκόμα λείπει.
Οι κάμερες βούιζαν. Μικρόφωνο μπροστά του, καταιγίδα από τα φλας και ερωτήσεις επί ερωτήσεων. Αισθανόταν σαν μαριονέτα.
«Ποια είναι η μεγαλύτερή σας επιθυμία;»
«Ένα ταξί. Φωνάξτε μου ένα ταξί, σας παρακαλώ».
Επιτέλους το ξενοδοχείο. Προσπέρασε τρέχοντας τα ασανσέρ, όρμησε στα σκαλιά και τα ανέβαινε τρία-τρία. Δωμάτιο 2. Άνοιξε την πόρτα. Βερένα! Στεκόταν εκεί στη μαρμάρινη μπανιέρα με το μελί χρώμα, γυμνή σαν την Αφροδίτη της Μήλου. Έβγαλε τα ρούχα του, αισθανόταν σαν να είχε μόλις αναστηθεί. Τον είχε καταλάβει μια απερίγραπτη δίψα για ζωή. Την αγκάλιασε με χέρια και με πόδια και την έπνιξε στα φιλιά. Γέμισε από ευτυχία, ευτυχία γεμάτη αγαλλίαση. Όρεξη, που ποτέ άλλοτε δεν είχε νιώσει. Μια άγρια κραυγή…
Τότε προσέκρουσε.
Έσκασε σαν καρπούζι, έλεγαν οι τραυματιοφορείς, που μάζευαν τα απομεινάρια του.


E. W. Heine
ΔΙΑΒΟΛΟΣΚΕΥΑΣΜΑΤΑ
Παράξενες, συναρπαστικές Ιστορίες
Μετάφραση: Χίλντα Αλυσανδράτου
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΟΝΙΔΑΡΗ 2002

Δεν υπάρχουν σχόλια: