Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Ο Χουι Τσου είπε στον Τσουάνγκ Τσου,
«Γίνεται ένας άνθρωπος να μην έχει
συναισθηματα;»
«Γίνεται», είπε ο Τσουάνγκ Τσου.
«Μα αν ένας άνθρωπος δεν έχει συναισθήματα,
πως μπορούμε να τον θεωρήσουμε άνθρωπο;»
«Αν το ΤΑΟ και ο Ουρανός του δώσανε τα
χαρακτηριστικά του και την ανθρώπινη
μορφή, πως να μην τον θεωρήσουμε άνθρωπο;»
«Μα αφού είναι άνθρωπος πως μπορεί να
μην έχει συναισθήματα;»
Αυτό που εννοείς εσύ συναισθήματα δεν
είναι αυτό που εννοώ εγώ. Όταν λέω πως
είναι χωρίς συναισθήματα εννοώ πως δεν
φθείρει τον εαυτό του με επιθυμίες και
απέχθειες, πως πάντα αφήνει τα πράματα
να κυλούν φυσικά και πως δεν αυξάνει
τη ζωή».
«Μα αν δεν αυξάνει τη ζωή πως θα ζήσει
και πως θα πολλαπλασιαστεί;»
«Το ΤΑΟ του δίνει τα χαρακτηριστικά
του, ο Ουρανός τη μορφή του. Δεν αφήνει
προτιμήσεις κι απέχθειες να εισχωρήσουν
μέσα του και να του κάνουν κακό.
Πάντως εσύ κατευθύνεις το πνεύμα σου
στα εξωτερικά πράματα κι εξαντλείς τη
ζωτικότητά σου. Τραγουδάς ακουμπισμένος
σ’ ένα δέντρο. Κοιμάσαι εκεί που κάθεσαι
πάνω στο σάπιο κούτσουρο. Ο Ουρανός σου
έδωσε σώμα και συ μωρολογάς περί του
σκληρού και του λευκού».
Κάποτε ο Σίβα πληροφορήθηκε ότι στο
δάσος Τάραγκαμ κατοικούσαν δέκα χιλιάδες
αιρετικοί ρίσι, που δίδασκαν ότι το
σύμπαν είναι αιώνιο, ότι οι ψυχές δεν
έχουν κύριο, και ότι αρκεί η τέλεση
καθηκόντων για να επιτευχθεί η σωτηρία.
Ο Σίβα αποφάσισε να τους διδάξει την
αλήθεια. Είπε στον Βισνού να τον συνοδεύσει
και οι δύο τους μπήκαν στο άγριο δάσος,
ο Σίβα μεταμορφωμένος σε περιπλανώμενο
γιόγκι και ο Βισνού σε γυναίκα του. Ευθύς
όλες οι γυναίκες των ρίσι κυριεύτηκαν
από βίαιο πόθο για το γιόγκι, ενώ οι
ίδιοι οι ρίσι γοητεύτηκαν από την
υποτιθέμενη γυναίκα του. Σε λίγο ολόκληρο
το ασκητήριο είχε αναστατωθεί. Οι
ερημίτες δεν άργησαν να υποψιαστούν
όμως ότι κάτι συνέβαινε. Συγκεντρώθηκαν
λοιπόν και καταράστηκαν τους επισκέπτες
αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Κατόπιν
ετοίμασαν μια θυσιαστική πυρά, και
επικαλέστηκαν μέσω αυτής μια τρομερή
τίγρη, η οποία όρμησε να κατασπαράξει
τον Σίβα. Εκείνος χαμογέλασε μόνο και
τη σήκωσε απαλά, της έβγαλε το δέρμα με
το μικρό του δαχτυλάκι και το τύλιξε
γύρω του σαν μεταξωτό σάλι. Τότε οι ρίσι
παρουσίασαν ένα φοβερό ερπετό. Αλλά ο
Σίβα το κρέμασε στο λαιμό σαν γιρλάντα.
Έπειτα εμφανίστηκε ένας κακόβουλος
μαύρος νάνος κρατώντας ένα μεγάλο
ρόπαλο. Αλλά ο Σίβα πάτησε με το πόδι
του στην πλάτη του και άρχισε να χορεύει,
συνεχίζοντας να κρατά ακινητοποιημένο
το νάνο. Οι ερημίτες, καταβεβλημένοι
από τις προσπάθειές τους, παρακολουθούσαν
εκστατικά το μεγαλείο και την ταχύτητα
του χορού και το όραμα των ανοιγμένων
ουρανών, αφού οι θεοί είχαν συγκεντρωθεί
για να θαυμάσουν το χορευτή. Τέλος έπεσαν
στα πόδια του ένδοξου θεού και έγιναν
πιστοί του.
Την ίδια στιγμή η Παρβάτι κατέβηκε πάνω
σε έναν λευκό ταύρο και ο Σίβα αναχώρησε
μαζί της για το Καϊλάσα. Ο Βισνού έμεινε
μόνος με τον ακόλουθό του, το ερπετό
Άτι-Σεσάν, Ανάντα, το Άπειρο, πάνω στο
οποίο ξαπλώνει στον ωκεανό γάλατος κατά
τη διάρκεια της νύχτας του Βράχμα. Όλοι
είχαν μείνει έκθαμβοι από την ομορφιά
του χορού του Σίβα, και ιδιαίτερα το
ερπετό Άτι-Σεσάν που ποθούσε να ξαναδεί
το όραμα. Έτσι ο Βισνού απάλλαξε το
ερπετό από την υπηρεσία του αναθέτοντάς
την στο γιο του. Συμβούλευσε τον αλλοτινό
δούλο του να μεταβεί στο Καϊλάσα και να
γυρέψει την εύνοια του Σίβα ασκητεύοντας.
Το πιστό ερπετό, με τα χιλιάδες κεφάλια
τα στολισμένα με πετράδια, πορέυτηκε
προς τις βόρειες περιοχές απαρνούμενο
την κοσμική δόξα του για να γίνει ο
τελευταίος των πιστών του Σίβα. Ύστερα
από καιρό, ο Σίβα, λαμβάνοντας τη μορφή
του Βράχμα πάνω στον κύκνο του, εμφανίστηκε
στον πιστό του για να δοκιμάσει την
ειλικρίνειά του. Του επισήμανε ότι όσα
είχε υπομείνει αρκούσαν και είχε γίνει
άξιος των παραδείσιων απολαύσεων και
μιας ανώτερης θέσης στον Ουρανό, και
του πρόσφερε την ευλογία του. Αλλά το
ερπετό απάντησε: «Δεν επιθυμώ ξεχωριστό
παράδεισο ούτε θαυμαστά δώρα. Επιθυμώ
μόνο να βλέπω για πάντα τον μυστηριακό
χορό του Κυρίου των πάντων». Μάταια ο
Βράχμα προσπαθούσε να το μεταπείσει.
Το ερπετό θα παρέμενε εκεί, εν ανάγκη
ώσπου να πεθάνει και στις άλλες του
ζωές, ώσπου να πετύχει το ευλογημένο
όραμα. Ο Σίβα τότε πήρε τη δική του μορφή
και, μαζί με την Παρβάτι πάνω στον
κατάλευκο ταύρο τους, πλησίασε το μεγάλο
ερπετό και άγγιξε το κεφάλι του.
Έπειτα εμφανίστηκε σαν γκουρού – για
τους λάτρεις του Σίβα κάθε αληθινός
Δάσκαλος είναι ενσάρκωση του Θεού –
για να μεταδώσει την αρχαία σοφία στον
νέο του μαθητή. Το σύμπαν, είπε, γεννιέται
από τη Μάγια, την ψευδαίσθηση, και
αποτελεί το σκηνικό αμέτρητων ενσαρκώσεων
και έργων, καλών και κακών. Όπως για ένα
πήλινο δοχείο πρώτη αιτία το ραβδί και
ο τροχός του κεραμέα, έτσι και το σύμπαν
έχει για υλική αιτία την ψευδαίσθηση,
τη Σάκτι του Σίβα – δηλαδή την Παρβάτι
– για οργανική αιτία, και τον ίδιο τον
Σίβα για πρώτη του αιτία. Ο Σίβα έχει
δύο σώματα, το ένα έχει μέλη και είναι
ορατό, το άλλο είναι χωρίς μέλη, αόρατο
και υπερβατικό. Πέρα από αυτά επίσης
υπάρχει η δική του ουσιαστική μορφή
φωτός και δόξας. Είναι η ψυχή των πάντων.
Ο χορός του είναι η δημιουργία, η διατήρηση
και η καταστροφή του σύμπαντος, η απόδοση
σωμάτων στις ψυχές και η απελευθέρωσή
τους. Ο χορός είναι ακατάπαυστος και
αιώνιος. Ο Άτι-Σεσάν θα τον ξαναδεί στην
Τιλάι, Τσιταμπαράμ, το κέντρο του
σύμπαντος. «Στο μεταξύ», είπε ο Σίβα,
«θα αποβάλεις τη μορφή ερπετού και θα
γεννηθείς από θνητούς γονείς. Θα πας
στην Τιλάι, όπου θα βρεις ένα άλσος. Εκεί
είναι ένα λίνγκαμ, το πρώτο όλων των
λίνγκαμ, που το φροντίζει ο Τιγροπόδης.
Να κατοικήσεις μαζί του στο ερημητήριο
που έχει φτιάξει, και θα έρθει η ώρα που
ο χορός θα αποκαλυφθεί και στους δύο
σας».
Αυτή είναι η ιστορία της αποκάλυψης,
του χορού του Σίβα στο δάσος του Τάραγκαμ.
Σχόλια για το Χορό του Σίβα
Ο
προαναφερθείς είναι ένας από τους
πολλούς θρύλους για το χορό του Σίβα. Ο
ίδιος χορός αντιπροσωπεύει τη δραστηριότητα
του Σίβα ως πηγή κάθε κίνησης μέσα στο
σύμπαν, και ιδιαίτερα τις πέντε ενέργειές
του: δημιουργία, διατήρηση, καταστροφή,
ενσάρκωση και απελευθέρωση. Σκοπό έχει
να λυτρωθούν οι ψυχές των ανθρώπων από
την ψευδαίσθηση. Συχνά τονίζεται ότι ο
τόπος του χορού, το ιερό της Τιλάι ή
Τσιταμπαράμ, βρίσκεται ουσιαστικά στην
καρδιά των πιστών. Η ανθρώπινη ψυχή
επιτυγχάνει την απελευθέρωση όταν δει
το όραμα μέσα της. Θα διαπιστώσει ότι ο
Σίβα έχει πολλές μορφές, «κακές» και
«καλές». Αυτό πρέπει πάντα να ισχύει
για να μην ορίσουμε την ύπαρξη ξεχωριστού
«διαβόλου». Σαν χορευτής σε περιοχές
καύσης νεκρών, στα πιο τρομερά και μιαρά
μέρη, είναι ουσιαστικά δαίμονας
της εποχής που προηγήθηκε των Αρίων.
Είναι επίσης ο « Φοβερός» και ο
«Καταστροφέας». Στον μεταγενέστερο
Σαϊβισμό χρησιμοποιείται επιτυχημένα
αυτή η δραματική εικόνα. Δεν υποστηρίζεται
απλώς ότι οι δαίμονες πρέπει να είναι
και αυτοί μέρος του Θεού, ούτε μεταφέρεται
μόνο ο τόπος του χορού στο ιερό της
Τσιταμπαράμ, αλλά ο χορός γίνεται
αποδεκτός ως έχει. Συνάμα αποδίδεται
νέο νόημα στους τόπους καύσης νεκρών
που θεωρούνται η καρδιά του πιστού,
κατεστραμμένη και έρημη, ο τόπος όπου
ο εαυτός και οι πράξεις του καίγονται,
και τα πάντα καταστρέφονται, εκτός από
τον ίδιο το χορευτή.
Η Μπητ Γενιά, αυτό δηλαδή που
είχαμε ονειρευτεί, ο Τζον
Κλέλον κι εγώ, κι ο Άλλεν Γκίνσμπεργκ πολύ πιο έντονα και παθιασμένα,
εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ‘40, μια
γενιά τρελών φωτισμένων χίπστερ που
ξεπροβάλλουν ξαφνικά κι αλωνίζουν
πάνω-κάτω την Αμερική, γεμάτοι σοβαρότητα
και περιέργεια, αλητεύοντας και κάνοντας
ωτοστόπ σε κάθε γωνιά της χώρας,
ρακένδυτοι, μακάριοι, όμορφοι με έναν
καινούριο απαίσιο χαρμόσυνο τρόπο –
ένα όραμα φτιαγμένο από τον απόηχο της
λέξης μπητ
όπως την είχαμε ακούσει να προφέρεται
στις γωνιές των δρόμων της Τάιμς Σκουαίρ
και του Βίλατζ, στις άλλες πόλεις της
νύχτας της μεταπολεμικής Αμερικής –
μπητ
–, μια λέξη που σημαίνει τσακισμένος,
βαρεμένος, γεμάτος όμως από μια έντονη
πεποίθηση. Ακόμη κι οι γερο-χίπστερς
του 1910 την έλεγαν μ’ αυτό τον τρόπο, με
έναν σαρκασμό γεμάτο μελαγχολία. Ποτέ
δεν είχε την έννοια του ανήλικου
εγκληματία. Είχε την έννοια μιας κάποιας
πνευματικότητας, άτομα που δεν φτιάχναν
συμμορίες αλλά που σαν μοναχικοί
Μπάρτλμπις κοιτούσαν από το παράθυρο
το νεκρό πολιτισμό μας. Οι υπόγειοι
ήρωες που κατάφεραν τελικά να ξεφύγουν
από τα δόντια της μηχανής «ελευθερίας»
που προβάλλει η Δύση και που τώρα την
ψάχνουν με χημικές ουσίες, γουστάρουν
τη μποπ, κοιτάζουν μέσα στη ψυχή τους,
ζουν τη «διαταραχή των αισθήσεων»,
μιλάνε μια γλώσσα περίεργη, είναι φτωχοί
και χαρούμενοι, προφητεύουν ένα καινούριο
στιλ Αμερικάνικης κουλτούρας, ένα
ολοκαίνουργιο στιλ (έτσι τουλάχιστον
πιστέψαμε) τελείως ελεύθερο από Ευρωπαϊκές
επιρροές (όχι όπως η Χαμένη Γενιά), ένα
νέο μαγικό κάλεσμα. Τα ίδια πάνω-κάτω
συμβαίνουν και στη μεταπολεμική Γαλλία,
εκείνη του Σάρτρ και του Ζενέ, και το
κυριώτερο, το ξέραμε. Για την ίδια όμως
την ύπαρξη της Μπητ Γενιάς, οι πιθανότητες
λένε ότι ήταν μια ιδέα μάλλον μέσα στο
μυαλό μας. Μέναμε ξύπνιοι εικοσιτέσσερις
ώρες
πίνοντας τον έναν καφέ μετά τον άλλον,
παίζοντας τον ένα δίσκο μετά τον άλλο,
Γουώρντελ Γκρέη, Λέστερ Γιανγκ, Ντεξτερ
Γκόρντον, Γουίλλις Τζάκσον, Λένι Τριστάνο
κι όλους τους άλλους, κάνοντας τρελές
συζητήσεις για όλη εκείνη τη θεία νέα
ατμόσφαιρα που πλανιόταν έξω στους
δρόμους. Γράφαμε ιστορίες για παράξενους
μακάριους Νέγρους, ατίθασους άγιους με
τραγίσιο γενάκι να κάνουν ωτοστόπ στην
Αϊόβα με ένα σαραβαλιασμένο σαξόφωνο
στην πλάτη, να κουβαλάνε το κρυφό μήνυμα
του φυσήματος
σε άλλες ακτές, άλλες πόλεις, σαν
πραγματικοί ιππότες Γκωτιέ «μηδέν
έχοντες» να οδηγούν κάποιαν αόρατη
Πρώτη Σταυροφορία. Είχαμε τους μυστικούς
μας ήρωες και γράφαμε ή καλύτερα
τραγουδούσαμε νουβέλες γι’ αυτούς,
υψώναμε ποιήματα για να υμνήσουμε τους
νέους «άγγελους» του Αμερικάνικου
αντεργκράουντ. Στην πραγματικότητα δεν
ήταν παρά μονάχα μια χούφτα οι αληθινοί
μάγκες, οι γάτες που ήταν χιπ, που τη
βρίσκαν με τη μουσική, που κι αυτοί όμως
εξαφανίστηκαν πολύ γρήγορα στη διάρκεια
του πολέμου της Κορέας τότε (αλλά κι
αργότερα) που ένα νέο ύπουλο είδος
αποδοτικότητας έκανε την εμφάνισή του
στην Αμερική. Ίσως και να ήταν το
αποτέλεσμα της παγκόσμιας καθιέρωσης
της τηλεόρασης και τίποτα άλλο (ο
Ευγενικός Ολοκληρωτικός Έλεγχος της
Αστυνομίας των αξιωματούχων της «ειρήνης»
του Ντράγκνετ), πάντως τα μπητ άτομα
μετά το 1950 εξαφανίστηκαν ένα-ένα στις
φυλακές και τα τρελοκομεία, ή περιπέσαν
σε έναν σιωπηλό κομφορμισμό. Η γενιά η
ίδια είχε μια σύντομη ζωή και τα μέλη
της ήταν ελάχιστα.
Δεν θα είχε
όμως κανένα νόημα να κάθομαι και να
γράφω αυτά που γράφω αν δεν ήταν εξίσου
αληθινό το γεγονός ότι, σαν από μια
θαυμαστή μεταμόρφωση, εντελώς ξαφνικά
η νεολαία αμέσως μετά τον πόλεμο της
Κορέας, ξεπρόβαλε πολύ κουλ και μπητ,
είχε ξεσηκώσει το στιλ και τις κινήσεις.
Σύντομα είχε απλωθεί παντού, το νέο
λουκ, το «λοξό» εκείνο στιλ με το αργόσυρτο
περπάτημα. Ώσπου στο τέλος πέρασε και
στον κινηματογράφο (Τζέημς Ντην) και
την τηλεόραση. Οι μποπ ενορχηστρόσεις
που κάποτε αποτελούσαν την κρυφή
εκστασιακή μουσική των αλλοπαρμένων
του μπητ άρχισαν να φιγουράρουν σε κάθε
τρύπα, σε κάθε ξενέρωτο βιβλίο ενορχήστρωσης
(δες για παράδειγμα τα έργα του Νηλ Χέφτι
και δεν εννοώ το βιβλίο του Μπέηζι), τα
οράματα της μποπ έγιναν ξαφνικά κτήμα
του εμπορικού λαϊκού κυκλώματος. Φράσεις
όπως “crazy”,
“hungup”, “hassle”, “make it”, “like” (“Like make
it over sometime, like”), “go”,
τις έμαθε και τις επαναλάμβανε όλος ο
κόσμος. Κάποιες
ουσίες απόκτησαν ξαφνικά εκατομμύρια
χρήστες (π.χ. τα ηρεμιστικά). Ακόμη και
το ντύσιμο των μπητ χίπστερς πέρασε
αυτούσιο στη γενιά του ροκ εντ ρολ μέσα
από τον Μοντγκόμερι Κλιφτ (δερμάτινο
τζάκετ0, τον Μάρλον Μπράντο (κοντομάνικο
μπλουζάκι) και τον Έλβις Πρίσλεϋ (οι
μεγάλες φαβορίτες) κι έτσι η Μπητ Γενιά,
παρότι είχε πεθάνει, αναστήθηκε και
δικαιώθηκε.
Ναι, έτσι
κατάληξαν τα πράγματα, και το λυπηρό
είναι ότι τη στιγμή που μου ζητάνε να
δώσω κάποιες εξηγήσεις για τη Γενιά των
Μπητ δεν έχει πια απομείνει τίποτα από
τη αρχική Μπητ Γενιά.
Κι όσο για
κάποια βαθιά ανάλυση του τι σημαίνει
κάτι τέτοιο... ποιος ξέρει; Ακόμη και σε
αυτό το τελευταίο στάδιο του πολιτισμού,
όπου το χρήμα είναι το μόνο πράγμα για
το οποίο νοιάζεται ο καθένας,
νομίζω ότι διανύουμε μάλλον τη Δεύτερη
Θρησκοληψία που προφήτευε ο Όζβαλντ
Σπένγκλερ για τη Δύση (την Αμερική, τον
τελευταίο σταθμό του Φάουστ), γιατί
υπάρχουν καθ’ οδό στοιχεία μιας κρυφής
θρησκευτικής σημασίας, για παράδειγμα,
άτομα σαν τον Σταν Γκετς, τη μεγαλύτερη
τζαζ ιδιοφυΐα της δικής του «τσακισμένης«
γενιάς, που όταν τον έβαλαν μέσα γιατί
είχε αποπειραθεί να ληστέψει ένα
ντραγκστορ, είδε ξαφνικά οράματα με το
Θεό και μεταμελήθηκε. Ανάλογες παράξενες
κουβέντες είχαμε ακούσει κι από τους
παλιούς χίπστερ, ότι «έρχεται η συντέλεια
του κόσμου» και η «δευτέρα παρουσία»,
«οράματα στο χάι της μαστούρας» ακόμη
και για επισκέψεις αγίων, κι όλοι τους
να τα πιστεύουν,
όλοι τους εμπνευσμένοι και φλογεροί κι
απαλλαγμένοι από Μπουρζουάδικους
Μποέμικους Υλισμούς.
Ένα αγόρι
είδε κάτι διεστραμένα οράματα για τον
Αρμαγεδώνα (όταν βρισκόταν στο
Σινγκ-Σινγκ). Κάποιο άλλο, οράματα ότι
μετεμψυχωνόταν σύμφωνα με τη θέληση
του
Θεού. Και κάποιο άλλο, περίεργα οράματα
για μια Αποκάλυψη στο Τέξας (πριν και
μετά την καταστροφή του Τέξας Σίτυ).
Λίγο μετά ένα παλαβό αγόρι προσπάθησε
να ζητήσει άσυλο σε μια εκκλησία (οι
μπάτσοι του έσπασαν το χέρι καθώς
προσπαθούσαν να τον βγάλουν έξω), κι ένα
αγόρι από την Τάιμς Σκουαίρ είδε το
όραμα της Δευτέρας Παρουσίας να
μεταδίδεται από την τηλεόραση (όλα αυτά
να συμβαίνουν, πέρα από κάθε αμφιβολία,
στην καθημερινή ζωή χαρακτηριστικών
ατόμων της γενιάς μου που τους γνωρίζω
προσωπικά). Επανεμφανίσεις του αισθήματος
μιας πρώιμης Γοτθικής άνοιξης της
Δυτικής ανθρωπότητας πριν αυτή μπει
στο Ορθολογιστικό Πνεύμα του «Πολιτισμού»
και προλάβει να αναπτύξει τη σχετικότητηα,
τα αεριωθούμενα και τις σούπερ-βόμβες,
τις υπέρ-κολοσσιαίες, γραφειοκρατικές,
ολοκληρωτικές αγαθοεργές, κατασκευές
του Μεγάλου Αδελφού. Κι έτσι, όταν έρθει,
όπως λέει ο Σπένγκλερ, η δύση του
πολιτισμού μας (κάπου εδώ κοντά, σύμφωνα
με τα μορφολογικά του σχεδιαγράμματα)
και κατακαθίσει η σκόνη του πολιτισμιακού
μόχθου, ιδού, η καθαρή, απογευματιάτικη
λάμψη θ’ αποκαλύψει ξανά τις αρχέγονες
έννοιές μας, θα φανερώσει τη μακάρια
αδιαφορία για τα πράγματα του Καίσαρα,
για παράδειγμα, μια κούραση για όλα αυτά
και μια δίψα, μια θλίψη για την υπερβατική
αξία, ή «Θεό», ξανά, τον «Παράδεισο» την
πνευματική θλίψη για την Ατέλειωτη
Αγάπη που η θεωρία μας για την
ηλεκτρομαγνητική παγκόσμια έλξη, η
κατάκτηση του διαστήματος από εμάς θα
αποδείξει, κι αντί μονάχα για τεχνικές
αποδοτικότητας,
θ’ απομείνουμε, σαν κάποιος πολιτισμός
που σείστηκε ολόκληρος από έναν βίαιο
σεισμό, μονάχα με τα Τελευταία Πράγματα...
ξανά.
Όλοι ξέρουμε
για τη Θρησκευτική Αναβίωση, τον Μπίλι
Γκράχαμ και τους άλλους, που η Μπητ
Γενιά, ακόμη και οι Υπαρξιστές με όλη
εκείνη τη διανοουμενίστικη επικάλυψη
και την προσποιητή αδιαφορία που τους
διακρίνει, αντιπροσωπεύουν με μια ακόμη
βαθύτερη θρησκευτικότητα, την επιθυμία
να χαθούν, μακριά από τούτο τον κόσμο
(που δεν είναι το βασίλειό μας), «ψηλά»,
εκστασιασμένοι, σωσμένοι, λες και
ξαναγυρίζουν και βρίσκονται κοντά μας
τα οράματα των μοναχών-αγίων της Σαρτρ
και του Κλαιρβώ, να ξεφυτρώνουν σαν
αγριόχορτα ανάμεσα στα πεζοδρόμια ενός
άκαμπτου πολιτισμού που πεθαίνει
αποκαμωμένος μέσα στους ύστατους
σπασμούς του.
Ή ίσως η
Μπητ Γενιά, ένα βλαστάρι που ξεπετάχτηκε
από τη Χαμένη Γενιά, να είναι ένα ακόμη
βήμα προς την τελευταία, χλωμή γενιά
που κι αυτή όμως δεν θα μάθει ποτέ τις
απαντήσεις.
Όπως και
να έχει πάντως, οι ενδείξεις μας λένε
ότι ο αντίκτυπος της ρίζωσε μέσα στην
Αμερικάνικη κουλτούρα.