.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Ἔγκωμη – Γιώργος Σεφέρης





Ἦταν πλατὺς ὁ κάμπος καὶ στρωτός· ἀπὸ μακριὰ φαινόνταν
τὸ γύρισμα χεριῶν ποὺ σκάβαν.
Στὸν οὐρανὸ τὰ σύννεφα πολλὲς καμπύλες, κάπου-κάπου
μιὰ σάλπιγγα χρυσὴ καὶ ρόδινη· τὸ δείλι.
Στὸ λιγοστὸ χορτάρι καὶ στ᾿ ἀγκάθια τριγυρίζαν
ψιλὲς ἀποβροχάρισσες ἀνάσες· θά ῾χε βρέξει
πέρα στὶς ἄκρες τὰ βουνὰ ποὺ ἔπαιρναν χρῶμα.

Κι ἐγὼ προχώρεσα πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δουλεύαν,
γυναῖκες κι ἄντρες μὲ τ᾿ ἀξίνια σὲ χαντάκια.
Ἦταν μία πολιτεία παλιά· τειχιὰ δρόμοι καὶ σπίτια
ξεχώριζαν σὰν πετρωμένοι μυῶνες κυκλώπων,
ἡ ἀνατομία μιᾶς ξοδεμένης δύναμης κάτω ἀπ᾿ τὸ μάτι
τοῦ ἀρχαιολόγου τοῦ ναρκοδότη ἢ τοῦ χειρούργου.
φαντάσματα καὶ ὑφάσματα, χλιδὴ καὶ χείλια, χωνεμένα
καὶ τὰ παραπετάσματα τοῦ πόνου διάπλατα ἀνοιχτά
ἀφήνοντας νὰ φαίνεται γυμνὸς κι ἀδιάφορος ὁ τάφος.

Κι ἀνάβλεψα πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δουλεύαν
τοὺς τεντωμένους ὤμους καὶ τὰ μπράτσα ποὺ χτυποῦσαν
μ᾿ ἕνα ρυθμὸ βαρὺ καὶ γρήγορο τούτη τὴ νέκρα
σὰ νὰ περνοῦσε στὰ χαλάσματα ὁ τροχὸς τῆς μοίρας.

Ἄξαφνα περπατοῦσα καὶ δὲν περπατοῦσα
κοίταζα τὰ πετούμενα πουλιά, κι εἴταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τὸν αἰθέρα τ᾿ οὐρανοῦ, κι εἴτανε θαμπωμένος
κοίταζα τὰ κορμιὰ ποὺ πολεμοῦσαν, κι εἶχαν μείνει
κι᾿ ἀνάμεσό τους ἕνα πρόσωπο τὸ φῶς ν᾿ ἀνηφορίζει.
Τὰ μαλλιὰ μαῦρα χύνουνταν στὴν τραχηλιά, τὰ φρύδια
εἴχανε τὸ φτερούγισμα τῆς χελιδόνας, τὰ ρουθούνια
καμαρωτὰ πάνω ἀπ᾿ τὰ χείλια, καὶ τὸ σῶμα
ἔβγαινε ἀπὸ τὸ χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
μὲ τ᾿ ἄγουρα βυζιὰ τῆς ὁδηγήτρας,
χορὸς ἀκίνητος.

Κι ἐγὼ χαμήλωσα τὰ μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, καὶ ζύμη δὲν ἀγγίζαν
γυναῖκες γνέθανε, τ᾿ ἀδράχτια δὲ γυρίζαν
ἀρνιὰ ποτίζουνταν, κι ἡ γλώσσα τους στεκόταν
πάνω ἀπὸ πράσινα νερὰ ποὺ ἔμοιαζαν κοιμισμένα
κι ὁ ζευγᾶς ἔμενε μ᾿ ἀνάερη τὴ βουκέντρα.
Καὶ ξανακοίταξα τὸ σῶμα ἐκεῖνο ν᾿ ἀνεβαίνει·
εἴχανε μαζευτεῖ πολλοί, μερμήγκια,
καὶ τὴ χτυποῦσαν μὲ κοντάρια καὶ δὲν τὴ λαβῶναν.
Τώρα ἡ κοιλιά της ἔλαμπε σὰν τὸ φεγγάρι
καὶ πίστευα πὼς ὁ οὐρανὸς ἦταν ἡ μήτρα
ποὺ τὴν ἐγέννησε καὶ τὴν ξανάπαιρνε, μάνα καὶ βρέφος.
Τὰ πόδια της μείναν ἀκόμη μαρμαρένια
καὶ χάθηκαν· μιὰ ἀνάληψη.
                        Ὁ κόσμος
ξαναγινόταν ὅπως ἦταν, ὁ δικός μας
μὲ τὸν καιρὸ καὶ μὲ τὸ χῶμα.
                        Ἀρώματα ἀπὸ σκίνο
πῆραν νὰ ξεκινήσουν στὶς παλιὲς πλαγιὲς τῆς μνήμης
κόρφοι μέσα στὰ φύλλα, χείλια ὑγρά·
κι᾿ ὅλα στεγνῶσαν μονομιᾶς στὴν πλατωσιὰ τοῦ κάμπου
στῆς πέτρας τὴν ἀπόγνωση στὴ δύναμη τὴ φαγωμένη
στὸν ἄδειο τόπο μὲ τὸ λιγοστὸ χορτάρι καὶ τ᾿ ἀγκάθια
ὅπου γλιστροῦσε ξέγνοιαστο ἕνα φίδι,
ὅπου ξοδεύουνε πολὺ καιρὸ γιὰ νὰ πεθάνουν.


Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Μεταξύ αγρύπνιας και ύπνου – Edgar Allan Poe


Κάποιος Γάλλος – μάλλον ο Μονταίνιος – λέει: «Οι άνθρωποι μιλούν για τη σκέψη, αλλά σ' ό,τι αφορά εμένα δεν σκέφτομαι ποτέ, εκτός από την περίπτωση που κάθομαι να γράψω». Είναι αυτό το δεν σκεφτόμαστε ποτέ, εκτός από την περίπτωση που καθόμαστε να γράψουμε, που είναι η αιτία τόσων συνθέσεων χωρίς ενδιαφέρον. Ίσως όμως να υπάρχει κάτι πιο περίπλοκο στην παρατήρηση του Γάλλου, απ' ό,τι διαβάζει το μάτι. Είναι βέβαιο πως απλώς και μόνον η πράξη της σύνταξης ενός κειμένου, συντείνει, σε μεγάλο βαθμό, στη λογικοποίηση της σκέψης. Κάθε φορά που λόγω της ασάφειάς της, είμαι δυσαρεστημένος με μια σκέψη του μυαλού, καταφεύγω αμέσως στην πένα, σκοπεύοντας να πετύχω με τη βοήθειά της την αναγκαία μορφή, τη συνέπεια και την ακρίβεια της σκέψης.
Πόσο πολύ συχνά ακούμε να παρατηρούν ότι αυτές κι αυτές οι σκέψεις είναι πέρα από την επικράτεια των λέξεων! Δεν πιστεύω πως κάθε σκέψη, που αξίζει να λέγεται έτσι, είναι απρόσιτη από τη γλώσσα. Μάλλον υποθέτω ότι όπου είναι αποδεδειγμένη η δυσκολία στην έκφραση, υπάρχει, στη νόηση που δοκιμάζει κάτι τέτοιο, μια απουσία μεθόδου ή περίσκεψης. Σ' ό,τι αφορά εμένα, ουδέποτε είχα μια ιδέα που δεν μπορούσα να την αποδώσω με λέξεις, με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια απ' ό,τι τη συνέλαβα: καθώς παρατήρησα προηγουμένως, η σκέψη λογικοποιείται μέσω της προσπάθειας να εκφραστεί γραπτώς.
Υπάρχει, εντούτοις, μια κατηγορία φαντασιώσεων εξαιρετικής ευαισθησίας, που δεν είναι σκέψεις και προς τις οποίες ως τώρα είδα πως είναι απολύτως αδύνατο να προσαρμόσω τη γλώσσα. Χρησιμοποιώ τη λέξη φαντασίωση τυχαία και μόνον επειδή πρέπει να χρησιμοποιήσω κάποια λέξη. Όμως η ιδέα που κοινώς συνδέεται με τον όρο δεν είναι ούτε στο ελάχιστο εφαρμόσιμη σ' αυτή τη φευγαλέα έννοια για την οποία μιλούμε. Μου φαίνεται περισσότερο ότι αναφέρεται στην ψυχή παρά στη νόηση. Εκδηλώνεται στην ψυχή (αλίμονο, πόσο σπάνια!), μόνο στις περιόδους της πιο έντονης ηρεμίας – όταν η σωματική και η διανοητική υγεία είναι σε τέλεια κατάσταση – και σ' εκείνες τις μοναδικές στιγμές όπου τα όρια του εν εγρηγόρσει κόσμου αναμιγνύονται μ' εκείνα του κόσμου των ονείρων. Αντιλαμβάνομαι αυτές τις «φαντασιώσεις» μόνο όταν είμαι έτοιμος να κοιμηθώ, με την επίγνωση ότι βρίσκομαι μεταξύ ύπνου και ξύπνου. Ικανοποιήθηκα όταν κατάλαβα ότι αυτή η κατάσταση υπάρχει, αλλά για μια ανεπαίσθητη χρονική στιγμή – που, ωστόσο, είναι γεμάτη από αυτές τις «φευγαλέες σκιές». Και για μια απόλυτη σκέψη απαιτείται εδώ χρονική διάρκεια.
Οι «φαντασιώσεις» αυτές περικλείουν μια απολαυστική έκσταση που είναι τόσο πέρα από την πιο απολαυστική έκσταση του κόσμου της αγρύπνιας ή των ονείρων, όσο ο Ουρανός της θεολογίας του Νόρτον* είναι πέρα από την Κόλασή της. Ατενίζω τα οράματα, ακόμα κι όταν παρουσιάζονται, μ' ένα δέος, που ως ένα βαθμό μετριάζει ή ηρεμεί την έκσταση – τα ατενίζω λοιπόν με μια πεποίθηση (που μοιάζει να είναι μέρος της ίδιας της έκστασης), ότι αυτή η έκσταση, αυτή καθαυτή έχει ένα χαρακτήρα θείο σε σχέση με την Ανθρώπινη Φύση – είναι ένα αστραπιαίο κοίταγμα του πέρα από το πνεύμα κόσμου. Και φτάνω σ' αυτό το συμπέρασμα – αν αυτός ο όρος είναι καθόλου εφαρμόσιμος στη στιγμιαία ενόραση – με την αντίληψη ότι η τέρψη που βιώθηκε έχει ως στοιχείο της μόνο την απολυτότητα του καινοφανούς. Λέω «απολυτότητα», διότι σ' αυτές τις φαντασιώσεις – επιτρέψτε μου να τις ορίσω τώρα ως ψυχικές εντυπώσεις – δεν υπάρχει πραγματικά τίποτε που, έστω και κατά προσέγγιση, να θυμίζει τις εντυπώσεις που συνήθως αποκτούμε. Είναι σαν οι πέντε αισθήσεις να έχουν αντικατασταθεί από πέντε μυριάδες άλλες, ξένες ως προς τον θνητό άνθρωπο.
Τώρα, είναι τόσο ολοκληρωτική η πίστη μου για τη δύναμη των λέξεων, ώστε κατά καιρούς πιστεύω πως είναι δυνατό να κάνω χειροπιαστή ακόμα και την εξαφάνιση των φαντασιώσεων, έτσι όπως επιχείρησα να τις περιγράψω. Σε πειράματα προς αυτό το σκοπό, έχω φτάσει ακόμα κι ως το σημείο, πρώτ' απ' όλα, να ελέγχω (όταν η σωματική και διανοητική υγεία είναι σε καλή κατάσταση), την ύπαρξη αυτής της κατάστασης: με άλλα λόγια, μπορώ τώρα (εκτός και αν είμαι άρρωστος), να είμαι βέβαιος ότι η κατάσταση θα προκύψει, αν το θελήσω τόσο πολύ, στο χρονικό σημείο που ήδη περιέγραψα. Για τον ερχομό αυτής της κατάστασης ποτέ δεν μπορούσα, ως πρόσφατα ακόμα, να είμαι βέβαιος, ακόμα και κάτω από τις ευνοϊκότερες συνθήκες. Θέλω να πω, κυρίως, ότι τώρα μπορώ να είμαι βέβαιος, όταν όλες οι συνθήκες είναι ευνοϊκές, για τον ερχομό αυτής της κατάστασης, και να νιώθω ακόμα πως έχω τη δύναμη να την προκαλώ ή να την επιβάλω. Οι ευνοϊκές συνθήκες, πάντως, δεν είναι οι λιγότερο σπάνιες – αλλιώς θα είχα ήδη εξαναγκάσει τον Ουρανό να έρθει στη Γη.
Κατά δεύτερο λόγο, προχώρησα τόσο πολύ ώστε να μπορώ να εμποδίσω την παρέκκλιση από το σημείο για το οποίο μίλησα – το σημείο όπου συγχέονται η αγρύπνια με τον ύπνο και να εμποδίζω κατά τη θέλησή μου το πέρασμα από αυτό το μεταίχμιο στην κυριαρχία του ύπνου. Όχι ότι μπορώ να δώσω διάρκεια στην κατάσταση αυτή, όχι ότι μπορώ να κάνω το χρονικό αυτό σημείο κάτι περισσότερο από χρονικό σημείο, αλλά ότι μπορώ να μετακινηθώ από το σημείο αυτό προς την εγρήγορση κι έτσι να μεταφέρω αυτό το ίδιο το σημείο στη σφαίρα της Μνήμης, μεταβιβάζοντας τις εντυπώσεις του ή, πιο σωστά, τις ενθυμήσεις του, σε μια κατάσταση όπου (μολονότι ακόμα για μια πολύ σύντομη χρονική περίοδο), μπορώ να τις παρατηρώ μ' ένα εξεταστικό και αναλυτικό μάτι.
Γι' αυτούς τους λόγους, δηλαδή επειδή στάθηκα ικανός να καταφέρω μόνο τόσα, δεν παύω να ελπίζω ολότελα ότι θα ενσωματώσω σε λέξεις, τουλάχιστον, αρκετές από τις φαντασιώσεις που όπως είπα μεταφέρω, σε ορισμένες κατηγορίες νόησης, τη σκιώδη σύλληψη του χαρακτήρα τους.
Λέγοντάς τα αυτά δεν θα πρέπει να σας κάνω να υποθέσετε ότι οι φαντασιώσεις ή οι ψυχικές εντυπώσεις, στις οποίες αναφέρομαι, είναι περιορισμένες στο ατομικό μου είναι. Δεν είναι, με μια λέξη, κοινές σ' όλους τους ανθρώπους, γιατί, στο σημείο αυτό, είναι μάλλον αδύνατο ότι θα μπορούσα να διαμορφώσω μια σταθερή γνώμη. Τίποτα όμως δεν μπορεί να είναι περισσότερο βέβαιο από το ότι και μια επί μέρους ακόμα καταγραφή των εντυπώσεων θα τρόμαζε την κοινή λογική των ανθρώπων, λόγω της υπεροχής του καινοφανούς του υλικού που χρησιμοποιήθηκε και λόγω των παρεπόμενων προτάσεων. Συνοπτικά, αν ποτέ μου γράψω κάτι πάνω σ' αυτό το θέμα, ο κόσμος θα αναγκαστεί να αναγνωρίσει ότι, τουλάχιστον, έχω κάνει κάτι το πρωτότυπο.



____________________________
* Ο Πόε αναφέρεται μάλλον στον Τόμας Νόρτον (1532-1584), Άγγλο δραματουργό που έγραψε την πρώτη αγγλική τραγωδία (Σ.τ.Μ)




EDGAR ALLAN POE
ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΩΤΕΡΩ ΓΙΑΝΝΑ ΧΛΑΜΠΕΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΛΕΘΡΟΝ 1982

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Ο θάνατος – Σοφία Άντζακα


Μιλάμε... οι άνθρωποι, για τις χαρές της ζωής, για ηδονές, δόξες, μεγαλεία, αναγνώριση, κάνουμε σχέδια για έρωτες, για γάμους, για διαιώνιση του είδους.

…... ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. …. ….. …... ….... …... ….... ….. …... ….. ….. ….. ….. …... ….. …
Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική
και δεν βρίσκεται πουθενά.
Αγοράζουν κουφέτα για να παντρευτούνε
κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζονται(*)
…... ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. …. ….. …... ….... …... ….... ….. …... ….. ….. ….. ….. …... ….. …
Όσοι είναι επιστήμονες προσθέτουν σ' όλα αυτά και τα όνειρά τους γιατην προώθηση της επιστήμης, για έρευνες, ανακαλύψεις, εφευρέσεις, εξερευνήσεις, διερευνήσεις και κατακτήσεις νέων οριζόντων. Και κανείς δεν υποπτεύεται ότι κουβαλάει μέσα του τον θάνατο.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η λήθη του θανάτου είναι μια ευλογία αφού, διαφορετικά, ο άνθρωπος δεν θα είχε όρεξη για ζωή και για επιστημονικές ανακαλύψεις.
Πραγματικά, αν καλοεξετάσει κανείς την κατάσταση, αντιλαμβάνεται ότι σχεδόν όλος ο κόσμος ενεργεί σαν να μην πρόκειται να πεθάνει ποτέ ή σαν να πρόκειται να ζήσει χίλια χρόνια.
Αν έχουμε τον λεγόμενο «πολιτισμό» το οφείλουμε στο ότι λησμονούμε τον θάνατο που φωλιάζει μέσα μας. Σχεδόν ολόκληρο το οικοδόμημα της «προόδου» στηρίζεται στη λησμονιά του τρομαχτικού αυτού γεγονότος.
Ίσως να πει κανείς ότι δεν έχει νόημα να εντρυφά σ' ένα γεγονός που αργεί συνήθως να συμβεί στη ζωή των ατόμων, εκτός από εξαιρέσεις. Και όταν βρισκόμαστε μπροστά στην εξαίρεση, στο θάνατο νηπίων, παιδιών ή νεαρών ατόμων, το γεγονός μας ξενίζει, μας φαίνεται αφύσικο. Τόσο βαθειά είναι ριζωμένη μέσα μας η αυθαίρετη και αστήρικτη πεποίθηση ότι το φυσιολογικό για κάθε άνθρωπο είναι να ζήσει τουλάχιστον ογδόντα χρόνια. Όσο για το ίδιο το γεγονός του θανάτου, έχουμε και γι' αυτό τη βαθειά ριζωμένη πεποίθηση ότι περιορίζεται στη φευγαλέα χρονική στιγμή της τελευταίας πνοής. Μόνο τότε δεχόμαστε ότι επισκέπτεται τον άνθρωπο ο θάνατος.
Αν θέλαμε, όμως, να προσέξουμε, αν θέλαμε να είμαστε πιο ανοιχτοί και πιο ευαίσθητοι στο τι γίνεται μέσα σ' εμάς τους ίδιους, θα είχαμε σχηματίσει μιαν εντελώς διαφορετική εικόνα για τον θάνατο.
Τότε, θα αντιλαμβανόμαστε ότι τη στιγμή της σαρκικής μας σύλληψης συντελείται και η σύλληψη του θανάτου. Ή καλύτερα, θα βλέπαμε δύο ταυτόχρονες συλλήψεις, αλλά με μια και μόνη δηλαδή με τη σύλληψη του θανάτου αφού η σάρκα είναι θάνατος.
Από την πρώτη στιγμή, λοιπόν, της σύλληψης του θανάτου μέσα στη μήτρα της μητέρας μας, αρχίζει η ανάπτυξή του. Όταν γεννηθεί έξω από τη μήτρα, αρχίζει να αναπτύσσει όχι μόνο τα σωματικά όργανά του, αλλά και τα πιο εσωτερικά, τη σκέψη και το συναίσθημα, όλα φθαρτά. Με αυτά του τα εργαλεία χτίζει τον πολιτισμό, φτιάχνει τις επιστήμες, κατακτά τη σελήνη και το διάστημα, κατασκευάζει ατομικές βόμβες, απειλεί με καταστρεπτικούς πολέμους, καταρρίπτει ρεκόρ ταχύτητας στους εναέριους χώρους, επινοεί μέσα μαζικής επικοινωνίας για να πληροφορούνται οι άνθρωποι τις ειδήσεις του θανάτου, που τις αποκαλούν «επεισόδια ζωής».

* * *

Κάθε μέρα της «ζωής» μας, μεγαλώνει και αυξάνει ο θάνατος, κάθε μέρα απλώνεται όλοι και πιο πολύ στο σώμα μας, καταλαμβάνοντας όλο και περισσότερο τη σκέψη και το συναίσθημά μας. Και μας έχει πείσει ότι εκτρέφουμε τη ζωή, ότι αυτήν αναπτύσσουμε μέσα μας, ότι είμαστε φορείς της.
Αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν είμαστε παρά μια συσκευή θανάτου, μια συσκευή φτιαγμένη από υλικό θανάτου, ότι μέσα μας ζει και θεριεύει μια απάνθρωπη Αρχή. Τρέφεται και μεγαλώνει για τον εαυτό της. Μας χρησιμοποιεί για δικούς της σκοπούς. Πολλαπλασιάζει το δικό της είδος μέσα από μας, φτιάχνει τον δικό της πολιτισμό με τα θνητά μας όργανα, χτίζει, χτίζει, σαν μανιακή, με κομμένη την ανάσα, περνάει τη σκυτάλη της από μήτρα σε μήτρα, χωρίς κορεσμό.

* * *

Ο θάνατος δεν ζει έξω από τη σάρκα, έξω από τη σκέψη και το συναίσθημα. Είναι η σάρκα, η σκέψη και το συναίσθημα. Κι επειδή ο θάνατος αγνοεί τη ζωή, είναι αποκομμένος από την περιοχή της.
«Και γιατί δεν βλέπουμε την περιοχή της ζωής;» ίσως ρωτήσει κανείς.
Μα πως να τη δούμε αφού η ζωή δεν έχει σχέση με τη σάρκα, δηλαδή με το θάνατο; Είναι δυνατό με τα μάτια του θανάτου, δηλαδή τα θνητά, τα σαρκικά μας μάτια, να δουν ό,τιδήποτε δεν είναι θάνατος; Είναι δυνατό η σκέψη μας, που είναι η σκέψη του θανάτου, να συλλάβει την έννοια της Ζωής; Είναι δυνατό το συναίσθημά μας, που είναι συναίσθημα του θανάτου, να νιώσει τη δόνηση της Ζωής;
Ο θάνατος έχει χτίσει ολόκληρα οικοδομήματα φιλοσοφίας με τη σκέψη του, προσπαθώντας να συλλάβει ένα ψήγμα Ζωής. Έχει φτιάξει ένα τεράστιο οικοδόμημα τέχνης για τον ίδιο λόγο. Αλλά ό,τι έχει οικοδομήσει, όσο κι αν οι άνθρωποι τα αποκαλούν αθάνατα μνημεία τέχνης, πολιτισμού ή σκέψης, μυρίζουν θάνατο.
Τι φοβερή εικόνα, αλήθεια! Γεννιόμαστε σαν θάνατος, ζούμε σαν θάνατος, δηλαδή μας ζει και μας κινεί ο θάνατος ώσπου να μας καταλάβει ολόκληρους τη στερνή μέρα της «ζωής» μας και να μας παραδώσει στην άλλη του φάση, τη φάση της ακινησίας.
Ο θάνατος «ζει» ανάμεσα σε δύο φάσεις. Της πρόσθεσης και της αφαίρεσης. Όταν συμπληρωθεί η μια αρχίζει η άλλη και πάλι από την αρχή, σε μιαν ατέλειωτη, ασφυκτική ανακύκλιση.
Ώστε, λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτα το ζωντανό μέσα μας; Μέσα σ' αυτό το σώμα του θανάτου; Και βέβαια υπάρχει. Το θίξαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Είναι κάτι σφήνες Ζωής και αθανασίας από περιοχές που δεν έχουν σχέση με τον θάνατο. Αλλά πως να πεισθεί κανείς ότι όσο δεν λειτουργούν μέσα στο σώμα του, στο σώμα του θανάτου, οι δυνάμεις της Ζωής, είναι ταυτόσημος με τον θάνατο, που τον πιστεύει για Ζωή:
Τα όσα ελέχθησαν πάρα πάνω, μας φέρνουν στο νου μια μοναδική συνειδητοποίηση του θανάτου διατυπωμένη με την απαράμιλλη ευαισθησία ενός ποιητή(**)
…... ….. ….. ….. ….. ….. ….. ….. …. ….. …... ….... …... ….... ….. …... ….. ….. ….. ….. …... ….. 

Ο θάνατος δεν υπάρχει μήτε στους πολέμους
μήτε στο δηλητήριο, μήτε στα στιλέτα.
Μήτε στους βραδινούς θαλάμους των νοσοκομείων.
Υπάρχει μες στην αναμμένη θρυαλλίδα,
που στα δικά σου μοναχά μυστικά κανάλια,
με αργό βήμα προχωρεί, απ' την πρώτη εκείνη μέρα.

Αν το αισθανθείς μπορέσεις τούτο το περπάτημα,
θάχεις τη χάρη της μόνης γεύσης του θανάτου.
Αλλά την έκρηξη δεν θα την αισθανθείς.
Γιατί θάβλεπες τότε, αυτό που λένε θάνατο
να φορεί το δικό σου πρόσωπο στο πρόσωπό του.


___________
(*)Από το «Τετράδιο Γυμνασμάτων» του Γ. Σεφέρη. Ίδε Σ. Άντζακα «Η Άλλη Ζωή στην ποίηση του Γ. Σεφέρη
(**)Μέρος από το ποίημα «Γεύση Θανάτου» από τη συλλογή «Επιθανάτια και Σάτυρες» του Γ. Θ. Βαφόπουλου




ΣΟΦΙΑ Ζ. ΑΝΤΖΑΚΑ
ΔΕΣΜΟΤΡΟΠΙΑ
Η ΤΕΧΝΗ Της ΑΝΘΡΩΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ
ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΠΑΓΕΙΡΙΑ 1991



Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Η γέφυρα – Martin Heidegger


Η γέφυρα, αιωρούμενη «ανάλαφρα και δυνατά», υψώνεται επάνω από τον ποταμό. Δεν συνδέει απλώς όχθες που προϋπάρχουν. Οι όχθες προβάλλουν το πρώτον ως όχθες κατά τη διάβαση της γέφυρας. Η γέφυρα αφήνει τις όχθες κατ' ιδίαν (ιδιαιτέρως) να κείνται η μια έναντι και ταυτοχρόνως υπεράνω της άλλης. Η μια πλευρά διακρίνεται από την άλλη μέσω της γέφυρας. Επιπλέον οι όχθες δεν εκτείνονται κατά μήκος του ποταμού ως αδιάφορες μεθοριακές λωρίδες χερσαίου εδάφους. Με τις όχθες η γέφυρα φέρνει εκάστοτε πλησίον του ποταμού τις εκτάσεις του τοπίου που απλώνεται πίσω από τις όχθες. Φέρνει ποταμό, όχθη και έδαφος σε σχέσεις αμοιβαίας γειτνιάσεως. Η γέφυρα περισυλλέγει τη γη ως τοπίο γύρω από τον ποταμό. Έτσι οδηγεί και συνοδεύει τον ποταμό κατά τη διέλευσή του μέσα από τα λιβάδια. Οι ορθοστάτες της γέφυρας, στηριζόμενοι στην κοίτη του ποταμού, υπομένουν την αιώρηση των τόξων, τα οποία αφήνουν τα ύδατα του ποταμού να ακολουθούν τη δική τους πορεία. Είτε τα ύδατα διατηρούν την πορεία τους γαλήνια και ζωηρά, είτε πέφτουν κατά κύματα με ορμή επάνω στους ορθοστάτες όταν ανοίγουν οι καταρράκτες του ουρανού ή όταν λιώνουν τα χιόνια, η γέφυρα είναι έτοιμη για τους καιρούς του ουρανού και για την ευμετάβλητη ουσία τους. Ακόμη και εκεί όπου η γέφυρα σκεπάζει τον ποταμό κρατά τη ροή του ανοικτή στον ουρανό με το να την υποδέχεται για μια στιγμή στην τοξωτή πύλη και να την ελευθερώνει την αμέσως επόμενη στιγμή από μέσα της.
Η γέφυρα αφήνει τον ποταμό να ακολουθεί την πορεία του και συγχρόνως χορηγεί στους θνητούς τη δική τους οδό ώστε να πορεύονται και να ταξιδεύουν από τόπο σε τόπο. Οι γέφυρες οδηγούν και συνοδεύουν με ποικίλους τρόπους. Η γέφυρα της πόλης οδηγεί από την περιοχή των ανακτόρων στην πλατεία του καθεδρικού ναού, η γέφυρα του ποταμού που βρίσκεται έξω από την κωμόπολη άγει άμαξες και υποζύγια στα γύρω χωριά. Η αφανής διάβαση της παλαιάς πέτρινης γέφυρας επάνω από τον ποταμό παρέχει στην άμαξα η οποία είναι γεμάτη με τον καρπό της συγκομιδής, τον δρόμο της από το λιβάδι στο χωριό, μεταφέρει το φορτίο με τα ξύλα από το μονοπάτι του αγρού στη δημοσιά. Η γέφυρα του αυτοκινητόδρομου είναι ενταγμένη στο οδικό δίκτυο που υπηρετεί βάσει υπολογισμών και με τον ταχύτερο δυνατό τρόπο την κυκλοφορία σε μακρινές αποστάσεις. Κάθε φορά και πάντοτε με διαφορετικό τρόπο η γέφυρα οδηγεί και συνοδεύει προς τα εδώ και προς τα εκεί τα διστακτικά και ανυπόμονα βήματα των ανθρώπων, ώστε αυτοί να μεταβαίνουν σε άλλες όχθες και να φτάνουν εν τέλει ως οι θνητοί στην άλλη πλευρά. Άλλοτε με ψηλά και άλλοτε με χαμηλωμένα τόξα, η γέφυρα αιωρείται επάνω από τον χείμαρρο και το φαράγγι, είτε οι θνητοί συγκεντρώνουν την προσοχή τους στο αιωρούμενο στοιχείο της διέλευσης μέσω της γέφυρας, είτε λησμονούν ότι, ήδη πάντοτε καθ' οδόν προς την έσχατη γέφυρα, επιχειρούν κατά βάσιν να υπερβούν ό,τι είναι σύνηθες και καταστροφικό σε αυτούς, ώστε να αχθούν ενώπιον του σώζοντος στοιχείου του θείου. Η γέφυρα ως η αιωρούμενη διέλευση συλλέγει ενώπιον των θεοτήτων, είτε στοχαζόμαστε την παρουσία τους κατ' ιδίαν [ιδιαιτέρως] και εκφράζουμε την ευχαριστία μας για αυτή τους την παρουσία με εμφανή τρόπο, όπως με τη μορφή του αγίου της γέφυρας, είτε εξακολουθούμε να την παραποιούμε ή ακόμη και να την παραμερίζουμε.
Η γέφυρα περισυλλέγει γύρω από τον εαυτό της, με τον δικό της τρόπο γη και ουρανό, τις θεότητες και τους θνητούς.
Περισυλλογή σημαίνει σύμφωνα με μια παλαιά λέξη της γερμανικής γλώσσας «thing». Η γέφυρα είναι – και μάλιστα ως η χαρακτηρισμένη με τον παραπάνω τρόπο περισυλλογή του τετραμερούς-πράγμα. Βεβαίως, πολλοί πιστεύουν ότι η γέφυρα είναι κατ' αρχάς και κατ' ουσίαν απλώς γέφυρα. Εκ των υστέρων και κατά περίσταση μπορεί επίσης να εκφράσει ποικίλα άλλα πράγματα. Ως τέτοιου τύπου έκφραση μετατρέπεται κατόπιν σε σύμβολο, σε παράδειγμα για όλα όσα αναφέραμε προηγουμένως. Ωστόσο η γέφυρα, εάν είναι γνήσια γέφυρα, δεν είναι ποτέ αρχικά απλή γέφυρα και κατόπιν σύμβολο. Ούτε είναι εκ των προτέρων μόνο σύμβολο υπό την έννοια ότι εκφράζει κάτι το οποίο, αυστηρά εννοούμενο, δεν ανήκει σε αυτήν. Η γέφυρα είναι πράγμακαι μόνο τούτο. Μόνο; Ως αυτό το πράγμα περισυλλέγει το τετραμερές.
Βεβαίως, η σκέψη μας έχει από καιρό συνηθίσει να προσεγγίζει κατά τρόπον αρκετά ανεπαρκή την ουσία του πράγματος. Τούτο, στην πορεία της δυτικής σκέψης, είχε ως συνέπεια να παριστάνουμε το πράγμα ως άγνωστο χ, στο οποίο έχουμε προσαρτήσει ιδιότητες κατ' αίσθησιν αντιληπτές. Υπό τούτο το πρίσμα, όλα όσα ανήκουν ήδη στην περισυλλέγουσα ουσία αυτού του πράγματος φαίνονται να συνιστούν μεταγενέστερη προσθήκη της ερμηνευτικής μας παρέμβασης. Εντούτοις, η γέφυρα δεν θα ήταν ποτέ απλώς γέφυρα εάν δεν ήταν πράγμα.
Βεβαίως, η γέφυρα είναι πράγμα ιδιαίτερου είδους. Διότι περισυλλέγει το τετραμερές με τέτοιο τρόπο, ώστε να του διαθέτει κάποια θέση. Αλλά μόνο ό,τι είναι αυτό καθ' εαυτό τόπος μπορεί να παραχωρήσει θέση. Ο τόπος δεν υπάρχει ήδη πριν από τη γέφυρα. Βεβαίως, προτού φτιαχτεί η γέφυρα υπάρχουν πολλά μέρη κατά μήκος του ποταμού που μπορούν να καταληφθούν από κάτι. Ένα από αυτά προβάλλει ως τόπος και μάλιστα δια της γέφυρας. Έτσι λοιπόν αυτό που συμβαίνει πρωταρχικά δεν είναι το γεγονός ότι από την ίδια τη γέφυρα γεννιέται κατ' αρχάς ένας τόπος. Η γέφυρα είναι πράγμα, περισυλλέγει το τετραμερές, περισυλλέγει ωστόσο με τέτοιο τρόπο, ώστε να διαθέτει στο τετραμερές θέση. Από τη θέση αυτή προσδιορίζονται τοποθεσίες και οδοί δια των οποίων παραχωρείται χώρος.
Τα πράγματα τα οποία είναι κατ' αυτόν τον τρόπο τόποι διαθέτουν πρωταρχικά τους εκάστοτε χώρους. Αυτό που κατονομάζει η γερμανική λέξη «Raum», το δηλώνει η παλαιά της ονομασία. Raum, Rum σημαίνει τοποθεσία η οποία διανοίχθηκε για εγκατάσταση και κατάλυση. Ένας χώρος είναι κάτι παραχωρημένο, αποδεσμευμένο, δηλαδή ενταγμένο σε ένα όριο, στα αρχαία ελληνικά πέρας*. Το όριο δεν είναι αυτό στο οποίο κάτι σταματά, αλλά, όπως το είχαν ήδη αναγνωρίσει οι Έλληνες, το όριο είναι εκείνο απ' όπου κάτι αρχίζει να εκδιπλώνει την ουσία του. Γι' αυτό η έννοια είναι ορισμός, δηλαδή όριο. Ο χώρος είναι ουσιωδώς το παραχωρημένο, το αφημένο να εισέλθει στο όριό του. Το παραχωρημένο εκχωρείται κάθε φορά και έτσι συναρμόζεται, δηλαδή περισυλλέγεται μέσω ενός τόπου, δηλαδή μέσω ενός πράγματος, ομοειδούς προς τη γέφυρα. Συνεπώς οι χώροι προσλαμβάνουν την ουσία τους από τόπους και όχι από «τον» χώρο.


______________
Με έντονα στοιχεία ελληνικά στο πρωτότυπο (Σ.τ.Μ)


Martin Heidegger
ΚΤΙΖΕΙΝ, ΚΑΤΟΙΚΕΙΝ, ΣΚΕΠΤΕΣΘΑΙ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΗΡΟΠΑΪΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΛΕΘΡΟΝ 2008