Η Μίριαμ χάρηκε που βρήκε την Περιστέρα
στον περιστεριώνα της. Γιατί, καθώς η
Χίλντα ήταν προικισμένη με ατέλειωτη
ζωτικότητα και αντλούσε βαθιά ευχαρίστηση
από τον γλυκό μόχθο που της γέμιζε τη
ζωή, είχε τη συνήθεια να βγαίνει έξω
νωρίς και να εγκατοικεί στις πινακοθήκες
μέχρι που σουρούπωνε. Ευτυχισμένοι
εκείνοι (οι τόσο λίγοι) που επέλεγε να
τη συντροφεύουν στη διάρκεια της μέρας:
περιηγούνταν τους καλλιτεχνικούς
θησαυρούς της Ρώμης, υπό την καθοδήγησή
της, με ανεπανάληπτο τρόπο. Όχι πως η
Χίλντα επιδιδόταν σε διαλέξεις ή μιλούσε
με την εμβρίθεια του ειδικού για τους
πίνακες – πιθανόν να μην τα πήγαινε
πολύ καλά με την ορολογία της τέχνης
της –, ούτε πως είχε να πει πολλά για
όσα θαύμαζε εντονότερα. Αλλ’ ακόμη και
η βουβή της έλξη ήταν τόσο ισχυρή, ώστε
παρέσυρε και τη δική σου, χορηγόντας
σου μια δεύτερη όραση, που σε καθιστούσε
ικανό να δεις τα αριστουργήματα σχεδόν
με το βάθος και τη λεπτότητα της δικής
της πρόσληψης.
Όλοι οι Αγγλοσάξονες εκείνου του καιρού
με διαμονητήριο στη Ρώμη γνώριζαν τη
Χίλντα εξ όψεως πια. Δίχως να το
συνειδητοποιήσει, το καημένο παιδί είχε
γίνει ένα από τ’ αξιοθέατα της Αιώνιας
Πόλης και συχνά την έδειχναν στους
forestieri, καθισμένη μπροστά
στο καβαλέτο της ανάμεσα στους αγρίως
γενειοφόρους νεαρούς, τους ασπρομάλληδες
ηλικιωμένους και τις κακοντυμένες,
οδυνηρά άχαρες γυναίκες, που απαρτίζουν
τον εσμό των αντιγραφέων. Οι φύλακες τη
γνώριζαν καλά και τη φρόντιζαν σαν παιδί
τους. Συχνά, όλο και κάποιος νεαρός
καλλιτέχνης, αντί να συνεχίσει με το
αντίγραφο του πίνακα μπροστά στον οποίον
είχε τοποθετήσει το καβαλέτο του,
κοσμούσε τον μουσαμά του μ’ ένα εκ του
φυσικού πορτρέτο της προσηλωμένης στην
εργασία της κοπέλας. Ομορφότερο θέμα
δεν θα μπορούσε να επιλεγεί. Ούτε και
λιγότερο απαιτητικό σε λεπτή δεξιότητα
και ψυχολογική διορατικότητα, αν
επρόκειτο ν’ αποδοθεί με κάποιαν
αρτιότητα. Ήταν χαριτωμένη κάθε στιγμή
της ημέρας η Χίλντα, με τον τρόπο που
μας χαρακτηρίζει στη Νέα Αγγλία: φωτεινοί
καστανοί βόστρυχοι. Μάγουλα κάπως ωχρά,
πλην όλο υγεία. Ευαίσθητα κι ωστόσο πολύ
θηλυκά και καλοσυνάτα χαρακτηριστικά.
Αλλά, κάθε τόσο, αυτό το χαριτωμένο
κοριτσίστικο πρόσωπο άστραφτε από μιαν
εντυπωσιακή ομορφιά, λες και κάποια
εσωτερική σκέψη ή συναίσθημα λαμπρυνόταν
και ανέβαινε στην επιφάνεια, για να
κρυφτεί αμέσως μετά – έτσι που , βλέποντας
αυτή τη διαρκώς επαναλαμβανόμενη αλλαγή,
νόμιζες πως η Χίλντα ήταν πραγματικά
ορατή μόνο χάρη στη λιακάδα της ψυχής
της.
Κατά τα λοιπά, ήταν καλό θέμα για πορτρέτο,
καθώς διακρινόταν από μια συγκρατημένη
γραφικότητα – ασυναισθήτως ίσως
απορρέουσα από μια κάποια εκκεντρικότητα
στις λεπτομέρειες του ντυσίματος – την
οποία σπανίως οι καλλιτέχνες αφήνουν
να τους ξεφύγει. Το αποτέλεσμα ήταν να
την κάνουνε να μοιάζει με κάτοικο τόπου
βγαλμένου από εικονογραφημένο βιβλίο,
ένα μερικώς ιδεώδες πλάσμα, πάντα
μη-μου-άπτου και πάντοτε απλησίαστο,
παρεκτός από κάποια απόσταση, κι όχι
πολύ μικρή. Σα θηλυκή παρουσία, η Χίλντα
ήταν φυσική, με ευχάριστη συμπεριφορά,
προικισμένη μ’ έναν ισορροπημένα εύθυμο
χαρακτήρα, χωρίς να ξεχειλίζει από άγριο
κέφι, αλλά και ποτέ σε παρατεταμένη
μελαγχολία. Υπήρχε σ’ αυτήν μια απλότητα
που έκανε τους πάντες φίλους της, αλλά
συνδυαζόταν διακριτικά μ’ ένα στοιχείο
ελαφράς επιφυλακτικότητας, που κρατούσε
αδιόρατα μακριά της όσους δεν ταίριαζαν
στον κόσμο της.
Η Μίριαμ ήταν η καλύτερη φίλη που είχε
ποτέ. Ένα ή δυο χρόνια μεγαλύτερη, γνώριζε
περισσότερο καιρό την Ιταλία και είχε
μεγαλύτερη άνεση στον χειρισμό των
πονηρών και εγωιστών κατοίκων της. Έτσι,
βοήθησε τη Χίλντα να ρυθμίσει τη ζωή
της και την ενθάρρυνε τις πρώτες εκείνες
εβδομάδες, στη διάρκεια των οποίων η
Ρώμη φαίνεται τόσο θλιβερή σε κάθε
νεοφερμένο.
-Τι τύχη να είσαι σήμερα σπίτι, είπε η
Μίριαμ, συνεχίζοντας τη συζήτηση που
άρχισε πριν από πολλές σελίδες. Δεν
ήλπιζα να σε βρω. Εν πάση περιπτώσει,
ήθελα να σου ζητήσω μια χάρη – να σου
αναθέσω μιαν αποστολή. Μα τι πίνακας
είναι αυτός;
-Δες! είπε η Χίλντα, παίρνοντας τη φίλη
της από το χέρι και οδηγώντας την μπροστά
στο καβαλέτο. Ήθελα τη γνώμη σου.
-Αν το κατάφερες πραγματικά, θα είναι
το μεγαλύτερό σου θαύμα μέχρι τώρα,
παρατήρησε η Μίριαμ, αναγνωρίζοντας
τον πίνακα με την πρώτη ματιά.
Ο πίνακας απεικόνιζε απλά ένα γυναικείο
κεφάλι, ένα πολύ νεανικό, κοριτσίστικο,
άψογα όμορφο πρόσωπο, τυλιγμένο σε λευκό
μαντήλι, από το οποίο ξέφευγαν ένας ή
δύο βόστρυχοι από κάτι που, αν και
κρυμμένο, έμοιαζε με πλούσιο θρασομανητό
καστανοκόκκινων μαλλιών. Τα μάτια ήταν
μεγάλα και καστανά και συναντούσαν τα
μάτια του θεατή, με μια ολοφάνερα
παράξενη, όμως, άκαρπη προσπάθεια να
ξεφύγουν. Υπήρχε λίγη κοκκινίλα γύρω
από τα μάτια, μόλις εμφανής, ώστε ν’
αναρωτιέσαι αν το κορίτσι είχε κλάψει
ή όχι. Το πρόσωπο εν γένει ήταν ήρεμο.
Δεν υπήρχε παραμόρφωση ή αναστάτωση σε
κανένα χαρακτηριστικό του. Ούτε ήταν
εύκολο να διακρίνεις τον λόγο για τον
οποίο η έκφραση δεν ήταν εύθυμη ή γιατί
μια και μόνο πινελιά του καλλιτέχνη δεν
θα μπορούσε να το φωτίσει με χαρά. Μα,
στην πραγματικότητα, ήταν ο πιο λυπημένος
πίνακας που ζωγραφίστηκε ή συνελήφθη
ως ιδέα ποτέ. Εμπεριείχε απροσμέτρητο
βάθος θλίψης, η οποία έφτανε στον
παρατηρητή μάλλον διαισθητικά. Ήταν
μια θλίψη που έβγαζε αυτό το όμορφο
κορίτσι από τη σφαίρα του ανθρώπινου
και την τοποθετούσε σε μια πολύ μακρινή
ζώνη. Της έδινε κάτι τόσο απόμακρο που
– μολονότι το πρόσωπό της είναι τόσο
κοντά μπροστά σου – σε έκανε να
ανατριχιάζεις σαν να βρισκόσουν μπροστά
σε φάντασμα.
-Ναι Χίλντα. Δεν έχεις κάνει τίποτε πιο
υπέροχο από αυτό, είπε η φίλη της, αφού
εξέτασε προσεχτικά τον πίνακα. Αλλα με
ποια ανήκουστα παρακάλια ή μυστικές
μεθόδους απέκτησες την άδεια ν’
αντιγράψεις τη Βεατρίκη Τσέντσι του
Γκουίντο; Αυτό είναι πια σκανδαλώδης
εύνοια. Η έλλειψη δυνατότητας για ένα
γνήσιο αντίγραφο έχει γεμίσει τα
καταστήματα ζωγραφικών πινάκων στη
Ρώμη με Βεατρίκες εύθυμες, πονεμένες ή
τσαχπίνες… Μόνο η γνήσια απουσιάζει.
-Έχω μάθει πως υπάρχει ένα εξαίρετο
αντίγραφο, καμωμένο από έναν καλλιτέχνη,
ικανό να εκτιμήσεις το πνεύμα του πίνακα,
είπε η Χίλντα. Ήταν ο Τόμσον, που το έφερε
σε πέρας τμηματικά, καθώς του απαγορεύτηκε
(όπως και σε μας τους υπόλοιπους) να
στήσει το καβαλέτο του μπροστά του. Όσο
για μένα, ήξερα πως ο πρίγκιπας Μπαρμπερίνι
θα κώφευε σε όλες τις ικεσίες μου. Έτσι,
δεν είχα άλλον τρόπο παρά να στέκομαι
μπροστά στον πίνακα, ελπίζοντας πως
μέρα τη μέρα θα κατακαθίσει στην καρδιά
μου. Πραγματικά, πιστεύω πως είναι πια
φωτογραφημένο εκεί. Είναι ένα πολύ
λυπημένο πρόσωπο για να το κρατάει
κανείς τόσο βαθιά στην καρδιά του. Αλλά
κάτι που είναι πάρα πολύ όμορφο δεν
μπορεί να είναι ποτέ και πολύ οδυνηρό.
Λοιπόν, αφού το μελέτησα μ’ αυτόν τον
τρόπο κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές, ήρθα
σπίτι κι έβαλα τα δυνατά μου για να
μεταφέρω την εικόνα στο μουσαμά.
-Και να το, λοιπόν, είπε η Μίριαμ,
παρατηρώντας το έργο της Χίλντας με
μεγάλο ενδιαφέρον και ευχαρίστηση, από
τα οποία δεν έλειπε η οδυνηρή συμπάθεια
που γεννούσε ο πίνακας. Παντού βλέπουμε
ελαιογραφίες, σχέδια με κάρβουνο,
μικροανάγλυφα, γκραβούρες και λιθογραφίες,
που υποτίθεται αναπαριστούν τη Βεατρίκη,
απεικονίζοντας το δύστυχο κορίτσι με
κλαμένα μάτια, με τσαχπίνικη πονηριά,
με χαρούμενη έκφραση (σαν να χόρευε), με
αξιολύπητο ύφος (σαν να την χτύπησαν)
και με άλλες είκοσι παραλλαγές
ξεστρατισμένης φαντασίας. Αλλά εδώ
είναι η ίδια η Βεατρίκη του Γκουίντο.
Αυτή που κοιμήθηκε στο υπόγειο κελί και
ξύπνησε, εγκαίρως, για ν’ ανέβει στο
ικρίωμα. Και τώρα που το κατάφερες,
Χίλντα, μπορείς να προσδιορίσεις το
συναίσθημα που δίνει σ’ αυτόν τον πίνακα
τόση μυστηριώδη δύναμη; Εγώ, από την
πλευρά μου, παρόλο που νιώθω βαθιά μέσα
μου την επίδρασή του, δεν μπορώ να το
αδράξω.
-Ούτε εγώ μπορώ με λόγια, απάντησε η φίλη
της. Αλλά όσο τη ζωγράφιζα, ένιωθα συνεχώς
σα να προσπαθούσε να ξεφύγει το βλέμμα
μου. Ξέρει πως η θλίψη της είναι τόσο
παράξενη και τόσο τεράστια, που, για
καλό του κόσμου και δικό της, θα ήταν
καλύτερα να μείνει για πάντα στη μοναξιά
της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο
νιώθουμε τόση απόσταση ανάμεσα στην
Βεατρίκη και σ’ εμάς, ακόμη κι όταν τα
μάτια μας συναντούν τα δικά της. Σου
σπαράζει απέραντα την καρδιά το να
συναντάς το βλέμμα της και να νιώθεις
πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτε για να
βοηθήσεις ή να την παρηγορήσεις. Κι ούτε
που ζητάει βοήθεια ή παρηγοριά, μιας
και ξέρει καλύτερα από εμάς πόσο
απελπιστική είναι η κατάστασή της. Είναι
ένας έκπτωτος άγγελος. Έκπτωτος κι
ωστόσο αναμάρτητος. Και είναι μόνο αυτή
η βαθιά λύπη, με το βάρος και το σκοτάδι
της, που την κρατά κάτω στη γη και την
εκθέτει στο βλέμμα μας, αλλά όχι σε
σημείο που να μπορούμε να τη φτάσουμε.
-Τη θεωρείς αναμάρτητη; ρώτησε η Μίριαμ.
Αυτό δεν μου είναι εμένα τόσο ξεκάθαρο.
Αν μπορώ να προσποιηθώ πως βλέπω κάτι
σ’ αυτή τη σκοτεινή περιοχή, απ’ όπου
μας κοιτάζει τόσο παράξενα και λυπημένα,
η ίδια η συνείδηση της Βεατρίκης δεν
την απαλλάσσει από κάτι κακό, κάτι που
δεν πρόκειται ποτέ σαν συγχωρεθεί!
-Μια θλίψη τόσο σκοτεινή όσο η δική της
βαραίνει στην ψυχή σχεδόν σαν αμαρτία,
είπε η Χίλντα.
-Νομίζεις πως δεν υπάρχει τίποτε ένοχο
στην πράξη για την οποία υπέφερε; ρώτησε
η Μίριαμ.
-Αχ! αναφώνησε η Χίλντα, ανατριχιάζοντας.
Πραγματικά, είχα ξεχάσει την ιστορία
της Βεατρίκης, και τη σκεφτόμουν μόνον
όπως φαίνεται ν’ αποκαλύπτει τον
χαρακτήρα της ο πίνακας. Ναι. Ήταν τρομερή
ενοχή, ένα ασυγχώρητο έγκλημα. Κι αυτή
έτσι το νιώθει. Είναι γι’ αυτό που το
δύσμοιρο πλάσμα ποθεί τόσο να ξεφύγει
τα μάτια μας και να χαθεί για πάντα στην
ανυπαρξία! Η καταδίκη της είναι δίκαιη!
Ω, Χίλντα, η αθωότητά σου είναι σαν
κοφτερό ατσάλινο σπαθί! φώναξε η φίλη
της. Οι κρίσεις σου είναι συχνά τρομερά
αυστηρές, παρόλο που φαίνεσαι φτιαγμένη
ολόκληρη από καλοσύνη κι ευσπλαχνία. Η
αμαρτία της Βεατρίκης ίσως να μην ήταν
τόσο μεγάλη. Ίσως να μην ήταν καθόλου
αμαρτία, παρά η ανώτερη δυνατή αρετή
στις δεδομένες περιστάσεις. Αν εκείνη
την είδε σαν αμαρτία, αυτό μπορεί να
έγινε επειδή η φύση της ήταν πολύ αδύναμη
απέναντι στη μοίρα που της επιβλήθηκε.
Αχ! – συνέχισε με πάθος η Μίριαμ – μακάρι
να μπορούσα να μπω στη συνείδησή της –
να μπορούσα ν’ αγκαλιάσω σφιχτά το
φάντασμα της Βεατρίκης Τσέντσι και να
το σύρω μέσα μου! Θα έδινα τη ζωή μου να
μάθω αν θεωρούσε τον εαυτό της αθώο ή
τον μεγαλύτερο και μόνο εγκληματία από
γενέσεως κόσμου.
Καθώς η Μίριαμ πρόφερε αυτά τα λόγια, η
Χίλντα στράφηκε από τον πίνακα στη φίλη
της και ξαφνιάστηκε καθώς παρατήρησε
πως η έκφραση του προσώπου της ήταν
σχεδόν ίδια με την έκφραση του πορτρέτου,
λες και η παράφορη επιθυμία – η πάλη να
διεισδύσει στο μυστήριο της Βεατρίκης
– είχε εκπληρωθεί.
-Ω για το όνομα του Θεού, Μίριαμ, μην
παίρνεις αυτό το ύφος! Τι ηθοποιός που
είσαι! Δεν το φανταζόμουν. Α να! τώρα
είσαι πάλι ο εαυτός σου! – πρόσθεσε,
φιλώντας την. Από ‘δω και στο εξής, καλά
θα κάνεις ν’ αφήσεις τη Βεατρίκη σ’
εμένα.
-Τότε, καλά θα κάνεις να καλύψεις τον
πίνακά σου, της αντιγύρισε εκείνη.
Διαφορετικά, δεν θα μπορέσω ποτέ να
κοιτάξω αλλού. Είναι παράξενο, καλή μου
Χίλντα, πως μια αθώα, ευαίσθητη, άσπιλη
ψυχή, σαν τη δική σου, κατάφερε ν’ αδράξει
το δυσδιάκριτο μυστήριο αυτής της
προσωπογραφίας – που ασφαλώς πρέπει
να το κατάφερες, προκειμένου να το
αναπαραγάγεις τόσο τέλεια. Λοιπόν, δεν
θα μιλήσουμε άλλο γι’ αυτό. Ξέρεις, ήρθα
σ’ εσένα σήμερα για ένα μικρό επαγγελματικό
ζήτημα. Θα το αναλάβεις για χάρη μου;
-Μα φυσικά, είπε η Χίλντα, γελώντας, αφού
επέλεξες να εμπιστευθείς εμένα.
-Μπα, δεν είναι τίποτα δύσκολο, αντέτεινε
η Μίριαμ. Θέλω απλώς να μου φυλάξεις για
λίγο αυτό το πακέτο.
-Γιατί δεν το κρατάς η ίδια; ρώτησε η
Χίλντα.
-Εν μέρει επειδή θα είναι πιο ασφαλές
στη δική σου ευθύνη, απάντησε η φίλη
της. Εγώ είμαι αμελής τύπος στα καθημερινά
πράγματα. Ενώ εσύ, μόνο που κατοικείς
τόσο ψηλά πάνω απ’ τον κόσμο, έχεις
τρόπους νοικοκυρούλας ως προς την
ακρίβεια και την τάξη. Το πακέτο αυτό
έχει κάποια – έστω, μικρή – σημασία.
Ωστόσο, μπορεί και να μη σου ξανακάνω
λόγο γι’ αυτό. Ξέρεις πως σε μια-δυο
βδομάδες φεύγω από τη Ρώμη. Εσύ, αψηφώντας
τη μαλάρια, εννοείς να μείνεις εδώ και
να ξημεροβραδιάζεσαι στις αγαπημένες
σου πινακοθήκες όλο το Καλοκαίρι. Λοιπόν,
σε τέσσερις μήνες από σήμερα, εκτός κι
αν έχεις άλλα νέα μου, θα ήθελα να
παραδώσεις το πακέτο στη διεύθυνση που
έχει γραμμένη επάνω του.
Η Χίλντα διάβασε τη διεύθυνση: Σινιόρ
Λούκα Μπαρμπόνι, Μέγαρο Τσέντσι, τρίτο
piano.
-Θα το παραδώσω προσωπικά, ακριβώς
τέσσερις μήνες από σήμερα, εκτός αν στο
μεταξύ μου πεις να μην το κάνω, είπε.
Ίσως να συναντήσω το φάντασμα της
Βεατρίκης σε ‘κείνο το παλιό, ζοφερό
παλάτι των προγόνων της.
-Εν τοιαύτη περιπτώσει, απάντησε η
Μίριαμ, μην παραλείψεις να της μιλήσεις
και να προσπαθήσεις να κερδίσεις την
εμπιστοσύνη της. Το δύστυχο πλάσμα! Θα
ένιωθε πολύ καλύτερα αν άνοιγε την
καρδιά της ελεύθερα και θα χαιρόταν να
το κάνει αν ήταν σίγουρη πως θα ‘βρισκε
συμπόνια. Η σκέψη της απόλυτης μοναξιάς
της μου τριβελίζει συνεχώς το μυαλό και
την καρδιά.
Τράβηξε το ύφασμα που είχε ρίξει η Χίλντα
στον πίνακα και του έριξε άλλη μια
παρατεταμένη ματιά:
-Καημένη αδελφή μας Βεατρίκη! γιατί ήταν
ακόμη γυναίκα, Χίλντα, ακόμη αδελφή μας,
παρά την αμαρτία ή τη θλίψη της – όποιο
κι αν ήταν το κρίμα της. Πόσο καλά το
έκανες, Χίλντα! Δεν ξέρω αν ο Γκουίντο
θα σ’ ευχαριστεί ή θα σε ζηλεύει,
θεωρώντας σε ανταγωνίστρια.
-Να με ζηλεύει! αναφώνησε η Χίλντα. Αν
δεν είχε δουλέψει ο Γκουίντο μέσ’ από
μένα, οι κόποι μου θα είχαν πάει χαμένοι.
-Στο κάτω-κάτω, αν είχε ζωγραφίσει γυναίκα
τον πρωτότυπο πίνακα, θα μπορούσε να
υπάρχει σ’ αυτόν κάτι που τώρα μας
διαφεύγει, συνέχισε η Μίριαμ. Σκέφτομαι
πολύ σοβαρά ν’ αναλάβω να κάνω κι εγώ
ένα αντίγραφο και να προσπαθήσω να του
δώσω αυτό που του λείπει. Λοιπόν, γεια
σου. Μα, για στάσου! Θα πάω να πάρω λίγο
αέρα στους κήπους της Έπαυλης των
Μποργκέζε σήμερα το απόγευμα. Θα το
θεωρήσεις πολύ ανόητο, αλλά πάντα
αισθάνομαι πιο ασφαλής με τη συντροφιά
σου, Χίλντα, έτσι λεπτή και μικροσκοπική
κόρη που είσαι. Θα έρθεις;
-Α, όχι σήμερα, πολυαγαπημένη Μίριαμ,
απάντησε εκείνη. Έχω κατά νου να βάλω
μια-δυο πινελιές ακόμη σ’ αυτόν τον
πίνακα και δεν θα το κουνήσω από ‘δω
μέχρι σχεδόν να δύσει ο ήλιος.
-Αντίο, τότε. Σ’ αφήνω στον περιστεριώνα
σου. τι γλυκιά, παράξενη ζωή που ζεις
εδώ, συνομιλώντας με τις ψυχές των
παλαιών δασκάλων, ταϊζοντας και θωπεύοντας
τις αδελφές σου περιστέρες και φροντίζοντας
το καντήλι της Παρθένου! Χίλντα,
προσεύχεσαι ποτέ στην Παναγία όσο
φροντίζεις το εικονοστάσι της;
-Μερικές φορές έχω νιώσει έντονα την
επιθυμία να το κάνω, απάντησε η Περιστέρα,
κοκκινίζοντας και χαμηλώνοντας τα μάτια
της. Υπήρξε κι αυτή γυναίκα. Νομίζεις
πως θα ήταν κακό;
-Μπα, αυτό θα το κρίνεις εσύ, είπε η
Μίριαμ. Αλλά την επόμενη φορά που θα
προσευχηθείς καλή μου φίλη, θυμήσου κι
εμένα!
Κατέβηκε τη μεγάλη σκάλα του πύργου
και, ακριβώς τη στιγμή που έφτανε στο
δρόμο, το σμήνος των περιστεριών πέταξε
πάλι βιαστικά από το οδόστρωμα στο
ψηλότερο παράθυρο. Τα ακολούθησε με το
βλέμμα και τα είδε να πετούν γύρω από
το κεφάλι της Χίλντας. Μετά την αναχώρηση
της φίλης της, το κορίτσι είχε πιο έντονα
από προηγουμένως την εντύπωση πως στην
συμπεριφορά της υπήρχε πολλή θλίψη και
ταραχή. Γι’ αυτό, είχε σκύψει από την
ανάερη κατοικία της και της έστελνε ένα
καλοσυνάτο, παρθενικό φιλί, με την ελπίδα
πως θα μπορούσε αυτό πετώντας να κατέβει
φτάνοντας στην καρδιά της Μίριαμ και
ν’ ανακουφίσει λίγο την παράξενη θλίψη
της. Ο Κένιον, ο γλύπτης, που έτυχε να
περνά από το βάθος του δρόμου, αντιλήφθηκε
εκείνο το αιθέριο φιλί και ευχήθηκε να
μπορούσε να το αρπάξει στον αέρα και,
με την άδεια της Χίλντας, να το κρατήσει.
Nathaniel
Hawthorne
Ο ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ ΦΑΥΝΟΣ
[ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ]
Ή ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΤΕ
ΜΠΕΝΙ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΑΝΤΥ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG
ORBIS LITERAE 2014