.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2019

THE HAUNTED PALACE – ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΟ ΠΑΛΑΤΙ – EDGAR ALLAN POE



In the greenest of our valleys
By good angels tenanted,
Once a fair and stately palace—
Radiant palace—reared its head.
In the monarch Thought’s dominion,
It stood there!
Never seraph spread a pinion
Over fabric half so fair!

Banners yellow, glorious, golden,
On its roof did float and flow
(This—all this—was in the olden
Time long ago)
And every gentle air that dallied,
In that sweet day,
Along the ramparts plumed and pallid,
A wingèd odor went away.

Wanderers in that happy valley,
Through two luminous windows, saw
Spirits moving musically
To a lute’s well-tunèd law,
Round about a throne where, sitting,
Porphyrogene!
In state his glory well befitting,
The ruler of the realm was seen.

And all with pearl and ruby glowing
Was the fair palace door,
Through which came flowing, flowing, flowing
And sparkling evermore,
A troop of Echoes, whose sweet duty
Was but to sing,
In voices of surpassing beauty,
The wit and wisdom of their king.

But evil things, in robes of sorrow,
Assailed the monarch’s high estate;
(Ah, let us mourn!—for never morrow
Shall dawn upon him, desolate!)
And round about his home the glory
That blushed and bloomed
Is but a dim-remembered story
Of the old time entombed.

And travellers, now, within that valley,
Through the red-litten windows see
Vast forms that move fantastically
To a discordant melody;
While, like a ghastly rapid river,
Through the pale door
A hideous throng rush out forever,
And laugh—but smile no more.

***

Μέσα στην πιο θαλερή από τις κοιλάδες μας,
που μόνον άγγελοι καλοί την κατοικούσαν,
κάποτε ένα ωραίο μεγαλόπρεπο παλάτι,
αχτιδοβόλο ένα παλάτι ύψωνε την κορφή του.
Στης αρχόντισσας Σκέψης το βασίλειο,
- εκεί ήτανε στημένο -
ποτέ του Σεραφείμ δεν εξεδίπλωσε φτερούγια
πάνω από χτίσμα ούτε μισό σαν τούτο ωραίο.

Σημαίες στο κίτρινο της δόξας χρώμα, το χρυσό,
ξεχύναν και κυμάτιζαν ψηλά στο ακρόπυργό του,
(Αυτά – όλα αυτά – γινόντανε σ’ έναν παλιό καιρό,
σ’ απόμακρο παλιό καιρό),
και κάθε ανάλαφρο αγέρι που παιχνίδιζε
μέσ’ στη γλυκιάν ημέρα,
γύρω στα σημαιοστόλιστα αχνά τείχη,
σα φτερωμένον άρωμα περνούσε.

Περάτες της χαρούμενης κοιλάδας
μέσ’ από δυο ξανοίγαν παραθύρια,
πνεύματα που σαλεύαν ρυθμικά
σ’ ενός λαγούτου αψεγάδιαστους κανόνες,
γύρω από ένα θρόνο που στεκάμενος
(Πορφυρογέννητος)
ανάμεσα σε μιαν ακολουθία που ταίριαζε στη δόξα του,
του βασιλείου ο Κύριος εθωριόταν.

Κι από μαργαριτάρι και ρουμπίνι, πάνου ως κάτου,
του ωραίου του παλατιού ξάστραφτε η θύρα
και μέσαθέ της κύλαε, κύλαε, κύλαε
κι ολοένα αχτιδοβόλα
ένας εσμός από Ήχους, οπού το γλυκό τους έργον
ήτανε μοναχά να τραγουδούνε
με φωνές ανυπέρβλητου ενός κάλλους
το πνεύμα και την άμετρη σοφία του βασιλιά τους.

Όμως, στοιχεία ολέθρου, πένθιμους χιτώνες φορεμένα,
έβαλαν πόδι στου μονάρχη το βασίλειο,
(Ω, ας θρηνήσουμε, γιατί αυριανό ξημέρωμα
για τον έρημο αυτόν δε θα φωτίσει).
Κι ολόγυρα στην κατοικία του η Δόξα,
οπού πορφυρομάνιαζε κι ανθούσε,
δεν είναι πια παρά θαμπή ιστορία
από παλιό πολύ καιρό θαμμένη.

Και τώρα όσοι διαβαίνουν την κοιλάδα
μέσ’ από προρφυρόχρωμα παράθυρα θωρούνε,
κάτι μορφές τεράστιες, που σαλεύουνε φανταστικά
σε μιας παράτονης τους ήχους μελωδίας,
ενώ σα μαύρο βιαστικό ποτάμι,
μέσ’ από την αχνόθωρη τη θύρα,
ξεχύνεται ακατάσχετα κι απαίσιον ένα πλήθος,
που σαρκάζει, μα ποτέ του δε θα χαμογελάσει.


Edgar Allan Poe
ΕΝΤΓΚΑΡ ΠΟΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1831 – 1849
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΝΙΚΟΣ ΠΡΟΕΣΤΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΕΛΙΔΕΣ 1991
ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ Κ. ΚΟΡΟΝΤΖΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: