.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΝΕΡΑΪΔΑΣ – EDGAR ALLAN POE


Nullus emin locus sine genio est
SERVIUS(1)

«Η μουσική», λέει ο Μαρμοντέλ, σ’ εκείνα τα «Contes Moraux»(2) που σ’ όλες τις μεταφράσεις μας επιμέναμε να τα ονομάζουμε «Ηθικές Ιστορίες», σαν να περιπαίζαμε το πνεύμα τους – «η μουσική είναι η μόνη από τις τέχνες που δε χρειάζεται και τρίτους για την απόλαυσή της». Εδώ συγχέει την απόλαυση που απορρέει απ’ τους μελωδικούς ήχους, με την ικανότητα να τους δημιουργεί κανείς. Όπως όλες οι άλλες τέχνες, έτσι και η μουσική δύσκολα απολαμβάνεται σ’ όλη της την ένταση όταν δεν υπάρχει άλλος να την ακούσει. Και μόνο μαζί με άλλες τέχνες παράγει αποτελέσματα που πιθανόν να ικανοποιούν απόλυτα στη μοναξιά. Η ιδέα που ο αφηγητής απέτυχε ν’ αποσαφηνίσει ή θυσίασε στον πολυαγαπημένο του βωμό της ακριβολογίας, είναι αναμφίβολα η πολύ λογική ότι η μουσική εκτιμάται καλύτερα όταν είμαστε μόνοι. Έτσι η πρόταση αυτή θα γίνει αμέσως αποδεκτή απ’ αυτούς που αγαπούν τη λύρα για την ίδια τη λύρα, και για τις πνευματικές της χρήσεις. Υπάρχει, ωστόσο, μια ακόμη ηδονή στα όρια της θνήσκουσας θνησιμόμότητας – κι ίσως μόνο μια – που χρωστά πολύ περισσότερα απ’ ό,τι η ίδια η μουσική στο επικουρικό αίσθημα της μοναξιάς. Μιλάω για την απόλαυση της θέασης ενός φυσικού τοπίου. Πραγματικά, αυτός που θα αντικρίσει τη δόξα του Κυρίου επί της γης θα πρέπει να την αντικρίσει μόνος. Γιατί, για μένα τουλάχιστον, η παρουσία – όχι μόνο ανθρώπινης ζωής, αλλά ζωής με οποιαδήποτε άλλη μορφή εκτός απ’ εκείνη των πρασινωπών πραγμάτων που φυτρώνουν στο χώμα κι είναι σιωπηλά – είναι ένας λεκές πάνω στο τοπίο και βρίσκεται σε αμάχη με το στοιχειό του τόπου. Μ’ αρέσει, πραγματικά, να κοιτάζω τις σκοτεινές κοιλάδες και τους γκρίζους βράχους, και τα νερά που χαμογελούν σιωπηλά, και τα δάση που αναστενάζουν στον ανήσυχο ύπνο τους, και τα ακοίμητα περήφανα βουνά που μας κοιτάζουν αφ’ υψηλού – μ’ αρέσει να τα βλέπω σαν τα κολοσσιαία μέλη ενός έμψυχου κι αισθαντικού σύμπαντος – ενός σύμπαντος που το σχήμα του (εκείνο της σφαίρας) είναι το πιο τέλειο και το πιο περιεκτικό απ’ όλα. Που η τροχιά του περνά ανάμεσα από γειτονικούς πλανήτες. Που το μειλίχιο τσιράκι του είναι το φεγγάρι, που ο έμμεσος ηγεμών του είναι ο ήλιος. Που η ζωή του είναι η αιωνιότητα. Που η σκέψη του είναι εκείνη θεού. Που η διασκέδασή του είναι η γνώση που τα πεπρωμένα του είναι χαμένα στην αιωνιότητα. Που η γνώση του για μας είναι παρόμοια μ’ εκείνη που έχουμε εμείς για το σαράκι που τρώει το νου – ένα ον που εμείς θεωρούμε άψυχο και από σκέτη ύλη, όπως ακριβώς θα μας θεωρεί και το σαράκι.
Τα τηλεσκόπια κι οι μαθηματικές μας αποκαλύψεις δε μας αφήνουν καμιά αμφιβολία – αν εξαιρέσουμε τους αμόρφωτους υποκριτές του κλήρου – ότι αυτός ο χώρος και αυτός ο όγκος, είναι μια σπουδαία υπόθεση στα μάτια του Παντοδύναμου. Οι κύκλοι που κινούνται τ’ αστέρια είναι εκείνοι που υιοθετούνται για τους επιτυχείς ελιγμούς όσο το δυνατόν περισσότερων σωμάτων. Τα σχήματα αυτών των σωμάτων είναι σχεδιασμένα ώστε να περιέχουν τη μεγαλύτερη δυνατή ύλη – την ίδια στιγμή που οι ίδιες οι επιφάνειες είναι διαρρυθμισμένες διαφορετικά. Ούτε υπάρχει καμιά διαφωνία ότι ο όγκος αυτός είναι ένα επιχείρημα για το Θεό, όπως ο χώρος για το αχανές. Γιατί το αχανές μπορεί να πληρωθεί. Και όσο θεωρούμε ότι η προικοδότηση της ύλης με ζωή είναι μια αρχή – κι απ’ ό,τι μπορούμε να κρίνουμε, βασική αρχή για τη λειτουργία της θεότητας – πολύ απέχει απ’ τη λογική το να τη θεωρήσουμε περιορισμένη στις περιοχές των λεπτών όπου την εγκλωβίζουμε καθημερινά, κι όχι σ’ εκείνες του αιώνιου.
Όπως βρίσκουμε τον έναν κύκλο μέσα στον άλλο, δίχως τέλος – κι ωστόσο όλους να περιστρέφονται γύρω απ’ το ίδιο μακρινό εκείνο κέντρο που είναι ο Νους του Θεού, μπορούμε να μην υποθέσουμε με τον ίδιο τρόπο τη ζωή μες στη ζωή, τη μικρότερη μες στη μεγαλύτερη κι όλες μες στο Άγιο Πνεύμα; Κοντολογίς, σφάλλουμε οικτρά από αυτοεκτίμηση, αν πιστεύουμε ότι ο άνθρωπος είτε στην τωρινή είτε στη μελλοντική του κατάσταση είναι έστω και για μια στιγμή στην οικουμένη, τίποτε περισσότερο απ’ το «σβόλο στο λιβάδι» που καλλιεργεί και περιφρονεί και στον οποίο αρνείται την ψυχή όχι, για κανένα βαθύτερο λόγο, παρά γιατί δεν τον βλέπει να ενεργεί.
Αυτές οι παρομοιώσεις κι άλλες τέτοιες παρόμοιες έδιναν πάντα στις σκέψεις μου, ανάμεσα απ’ τα βουνά και τα δάση, πλάι στα ποτάμια και τον ωκεανό, μια χροιά αυτού που ο καθημερινός κόσμος θα ονόμαζε φανταστικό. Οι περιπλανήσεις μου ανάμεσα σε τέτοια τοπία υπήρξαν πολλές και μακρινές και συχνά μοναχικές. Και το ενδιαφέρον με το οποίο είτε περιπλανήθηκα ανάμεσα σε πολλές βαθιές και σκοτεινές κοιλάδες είτε κοίταξα να καθρεφτίζεται ο ουρανός στις κρυστάλλινες λίμνες, ήταν ένα ενδιαφέρον που γινόταν ακόμη εντονότερο με τη σκέψη ότι περιπλανιόμουν και ρέμβαζα μονάχος. Ποιος αστόχαστος Φραντσέζος ήταν εκείνος που είπε σχετικά με μια πολύ γνωστή δουλειά του Ζίμερμαν ότι «la solitude est une belle chose? Maiw il fout quelqu’ un pour tous dire que la solitude est une belle chose». Το επίγραμμα δεν αμφισβητείται. Η αναγκαιότητα, ωστόσο, είναι κάτι που δεν υφίσταται.
Σ’ έναν απ’ τους μοναχικούς μου περιπάτους, σε κάποια μακρινή κοιλάδα αποκλεισμένη από βουνά, με θλιβερά ποτάμια και μελαγχολικές λιμνούλες που ριγούσαν ή κοιμόντουσαν βαθιά – έπεσα πάνω σ’ ένα ποταμάκι μ’ ένα μικρό νησί στη μέση. Έπεσα πάνω τους τυχαία τον φυλλοσκεπή Ιούνη, και ξάπλωσα πάνω στη χλόη, κάτω απ’ τα κλαδιά ενός άγνωστου αρωματικού θάμνου, και ίσως ν’ αποκοιμήθηκα καθώς παρατηρούσα το τοπίο. Μονάχα έτσι πίστευα πως θα ‘πρεπε να το κοιτάζω – τέτοιο ήταν το στοιχειό που το κατοικούσε.
Γύρω γύρω – εκτός από τη δύση, όπου βασίλευε ο ήλιος – υψώνονταν οι πράσινοι τοίχοι του δάσους. Το ποταμάκι που έστριβε απότομα για να χαθεί στη στιγμή, έδειχνε να μην έχει διέξοδο απ’ τη φυλακή του και να το απορροφούν τα σκοτεινά πράσινα φυλλώματα της ανατολής – ενώ στην απέναντι πλευρά (έτσι μου φάνηκε καθώς κοίταζα ξαπλωμένος) έπεφταν αθόρυβα και αδιάκοπα στην κοιλάδα οι πορφυρόχρυσοι καταρράκτες του ηλιοβασιλέματος.

Στη μισή περίπου απόσταση απ’ όπου εμφανίστηκε το όραμά μου, υπήρχε ένα μικρό κυκλικό νησάκι, με άφθονη βλάστηση, ξαπλωμένο στον κόρφο του ρέματος.

Τόσο συνταίριαζαν η όχθη με το σκότος
που έμοιαζαν να αιωρούνται στον αέρα…

τόσο γυάλινο ήταν το νερό που δύσκολα θα ΄λεγε κανείς που άρχιζαν τα κρυστάλλινά του βασίλεια.
Η θέση μου, μου επέτρεπε να ελέγχω ολόκληρο το νησάκι και να παρατηρώ τις αντιδράσεις του. Η δυτική του όχθη ήταν ένα φλογερό χαρέμι από ουρί του παραδείσου. Έλαμπε και κοκκίνιζε κάτω απ’ το φως του σούρουπου, πνιγμένη στα λουλούδια. Το γρασίδι ήταν κοντό, ανοιξιάτικο, ευωδιαστό και διάσπαρτο από ασφόδελους. Τα δέντρα ήταν ευλύγιστα και χαρωπά, ίσια και φωτεινά, λυγερά και γεμάτα ευγνωμοσύνη – με σχήμα και φύλλωμα ανατολίτικο, με κορμό μαλακό, στιλπνό και ποικιλόχρωμο. Μια βαθιά αίσθηση ζωής και χαράς έμοιαζε να βασιλεύει. Κι αν και αγέρηδες δε φυσούσαν απ’ τα ουράνια, ωστόσο όλα φαίνονταν να κινούνται απ’ το απαλό φτερούγισμα των αμέτρητων πεταλούδων, που θα μπορούσε κανείς να τις περάσει για τουλίπες με φτερά.
Η άλλη, η ανατολική όχθη, ήταν βουτηγμένη στο μαύρο σκοτάδι. Ένα γκρίζο, ωστόσο, όμορφο και ειρηνικό φως σκέπαζε τα πάντα. Τα δέντρα είχαν σκοτεινό χρώμα και θλιμμένη όψη και κορμοστασιά, τυλιγμένα σε θλιβερά, μοναχικά και φασματικά σχήματα που γεννούσαν ιδέες κάποιας επιθανάτιας λύπης και παράκαιρου θανάτου. Το γρασίδι είχε το χρώμα του κυπαρισσιού και κρεμόταν μαραμένο. Ανάμεσά του ξεφύτρωναν αραιά και που, μικροί, αθέατοι σχεδόν, λοφίσκοι, χαμηλοί και στενοί, κι όχι πολύ επιμήκεις, που έμοιαζαν τάφοι κι όμως δεν ήταν. Ωστόσο, πάνω τους σκαρφάλωνε ο απήγανος και το δεντρολίβανο. Ο ίσκιος των δέντρων έπεφτε βαρύς πάνω στο νερό κι έμοιαζε σαν να θαβόταν ο ίδιος εκεί μέσα, μουσκεύοντας τα βάθη του νερού στα σκοτάδια. Φαντάστηκα πως κάθε ίσκιος, καθώς ο ήλιος χαμήλωνε ολοένα, ξεκοβόταν απ’ τον κορμό που τον γεννούσε και χανόταν στο ποταμάκι, την ίδια στιγμή που άλλοι ίσκιοι ξεπηδούσαν απ’ τα δέντρα κι έπαιρναν τη θέση των πνιγμένων προκατόχων τους.
Αυτή η σκέψη δεν άργησε να γίνει έμμονη ιδέα κι άρχισα να ρεμβάζω. «Αν υπάρχει ποτέ νησί στοιχειωμένο», μονολόγησα, «δεν είν’ άλλο απ’ αυτό εδώ. Εδώ συχνάζουν οι λιγοστές νεράιδες που έχουν απομείνει απ’ την καταστροφή του είδους τους; Πεθαίνοντας μήπως δε χάνονται γεμάτες θλίψη, επιστρέφοντας στο Θεό, αργά αργά, την ύπαρξή τους, καθώς αυτά τα δέντρα τις σκιές τους βυθίζοντας την ύπαρξή τους στην ανυπαρξία; Και τι να σημαίνει άραγε για το νερό το δέντρο που τον ίσκιο του ρουφά, σκοτεινιάζοντας έτσι ολοένα περισσότερο, μήπως ακριβώς ό,τι και η ζωή της νεράιδας για το θάνατό της;»
Έτσι καθώς ρέμβαζα με μισόκλειστα τα μάτια, κι ενώ ο ήλιος έδυε βιαστικά κι άπνοες αύρες αγκάλιαζαν το νησί, φέρνοντας πάνω στον κόρφο τους φλούδες απ’ τον κορμό των σφενδάμων – φλούδες που, χάρη στα χίλια σχήματά τους πάνω στο νερό, μια σπιρτόζα φαντασία θα ‘φτιαχνε ό,τι ήθελε – έτσι, λοιπόν, καθώς ρέμβαζα, μου φάνηκε ότι η μορφή μιας απ’ αυτές τις νεράιδες που μόλις πριν είχα στο νου μου, έκανε την εμφάνισή της γλιστρώντας προς τα σκοτάδια της ανατολικής όχθης. Στεκόταν αλύγιστη σ’ ένα εύθραυστο κανό, που το ‘σπρωχνε με τη βοήθεια ενός φασματικού κουπιού. Μες απ’ τις ηλιαχτίδες που αργόσβηναν, η στάση της έδειχνε χαρά – που ωστόσο θλίψη την εκάλυψε καθώς εμπήκε στα σκοτάδια. Δίχως βιασύνη κωπηλατούσε ώσπου στο τέλος έκανε το γύρο και φάνηκε πάλι μες στο φως. «Η περιστροφή που τώρα μόλις ολοκλήρωσε», μονολόγησα ρεμβάζοντας, «είναι ο κύκλος ενός σύντομου χρόνου της ζωής της».
Γλίστρησε μες απ’ το χειμώνα και το καλοκαίρι της. Τώρα πια βρίσκεται ένα χρόνο πιο κοντά στο θάνατο. Γιατί το είδα καθαρά, καθώς μπήκε στα σκοτάδια, η σκιά της έπεσε από πάνω της και γλίστρησε μες στα νερά του ποταμού, κάνοντάς τα ακόμη πιο σκοτεινά».
Και ξανά εμφανίστηκε το κανό μαζί με τη νεράιδα. Η στάση ωστόσο της τελευταίας ήταν πιο προσεκτική και με λιγότερη χαρά. Γλίστρησε πάλι απ’ το φως στο σκοτάδι (που βάθυνε αμέσως) και πάλι η σκιά της έπεσε από πάνω της στα εβένινα νερά κι απορροφήθηκε απ’ τη σκοτεινιά της.
Ξανά και ξανά έκανε το γύρο του νησιού (καθώς ο ήλιος χανόταν στους κοιτώνες του) και σε κάθε έξοδό της στο φως υπήρχε περισσότερη θλίψη στο πρόσωπό της, που γινόταν χλομότερο κι αδύνατο και πιο συγκεχυμένο. Και κάθε που περνούσε στα σκοτάδια, μια περισσότερο σκοτεινή σκιά έπεφτε από πάνω της, βάφοντας τα πάντα πιο ζοφερά. Στο τέλος, όμως, κι όταν ο ήλιος είχε πια χαθεί, η Νεράιδα, φάντασμα πια του παλιού της εαυτού, μπήκε μελαγχολικά με τη βαρκούλα της στα βασίλεια του μαύρου ποταμού – κι αν ξαναφάνηκε ποτέ δεν ξέρω να σας πω, γιατί σκοτάδι κάλυψε τα πάντα, και πια τη μαγική φιγούρα δεν ξανάδα.


____________________________
(1)Ο κάθε τόπος έχει και το στοιχειό του. ΣΕΡΒΙΟΣ
(2)Το «Moraux» εδώ παράγεται απ΄οτο moeurs και σημαίνει «της μόδας» ή, καλύτερα, «των καλών τρόπων».

EDGAR ALLAN POE
ΜΗ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΙΖΕΙΣ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΟΥ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΒΟΛΟ (ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΡΗΣ ΣΦΑΚΙΑΝΑΚΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ 1983-2000

Δεν υπάρχουν σχόλια: