Ήθελα να ξέρεις,
εσύ που το ευγενικό
φως
της αγάπης σου με στήριξε
εκείνες τις
χειμωνιάτικες νύχτες μπουμπουκιάζοντας
μέσα
στην ανοιξιάτικη νίκη μια θύμησης
που
είναι το μέλλον
μάταιο, βέβαια, όπως
κάθε σκοπός ή κάθε δόγμα
μέσα στο άνεμο
και τη βροχή, κάτω απ’ τον ήλιο
της
ιπτάμενης ακτινοβολίας του
- η
ματαιότητα, όπως τα πάντα
πέρα απ’ τη
σιωπή της καλοσύνης μας,
που είναι το
παν,
είναι μάταια και αμφισβητούμενα
κάτω
απ’ το φεγγάρι
που πάντα μουρμουρίζει,-
Ο
τόσος χρόνος που ήμουν μαζί σου στο
βορρά
με βοήθησε, ακόμα και στου γκρεμού
το χείλος
μου έδωσε να καταλάβω
όσο
μεταμψυχωνόσουν κάθε φορά
και πιο
λατρεμένα λες και το χέρι μου ανήκε
πάντα
σ’ εκείνα τα μέρη πάνω και μέσα
σου
που τυγχάνει να βρίσκει τον εαυτό
του,
σαν να μην υπήρξαν όλα όσα
υπήρχαν,
που κι έτσι πιο φίνο ήταν
για
εκείνο το ξεχείλισμα
τα άφρισμα
τη
διάχυση
του εαυτού παντού
μαζί όπου
βρισκόμαστε,
πιο άναρχα και από το
χάος, στ’ αλήθεια,
πιότερο με
γουργουρίσματα παρά με μουγκρητό.
Τώρα
βρέχει, ξημερώματα, στο Σαν Φρανσίσκο.
Τα
νέα, τα νέα του κόσμου, της νίκης στο
Βιετνάμ,
με ταράζουν φέρνοντάς μου
παλιά γεγονότα, αγώνες
φωτιές και
μανιασμένες μέρες που άφησα πίσω
μου
μακριά απ’ το παρόν μου εδώ
που
κάθομαι και γράφω με τα πάντα
σχεδόν
αδιάφορα
εκτός από σένα,
που κοιμάσαι
δίπλα, τη βροχή,
του μολυβιού τον ήχο
στο χαρτί,
και τον Έρνεστ , στο πάνω
πάτωμα, τον ακούω
να κλείνει το παράθυρο,
-
και το μυαλό μου γέμισε απόψε με ζωές
προηγούμενες:
ήρθαν με τα καλά νέα –
τους βλέπω, γυναίκα, γιο
και κόρη στο
νότο, ή στον φτερωμένο βορρά,
τους
συντρόφους που με μάζεψαν για λίγο
στην
πορεία μου, ποιητές και ζωγράφους ,
ψυχές
μανιασμένες, ερωμένες, συζύγους,
φίλους σε βορρά
και νότο, φίλους στ’
ανατολικά, ακριβά αμάξια,
γαλήνιες
κραυγές μες στην αναθυμίαση τούτης της
στιγμής,
αδελφές κι αδελφούς,
συντρόφους,
μοιάζει τα χέρια μου να
ζητούν.
Γιατί δεν ασχολούμαι με τον
άλλον, εκείνον
που τόσον καιρό πίστευα
πως ήταν
ο εχθρός μου;
Γιατί κοπιάζω
για το τίποτα,
πηγαίνοντας πίσω στο
πουθενά,
γιατί γράφω τόσο πρόδηλα σ’
εσένα,
ποια είναι η ποίησή μου,
η
μετεμψύχωση της γέννησής μου
σε ειρήνη
με την φύση;
Αφού κι αυτό ακόμα συμβαίνει,
αφού η καλύτερη σκέψη
δεν είναι η
καλύτερη,
είναι η νύχτα μιας άλλης
μέρας,
είναι ένα λευκό φρύδι και μια
μαύρη κουκκίδα
είναι αυτό που πρέπει
να συνεχίσει
πάνω στο χαρτί,
με
κάποιον τρόπο,
αυτό που βλέπεις ακόμα
και για μια
στιγμή μονάχα, τόσο έντονα
και εντονότερα,
ετούτο πρέπει να
βγαίνει απ’ την ανάσα σου,
πιότερο
από
κάθε άλλο
κάλεσμα
να είναι ο
ανεκτίμητος
λωτός
που μέσα του
κοιμίζω
εγείρω
ντροπαλός
στη σάρκα σου
την
αίσθηση
των πάντων.
ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ
ΜΠΙΤ ΠΟΙΗΣΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΡΟΕΣ 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου