Το
«Κανείς», το οποίο συνιστά το Είναι του
κάθε Είναι-εδώ, καθίσταται ακόμη
ευκρινέστερο, όταν συλληφθεί διακριτά
ένας πρωταρχικός τρόπος του Είναι της
δημοσιότητας: η γλώσσα. Για το σκοπό
όμως αυτό, η γλώσσα πρέπει να ερμηνευθεί
σύμφωνα με το σύνολο των φαινομενιακών
της δεδομένων ως τρόπος του Είναι του
Είναι-εδώ και ν' αναχθεί έτσι σε τούτο.
Το ομιλείν σημαίνει ένα λέγειν περί
κάποιου πράγματος, και μάλιστα κατά
τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να καθίσταται
πρόδηλο κατά το ομιλείν το «αυτό περί
του οποίου». Το γιγνώσκεσθαι δεν είναι
πρά ένας μόνο τρόπος του δηλούσθαι και
υπό την μορη μάλιστα του θεωρητικού
γιγνώσκεσθαι ούτε κάν ο πρωταρχικός.
Το «λέγειν περί» σημαίνει: «λέγειν τι
κατά τινος». Ο δε λόγος που λέγει κάτι
είναι ένα ομιλείν σε και με
άλλους. Και το ομιλείν με άλλους περί
κάποιου πράγματος είναι συνάμα, ως
ομιλείν, κι εκφράζεσθαι. Ο ίδιος ο
ομιλών, το εκάστοτε δηλ. Είναι-μέσα-στον-κόσμο,
συνδηλούται κατά την ομιλία. Αυτή η
διαπίστωση εξίσου πρωταρχικών χαρακτήρων
φανερώνει το ομιλείν ως έναν θεμελιώδη
τρόπο του Είναι-ο-ένας-μαζί-με-τον-άλλον-μέσα-στον-κόσμο.
Το
ομιλείν, ειλημμένο στην πληρότητα των
φαινομενιακών του δεδομένων, συμπεριλαμβάνει
και το Ακούειν-ο-ένας-τον-άλλον. Το
Είναι-εδώ, ως Ομιλείν-ο-ένας-με-τον-άλλον,
σημαίνει το ν' ακούει ο ένας τον άλλον
κι έτσι να συνδέεται μαζί του. Αυτή η
σύνδεση καθορίζει ταυτόχρονα το νόημα
του Είναι-ο-ένας-μαζί-με-τον-άλλον. Η
ακουστική αντίληψη και σύλληψη φθόγγων
και ήχων αποδεικνύεται ως μεμονωμένη,
τεχνητώς διαμορφωμένη και ακραία
δυνατότητα του πρωταρχικού αλληλοκατανοούντος
ακούειν ως Ακούειν-ο-ένας-τον-άλλον, το
οποίο τούτο σημαίνει: «υπακούειν» κατά
το φροντίζειν τον περίκοσμο, συμφροντίζειν.
Το άκουσμα της ομιλίας δεν είναι επουδενί
αρχικά μια αίσθηση ήχων, στους οποίους
εκ των υστέρων και μόνο προσδίδονται
κι ενσωματώνονται σημασίες. Ακόμη και
στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες
η ομιλία δεν είναι ευκρινής ή η γλώσσα
γνωστή, δεν ακούει κανείς κατ' αρχάς
σκέτους ήχους, αλλά λέξεις ακατανόητες.
Το να είναι κανείς ομιλών, το να καθορίζεται
πρωταρχικά ως προς το Είναι του από την
γλώσσα, σημαίνει το να μπορεί να λέγει.
Στο δε δύνασθαι λέγειν ενέχεται και η
δυνατότητα του σιωπάν. Μόνον όποιος
διάγει το Είναι του στο δύνασθαι λέγειν
μπορεί να σιωπά υπό την ουσιαστική
έννοια της λέξεως.
Εκφράσεις
όπως «δεν λέω τίποτε πάνω σε κάτι (το
αφήνω να περάσει)», «την λέω σε κάποιον»,
«(δεν) σηκώνω κουβέντα», «λέω στον εαυτό
μου» δηλώνουν τον άμεσο και καθημερινό
τρόπο του Είναι της γλώσσας. Τούτη δεν
είναι επομένως πρωταρχικά μια διαβίβαση
γνωστικών περιεχομένων. Εξίσου όμως
πρέπει ν' αποφευχθεί και η ερμηνεία της
γλώσσας ως απλού μέσου συνεννοήσεως κι
επικοινωνίας για τεχνικοπρακτικούς
σκοπούς. Το Ομιλείν-ο-ένας-με-τον-άλλον
είναι αντίθετα ο βασικός τρόπος του
Είναι-ο-ένας-μαζί-με-τον-άλλον-μέσα-στον-κόσμο.
Η
συζήτηση για κάτι, η προτροπή και η
αποτροπή σχετικά με κάτι έχουν τον
χαρακτήρα της απορροφήσεως μαζί με τους
άλλους στα λεγόμενα. Αυτό που είναι ρητά
παρόν δεν είναι οι ίδιοι οι ομιλούντες
και ακόμη λιγότερο ο λόγος, αλλά μάλλον
ο ίδιος ο φροντιζόμενος περίκοσμος ως
το «αυτό περί του οποίου» συζητείται
κατά το φροντίζειν. Και μόνο δια μέσου
του περί ου ο λόγος είναι παρόντες οι
άλλοι ως ακούοντες και λογοδοτούντες.
Στον καθημερινό λόγο οι διακριτές κι
εξίσου πρωταρχικές συνιστώσες του Είναι
της γλώσσας δεν είναι, ως επί το πλείστον,
κι εξίσου εμφανείς. Απεναντίας, η
συγκάλυψη και υποχώρηση μερικών εξ
αυτών (ομιλείν με και εκφράζειν
εαυτόν), σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη
προβολή άλλων (το «αυτό περί του οποίου»
και το «Τι» του λόγου), συνιστά έναν
τρόπο του Είναι που χαρακτηρίζει το
Είναι-εδώ.
Η
απορρόφηση των ομιλούντων στα λεγόμενα
δεν εγγυάται όμως και την πρωταρχική
πρόσληψη των περί ων ο λόγος. Αντίθετα,
το ομιλείν στην καθημερινότητα
διενεργείται χωρίς πρωταρχική πρόσληψη
του «αυτού πρί του οποίου». Το τι
λέγεται σχετικά με κάτι – το λεγόμενον
– λέγεται βάσει του τι ακούει κανείς
να λέγεται (η εφημερίδα), είναι προϊόν
αναμασήσεως, επιφανειακής αναγνώσεως
και, λόγω της ρηχής αυτής στάσεως, απλή
φλυαρία. Το λέγειν κατά το
Είναι-ο-ένας-μαζί-με-τον-άλλον της
καθημερινής φροντίζουσας τριβής (η
καθομιλουμένη γλώσσα) κινείται εντός
αυτής της εκριζωμένης αναυθεντικότητας.
Εκείνο που κάποτε εκφράσθηκε κατά τρόπο
αυθεντικό τίθεται σε κυκλοφορία μέσα
στον περίκοσμο. Αυτός που αναμασά αποκτά
εξ ακοής μια επαρκή για την καθημερινότητα
κατανόηση χωρίς προγενέστερη αυθεντική
αντιπαράθεση με τα ίδια τα πράγματα.
Και αυτό που διαμηνύει στους άλλους,
αναμασώντας το, γεννά την αερολογία.
Ως
συγκεκριμένη μορφή του Είναι της γλώσσας
στην καθημερινότητα, η αερολογία συνιστά
τον πλέον συνηθισμένο και ιδιαίτερο
τόπο ενδιατριβής του «Κανείς», στην
αερόλογία, από την οποία ορίζεται και
άγεται το άμεσο Είναι-ο-ένας-μαζί-με-τον-άλλον,
θεμελιώνεται η δυνατότητα της ανένδοτης
κυριαρχίας του «Κανείς». Με τούτο είναι
παρόν το «Ουδείς». Ο λόγος αυτός, ο
διακρινόμενος για την έλλειψη αυθεντικής
προσλήψεως και αφομοιώσεως του εκάστοτε
«αυτού περί του οποίου», καταφέρνει, ως
στοχασμός που περιορίζεται στις λέξεις
και υποκύπτει στην εξουσία συγκεκριμένων
λεκτικών εννοιών, να διακαθορίζει και
να επικυρώνει τον τρόπο αντιμετωπίσεως
των προβλήμάτων και σ' εκτεταμένα πεδία
της επιστήμης. Μέσω της γλώσσας, καθότι
αυτή συνιστά κύριο τρόπο του
Είναι-μέσα-στον-κόσμο, μεταδίδεται το
εκριζωμένο Είναι-εδώ και διασφαλίζει
στον εαυτό του υπόληψη και κύρος από
την κοινή δόξα του «Κανείς». Η απροσδιοριστία
και κενότητα των σημασιών, οι οποίες
δεν είναι καν γνωστές ως σημασίες, απαντά
στο τυχάρπαστο του καθημερινού λέγειν.
Εντούτοις,
ο εκκενωμένος αυτός τρόπος του Είναι
των λεγομένων και του λόγου που
προσανατολίζεται σ' αυτά δεν θάπρεπε
να παρασύρει στο να εκληφθεί η γλώσσα
κατ' αρχάς ως φθόγγος και ήχος. Η
απροσδιοριστία των σημασιών συνιστά η
ίδια έναν προσδιορισμό, και συγκεκριμένα
την αδιαφοροποίητη κατανοητότητα του
τετριμμένου λέγειν κατά την καθημερινότητα.
Αυτό το λέγειν, καθότι η γλώσσα αποτελεί
θεμελιώδη τρόπο του Είναι-μέσα-στον-κόσμο,
συνιστά μια συγκεκριμένη και καθορισμένη
μορφή ενδιατριβής στον κόσμο.
Όταν
ληφθεί ως αρχή για την ερμήνευση της
γλώσσας το πρωταρχικό δεδομένο του
Είναι-μέσα-στον-κόσμο και όταν ο λόγος
κατανοηθεί ως προς τις δυνατότητές του
βάσει των δυνατοτήτων του Είναι του
Είναι-εδώ, τότε μπορούν οι διάφορες
απαντήσεις στο ερώτημα περί της «ουσίας
της γλώσσας να τοποθετηθούν και ν'
αξιολογηθούν ορθά. Ερμηνείες που ορίζουν
την γλώσσα ως σύμβολο, ως έκφραση της
εμπειρίας και της γνώσεως, ως εκδήλωση
«βιωμάτων», ως κοινοποίηση, ως διαμόρφωση
διαθέτουν η κάθε μια ένα σύνολο
φαινομενιακών δεδομένων ως θεμέλιο
εγκυρότητας, χωρίς ωστόσο το θεμέλιο
τούτο να έχει αφομοιωθεί κατάλληλα κι
επεξεργασθεί διεξοδικά. Η γλώσσα είναι
λ.χ. κοινοποίηση ακριβώς με αναφορά
στον άμεσο τρόπου του Είναι του Είναι-εδώ.
Η κοινοποίηση όμως δεν πρέπει να εκληφθεί
ως διαβίβαση, τρόπον τινά, ως μεταφορά
πληροφοριών από το εσωτερικό του ενός
υποκειμένου στο εσωτερικό του άλλου.
Ως Συζητείν-ο-ένας-με-τον-άλλον, η
κοινοποίηση είναι ο τρόπος με τον οποίο
μοιράζεται «κανείς» τον φροντιζόμενο
κόσμο με τους άλλους, τον έχει από
«κοινού». Αυτό το Έχειν-τον-κόσμο δηλώνει
το ν' απορροφάται κανείς σ' αυτόν
φροντίζοντάς τον. Το κοινοποιείν σημαίνει
το να εισάγει κανείς τους άλλους, μαζί
δε μ' αυτούς και τον εαυτό του, σ' ένα
τέτοιο Είναι-μέσα-στον-κόσμο και να
διατηρείται εντός του(1) στο κοινοποιείν
αυτού του είδους αντιστοιχεί το κοινωνείν.
________________
[Σημ.6]
Το γεγονός ότι η προεπιστημονική
ερμήνευση του Είναι-εδώ από τους Έλληνες
τοποθέτησε το Είναι του ανθρώπου στο
δύνασθαι λέγειν-άνθρωπος = ζώον λόγον
έχον – οφείλεται στην εμπειρία του
καθημερινού και ιδιαίτερα του ελληνικού
Είναι-εδώ. Το μεταγενέστερο animal rationale =
vermunftbegabtes Lebewesen [«ορθολογικό» ον] δεν
κάνει άλλο από το να συγκαλύπτει τα
δεδομένα της πρωταρχικής εμπειρίας. Το
γεγονός πάλι ότι οι Έλληνες στρίμωξαν
την θεώρηση της γλώσσας σε μια γραμματική
καθορισμένη από την λογική οφείλεται
σ' έναν συγκεκριμένο τρόπο του ομιλούντος
τους Είναι-μέσα-στον-κόσμο.
MARTIN
HEIDEGGER
Η
ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ – ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΥΦΑΝΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ
ΡΟΕΣ 2009 [Β' ΕΚΔΟΣΗ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου