Ο ανθρωπολόγος Τζέιμς Τζορτζ Φρέιζερ
έχει περιγράψει μεθοδικά τα βασικά
συστατικά της μαγείας στο πρωτοποριακό
βιβλίο του Ο Χρυσός Κλώνος [The Golden Bough
(1890-1915)]. Ο Φρέιζερ αναγνωρίζει δύο αρχές
που θεμελιώνουν τη μαγική αντίληψη του
κόσμου: την ιδέα πως «το όμοιο παράγει
όμοιο» και την πεποίθηση πως «πράγματα
που έχουν έλθει μια φορά σε επαφή μεταξύ
τους εξακολουθούν να επιδρούν το ένα
στο άλλο και από απόσταση». Οι αρχές του
Φρέιζερ εξακολουθούν να είναι χρήσιμες
στην κατανόηση της μαγείας στον
προνεωτερικό κόσμο. Την ορθότητά τους
δείχνει μια ιστορία που δημοσιεύτηκε
σε ένα σκοτσέζικο φυλλάδιο μαγείας το
1591. Η προέλευση της ιστορίας είναι
αβέβαιη, αντανακλά ωστόσο τις αντιλήψεις
των αναγνωστών της. Η ιστορία αφορά έναν
δάσκαλο, τον Τζον Κάνινγκαμ, που προσπάθησε
να χρησιμοποιήσει τη μαγεία για να
αποσπάσει τη σεξουαλική εύνοια της
αδελφής ενός μαθητή του. Ο Κάνινγκαμ
ζήτησε από το μαθητή του να πάρει τρίχες
από το αιδοίο της αδελφής του ώστε να
μπορέσει να τις χρησιμοποιήσει στα
ερωτικά του μάγια. Ευτυχώς για το κορίτσι,
η μητέρα της ανακάλυψε το σχέδιο και
αντικατέστησε τις τρίχες της κόρης της
με κάποιες από το αντίστοιχο μέρος του
σώματος μιας μικρής αγελάδας. Αυτό
οδήγησε σε μια αξιομνημόνευτη έκβαση
του δράματος, όταν το αγόρι τις παρέδωσε
στο μάγο:
Ο δάσκαλος... νομίζοντας πως πράγματι
ήταν οι τρίχες της παρθένας, ευθύς άσκησε
την τέχνη του πάνω τους. Όμως, πριν καλά
καλά ολοκληρώσει το έργο του, η νεαρή
αγελάδα από την οποία προέρχονταν οι
τρίχες μπήκε από την πόρτα και πήγε
κατευθείαν στο δάσκαλο, χορεύοντας και
πηδώντας πάνω του, και ακολουθώντας τον
εμπρός από την εκκλησία και σε οποιοδήποτε
άλλο μέρος πήγαινε, προς μεγάλη απορία
όλων των κατοίκων της πόλης... και πολλών
άλλων που είδαν το ίδιο.
Η ιστορία αυτή, παράλληλα με τα κωμικά
της στοιχεία, δείχνει τις βασικές αρχές
του Φρέιζερ για τη μαγεία. Οι τρίχες που
πάρθηκαν από το κορίτσι (ή την αγελάδα)
κρατήθηκαν για να ασκηθεί επιρροή από
απόσταση, και η επιρροή αυτή βασιζόταν
στην αρχική σύνδεση με το αντικείμενο
της μαγείας. Ήταν επίσης απαραίτητο οι
τρίχες αυτές να κοπούν από το κατάλληλο
σημείο του σώματος του ατόμου, ακολουθώντας
την αρχή «όμοιο παράγει όμοιο». Στην
περίπτωση αυτή, ο μάγος χρειαζόταν
τρίχες από τα γεννητικά όργανα γιατί
προσδοκούσε να επηρεάσει σεξουαλικά
το στόχο του. Δυστυχώς γι’ αυτόν, φάνηκε
πως η μαγεία του λειτούργησε το ίδιο
καλά κι όταν το υλικό προήλθε από το
αντίστοιχο σημείο του σώματος μιας
αγελάδας.
Ο Φρέιζερ υπέδειξε επίσης μια θεωρητική
διάκριση μεταξύ της μαγείας και της
θρησκείας. Η πίστη τόσο στη μαγεία όσο
και τη θρησκεία, υποστήριξε, συνεπάγεται
την αποδοχή υπερφυσικών παραγόντων με
δυνάμεις επιρροής πάνω στις ανθρώπινες
υποθέσεις, οι μάγοι όμως προσπάθησαν
να ελέγξουν αυτούς τους παράγοντες για
τους δικούς τους σκοπούς, ενώ οι πιστοί
της θρησκείας επιζήτησαν τη λατρεία,
την παράκληση και τον κατευνασμό τους.
Ο κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ έκανε μαι
παρεμφερή επισήμανση όταν παρατήρησε
ότι οι ιερείς «ελέγχουν τη λατρεία των
θεών, ενώ οι μάγοι θέλουν να πειθαναγκάσουν
δαίμονες». Ο Μαρσέλ Μος αργότερα
αποσαφήνισε αυτή τη διάκριση υπογραμμίζοντας
τον ουσιαστικά ιδιωτικό χαρακτήρα της
λειτουργίας της μαγείας. Αυτός ήταν
αντίθετος με τις δημόσιες τελετές που
σχετίζονταν με τη θρησκεία, στις οποίες
ολόκληρες κοινότητες προσπαθούσαν να
διαχειριστούν τη συλλογική τους σχέση
με τις υπερφυσικές δυνάμεις. Στο πλαίσιο
του προνεωτερικού κόσμου, όπου η ύπαρξη
των υπερφυσικών παραγόντων ήταν αποδεκτή
ως κάτι φυσικό, η μαγεία και η θρησκεία
αντιπροσώπευαν δύο διαφορετικούς
τρόπους συναλλαγής με τους κατοίκους
του «αθέατου κόσμου».
Αυτές οι διακρίσεις είναι χρήσιμες,
έχει σημασία όμως να αντιληφθούμε ότι
η μαγεία και η θρησκεία δεν είναι εντελώς
ασύνδετες. Για τον Φρέιζερ και τον
Βέμπερ, η πίστη στη μαγεία αποτέλεσε
ένα στάδιο μέσω του οποίου οι κοινωνίες
οδηγήθηκαν στην πνευματική τους ανάπτυξη:
οι «μαγικές» κουλτούρες εξελίχθηκαν
σε «θρησκευτικές». Στις προνεωτερικές
κοινωνίες, ωστόσο, η θρησκεία και μαγεία
συνυπήρχαν παράλληλα η μια με την άλλη
και συχνά περιπλέκονταν. Τα λόγια της
ρωμαιοκαθολικής λειτουργίας, ακόμη και
οι μεταφράσεις της Βίβλου στην
καθομιλουμένη, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν
για τους σκοπούς της μαγείας. Το κείμενο
του Ιωάννη (1:1) - «Εν αρχή ην ο Λόγος, και
ο λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο
Λόγος» - το διάβαζαν για τη θεραπεία
άρρωστων ζώων, ή σε μερικές περιπτώσεις
το έγραφαν σε ένα είδος φυλαχτού που το
φορούσαν στο λαιμό ή ακόμη και το
κατάπιναν ως μέσο άμυνας απέναντι στην
αρρώστια. Ευλογημένα στην εκκλησία
κεριά μπορούσαν να μεταφερθούν στο
σπίτι για να προστατεύουν τους ιδιοκτήτες
τους από τους δαίμονες. Η ευρέως
διαδεδομένη πίστη στη μαγεία στην
προνεωτερική κουλτούρα δεν θα πρέπει
να θεωρηθεί κατάλοιπο μιας παλαιότερης,
φθίνουσας παράδοσης. Αντιθέτως, φαίνεται
πως οι ιδέες περί μαγείας ήταν αξιοσημείωτα
ζωντανές και ευπροσάρμοστες, και ήταν
σε κάθε περίπτωση τόσο ανθεκτικές όσο
και η επίσημη θεολογία. Άλλωστε, η πίστη
στη μαγεία δεν περιοριζόταν στις
χαμηλότερες τάξεις της κοινωνίας.
Κάποιοι ειδικευμένοι κλάδοι της μαγείας,
ιδιαίτερα η άσκηση της αλχημείας,
απαιτούσαν τόσο ακριβά υλικά που
αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικό προνόμιο
της κοινωνικής ελίτ. Πολλά άτομα με
υψηλή μόρφωση ενδιαφέρονταν για τη
μαγεία. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται
ο ελισαβετιανός μαθηματικός Τζον Ντι
καθώς και ο σερ Ισαάκ Νιούτον.
Οι πρακτικές χρήσεις της μαγείας ήταν
αναρίθμητες. Τα μεσαιωνικά χρόνια,
αδίστακτοι σπουδαστές εξοικeιωμένοι
με την ars notoria, ένα είδος μαγείας για την
απόκτηση ακαδημαϊκής γνώσης, μπορούσαν
να μάθουν τέλεια αριθμητική κάνοντας
τελετουργικά και συγκεντρώνοντας την
προσοχή τους σε μια σειρά περίπλοκα
σχεδιασμένες φιγούρες. Η ίδια μέθοδος
μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για την
εκμάθηση γεωμετρίας, ρητορικής,
γραμματικής και αστρονομίας. Σε πιο
λαϊκό επίπεδο, «επιτήδειοι» άνδρες και
γυναίκες προσέφεραν υπηρεσίες μαγείας
στους απλούς χωρικούς. Αυτό συμπεριλάμβανε
την αναγνώριση κλεφτών, την εύρεση
χαμένης, ή κλεμμένης ιδιοκτησίας, την
πρόβλεψη του μέλλοντος, τη θεραπεία
ανθρώπων και ζώων, και την άσκηση
αντι-μαγείας ενάντια σε μάγους και
μάγισσες. Πολύ λιγότερο έντιμοι ήταν
οι περιοδεύοντες μάγοι της βόρειας
Ευρώπης που έπειθαν τα εύπιστα άτομα
να τους δώσουν τιμαλφή για να καλοπιάσουν
τα πνεύματα που, όπως ισχυρίζονταν,
φρουρούσαν κρυμμένους θησαυρούς. Τέτοιοι
τσαρλατάνοι εκμεταλλεύονταν τη γενική
αποδοχή της μαγείας από τον κόσμο, οι
περισσότεροι όμως επαγγελματίες φαίνεται
ότι προσέφεραν ειλικρινείς συμβουλές
για να βοηθήσουν τους ανθρώπους να
αντιμετωπίσουν επιτυχώς τα προβλήματα
της καθημερινότητας. Ο οξφορδιανός
αρχαιοδίφης Τζον Όμπρεϊ συγκέντρωσε
μερικές από αυτές τις συμβουλές στα
τέλη του 17ου αιώνα. Κατέγραψε πως,
φορώντας ένα φυλαχτό με μαγικά λόγια
γύρω από το λαιμό, μπορούσε να σταματήσει
ο πυρετός με τα ρίγη. Σε μια πολύ πιο
φιλόδοξη συνταγή, σημείωσε μια μέθοδο
«για να γίνει ένας άνθρωπος άτρωτος
στους πυροβολισμούς», χαράζοντας
γράμματα σε μια περγαμηνή και μεταφέροντας
τη μέσα στα ρούχα του. Την εποχή του
Όμπρεϊ, η εξάπλωση των δημοσιευμένων
οδηγιών μαγείας είχε ήδη εμπλουτίσει
πολύ τις γνώσεις του κόσμου γύρω από το
θέμα. Στην κορυφή της αγοράς βρίσκονταν
εγχειρίδια υψηλής ευρυμάθειας όπως το
De Secretis του Γιοχάνες Βέκερ (1582), που
παρουσίαζαν στους αναγνώστες τα «μυστικά
της φυσικής μαγείας», μαζί με τη σύνθετη
τέχνη της κατασκευής πολύτιμων λίθων.
Φθηνότερα, τοπικά εγχειρίδια προσέφεραν
ποικίλες οδηγίες σχετικά με την πρακτική
μαγεία. Το αγγλικό New Fortune Book (1720)
περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, μια μαγική
θεραπεία του πονόδοντου και τη συνταγή
για «την αληθινή και την ψεύτικη σκόνη
του έρωτα».
Καθώς μαγεία και θρησκεία συνυπήρχαν
στη μεσαιωνική και την αναγεννησιακή
κουλτούρα, η ένταση μεταξύ τους κατά
διαστήματα γινόταν εμφανής. Μεταρρυθμιστές
κληρικοί εξέφρασαν εχθρότητα προς τις
πρακτικές της μαγείας εντός της εκκλησίας
και στην κοινωνία συνολικά. Τα έργα του
αγίου Αυγουστίνου εξόπλιζαν με
πολεμοφόδια όποιους προασπίζονταν μια
ολοκληρωτική θρησκευτική θεώρηση του
κόσμου. Για τον Αυγουστίνο, ακόμα και η
καλοπροαίρετη χρήση της μαγείας ήταν
ύποπτη γιατί υποδήλωνε μια σύμβαση
μεταξύ των θνητών και των «διεφθαρμένων
αγγέλων». Δήλωνε ότι όσοι ασκούν «αυτού
του είδους τη μάταια και επιζήμια
δεισιδαιμονία, και τα συμβόλαια μιας
αναξιόπιστης και ύπουλης συνεργασίας
που συνάπτονταν από την καταστροφική
συμμαχία ανθρώπων και δαιμόνων, θα
πρέπει εξ ολοκλήρου να απορριφθούν και
να αποφευχθούν από τους Χριστιανούς».
Μετέπειτα εκκλησιαστικοί μεταρρυθμιστές,
όπως ο δαιμονολόγος τους 15ου αιώνα
Γιοχάνες Νίντερ, υποστήριξαν αυτή τη
σκληρή γραμμή. Η πρακτική ενοποίηση
όμως θρησκείας και μαγείας κατέστησε
αδύνατο γι’ αυτούς να απαλείψουν τη
μαγεία πλήρως. Και η χρήση της μαγείας
σε ένα ευρύ χριστιανικό πλαίσιο είχε
τους υποστηρικτές της. Ο ανώνυμος
συγγραφέας ενός εγχειριδίου του 13ου
αιώνα που αφορούσε την τελετουργική
μαγεία συνιστούσε την πρακτική του
εξορκισμού των πνευμάτων υποστηρίζοντας
ότι μόνο οι αγνοί στην καρδιά μπορούσαν
να εκτελέσουν αυτά τα εγχειρήματα. «Δεν
είναι δυνατόν», ισχυριζόταν, «ένας
διεφθαρμένος και αμαρτωλός άνθρωπος
να έχει αληθινά θέση στην τέχνη αυτή.
Οι άνθρωποι δεν έχουν υποχρέωση απέναντι
στα πνεύματα, τα πνεύματα όμως είναι
αναγκασμένα πέρα από τη θέλησή τους να
ανταποκριθούν στους αγνούς ανθρώπους
και να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις τους».
Τον 16ο αιώνα, ο φιλόσοφος Κορνήλιος
Αγρίππας υπερασπίστηκε τη «φυσική
μαγεία», μολονότι κράτησε προσεκτικά
τις αποστάσεις από τις πρακτικές του
εξορκισμού. Υποστήριξε ότι οι «σοφοί
άνθρωποι» που περιγράφονται στο Κατά
Ματθαίον ευαγγέλιο (2:1) ήταν πράγματι
μάγοι, και ότι η τιμή που απέτισαν στο
Θείο Βρέφος αποδείκνυε ότι δεν υπήρχε
τίποτα το διαβολικό στην τέχνη τους.
Η πιο έντονη και συστηματική σύγκρουση
μεταξύ θρησκείας και μαγείας προκλήθηκε
από την Προτεσταντική Μεταρρύθμιση του
16ου αιώνα. Το 1517, ένας άσημος γερμανός
μοναχός ονόματι Μαρτίνος Λούθηρος
διαμαρτυρήθηκε για τη διαφθορά στην
εκκλησία. Η διαμαρτυρία του γρήγορα
διευρύνθηκε σε μια γενικευμένη επίθεση
κατά της θεολογίας και των θεσμών του
μεσαιωνικού χριστιανισμού. Στον πυρήνα
της κριτικής του Λούθηρου ήταν η κατηγορία
ότι η εκκλησία ήταν μολυσμένη με δοξασίες
που ανήκαν ουσιαστικά στη μαγεία. Η ίδια
η θεία λειτουργία αποτελούσε μαι
δοξαστική μαγική τελετή που ψευδώς
ισχυριζόταν ότι εξασφαλίζει τη σωτηρία
μέσω των μαγικών ύμνων ενός ιερέα. Η
εκκλησία ασκεί ένα ολέθριο είδος μαγείας
όταν ισχυρίζεται ότι η τέλεση ιεροτελεστιών
και «καλών πράξεων» μπορεί να επιφέρει
τη λύτρωση των ανθρώπων. Σύμφωνα με τον
ορισμό του Φρέιζερ για τη μαγεία, οι
κληρικοί προσπαθούσαν να επηρεάσουν
τη βούληση του Θεού μέσω των ανθρώπινων
πράξεων. Ο Λούθηρος αντιθέτως, υιοθέτησε
μια εξ ολοκλήρου θρησκευτική κοσμοθεωρία,
επιμένοντας πως καμιά ανθρώπινη πράξη
δεν θα μπορούσε ποτέ να ωθήσει ή να
σταματήσει το χέρι του Θεού. Το 1535,
παρομοίασε τις τελετουργίες της εκκλησίας
με τη μαγεία:
Όταν ήμουν παιδί υπήρχαν γύρω μου
πολλές μάγισσες και μάγοι που μάγευαν
βόδια και ανθρώπους, ιδιαίτερα παιδιά,
και προκαλούσαν μεγάλο κακό... Τώρα [ο
Διάβολος] κάνει μάγια στους ανθρώπους
με χειρότερο τρόπο, μέσω της θρησκευτικής
μαγείας. Η μαγεία είναι ένα είδος
ειδωλολατρίας. Όπως οι μάγισσες συνηθίζουν
να κάνουν μάγια σε βόδια και ανθρώπους,
έτσι κι οι ειδωλολάτρες... καταγίνονται
να μαγέψουν τον Θεό και να Τον παρουσιάσουν
σαν κάποιον που λυτρώνει τους ανθρώπους
όχι με τη θεία χάρη μέσα από την πίστη
στον Χριστό αλλά μέσα από τις πράξεις
που οι ίδιοι οι άνθρωποι επιλέγουν.
Κάνουν μάγια και εξαπατούν τους εαυτούς
τους. Αν επιμείνουν στον αμαρτωλό τρόπο
που σκέπτονται για τον Θεό, θα πεθάνουν
μέσα στην ειδωλολατρία τους.
Σε περιοχές όπου έγινε αποδεκτή η
Μεταρρύθμιση, οι κυβερνήσεις και η
τοπική ελίτ ενστερνίστηκαν τις επικρίσεις
του Λούθηρου περί εκκλησιαστικής
«μαγείας». Οι καθολικοί κληρικοί, με τη
σειρά τους, υπερασπίστηκαν την πίστη
τους προσπαθώντας να τραβήξουν μια
ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα
στην θρησκεία και τη «δεισιδαιμονία».
Αυτό οδήγησε σε μια προσπάθεια και από
τις δύο πλευρές να προωθήσουν μια
θρησκευτική κατανόηση του κόσμου και
να επιβάλουν αυτή την αντίληψη στον
πληθυσμό συνολικά.
Τα αποτελέσματα του εγχειρήματος αυτού
ήταν ανάμεικτα. Οι Προτεστάντες έθεσαν
τα όρια μεταξύ των νόμιμων θρησκευτικών
πεποιθήσεων και της δεισιδαιμονίας με
διαφορετικούς τρόπους απ’ ό,τι οι
Καθολικοί. Ενώ οι Προτεστάντες καταδίκασαν
τις λαϊκές θρησκευτικές εκδηλώσεις
όπως τα προσκυνήματα και τη λατρεία των
αγίων, οι μεταρρυθμιστές Καθολικοί
επιδίωξαν να διατηρήσουν αυτές τις
δραστηριότητες εφόσον τους αφαιρούσαν
τα ανεπιθύμητα μαγικά στοιχεία. Οι
Προτεστάντες ήταν επίσης διχασμένοι.
Ο ίδιος ο Λούθηρος ήταν διατεθειμένος
να ανεχθεί τις εικόνες στις εκκλησίες,
ενώ κάποιοι οπαδοί του γάλλου μεταρρυθμιστή
Ιωάννη Καλβίνου αποκήρυξαν εντελώς τα
εικονίσματα. Πολλά τεχνάσματα της
μαγείας επιβίωναν σε όλα τα επίπεδα της
κοινωνίας. Όταν ο επίσημος παπικός
απεσταλμένος καρδινάλιος Καγιετάν
περιόδευσε στη Γαλλία το 1590, άκουσε
φήμες για μια συνωμοσία που θα έστηνε
ενέδρα στην ομάδα του. Αδυνατώντας να
εκτιμήσει τη σοβαρότητα αυτών των
φημολογιών, έγραψε τις λέξεις «Προχώρησε»
και «Μην προχωρήσεις» σε δυο κομμάτια
χαρτί, τα δίπλωσε και τα έριξε μέσα σε
ένα δισκοπότηρο της θείας κοινωνίας.
Τράβηξε ένα από τα χαρτιά και πήρε τη
συμβουλή να μην προχωρήσει. Πολυμαθείς
μάγοι όπως ο Αγρίππας και ο Τζον Ντι
γνώρισαν μεγάλη ακμή κατά τον 16ο αιώνα,
και περιστασιακά έχαιραν της προστασίας
των βασιλικών οίκων. Αναφορές προτεσταντών
και καθολικών επισκεπτών που είχαν
σταλεί για να εξακριβώσουν τη θρησκευτική
γνώση των κοινών ανθρώπων δείχνουν ότι
οι μαγικές δοξασίες εξακολουθούσαν να
είναι ευρέως διαδεδομένες. Ακόμα και
τα σύμβολα του προτεσταντισμού μπορούσαν
να χρησιμοποιηθούν στη μαγεία. Από τον
16ο αιώνα, πολλοί χωρικοί της βόρειας
Γερμανίας στόλιζαν τα σπίτια τους με
εικόνες του Λούθηρου. Αυτές πιθανόν να
εξέφραζαν την αγάπη τους για τον μεγάλο
μεταρρυθμιστή, αλλά επίσης πολλοί
πίστευαν ότι παρείχαν προστασία από τα
κακά πνεύματα και τη φωτιά.
Οι στενοί δεσμοί μεταξύ θρησκείας και
μαγείας καθιστούσαν αδύνατο η μια να
παραγκωνίσει την άλλη. Αντιπροσώπευαν
δύο διαφορετικές αντιδράσεις στη
δεδομένη πραγματικότητα ενός κόσμου
διαποτισμένου από υπερφυσικές δυνάμεις.
Darren Oldridge
Παράξενες Ιστορίες του
Μεσαίωνα
Μετάφραση Δανάη Γαβριηλίδου
Εκδόσεις Αλεξάνδρεια 2014