Στο Παρίσι
κλονιζόμενος ο πύργος του Αγίου Ιακώβου
Όμοιος με
ηλιοτρόπιον
Χτυπά καμιά
φορά με το μέτωπο τον Σηκουάνα και η
σκιά του γλιστρά
ανεπαίσθητα
ανάμεσα στα ρυμουλκά
Την στιγμήν
εκείνην ακροποδητί μέσα στον ύπνο μου
Κατευθύνομαι
προς την κάμαρα όπου είμαι ξαπλωμένος
Και βάζω
φωτιά
Δια να μη
μείνει τίποτε από την συγκατάθεση που
μου απέσπασαν
Τα έπιπλα
τότε κάνουν τόπο σε ζώα ίσου μεγέθους
που με κοιτάζουν
αδελφικά
Λεοντάρια
που στις χαίτες τους αποκαίονται οι
καρέκλες
Σέλαχοι
των οποίων η άσπρη κοιλιά συγχωνεύει
το τελευταίο ρίγος των
σεντονιών
Την ώρα του
έρωτος και των κυανών βλεφάρων
Βλέπω να
καίγουμαι κι εγώ με τη σειρά μου βλέπω
αυτήν την κατανυκτική
κρυψώνα
των τιποτένιων πραγμάτων
Που υπήρξε
το κορμί μου
Και που την
ψάξαν υπομονετικά ράμφη πύρινων ίβιδων
Όταν όλα
τελειώνουν μπαίνω αόρατος μέσα στην
αψίδα
Χωρίς να
προσέχω τους περαστικούς της ζωής που
κάνουν ν' αντηχούν
πολύ μακριά
τα σερνάμενα τους βήματα
Βλέπω τα
ψαροκόκαλα του ήλιου
Ανάμεσα
από την λευκάκανθα της βροχής
Ακούω να
ξεσχίζεται τ' ανθρώπινο πανί σαν ένα
μεγάλο φύλλο
Κάτω από
το νύχι της απουσίας και της παρουσίας
που είναι συνένοχες
Όλοι οι
ιστοί μαραίνονται δεν μένει παρά μια
μυρωμένη δαντέλα
Ένα κογχύλι
από δαντέλα που έχει τέλειο σχήμα ενός
μαστού
Δεν αγγίζω
πια παρά την καρδιά των πραγμάτων κρατώ
το νήμα.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Ανδρέας Εμπειρίκος
Μαρία
Λαϊνά
Ξένη
ποίηση του 20ού αιώνα
Επιλογή
από ελληνικές μεταφράσεις
β'
έκδοση
Εκδόσεις
Ελληνικά Γράμματα 2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου