Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Ο
ύπνος του ήταν ανώμαλος εκείνη τη νύχτα.
Ό,τι πήγαινε να βυθιστεί στη λήθη, μια
ώθηση από την πλευρά της μνημοσύνης
τίναζε τον ύπνο από τα βλέφαρά του και
τον ανάγκαζε να κλωθογυρίζει μέσα του
το αίνιγμα της μεσαίας περιοχής.
«Γιατί
μου φέρθηκε έτσι ο Σίσυφος; Γιατί δεν
με μύησε και στα μυστήρια της μεσαίας
περιοχής; Μήπως επειδή είναι ιεροφάντης
μόνο της Λήθης; Αλλά τότε γιατί μου
φανέρωσε ορισμένα πράγματα για τη
Μνημοσύνη;» σκεπτόταν συνέχεια.
Επιχείρησε
να βγάλει άκρη μόνος του.
«Τι
μπορεί να βρίσκεται ανάμεσα στη Λήθη
και τη Μνημοσύνη; Αυτές οι δύο μοιάζουν
με τους δύο πόλους της Γης, ή κάποιου
πλανήτη, ή οποιασδήποτε σφαίρας. Η Λήθη
βρίσκεται στο Ναδίρ, στην ανυπαρξία, η
Μνημοσύνη στο Ζενίθ, στην αιωνιότητα.
Τι θα μπορούσε να είναι ενδιάμεσα; Στον
ισημερινό, σαν να λέγαμε; Να πω ένα κράμα
Λήθης – Μνημοσύνης; Αν δει κανείς
διανοητικά το πράγμα, έτσι φαίνεται να
είναι. Αλλά αυτή η λύση δεν μιλάει στο
είναι μου. Δεν αγγίζει καμμιά χορδή μέσα
μου».
Τον
βασάνιζαν κι άλλες, παρόμοιες σκέψεις.
Στράφηκε στη Φυσική και άντλησε αρκετά
παραδείγματα από την περιοχή της. Κανένα
δεν τον ικανοποίησε. Πάντα έμενε με ένα
αίσθημα εκκρεμότητας. Του έλειπε η
σιγουριά ότι πατούσε σε στέρεο έδαφος.
Όταν
πήγε η ώρα 6.30’ το απόγευμα, δεν τον
χωρούσε το σπίτι. Κάτι τον έσπρωχνε να
πάει να χτυπήσει την πόρτα του Σίσυφου.
Έτσι,
γύρω στις 7.00 βρέθηκε να χτυπά το κουδούνι
του φίλου του. Χτύπησε, ξαναχτύπησε,
τίποτα. Ήταν έτοιμος πια να φύγει όταν
άνοιξε η πόρτα, σαν από μόνη της, χωρίς
θόρυβο. Περίμενε να δει τον Σίσυφο, αλλά
δεν είδε κανέναν. Απορημένος, έκλεισε
πίσω του την πόρτα και τράβηξε για το
σαλόνι. Εκεί βρήκε τον Σίσυφο να κάθεται
με Ολύμπιο ύφος, σε μια ψηλή πολυθρόνα,
σαν σε θρόνο. Το σαλόνι κολυμπούσε στο
ημίφως. Σκιές ταξίδευαν στα μάτια και
στο πρόσωπο του Σίσυφου.
Δεν
σηκώθηκε από τη θέση του για να υποδεχτεί
τον Φίλο. Δεν κινήθηκε καν. Έμοιαζε σαν
να περίμενε την επίσκεψή του. Υπήρχε
κάτι τόσο στην ατμόσφαιρα του Σίσυφου
όσο και του σαλονιού, που έδεσε τη γλώσσα
του Φίλου. Σαν μαγνητισμένος προχώρησε
και κάθησε σ’ ένα χαμηλό σκαμνί αντικρυστά
στον Σίσυφο. Ήταν σίγουρος ότι ο Σίσυφος
γνώριζε τον λόγο της επίσκεψής του.
Έπεσε
μαι πυκνή σιγή. Αρκετά δυσβάσταχτη για
τον Φίλο. Τελικά, σήκωσε τα μάτια και
ατένισε τον Σίσυφο σαν να τον ικέτευε
να του μιλήσει. Και τότε, ο Ολύμπιος
μίλησε.
«Βρισκόμαστε
επάνω σε μια μεγάλη κα φαρδιά γέφυρα.
Κόσμος πολύς κινείται πλάι μας, όπως
και σ’ όλο το μήκος και το πλάτος της
γέφυρας. Ένα ρεύμα βαδίζει προς τα κάτω
κι ένα άλλο προς τα πάνω. Κανένας τους
δεν διακρίνει ότι κινούνται επάνω σε
μια γέφυρα. Σ’ αυτήν επάνω γεννιούνται
και σ’ αυτήν πεθαίνουν. Να, τώρα καμμιά
δεκαριά που έφτασαν στο κιγκλίδωμα της
γέφυρας. Είναι απελπισμένοι από τον
ανόητο συμφυρμό. Σκύβουν και κυττούν
κάτω. Και αντικρύζουν μια σκοτεινή,
βελούδινη περιοχή. Τους υποσχεται να
λησμονήσουν τη γέφυρα αν βυθιστούν στο
σκοτεινό της βελούδο. Τους βλέπεις;
Πέφτουν. Έχουν κερδίσει τη Λήθη της
ύπαρξης. Να τώρα δύο άλλοι που ψηλαφίζουν
τα κάγκελα της γέφυρας, από την αντίθετη
μεριά. Ούτε αυτοί αντέχουν τον συμφυρμό
της γέφυρας. Σκύβουν και κυττούν προς
τα κάτω. Και βλέπουν φως, άπλετο φως. Αν
πέσουν στη φωτεινή περιοχή, όλες τους
οι απορίες θα φωτιστούν. Αλλά επειδή
τότε θα γνωρίζουν, θα αναλάβουν ευθύνες.
Δεν θα μπορούν ποτέ να τη λησμονήσουν.
Θα έχουν κερδίσει τη Μνημοσύνη του
φωτός, του εαυτού τους, των άλλων».
Η
φωνή του Σίσυφου ήταν βαθειά, υποβλητική.
Διαπερνούσε τον Φίλο ως το κόκκαλο.
«Λίγοι
γνωρίζουν ότι το μεγάλο προνόμιο της
γέφυρας είναι η Εκλογή. Γι’ αυτό ελάχιστοι
το χρησιμοποιούν. Οι δυσαρεστημένοι.
Και έχουν, καθώς βλέπεις, δύο δυνατότητες
εκλογής. Ή το Φως, ή το Σκοτάδι. Ή τη
Μνημοσύνη ή τη Λήθη».
«Και
η γέφυρα, τι είναι η γέφυρα;» ακούστηκε
η φωνή του Φίλου να ρωτά με αγωνία.
«Η
γέφυρα είναι η Ζωή. Και η Ζωή θάλεγα πως
μοιάζει με πεταλούδα. Έχει έναν κορμό
και δύο φτερά που τον πλαισιώνουν. Το
ένα μαύρο, το άλλο φωτεινό. Αλλά ο κόσμος,
δεν βλέπει τα φτερά. Ζωή είναι, γι’
αυτούς το κορμί της πεταλούδας. Είναι
παραδομένοι στη μοίρα τους, μια μοίρα
γέννησης και θανάτου, χωρίς διέξοδο. Αν
κανενός ανοίξουν τα μάτια και αντιληφτεί
ή τη μια ή την άλλη διέξοδο, αυτόματα
γνωρίζει και την ύπαρξη της αντίθετης.
Και τότε καλειται να εκλέξει. Αυτό είναι
το μόνο καλό που έχει η Ζωή. Όλα τ’ άλλα
είναι εφήμερα μονοδιάστατα, δεν
υπερβαίνουν τον καθημερινό άνθρωπο και
την πεζότητα της Ζωής. Μόνο η Λήθη και
η Μνημοσύνη δίνουν την υπέρβαση στον
άνθρωπο, αφού τον μεταφέρουν έξω από το
ανθρώπινο στοιχείο, το τόσο ασφυκτικά
πεπερασμένο».
Ο
Φίλος τον άκουγε με κάτι σαν κατάνυξη.
«Και
δεν έχουν καμμιά χαρά οι άνθρωποι οι
παγιδευμένοι στη γέφυρα;» ρώτησε με
αγωνία.
«Πως
δεν έχουν;» ήρθε η απάντηση του Σίσυφου
με αρκετή δόση χλεύης και ειρωνείας.
«Έχουν τους σεξουαλικούς ερεθισμούς,
τη φόρτιση και την εκτόνωση του πέους.
Έχουν και τη διαιώνιση της δυστυχίας
τους με την τεκνογονία. Λίγο είναι αυτό;»
Ο
Φίλος καταντράπηκε. Και η αιτία ήταν
ότι πολύ συχνά γινόταν έρμαιο σεξουαλικών
ερεθισμών, άρα ανήκε στους ανερμάτιστους
ανθρώπους της γέφυρας.
«Άκουσε
ακόμα και τούτο», συνέχισε ο Σίσυφος.
Στη γέφυρα, συναντιούνται και συμπλέκονται,
αόρατα, η Λήθη με τη Μνημοσύνη, το Φως
με το Σκοτάδι, η απόλυτη Παρουσία με την
απόλυτη Απουσία. Η κάθε μια έχει τις
ιδιότητές της. Ευνόητο είναι, λοιπόν,
να συμπλέκονται κι αυτές. Και το κράμα
αυτό διαπερνά τους ανθρώπους της γέφυρας
που δεν είναι σε θέση να κάνουν διακρίσεις.
Γι’ αυτό η ζωή τους είναι αντιφατική.
Αρκεί να παρατηρήσεις τη σεξουαλική
τους ζωή».
«Και
ποιες είναι οι ιδιότητες της κάθε μιας;»
«Θα
περιοριστώ στην περιοχή του σεξουαλισμού.
Η Λήθη ωθεί προς τη λησμονιά με όχημα
τα γεννητικά όργανα. Η Μνημοσύνη
αναστέλλει αυτή την ώθηση, προσπαθώντας
να σπρώξει στην αντίθετη κατεύθυνση.
Γι’ αυτό η σεξουαλική ζωή των ανθρώπων
της γέφυρας χαρακτηρίζεται από σύγκρουση
και ένταση».
Όσο
κι αν ο Φίλος ένιωθε καινούργιες απορίες
να γεννιούνται μέσα του, κάτι τον
προειδοποιούσε ότι ο Σίσυφος δεν είχε
σκοπό να πει περισσότερα.
Έπειτα
από μια μικρή παύση, που του φάνηκε
αιώνας, ο Φίλος διέκρινε στα μάτια του
Σίσυφου ότι η συνάντησή τους είχε φτάσει
στο τέλος της.
Σηκώθηκε
με ανορθωμένο το εσωτερικό του. Περίεργο,
δεν ένιωθε πια καμμιάν απόσταση να τον
χωρίζει από τον Σίσυφο. Λες και δεν
υπήρχε πια ούτε μύστης, ούτε μυούμενος.
Έδωσαν τα χέρια σαν ισότιμοι.
«Θα
σου φανερώσω τώρα κι άλλο ένα, μικρό
μυστικό», έκανε ο Σίσυφος, καθώς συνόδευε
τον Φίλο στην εξώθυρα.
«Ποιο;»
ρώτησε ανυπόμονα ο Φίλος.
«Το
όνομά σου είναι η σφραγίδα της φύσης
σου, όπως και το δικό μου της δικής μου».
Σαν
σε αστραπή, θυμήθηκε ο Φίλος τα λόγια
της Τριατίμα: «Θεόφιλος, αυτός που αγαπά
τον Θεό».
Ο
Σίσυφος συνέχισε:
«Η
Μνημοσύνη είναι Θεία Περιοχή».
Ο
Φίλος κύτταξε τον Σίσυφο κι ανατρίχιασε
καθώς έφερε στο νου του την αιώνια
τιμωρία του μυθικού προσώπου. Αυτό
σήμαινε ότι ο Σίσυφος διαρκώς θα έχανε
τα αποτελέσματα των προσπαθειών του.
Θα άγγιζε τη Λήθη και αμέσως μετά θα την
έχανε, γυρίζοντας στον μισητό γι’ αυτόν
κόσμο της γέφυρας.
Θα
ξεκινήσουμε τη νέα περιγραφή του
σύμπαντος από μια πληρέστερη ταξινόμηση.
Ενώ στην πρώτη μας προσπάθεια είχαμε
διακρίνει δύο βασικά είδη, τώρα πρέπει
να προσθέσουμε ένα νέο, τρίτο είδος. Τα
δύο είδη αρκούσαν για την προηγούμενη
έκθεση. Το πρώτο είχε εκληφθεί ως το
υπόδειγμα, νοητή και αιωνίως αμετάβλητη
οντότητα. Το δεύτερο ως η μίμηση του
υποδείγματος, οντότητα που έχει γεννηθεί
και είναι ορατή. Δεν διακρίναμε ποτέ
τρίτο είδος, γιατί πιστεύαμε ότι τα δύο
ήταν αρκετά. Τώρα όμως φαίνεται ότι η
πορεία των συλλογισμών μάς αναγκάζει
να επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε και
ένα τρίτο είδος, δύσκολο και σκοτεινό.
Ποια είναι όμως η φυσική του δικαιοδοσία;
Τι πρέπει να υποθέσουμε γι’ αυτό; Κατά
πρώτο λόγο, το εξής: είναι η υποδοχή κάθε
γέννησης, λειτουργεί σαν τροφός.
Ό,τι
είπαμε είναι η αλήθεια, χρειάζεται όμως
να εκφραστούμε πιο καθαρά. Το θέμα είναι
ούτως ή άλλως δύσκολο, και η δυσκολία
μας μεγαλώνει γιατί είμαστε υποχρεωμένοι,
πριν προχωρήσουμε, να θίξουμε ένα πρώτο
πρόβλημα σχετικό με τη φωτιά και τα άλλα
στοιχεία. Δεν είναι εύκολο να πει κανείς
ποιο από αυτά πρέπει να ονομαστεί
πραγματικά «νερό» και όχι «φωτιά», ή
ποιο μπορεί να πάρει οποιοδήποτε όνομα
και όχι όλα τα ονόματα ταυτόχρονα ή
διαδοχικά, είναι επομένως δύσκολο να
χρησιμοποιήσει αξιόπιστη και σίγουρη
γλώσσα. Πως λοιπόν να μιλήσουμε για την
ίδια την Υποδοχή, με τι όρους; Και τι θα
μπορούσαμε να σκεφτούμε για τα στοιχεία,
πριν προχωρήσουμε;
Ας
πάρουμε πρώτα αυτό που αποκαλούμε
«νερό». Όταν στερεοποιείται, νομίζουμε
πως το βλέπουμε να γίνεται πέτρες και
γη. Όταν πάλι διαλύεται και διαχέεται,
γίνεται άνεμος και αέρας. Ο αέρας όταν
αναφλέγεται γίνεται φωτιά. Αντιστρόφως,
όταν η φωτιά συμπτυχθεί και σβήσει,
δείχνει να ξαναπαίρνει τη μορφή του
αέρα. Ο αέρας, πάλι, όταν συγκεντρωθεί
και πυκνώσει δίνει τα σύννεφα και την
ομίχλη, από αυτά με μεγαλύτερη σύμπτυξη
παράγεται το τρεχούμενο νερό και από
το νερό η γη και οι πέτρες – έτσι ώστε
τελικά να φαίνεται πως η γέννηση
μεταδίδεται κυκλικά από το ένα στο άλλο.
Εφόσον
λοιπόν είναι σαφές ότι αυτά δεν
παρουσιάζονται ποτέ με την ίδια μορφή,
δεν υποτιμά τη νοημοσύνη του όποιος
υποστηρίζει με επιμονή ότι κάποιο από
αυτά είναι το οποιοδήποτε και όχι άλλο;
Αντιθέτως, πολύ πιο ασφαλής μέθοδος
προσέγγισης είναι η εξής: όποτε βλέπουμε
κάτι να βρίσκεται σε διαρκή μεταβολή,
για παράδειγμα μια φωτιά, δεν πρέπει να
αποκαλούμε αυτό το πράγμα «φωτιά», αλλά
ό,τι είναι σε κάθε περίπτωση τέτοιο.
Ούτε να λέμε «αυτό το πράγμα είναι νερό»
αλλά «αυτό που είναι πάντοτε τέτοιο
είναι νερό». Ούτε πρέπει να κατονομάζουμε,
σαν να του αποδίδουμε σταθερότητα,
κανένα άλλο πράγμα από όσα μπορούμε να
δείξουμε χρησιμοποιώντας λέξεις όπως
«αυτό εδώ» και «εκείνο εκεί», και να
νομίζουμε ότι έτσι ορίζουμε κάτι. Γιατί
στο μεταξύ αυτό έχει φύγει, χωρίς να
περιμένει να περιγραφεί με εκφράσεις
όπως «αυτό εδώ», «εκείνο εκεί» ή με
οποιαδήποτε άλλη έκφραση που θα απέδιδε
μονιμότητα σε αυτού του είδους τα
πράγματα. Δεν πρέπει λοιπόν να αποκαλούμε
αυτά τα πράγματα με τα συγκεκριμένα
ονόματα, αλλά να ονομάζουμε έτσι αυτό
που είναι τέτοιο και που πάντοτε
επανέρχεται παρόμοιο σε καθεμία και σε
όλες τις περιπτώσεις. Άρα η λέξη «φωτιά»
αρμόζει σε αυτό που είναι τέτοιο στο
διηνεκές, και το ίδιο ισχύει για όλα όσα
υπόκεινται στο γίγνεσθαι. Μόνον όταν
μιλάμε για εκείνο μέσα στο οποίο
συντελείται πάντοτε η γένεση του καθενός
από αυτά, που εμφανίζονται και από όπου
ύστερα εξαφανίζονται, μόνο για εκείνο
μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις
εκφράσεις «αυτό εδώ» και «εκείνο εκεί».
Δεν πρέπει όμως ποτέ να του αποδίδουμε
κάποιον ποιοτικό χαρακτηρισμό, όπως
θερμό ή λευκό ή οποιοδήποτε άλλο από τα
αντίθετα και όλα όσα προκύπτουν από
αυτα.
Η
Υποδοχή ως εκμαγείο και ως μητέρα του
γίγνεσθαι
Θα
προσπαθήσω όμως τώρα να σας δώσω μια
πιο καθαρή εικόνα αυτού που θέλω να πω.
Υποθέστε ότι κάποιος έχει κατασκευάσει
από χρυσό όλα τα δυνατά γεωμετρικά
σχήματα, αλλά, αντί να σταματήσει,
συνεχίζει διαρκώς να πλάθει νέα από το
υλικό των παλαιοτέρων. Αν τώρα έρθει
κάποιος και, δείχνοντας ένα από τα
σχήματα, ρωτήσει τι ακριβώς είναι, η
πλησιέστερη στην αλήθεια απάντηση είναι
ότι είναι χρυσός. Δεν πρέπει ποτέ να
απαντήσουμε με τρόπο που να δίνει την
εντύπωση ότι το τρίγωνο και όλα τα άλλα
σχήματα που πλάθονταν μέσα στον χρυσό
εξακολουθούν να υπάρχουν, ενώ έχουν ήδη
μετασχηματιστεί. Μάλλον πρέπει να
είμαστε ευχαριστημένοι αν, με κάποια
επιφύλαξη, μπορέσουμε να το περιγράψουμε
παρόμοιο με τριγωνικό.
Το
ίδιο ισχύει και για την οντότητα που
δέχεται όλα τα σώματα. Πρέπει πάντοτε
να της αποδίδεται η ίδια ονομασία. Γιατί
δεν ξεφεύγει ποτέ και στο παραμικρό από
τη δική της δικαιοδοσία – δέχεται
αιωνίως τα πάντα, χωρίς ωστόσο η ίδια
να αφομοιώνει ποτέ ούτε και το ελάχιστο
από τα χαρακτηριστικά που έχουν τα
εισερχόμενα. Λειτουργεί επομένως ως
φυσικό εκμαγείο για το καθετί. Εκμαγείο
που κινείται και αναδιαμορφώνεται από
τα εισερχόμενα, έτσι ώστε εξαιτίας τους
να δημιουργείται η εντύπωση ότι κατά
καιρούς αλλοιώνεται. Όσο για τα εισερχόμενα
και τα εξερχόμενα, αυτά αποτελούν
μιμήσεις των αιωνίων όντων, αποτυπώματά
τους που έχουν ληφθεί με δυσνόητο και
θαυμαστό τρόπο – και τον οποίο για την
ώρα προσπερνούμε.
Τώρα
λοιπόν πρέπει να διακρίνουμε τρία είδη
όντων: το πρώτο είναι αυτό που γεννιέται,
το δεύτερο είναι αυτό μέσα στο οποίο
γεννιέται, και το τρίτο είναι αυτό προς
το οποίο εξομοιώνεται με τη γέννησή
του. Μπορούμε επομένως να παρομοιάσουμε
την Υποδοχή με τη μητέρα, το Υπόδειγμα
με τον πατέρα, και την οντότητα που
αναφύεται ανάμεσά τους με το παιδί.
Πρέπει όμως να αντιληφθούμε ότι, για να
μπορέσει το αποτύπωμα να παρουσιάσει
όλη την ποικιλία των δυνατών μορφών, η
μοναδική λύση είναι η κατάλληλη
προετοιμασία της ίδιας της Υποδοχής
μέσα στην οποία θα έρθει να σχηματιστεί
το αποτύπωμα. Κι αυτό σημαίνει ότι η
Υποδοχή πρέπει να είναι απολύτως
απαλλαγμένη από όλες τις μορφές που
μέλλει να δεχθεί απ’ έξω. Γιατί, αν
διατηρούσε ομοιότητα με κάποιο από τα
εισερχόμενα, κάθε φορά που θα υποδεχόταν
το αντίθετο ή το εντελώς διαφορετικό,
θα το παραμόρφωνε αφού θα περενέβαλλε
τη δική της όψη. Επομένως, αυτό που θα
δεχθεί στο εσωτερικό του τα πάντα πρέπει
να είναι απαλλαγμένο από κάθε μορφή,
όπως ακριβώς η βάση των αρωματικών
ουσιών, την οποία οι αρωματοποιοί
προετοιμάζουν προσεκτικά πριν ξεκινήσουν
την παρασκευή των αρωμάτων, φροντίζοντας
ώστε τα υγρά που θα δεχθούν τις οσμές
να είναι τελείως άοσμα. Ή πάλι, όπως
κάνουν όσοι επιχειρούν να αποτυπώσουν
σχέδια σε μια μαλακή επιφάνεια, λειαίνοντας
την στον ύψιστο βαθμό ώστε να μην αφήσουν
επάνω της το παραμικρό ίχνος σχήματος.
Κατά τον ίδιο λοιπόν τρόπο, και αυτό που
θα λειτουργήσει επανειλημμένα ως
κατάλληλη απ’ άκρη σ’ άκρη υποδοχή των
ομοιωμάτων όλων των αιωνίων όντων
πρέπει να είναι εντελώς ξένο προς κάθε
μορφή. Κατά συνέπεια, για τη μητέρα και
την Υποδοχή όλων όσα έχουν γεννηθεί
ορατά και εν γένει αισθητά δεν πρέπει
να χρησιμοποιούμε τα ονόματα «γη»,
«αέρας», «φωτιά» και «νερό», ούτε κάποιο
παράγωγο ή συνθετικό τους. Δεν κινδυνεύουμε
αντίθετα να διαψευστούμε αν πούμε ότι
πρόκειται για μια οντότητα αόρατη και
άμορφη, ικανή να δέχεται τα πάντα, ότι
η επικοινωνία της με το νοητό είναι
ιδιαίτερα δύσκολη και ότι είναι εξαιρετικά
δύσληπτη. Αν στηριχθούμε απλώς σε όσα
έχουμε ήδη πει και επιχειρήσουμε να
προσεγγίσουμε τη φύση της, μπορούμε να
ισχυριστούμε με βεβαιότητα το εξής: ως
φωτιά εμφανίζεται κάθε φορά εκείνο το
μέρος της που έχει εκπυρωθεί, ως νερό
εκείνο που έχει υγρανθεί, και ως γη ή
αέρας εμφανίζονται τα μέρη που έχουν
δεχθεί τις αντίστοιχες απεικονίσεις.