Κάποτε,
πολύ παλιά, την εποχή του θρυλικού
Κίτρινου Αυτοκράτορα, που ήτανε και
μέγας μάγος, ο κόσμος των καθρεφτών και
ο κόσμος των ανθρώπων δεν ήταν όπως
σήμερα, χωρισμένοι ο ένας απ’ τον άλλον.
Ήτανε, επί πλέον, πολύ διαφορετικοί.
Ούτε τα όντα ούτε τα χρώματα ούτε τα
σχήματα συνέπιπταν. Τα δυο βασίλεια,
κείνο των καθρεφτών και το ανθρώπινο,
ζούσαν ειρηνικά και μπαινόβγαιναν στους
καθρέφτες.
Μια
νύχτα, ωστόσο, τα όντα του καθρέφτη
κατέλαβαν τη γη. Η δύναμή τους ήτανε
μεγάλη, αλλά, μετά από αιματηρούς αγώνες,
επικρατήσαν τελικά οι μαγικές δυνάμεις
του Κίτρινου Αυτοκράτορα. Ο μέγας αυτός
μάγος απώθησε τους κατακτητές, τους
φυλάκισε μες στους καθρέφτες και τους
επέβαλε να επαναλαμβάνουν, σαν μέσα σ’
ένα είδος ονείρου, όλες τις πράξεις των
ανθρώπων. Τους στέρησε τη δύναμη και τη
μορφή τους και τους κατάντησε απλές
δουλικές αντανακλάσεις.
Θα
‘ρθει μια μέρα όμως, που αυτά τα όντα
θα αποτινάξουν τον μαγικό αυτό λήθαργο.
Κείνη τη μέρα, θα διακρίνουμε, στο βάθος
του καθρέφτη, μια λεπτή γραμμή με χρώμα
που σε κανένα άλλο χρώμα δεν θα μοιάζει.
Ύστερα, θ’ αρχίσουν να ξυπνούν οι μορφές
που, σιγά-σιγά, θα διαφέρουν από μας κι
όλο λιγότερο θα μας μιμούνται. Τελικά,
θα συντρίψουν τα σύνορα του γυαλιού
και, αυτή τη φορά, θα είναι ανίκητες.
Ενώ
μετέφραζα ή, μάλλον, διασκεύαζα αυτόν
τον αρχαίο κινέζικο θρύλο, ήρθε στη
μνήμη μου ένα ποίημα του ουλτραϊστή
Αργεντινού ποιητή Esteban
Argentea Nieve.
Το παραθέτω εδώ, όπως το μετέφερα στη
γλώσσα μας:
Μπρός
στον καθρέφτη, εγώ. Και μέσα στον καθρέφτη,
ποιος είν’ αυτός που μου γυρνάει την
πλάτη μέσα στον καθρέφτη, που αρνείται
να 'ναι το είδωλό μου; Ποιος είν’ αυτός
που τον φωνάζω και δε στρέφεται, που όσο
πιο πολύ τον πλησιάζω τόσο αυτός
απομακρύνεται στο βάθος του γυαλιού,
προς μια προοπτική απεριόριστη, άσχετη
με τις περιορισμένες διαστάσεις του
δωματίου μου; Ή μήπως και δεν είναι το
δωμάτιό μου αυτό, αλλά το άυλο σκηνικό
ενός ονείρου όπου μέσα του κινούμαι,
πρόσωπο ανύπαρκτο, σύμβολο αξεδιάλυτο
αυτού του ονείρου που κάποιος άλλος
βλέπει και θα σβήσω μόλις αυτός ξυπνήσει;
Ανάμεσα
σ’ αυτά τα δύο κείμενα, παρεμβάλλονται
κάμποσοι αιώνες και έχω την εντύπωση
ή, μάλλον, τη βεβαιότητα ότι ο Nieve
δεν είχε καμία επαφή με τον κόσμο της
Άπω Ανατολής, με τον πολιτισμό του και
τους θρύλους του. Οι ελάχιστες επιδράσεις
που ανιχνεύονται στο έργο του είναι
δυτικής, ευρωπαϊκής προέλευσης. Στο
συγκεκριμένο, ωστόσο, ποίημά του
εκφράζεται η ίδια με εκείνη του κινέζικου
θρύλου αγωνία, ο ίδιος φόβος για είδωλα
αυτόνομα που δεν συνιστούν αντανακλάσεις
μας, που δεν μιμούνται τις κινήσεις ή
τις διαθέσεις μας.
Θα
μπορούσε, ίσως, να υποθέσει κανείς ότι,
ως σύγχρονος του Magritte
(γεννήθηκε το 1900, δύο μόλις χρόνια μετά
τον Βέλγο ζωγράφο), γνώριζε το έργο του
και, πιο συγκεκριμένα, τον γνωστό σε
όλους πίνακα La
reproduction
interdite (Η
απαγορευμένη αναπαραγωγή), όπου ένας
κύριος κοιτά στον καθρέφτη τα στραμμένα
προς αυτόν νώτα του ειδώλου του. Αυτό
όμως είναι αδύνατο. Ο εν λόγω πίνακας
ζωγραφίστηκε το 1937, δηλαδή πολύ μετά το
θάνατο του Nieve που,
μεθυσμένος, τσάκισε τον αυχένα του,
γλιστρώντας στη σκάλα της κάβας του το
1925. Το ίδιο αδύνατο είναι να επηρεάστηκε
ο Magritte από το ποίημα του
Nieve. Ο Βέλγος ζωγράφος δεν
γνώριζε τα ισπανικά και ο Αργεντινός
ποιητής ανακαλύφθηκε και μεταφράστηκε
στα γαλλικά εντελώς πρόσφατα.
Στις
παραπάνω τρεις περιπτώσεις εμπειριών
με τα όντα του καθρέφτη, θα μπορούσα να
προσθέσω πλήθος άλλες, όπως αυτές του
Carrol, του Borges,
του Juarroz, του Bergman,
του Tarkovsky… Ωστόσο, θα
αναφέρω μόνο μία ακόμη. Αυτή ενός παιδικού
φίλου μου που έγραφε ποιήματα, χωρίς
ποτέ να τα κοινοποιήσει. Η ανωνυμία ήταν
το πάθος του, η ποίηση, όπως ο ίδιος
πίστευε, το λάθος του. Σεβόμενος λοιπόν
τη βούλησή του, αποκαλύπτω μόνο τα αρχικά
του ονόματός του, Χ.Α., ή, καλύτερα, όπως
θα προτιμούσε εκείνος, Α.Χ., δηλαδή
Άγνωστος Χι.
Παραθέτω,
εδώ, ένα από τα τελευταία ποιήματά του,
που μου εμπιστεύθηκε:
Ετούτος
ο καθρέφτης ο παλιός
Έχει
φθαρεί από την επαφή
Με
τόσα πρόσωπα
Θάμπωσε
γέμισε αποτυπώματα
Ματιών
που κάποτε κοιτάχτηκαν
Μες
στο γυαλί του μ’ έκπληξη
Ή
θαυμασμό ή χαρά ή θλίψη
Χείλια
και δάχτυλα σα νεκροί νάρκισσοι
Μες
στο θαμπό νερό του αδύνατο να κοιταχτείς
Χωρίς
τον κίνδυνο να μπερδευτείς
Και
να πιστέψεις για πρόσωπό σου
Έν’
άλλο πρόσωπο ή το συνταίριασμα
Από
παράταιρα κομμάτια
Και
να χαθείς μέσα σε τούτο το λαβύρινθο
Μορφών
που ήταν κάποτε
Και
να μην είσαι πια
Ο
φίλος αυτός δεν υπάρχει πλέον. Το 1974, σε
ηλικία 31 ετών, έκοψε τις φλέβες του μ’
ένα γυαλί από σπασμένο καθρέφτη.
Όταν
ήμουν παιδί, η μάνα μου μου έλεγε: «Ποτέ,
τη νύχτα, μη σφυρίζεις μπρος στον
καθρέφτη. Το σφύριγμά σου θα ξυπνήσει
τους δαίμονες που μέσα εκεί κοιμούνται».
Ακολούθησα τη συμβουλή της και ζω ακόμη.
ΑΡΓΥΡΗΣ
ΧΙΟΝΗΣ
ΟΝΤΑ
ΚΑΙ ΜΗ ΟΝΤΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου