Αν
κάποιος τον έβλεπε να κάθεται εκεί, μέσα
στο μουντό ημίφως της βιβλιοθήκης, δε
θα μπορούσε ποτέ να υποπτευθεί την
πραγματική του ιδιότητα. Στις μέρες
μας, οι μάγοι δεν ντύνονται με μαύρους
μανδύες διακοσμημένους με ασημένια
καβαλιστικά σύμβολα. Αντί γι’ αυτό,
φορούν βυσσινιές ρόμπ-ντε-σαμπρ. Δεν
απαιτείται απ’ αυτούς να διαθέτουν
σμιχτά φρύδια, μακριά νύχια σαν του
αρπακτικού ή μάτια που φλέγονται
καταπράσινα, σαν όνειρα φυλακισμένα
στο σμαράγδι. Ούτε και είναι αναγκαστικά
καμπούρηδες, ύπουλοι και γέροι. Αυτός
τουλάχιστον δεν ήταν. Ήταν νέος και
λυγερόκορμος, με αρχοντική κορμοστασιά.
Καθόταν
κάτω από το φως της λάμπας, μέσα στο
μεγάλο δωμάτιο με τις δρύινες επενδύσεις
στους τοίχους. Ένα μελαχρινός, όμορφος
άντρας, γύρω στα τριάντα πέντε. Δύσκολα
θα διέκρινε κανείς ορατά ίχνη σκληρότητας
ή μοχθηρίας στο καλοσμιλεμένο του
πρόσωπο, και καμία υποψία τρέλας δε
φαινόταν να σκιάζει το κοφτερό του
βλέμμα. Κι ωστόσο, ήταν μάγος πέρα από
κάθε αμφιβολία, το ίδιο όπως κι εκείνοι
που τελούν ανθρωποθυσίες μέσα στο
σκοτάδι απαγορευμένων τύμβων, κάτω από
το βλέμμα ξασπρισμένων νεκροκεφαλών.
Αν
κάποιος ήθελε να το επιβεβαιώσει, το
μόνο που είχε να κάνει ήταν να επιθεωρήσει
τους τοίχους της βιβλιοθήκης. Μόνο ένας
μάγος θα μπορούσε να κατέχει εκείνους
του μουχλιασμένους, σκουληκοφαγωμένους
τόμους που κατέγραφαν μια γνώση τερατώδη
και αλλόκοτη. Μόνο κάποιος ειδήμων στις
απόκρυφες τέχνες θα αποτολμούσε να
εντρυφήσει στα σκοτεινά μυστήρια βιβλίων
όπως το Νεκρονομικόν, Τα Μυστήρια του
Σκώληκος του Λούντβιχ Πριν, το Σκοτεινές
Τελετουργίες του τρελού Λουβέχ-Κεράφ,
ιερέα της Μπαστα, ή το φρικαλέο Cultes
des Goules του
Κομπ ντ’ Ερλέτ. Κανείς εκτός από έναν
πεπειραμένο μυστικιστή δε θα μπορούσε
να έχει πρόσβαση σ’ εκείνα τα δεμένα
με αιθιοπικό δέρμα αρχαία χειρόγραφα,
και μόνο ένας αληθινός μύστης θα έκαιγε
ένα τόσο αρωματικό και αφροδισιακό
λιβάνι μέσα σ’ ένα θυμιατήρι φτιαγμένο
από ανθρώπινο κρανίο. Και ποιος άλλος
θα γέμιζε ένα ολόκληρο δωμάτιο – το
οποίο, ευτυχώς έκρυβε σπλαχνικά το
σκοτάδι – με περίεργα κειμήλια, νεκρικά
ενθύμια από συλημένους τάφους και
παμπάλαιες περγαμηνές γεμάτες αρχέγονους
τρόμους.
Επιφανειακά,
το δωμάτιο εκείνη τη νύχτα έμοιαζε
φυσιολογικό, όπως φυσιολογικός έμοιαζε
και ο ένοικός του. Αλλά όποιος ήθελε
αποδείξεις τόσο για τη βαθιά παραδοξότητα
του χώρου, όσο και για την ταυτότητα του
ανθρώπου που βρισκόταν εκεί, δεν ήταν
απαραίτητο να κοιτάξει ούτε το κρανίο,
ούτε τα βιβλία, ούτε τα λείψανα που
έκρυβαν οι σκιές. Γιατί απόψε ο Τζέιμς
Άλινγκτον έγραφε στο μυστικό του
ημερολόγιο, και οι συλλογισμοί του
απείχαν πολύ από το να μπορούν να
θεωρηθούν λογικοί.
«Απόψε
είμαι έτοιμος να κάνω τη δοκιμή. Έχω
πειστεί, τελικά, ότι ο διχασμός της
ταυτότητας μπορεί να επιτευχθεί δια
μέσου της ψυχοθεραπευτικής ύπνωσης, με
την προϋπόθεση πως προηγουμένως έχει
προκληθεί η κατάλληλη πνευματική διάθεση
για έναν τέτοιο διαχωρισμό.
»Πρόκειται
για ένα πραγματικά συναρπαστικό θέαμα.
Διπλή ταυτότητα – το όνειρο του ανθρώπου
από την αρχή του χρόνου! Δύο ψυχές σε
ένα σώμα… ολόκληρη η φιλοσοφία βασίζεται
σ’ ένα ανάλογο σχήμα. Στην αντίθεση
μεταξύ καλού και κακού. Για ποιο λόγο,
λοιπόν, να μην μπορεί μια τέτοια διαίρεση
να συμβεί και στην ανθρώπινη ψυχή; Ο
Στίβενσον είχε μονάχα εν μέρει δίκιο
όταν συνέγραψε το Δόκτωρ Τζέκυλ και
Κύριος Χάιντ. Φαντάστηκε μια χημική
μεταμόρφωση που μεταπηδούσε από το ένα
άκρο στο άλλο. Εγώ, αντιθέτως, πιστεύω
πως οι δύο ταυτότητες συνυπάρχουν. Πως,
αφού διαχωριστούν μέσω της αυτοϋπνωτιστικής
υποβολής, κάποιος θα μπορούσε να απολαύσει
δύο υπάρξεις ταυτόχρονα – τον καλό και
τον κακό του εαυτό.
»Στη
λέσχη περιγέλασαν τη θεωρία μου. Ο Φόστερ
– αυτός ο αλαζόνας γεροξεκούτης – με
αποκάλεσε ονειροπαρμένο. Ονειροπαρμένος
εγώ; Και τι μπορεί να ξέρει αυτός – ένας
θλιβερός χημικός της σειράς – από τα
θεμελιώδη μυστήρια της Ζωής και του
Θανάτου; Ακόμα και μια φευγαλέα ματιά
στο εργαστήριό μου θα αρκούσε για να
διαλύσει την ανόητη αυταρέσκειά του
και να οδηγήσει την ψυχή του στην
παραφροσύνη. Και οι άλλοι, επίσης, δεν
ήταν καλύτεροι. Συγγραφείς του συρμού
που κολακεύουν τον όχλο, απολιθώματα
του σχολαστικισμού που αποκαλούν τους
εαυτούς τους καθηγητές, σοβαροφανείς
βιολόγοι που σοκάρονται στο άκουσμα
των πειραμάτων μου πάνω στη δημιουργία
συνθετικής ζωής – τι να καταλάβουν
τέτοια άτομα; Θα τους έπιανε ρίγος
μπροστά στο Νεκρονομικόν. Αν μπορούσαν
θα το έκαιγαν ευχαρίστως. Θα το έκαιγαν
όπως είχαν κάνει και οι ευσεβείς πρόγονοί
τους πριν από τριακόσια χρόνια. Όλοι
τους υλιστές, σκεπτικιστές, κυνηγοί
μαγισσών! Ανόητος συρφετός που μου
φέρνει αναγούλα. Φαίνεται πως είναι στη
μοίρα των πρωτοπόρων να πορεύονται
μόνοι τους. Πολύ καλά, λοιπόν, θα πορευτώ
κι εγώ μόνος μου – μα σύντομα θα σέρνονται
γονυπετείς στην πόρτα μου και θα με
εκλιπαρούν για έλεος! Αρκεί μονάχα να
πετύχει το αποψινό μου εγχείρημα! Να
αναγκάσω τον εαυτό μου, μέσω της ύπνωσης,
να εκδηλώσει την διττή του προσωπικότητα!
Είναι κάτι που ακόμα και η σύγχρονη
ψυχολογία ισχυρίζεται πως μπορεί να
επιτευχθεί. Ο πνευματισμός, επίσης,
αναγνωρίζει μια τέτοια πιθανότητα. Οι
αρχαίοι ήταν αυτοί που μου προμήθευσαν
το κλειδί της επίλυσης του προβλήματος,
όπως το είχαν κάνει και σε άλλες
περιπτώσεις στο παρελθόν… Εκείνος ο
Αλχραζέντ γνώριζε πολλά – και ήταν
ακριβώς το αβάσταχτο βάρος της γνώσης
που τον οδήγησε στην τρέλα.
»Δύο
σώματα! Άπαξ και καταφέρω να φτάσω, με
τη θέλησή μου και μόνο, σε μια τέτοια
κατάσταση, θα έχω πρόσβαση σε δυνάμεις
που πάντοτε ήταν απαγορευμένες στους
ανθρώπους. Ίσως ακόμα και στην αθανασία.
Δεν απέχει παρά ένα βήμα παραπέρα.
Ύστερα, δε θα χρειάζεται πια να κρύβομαι
σ’ αυτή την τρύπα. Δε θα υπάρχει λόγος
να καμουφλάρω τις έρευνές μου ως ένα
άκακο χόμπι. Ονειροπαρμένος, ε; λοιπόν,
θα τους δείξω εγώ!
»Αναρωτιέμαι
πως θα δείχνει εκείνη η άλλη μορφή. Θα
είναι, άραγε, ανθρώπινη; Θα πρέπει να
είναι, ειδάλλως – καλύτερα, όμως, να μην
το σκέφτομαι αυτό. Το πιο πιθανό είναι
να πρόκειται για έναν τύπο κακάσχημο.
Δεν έχω αυταπάτες για τον εαυτό μου.
Ξέρω πολύ καλά τη σκοτεινή πλευρά της
φύσης μου, η οποία, αν και συγκαλυμμένη,
είναι αδιαμφισβήτητα κυρίαρχη. Υπάρχει,
ωστόσο, κίνδυνος – το Κακό είναι μια
ανεξέλεγκτη δύναμη, κι εγώ πρόκειται
να το απομονώσω στην πιο καθαρή του
μορφή. Θα αντλήσει ενέργεια από το σώμα
μου – ισχύ για να εκδηλωθεί με φυσική
υπόσταση. Αυτό όμως δε θα με πτοήσει.
Πρέπει να επιχειρήσω τη δοκιμή. Αν
πετύχει, θ’ αποκτήσω δύναμη – δύναμη
πέρα από κάθε φαντασία – δύναμη για να
σκοτώσω, για να ρημάξω, για να καταστρέψω!
Θα κάνω ορισμένες καινούριες προσθήκες
στην μικρή μου συλλογή εδώ πέρα, θα
κανονίσω και μερικούς παλιούς λογαριασμούς
με τους σκεπτικιστές φίλους μου. Μετά,
θα μπορέσω ν’ ασχοληθώ και με άλλα
ευχάριστα πράγματα.
»Αρκετά
όμως με απορρόφησαν οι συλλογισμοί μου.
Ήρθε η ώρα να ξεκινήσω. Θα κλειδώσω τις
πόρτες της βιβλιοθήκης. Οι υπηρέτες
έχουν φύγει για το βράδυ και κανείς δεν
πρόκειται να με διακόψει. Δεν τολμώ να
χρησιμοποιήσω κάποιο μηχάνημα ηλεκτρικής
ύπνωσης, από φόβο μήπως προκληθούν
τίποτα δυσάρεστες επιπλοκές και δεν
καταφέρω να ξυπνήσω. Αντιθέτως, θα
προσπαθήσω να προκαλέσω την ύπνωση μέσω
της έντονης προσήλωσης του βλέμματός
μου σ’ αυτόν τον βαρύ, γυαλιστερό
χαρτοκόπτη πάνω στο γραφείο μου. Εν τω
μεταξύ, θα εστιάσω τη σκέψη μου στην
ουσία του θέματος, χρησιμοποιώντας τον
Ψυχικό Ψαλμό του Σεμπέκ.
»Θα
βάλω το ξυπνητήρι να χτυπήσει στις
δώδεκα, ακριβώς σε μια ώρα από τώρα. Το
κουδούνισμά του θα λύσει το ξόρκι.
Πιστεύω πως αυτή είναι η μόνη προφύλαξη
που θα χρειαστεί να πάρω. Ως ένα επιπρόσθετο
προληπτικό μέτρο, θα κάψω αυτή την
καταγραφή. Αν κάτι πάει στραβά, δε θα
ήθελα όλα τα μικρά μου σχέδια να
αποκαλυφθούν στον κόσμο.
»Τίποτα,
ωστόσο, δεν πρόκειται να πάει στραβά.
Έχω εξασκήσει την τεχνική της αυτοϋπνωσης
πολλές φορές στο παρελθόν, και σκοπεύω
να είμαι προσεκτικός. Θα είναι θαυμάσια
η αίσθηση να ελέγχω δύο σώματα ταυτόχρονα.
Μετά βίας μπορώ να συγκρατηθώ – το κορμί
μου τρέμει από ενθουσιασμό και ανυπομονησία
για την επικείμενη μεταμόρφωση. Δύναμη!
»Πολύ
καλά. Μόλις αυτή η καταγραφή γίνει
στάχτη, θα είμαι πλέον έτοιμος – έτοιμος
να επιχειρήσω το σπουδαιότερο πείραμα
που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα».
***
Ο
Τζέιμς Άλινγκτον κάθισε μπροστά στο
αμπαζούρ. Εμπρός του πάνω στο τραπέζι
βρισκόταν ο χαρτοκόπτης, με τη γυαλιστερή
του λάμα να λαμποκοπάει κάτω από το φως.
Μόνο ο νωχελικός χτύπος του ρολογιού
έσπαγε τη μαύρη σιωπή του κλειδωμένου
δωματίου.
Τα
μάτια του μάγου έμοιαζαν να είναι από
γυαλί. Άστραφταν ακίνητα στο ημίφως,
σαν τα μάτια ενός βασιλίσκου. Οι
αντανακλάσεις από την επιφάνεια της
λεπίδας καρφώνονταν στον αμφιβληστροειδή
του σαν τις φλογερές ακτίνες ενός
διάπυρου ήλιου, όμως το εκστατικό του
βλέμμα δεν ταλαντεύθηκε ούτε σπιθαμή.
Ποιος
ξέρει τι παράξενες αλλαγές συνέβαιναν
μέσα στο μαγεμένο μυαλό του ονειρευτή.
Ποια λεπτή μεταστοιχείωση γεννιόταν
από την ίδια του την αποφασιστικότητα.
Είχε ήδη μισοβυθιστεί στον ύπνο,
αμετάκλητα αποφασισμένος να διχάσει
την ψυχή του, να διαιρέσει την προσωπικότητά
του, να διχοτομήσει το εγώ του. Ποιος
ξέρει αλήθεια; Ο υπνωτισμός μπορεί να
κάνει παράξενα πράγματα.
Τι
μυστικές Δυνάμεις να επικαλέστηκε,
άραγε, για να τον συνδράμουν στον αγώνα
του; Ποια μαύρη, ανόσια ζωή να γεννήθηκε
στα ζοφερά τρίσβαθα της συνείδησής του;
Ποιοι λάγνοι δαίμονες της κόλασης
ανέλαβαν να πραγματοποιήσουν τις
σκοτεινές του επιθυμίες;
Γιατί
αυτές όντως πραγματοποιήθηκαν. Ξύπνησε
ξαφνικά, κι αμέσως ένιωσε πως δεν ήταν
πια μόνος του μέσα στο δωμάτιο - ένιωσε
την παρουσία κάποιου άλλου, κάποιου που
έστεκε μες στις σκιές, από την άλλη μεριά
του τραπεζιού.
Ή
μήπως δεν ήταν κάποιος άλλος; Μήπως ήταν
αυτός ο ίδιος; Χαμήλωσε τα μάτια και
κοίταξε το σώμα του, και δεν μπόρεσε να
συγκρατήσει μια κραυγή έκπληξης. Έμοιαζε
να έχει συρρικνωθεί σε λιγότερο από το
ένα τέταρτο του αρχικού του μεγέθους!
Το κορμί του ήταν ελαφρύ, εύθραυστο,
λειψό. Προς στιγμήν στάθηκε τελείως
ανίκανος να σκεφτεί ή να κουνηθεί. Το
βλέμμα του στράφηκε στη γωνία του
δωματίου, σε μια μάταιη προσπάθεια να
διακρίνει μέσα στη σκοτεινιά τις κινήσεις
μιας παρουσίας που έσερνε εκεί τα βήματά
της.
Και
τότε συνέβη. Μέσα από το σκοτάδι ξεπρόβαλε
ο εφιάλτης. Ο απόλυτος, ο πλέον απροκάλυπτος
εφιάλτης – μια τερατώδης, τριχωτή
φιγούρα, πελώρια, γκροτέσκα και
πιθηκοειδής, μια αποκρουστική παρωδία
όλων των ανθρώπινων χαρακτηριστικών.
Ήταν η ίδια η ενσάρκωση της πιο άγριας
παραφροσύνης. Σάλια έτρεχαν από τα
τερατώδη σαγόνια και τα κατακόκκινα
μάτια έλαμπαν με μια πανάρχαια και
σατανική σοφία, ενώ τη γκριμάτσα του
θανάτου ολοκλήρωνε ένα λάγνο μουσούδι
και δύο ζευγάρια κίτρινοι κυνόδοντες.
Έμοιαζε με ζωντανό κρανίο που σάπιζε
πάνω στο σώμα ενός μαύρου πιθήκου. Ήταν
αποτρόπαιο και διεστραμμένο, πρωτόγονο
και σοφό.
Μια
ανατριχιαστική σκέψη καρφώθηκε στο
μυαλό του Άλινγκτον. Μήπως αυτό το
μακάβριο ξέρασμα των τάφων, αυτή η
σιχαμερή φρίκη νεκροζώντανου τρόμου
ήταν ο άλλος του εαυτός;
Ο
μάγος συνειδητοποίησε πολύ αργά τι είχε
συμβεί. Το πείραμά του είχε πετύχει,
αλλά μ’ έναν εντελώς διεστραμμένο
τρόπο. Δεν είχε καταλάβει πόσο πολύ το
κακό είχε κυριαρχήσει πάνω στο καλό
μέσα του. Αυτό το τέρας – αυτό το φρικαλέο
βδέλυγμα του σκότους – ήταν δυνατότερο
από κείνον και, όντας καμωμένο από ατόφιο
Κακό, δεν μπορούσε να ελεγχθεί πνευματικά
από τον άλλο του εαυτό. Ο Άλινγκτον το
παρατηρούσε τώρα υπό το πρίσμα ενός
καινούριου φόβου. Έμοιαζε με πλάσμα
βγαλμένο από την Κόλαση. Και η μιαρότητα,
η αισχρότητα και η κτηνωδία των
χαρακτηριστικών του επισκιαζόταν μονάχα
από εκείνη τη σαρδόνια παρωδία γέλιου
που ήταν ζωγραφισμένη στην όψη του. Το
ζωώδες κορμί του παρέπεμπε αόριστα σε
αθέατους τρόμους που σέρνονται μέσα σε
σκοτεινούς τάφους ή καιροφυλακτούν
στις πιο βαθιές κόγχες του φυσιολογικού
νου. Εντούτοις, πάνω σ’ αυτή τη μορφή ο
Άλινγκτον αναγνώρισε μια παρανοϊκή
αταβιστική καρικατούρα του εαυτού του
– όλη αυτή η λαγνεία, όλη εκείνη η
απληστία και ψυχοπαθολογική φιλοδοξία,
η σκληρότητα και η άγνοια. Τα δαιμονικά
μυστικά του μυαλού του, μέσα στο σώμα
ενός γιγάντιου πιθήκου!
Και
σαν απάντηση σ’ αυτή την αναγνώριση,
το πλάσμα ξέσπασε σε γέλια, και πλοκάμια
φρίκης άδραξαν την καρδιά του μάγου.
Τώρα
ερχόταν καταπάνω του – σκόπευε ολοφάνερα
να τον εξοντώσει, όπως του υπαγόρευε η
σατανική του φύση. Ο Άλινγκτον πάλεψε
ν’ απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε,
με το γελοιωδώς μικροσκοπικό του σώμα
να παρεμποδίζεται από ρούχα που ήταν
εξωφρενικά μεγάλα για τη συρρικνωμένη
του φιγούρα. Κατάφερε να ξεμακρύνει
τρέχοντας και να κολλήσει με την πλάτη
στον τοίχο της βιβλιοθήκης. Η φωνή του,
περίεργα ψιλή, στρίγγλιζε μανιασμένα
ικεσίες και ανώφελες προσταγές στη
νέμεσή του που ολοένα και πλησίαζε. Οι
προσευχές και οι κατάρες του μετατράπηκαν
σ’ ένα βραχνό, ασυνάρτητο παραλήρημα
τρέλας καθώς το θεόρατο κτήνος χίμηξε
πάνω από το τραπέζι. Το πείραμά του είχε
πετύχει και με το παραπάνω… και με το
παραπάνω! Με γουρλωμένα μάτια, παρακολούθησε
συγκλονισμένος εκείνη τη ζωώδη παλάμη
να χουφτώνει το χαρτοκόπτη – κι αμέσως
η νύχτα σείστηκε από ένα τρομακτικό
γέλιο. Το πλάσμα γελούσε! Γελούσε! Κάπου,
ένα ξυπνητήρι άρχισε να χτυπάει, μα ο
μάγος δεν μπορούσε πια να το ακούσει…
Βρήκαν
τον Τζέιμς Άλινγκτον να κείτεται νεκρός
πάνω στο πάτωμα της βιβλιοθήκης. Ένας
χαρτοκόπτης ήταν μπηγμένος στο στήθος
του, και κατέληξαν στο συμπέρασμα πως
επρόκειτο για αυτοκτονία, καθώς κανείς
δε θα μπορούσε να έχει εισβάλει σ’
εκείνο το κλειδωμένο και δίχως παράθυρα
δωμάτιο.
Όμως
αυτό δεν εξηγούσε τις δαχτυλιές πάνω
στη λαβή του χαρτοκόπτη – εκείνες τις
τρομερές δαχτυλιές – σαν κι αυτές που
θα άφηνε το χέρι ενός γιγάντιου πιθήκου.
Robert
Bloch
Ο
Φύλακας της Πύλης
Και
Άλλες Ιστορίες της Μυθολογίας Κθούλου
Βιβλίο
1
Μετάφραση
Γιάννης Στολτίδης
Εκδόσεις
Η Άγνωστη Καντάθ 2014