In the greenest
of our valleys
By good angels
tenanted,
Once a fair and
stately palace—
Radiant
palace—reared its head.
In the monarch
Thought’s dominion,
It stood there!
Never seraph
spread a pinion
Over fabric half
so fair!
Banners yellow,
glorious, golden,
On its roof did
float and flow
(This—all
this—was in the olden
Time long ago)
And every gentle
air that dallied,
In that sweet
day,
Along the
ramparts plumed and pallid,
A wingèd odor
went away.
Wanderers in that
happy valley,
Through two
luminous windows, saw
Spirits moving
musically
To a lute’s
well-tunèd law,
Round about a
throne where, sitting,
Porphyrogene!
In state his
glory well befitting,
The ruler of the
realm was seen.
And all with
pearl and ruby glowing
Was the fair
palace door,
Through which
came flowing, flowing, flowing
And sparkling
evermore,
A troop of
Echoes, whose sweet duty
Was but to sing,
In voices of
surpassing beauty,
The wit and
wisdom of their king.
But evil things,
in robes of sorrow,
Assailed the
monarch’s high estate;
(Ah, let us
mourn!—for never morrow
Shall dawn upon
him, desolate!)
And round about
his home the glory
That blushed and
bloomed
Is but a
dim-remembered story
Of the old time
entombed.
And travellers,
now, within that valley,
Through the
red-litten windows see
Vast forms that
move fantastically
To a discordant
melody;
While, like a
ghastly rapid river,
Through the pale
door
A hideous throng
rush out forever,
And
laugh—but smile no more.
***
Μέσα
στην πιο θαλερή από τις κοιλάδες μας,
που
μόνον άγγελοι καλοί την κατοικούσαν,
κάποτε
ένα ωραίο μεγαλόπρεπο παλάτι,
αχτιδοβόλο
ένα παλάτι ύψωνε την κορφή του.
Στης
αρχόντισσας Σκέψης το βασίλειο,
-
εκεί ήτανε στημένο -
ποτέ
του Σεραφείμ δεν εξεδίπλωσε φτερούγια
πάνω
από χτίσμα ούτε μισό σαν τούτο ωραίο.
Σημαίες
στο κίτρινο της δόξας χρώμα, το χρυσό,
ξεχύναν
και κυμάτιζαν ψηλά στο ακρόπυργό του,
(Αυτά
– όλα αυτά – γινόντανε σ’ έναν παλιό
καιρό,
σ’
απόμακρο παλιό καιρό),
και
κάθε ανάλαφρο αγέρι που παιχνίδιζε
μέσ’
στη γλυκιάν ημέρα,
γύρω
στα σημαιοστόλιστα αχνά τείχη,
σα
φτερωμένον άρωμα περνούσε.
Περάτες
της χαρούμενης κοιλάδας
μέσ’
από δυο ξανοίγαν παραθύρια,
πνεύματα
που σαλεύαν ρυθμικά
σ’
ενός λαγούτου αψεγάδιαστους κανόνες,
γύρω
από ένα θρόνο που στεκάμενος
(Πορφυρογέννητος)
ανάμεσα
σε μιαν ακολουθία που ταίριαζε στη δόξα
του,
του
βασιλείου ο Κύριος εθωριόταν.
Κι
από μαργαριτάρι και ρουμπίνι, πάνου ως
κάτου,
του
ωραίου του παλατιού ξάστραφτε η θύρα
και
μέσαθέ της κύλαε, κύλαε, κύλαε
κι
ολοένα αχτιδοβόλα
ένας
εσμός από Ήχους, οπού το γλυκό τους έργον
ήτανε
μοναχά να τραγουδούνε
με
φωνές ανυπέρβλητου ενός κάλλους
το
πνεύμα και την άμετρη σοφία του βασιλιά
τους.
Όμως,
στοιχεία ολέθρου, πένθιμους χιτώνες
φορεμένα,
έβαλαν
πόδι στου μονάρχη το βασίλειο,
(Ω,
ας θρηνήσουμε, γιατί αυριανό ξημέρωμα
για
τον έρημο αυτόν δε θα φωτίσει).
Κι
ολόγυρα στην κατοικία του η Δόξα,
οπού
πορφυρομάνιαζε κι ανθούσε,
δεν
είναι πια παρά θαμπή ιστορία
από
παλιό πολύ καιρό θαμμένη.
Και
τώρα όσοι διαβαίνουν την κοιλάδα
μέσ’
από προρφυρόχρωμα παράθυρα θωρούνε,
κάτι
μορφές τεράστιες, που σαλεύουνε φανταστικά
σε
μιας παράτονης τους ήχους μελωδίας,
ενώ
σα μαύρο βιαστικό ποτάμι,
μέσ’
από την αχνόθωρη τη θύρα,
ξεχύνεται
ακατάσχετα κι απαίσιον ένα πλήθος,
που
σαρκάζει, μα ποτέ του δε θα χαμογελάσει.
Edgar
Allan Poe
ΕΝΤΓΚΑΡ
ΠΟΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1831 – 1849
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΝΙΚΟΣ ΠΡΟΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΕΛΙΔΕΣ
1991
ΚΕΝΤΡΙΚΗ
ΔΙΑΘΕΣΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Κ. ΚΟΡΟΝΤΖΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου