.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Η μοναδική απόλαυση – Michel Houellebecq



Μόνο μετά το θάνατο του Φοξ (σκύλου) απέκτησα πραγματικά εξαντλητική επίγνωση των παραμέτρωντου αδιεξόδου. Ο καιρός άλλαζε γρήγορα, η ζέστη δεν θα αργούσε να καθίσει πάνω στη νότιο Ισπανία. Νέες κοπέλες ξεγυμνωμένες, άρχιζαν να μαυρίζουν, τα Σαββατοκύριακα κυρίως, στην παραλία κοντά στο σπίτι και άρχισα να νιώθω να αναγεννιέται, αδύναμη και χαύνη, όχι ακριβώς επιθυμία – γιατί η λέξη μου φαίνεται ότι προϋποθέτει μια ελάχιστη πίστη στην πιθανότητα υλοποίησής της – αλλά η ανάμνηση, το φάντασμα αυτού που θα μπορούσε να ήταν επιθυμία. Έβλεπα να σχεδιάζεται το προφίλ της cosa mentale, του ύστατου μαρτυρίου, και εκείνη τη στιγμή μπόρεσα επιτέλους να πω ότι κατανόησα. Η σεξουαλική απόλαυση δεν ήταν μόνο ανώτερη, σε λεπτότητα και βιαιότηα, από όλες τις άλλες απολαύσεις που περιλαμβάνει η ζωή. Δεν ήταν απλώς η μοναδική απόλαυση που δεν συνοδεύεται από καμία βλάβη του οργανισμού, αλλά αντίθετα συνεισφέρει στη διατήρησή του σε υψηλότατο επίπεδο ζωτικότητας και δύναμης. Ήταν η μοναδική απόλαυση, στην πραγματικότητα ο μοναδικός στόχος της ανθρώπινης ύπαρξης και όλες οι άλλες – είτε συνδέονται με πλούσιες τροφές, τον καπνό, τα αλκοολούχα ή τα ναρκωτικά – δεν ήταν παρά αντισταθμίσματα μηδαμινά και απονενοημένα, μίνι αυτοκτονίες που δεν είχαν το κουράγιο να πουν το όνομά τους, απόπειρες να καταστραφεί ταχύτερα ένα σώμα που δεν είχε πλέον πρόσβαση στη μοναδική απόλαυση. Η ανθρώπινη ζωή, λοιπόν, ήταν οργανωμένη με τρομακτικά απλό τρόπο, και για καμιά εικοσαριά χρόνια, μέσα από σενάρια και τα σκετς μου, το μόνο που έκανα ήταν να γυρίζω γύρω από μια πραγματικότητα που θα μπορούσα να εκφράσω με λίγες φράσεις. Η νεότητα ήταν η εποχή της ευτυχίας, η μοναδική της εποχή. Διάγοντας βίο τεμπέλικο και απαλλαγμένο από ανησυχίες, περιστασιακά απασχολημένοι με τις σπουδές που ελάχιστα τους απορροφούσαν, οι νέοι μπορούσαν να αφοσιωθούν άνευ ορίων, ελεύθερα, στην αγαλλίαση των σωμάτων τους. Μπορούσαν να παίζουν, να χορεύουν, να αγαπούν, να πολλαπλασιάζουν τις απολαύσεις. Μπορούσαν να φεύγουν, πολύ νωρίς τα ξημερώματα, από ένα πάρτι παρέα με σεξουαλικούς συντρόφους που είχαν επιλέξει, για να ατενίσουν τη μελαγχολική ουρά των υπαλλήλων που πήγαιναν στη δουλειά τους. Ήταν το άλας της γης, και τα πάντα τους ήταν δυνατά. Αργότερα, όταν δημιουργούσαν οικογένεια, έχοντας εισέλθει στον κόσμο των ενηλίκων, θα γνώριζαν τους μπελάδες, το μόχθο, τις ευθύνες, τις δυσκολίες της ύπαρξης. Θα έπρεπε να πληρώνουν φόρους, να υποτάσσονται σε διοικητικές διατυπώσεις, χωρίς να σταματούν να παρακολουθούν, ανίσχυροι και ντροπιασμένοι, την ανεπανόρθωτη κατάπτωση, αργή αρχικά, ύστερα ολοένα και πιο γρήγορη, του σώματός τους. Πάνω απ’ όλα θα έπρεπε να συντηρήσουν παιδιά σαν θανάσιμους εχθρούς μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, θα έπρεπε να τα κανακεύουν, να τα τρέφουν, να ανησυχούν με τις αρρώστιες τους, να διασφαλίζουν τα απαραίτητα για την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία τους, και αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα ζώα, αυτό δεν θα είχε συγκεκριμένη διάρκεια, θα έμεναν μέχρι το τέλος σκλάβοι των απογόνων τους, ο καιρός της χαράς θα είχε περάσει για τα καλά, θα έπρεπε να συνεχίσουν να πασχίζουν μέχρι το τέλος, μέσα στον πόνο και στα αυξανόμενα προβλήματα υγείας, μέχρι να αχρηστευτούν πια και να τους ρίξουν στα αζήτητα, σαν ενοχλητικούς και άχρηστους γέροντες. Τα παιδιά τους σε ανταπόδοση δεν θα τους είναι καθόλου ευγνώμονα, αντίθετα μάλιστα οι προσπάθειές τους, όσο πεισματώδεις και να είναι, δεν θα θεωρηθούν ποτέ επαρκείς, οι ίδιοι θα θεωρούνται μέχρι το τέλος, απλώς και μόνο επειδή είναι γονείς, ένοχοι. Αυτή η επώδυνη ζωή, σημαδεμένη από την ντροπή, θα εξοστρακίσει ανελέητα οποιαδήποτε χαρά. Μόλις θελήσουν να πλησιάσουν το σώμα των νέων, θα τους καταδιώξουν, θα τους απορρίψουν, θα τους γελοιοποιήσουν, θα τους ντροπιάσουν, και στις μέρες μας όλο και συχνότερα θα τους ρίχνουν στη φυλακή. Το φυσικό σώμα των νέων, το μόνο επιθυμητό αγαθό που ήταν ποτέ σε θέση να παράγει ο κόσμος, προοριζόταν αποκλειστικά για χρήση από νέους, και η μοίρα των γέρων ήταν να δουλεύουν και να πάσχουν. Αυτή ήταν η πραγματική έννοια της αλληλεγγύης μεταξύ γενεών: συνίσταται σε ένα απλό και ξεκάθαρο ολοκαύτωμα κάθε γενιάς προς όφελος αυτής που καλείται να την αντικαταστήσει, βάναυσο ολοκαύτωμα, παρατεταμένο, που δεν συνοδεύεται από καμία παρηγοριά, καμία ανακούφιση, καμία αποζημίωση, ούτε υλική ούτε συναισθηματική.
Είχα προδώσει. Είχα εγκαταλείψει τη γυναίκα μου όταν έμεινε έγκυος, είχα αρνηθεί να ενδιαφερθώ για τον γιο μου, είχα μείνει αδιάφορος μπροστά στο θάνατό του. Είχα αρνηθεί την αλυσίδα, είχα σπάσει τον αέναο κύκλο της αναπαραγωγής των βασάνων, και αυτή θα μπορούσε να ήταν η μόνη ευγενική χειρονομία, η μοναδική πράξη αυθεντικής εξέγερσης, την οποία θα μπορούσα να επικαλεστώ στο τέλος μιας μέτριας ζωής, παρά τον επιφανειακά καλλιτεχνικό της χαρακτήρα. Μάλιστα κοιμόμουν, αν και για λίγο καιρό, με μια κοπέλα που είχε την ηλικία που θα μπορούσε να είχε ο γιος μου. Σαν την αξιοθαύμαστη Ζαν Καλμάν, που για ένα διάστημα υπήρξε η μακροβιότερη γυναίκα στον κόσμο και τελικά πέθανε στα εκατόν είκοσι δύο, και η οποία, στις βλακώδεις ερωτήσεις των δημοσιογράφων: «Ελάτε, Ζαν, δεν πιστεύετε ότι θα ξαναδείτε την κόρη σας; Δεν πιστεύετε ότι υπάρχει κάτι μετά;» απαντούσε άκαμπτα, με μια εκπληκτική ευθύτητα: «Όχι. Τίποτα. Δεν υπάρχει τίποτα. Και δεν θα ξαναδώ την κόρη μου, γιατί η κόρη μου είναι νεκρή», συγκρατούσα ως το τέλος, τα λόγια της και τη στάση της απέναντι στην αλήθεια. Επιπλέον, είχα αποτίσει φόρο τιμής στη Ζαν Καλμάν στο παρελθόν, σε ένα σκετς που επικαλούνταν τη συγκλονιστική της μαρτυρία: «Είμαι εκατόν δέκα έξι ετών και δεν θέλω να πεθάνω.». κανείς δεν είχε καταλάβει εκείνη την εποχή ότι εφάρμοζα την ειρωνεία του σωσία. Μετάνιωνα με εκείνη την παρανόηση, μετάνιωνα κυρίως που δεν είχα επιμείνει περισσότερο, που δεν είχα τονίσει αρκετά ότι η μάχη της ήταν η μάχη της ανθρωπότητας ολόκληρης, ότι κατά βάθος ήταν η μόνη που άξιζε να δοθεί. Σίγουρα η Ζαν Καλμάν είχε πεθάνει, η Έστερ τελικά με εγκατέλειψε και η βιολογία, γενικότερα, είχε ξαναποκτήσει τα δικαιώματά της. Ωστόσο, αυτό γινόταν ερήμην μας, ερήμην μου, ερήμην της Ζαν, δεν είχαμε παραδοθεί, μέχρι το τέλος αρνηθήκαμε να συνεργαστούμε και να επικυρώσουμε ένα σύστημα που επινοήθηκε για να μας καταστρέψει.


Michel Houellebecq
Η Δυνατότητα Ενός Νησιού
Μετάφραση Λίνα Σιπητάνου
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας 2006

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ



“Πόσον καλὰ ἐταιριάζαμεν, ἐγὼ καὶ ἡ πτωχὴ ἐξαδέλφη μου Μαχούλα, συγγενής μου τοῦ ὀγδόου βαθμοῦ! Αὐστηρῶς ἐὰν κρίνω τὸν ἑαυτόν μου, εὑρίσκω, ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος τῆς ἐμπιστοσύνης τὴν ὁποίαν εἰς ἐμὲ ἐδείκνυε. Μοῦ διηγεῖτο τοὺς πόνους της, τὰ βάσανα καὶ τοὺς καημούς της. Μοῦ ἔλεγεν ὅτι αὐτὴ δὲν ἐπεθύμει ποτὲ νὰ ὑπανδρευθῇ, ἀλλ᾽ οἱ γονεῖς της τὴν εἶχαν ὑπανδρεύσει. Θὰ ἐπροτιμοῦσε νὰ ἐγίνετο καλόγρια. Ἀλλὰ τώρα εἶχε κόρας ἐν ὥρᾳ γάμου καὶ υἱοὺς καὶ ἦτο σχεδὸν πεντηκοντοῦτις.
Τὴν ἑσπέραν τῆς Παρασκευῆς, 25 Σεπτεμβρίου, ὡδεύομεν ὁμοῦ ἀνὰ τὴν ἀμπελόφυτον πεδιάδα, ἀπερχόμενοι εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, μετόχιον τοῦ ἱεροῦ Κοινοβίου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Ἐτελεῖτο ἐκεῖ μικρὰ πανήγυρις. Ἔμελλε νὰ γίνῃ παννυχὶς ἀπὸ τῆς ἐνάτης ὥρας μέχρι τῆς τρίτης τοῦ ὄρθρου, εἶτα δέ, μετὰ δίωρον διάλειμμα, θὰ ἐτελεῖτο λειτουργία.
Δὲν εἴχομεν συμφωνήσει νὰ ὑπάγωμεν ὁμοῦ. Ἀλλὰ σχεδὸν πάντοτε, χωρὶς νὰ συνεννοηθῶμεν, ὁμοῦ ἐπηγαίναμεν. Οὐδ᾽ ἦτο αὕτη ἡ μόνη παννυχίς, εἰς τὴν ὁποίαν παρευρισκόμεθα. Εἰς τὰς 8 Σεπτεμβρίου, ὥραν 3ην μετὰ τὰ μεσάνυκτα, μετὰ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ ὄρθρου, εἰς τὴν πανήγυριν τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς, ἡ ἐξαδέλφη Μαχούλα κ᾽ ἐγώ, ὁμοῦ κατηρχόμεθα τὸ ὀλισθηρὸν λιθόστρωτον, τὸ ἀρχόμενον ἀπὸ τῆς μεγάλης οἰκίας τοῦ καπετὰν Νικόλα τοῦ Ματαρώνα καὶ φθάνον μέχρι τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς. Ἐνίοτε ἦτο σελήνη, συνήθως ὅμως ἦτο σκότος βαθύ. Ἀλλὰ τὸ μελιχρὸν φέγγος ἐπέχριε μόνον τὰς στέγας τῶν οἰκιῶν καὶ τὸ διενέμοντο, ὡς πενιχρὰν κληρονομίαν, τὰ δωμάτια, τὰ μπαλκόνια καὶ οἱ γάστρες τῶν ἀνθέων. Δι᾽ ἡμᾶς κάτω εἰς τὸ λιθόστρωτον δὲν ἔφθανε νὰ κατέλθῃ εὐμενὴς ἀκτίς.
Ὅθεν πολλάκις ἐγλιστροῦσα ἐγώ, προσπαθῶν νὰ κρατήσω τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν μὴ πέσῃ.
Ἦτον βαρεῖα καὶ παχεῖα, ὠχρὰ καὶ νοσώδης. Αἱ ἐγκυμοσύναι ἆρα τῆς εἶχον ἀφήσει τὸν ὄγκον ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος ἐπαραμόρφωνε τὴν μέσην της *** καὶ ὄπισθέν μας ἤρχετο ἡ Ἀνδρεώλα ἡ Μπαρμπερού, γραῖα εὐλαβής, κρατοῦσα φανάριον. Παρεμπρός μας ἐφαίνετο ὄγκος τις ἀποφράττων τὸν στενὸν δρομίσκον. Ἡ γραῖα Δεσποινιὼ ἡ Μπλήχαινα, τῆς εἶχε σβήσει ὁ ἄνεμος τὸ ἀπόκερον, τὸ ὁποῖον εἶχε λάβει ἀπὸ τὸ μανουάλι τῆς ἐκκλησίας, καὶ βυθισθεῖσα εἰς σκότος αἰφνίδιον, εἶχε ριζωθῆ ἐκεῖ, καταμεσῆς εἰς τὸν δρόμον, ἀδυνατοῦσα νὰ βαδίσῃ δεξιὰ ἢ ἀριστερά.
Μίαν ἀπ᾽ αὐτὰς τὰς νύκτας, τῆς 8ης Σεπτεμβρίου ―δὲν ἐνθυμοῦμαι εἰς τὰ πόσα ἦτον― μᾶς συνέβη, εἰς ἐμὲ καὶ τὴν ἐξαδέλφην μου Μαχούλαν, παράδοξον μικρὸν συμβάν. Αὐτή, καίτοι εἰς τὴν καθ᾽ ἡμᾶς γενεὰν ἀνήκουσα, ἐξηκολούθει ἀκόμη νὰ στέργῃ καὶ νὰ θάλπῃ τὰ παλαιά. Ἐκαυχᾶτο ὅτι ἦτον «πρωτινὴ» γυναίκα. Ἂν καὶ ἡ παραθαλασσία ἀγορὰ ἦτο ἔρημος, ἐπειδὴ δὲν νομίζεται καλὸν εἰς τὰς γυναῖκας νὰ διέρχωνται διὰ τῆς ἀγορᾶς, δὲν ἤθελε, καὶ νύκτα ἀκόμη, νὰ περάσῃ ἐκεῖθεν. Ἐπέμενε νὰ τὴν συνοδεύσω ἀπὸ τὸν μέσα δρόμον μέχρι τῆς οἰκίας της. Ἀφήσαμεν λοιπὸν τὴν ἄλλην συνοδίαν, καὶ ἐστράφημεν πρὸς τὸν μέσα δρόμον. Ἐκεῖ, καθὼς διηρχόμεθα κάτωθεν ἀπὸ ἕνα μπαλκόνι, ἄνωθεν τοῦ ὁποίου ἐφαίνοντο ἀσπρόρρουχα ἁπλωμένα, δὲν ἠξεύρω πῶς, μακρὰ χιονόλευκος σινδὼν ἀπεσπάσθη ἀπὸ τὸ σχοινίον ἐφ᾽ οὗ ἐκρέματο· ἔπεσεν ἐπάνω εἰς τὰς κεφαλάς μας· ἡπλώθη εἰς τὰς ὠμοπλάτας μας, καὶ «μᾶς ἐκουκούλωσεν», ἤ, μᾶς ἐσαβάνωσε καὶ τοὺς δύο, ὡς νὰ τὴν ἥπλωσεν ἐπάνω μας ἀόρατος χείρ. Ἐγὼ ἀκουσίως ἐγέλασα, ἂν καὶ τὸ πρᾶγμα μοῦ ἐφάνη μᾶλλον κακὸς οἰωνός. Ἡ ἐξαδέλφη μου ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, κ᾽ ἐψιθύρισε:
― Τὴν ἴδια τύχη θὰ ἔχουμε… τὴν ἴδια τύχη!
* * *
Τὴν χρονιὰν ἐκείνην ἐβαδίζομεν, ἑσπέραν Παρασκευῆς, εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου. Ἡ ψυχή μου ἦτο πάντοτε πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα, ἂν καὶ τὸν πλεῖστον χρόνον ἀπεδήμουν σωματικῶς, καὶ ἐνθυμούμην κάποτε τὸν στίχον τοῦ Σκώτου ἀοιδοῦ: «Ἡ καρδιά μου εἶναι στὰ Ψηλώματα, ἡ καρδιά μου δὲν εἶν᾽ ἐδῶ».
Ἐπεράσαμεν τὴν ἀμμουδιάν, τὴν ὁποίαν φιλεῖ προσπαῖζον τὸ κῦμα, καὶ παρήλθομεν τοὺς Κήπους καὶ τὴν Λίμνην τὴν μαυρογάλανην. Εἶτα ἀφήσαμεν ὄπισθέν μας τὴν «Καλογερικιὰ Σαΐτα», μακρότατον ἀγρὸν οὕτω καλούμενον. Ἀκολούθως ἐφθάσαμεν εἰς τὰ διάφορα κτήματα τ᾽ Ἀβράμη, ὅπου ἐχρειάσθη νὰ κάμωμεν πολλὰς καμπὰς διὰ νὰ εὕρωμεν τὸν δρόμον, ἐπειδὴ ὁ ἰδιοκτήτης εἶχε κηρύξει κοινωνιστικὸν δόγμα: «Ἐὰν ὁ γείτων μου εἶναι τεμπέλης, ἀνίκανος νὰ καλλιεργήσῃ τὸ κτῆμά του, δὲν ἁμαρτάνω ἂν τὸ καταπατήσω». Διήλθομεν τὰ μεγάλα χωράφια, τὰ ὁποῖα ἦσάν ποτε ἀμπέλια μοσχάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα κατεσκευάζετο τὸ περίφημον «Ἀλυπιακόν», τὸ δυνάμενον νὰ καλῆται οὕτω διττῶς· καὶ ἀπὸ τὸν κατασκευαστήν του Ἀλύπιον, καὶ διότι ἴσως καθίστα ἄλυπον τὸν βίον…
Τέλος, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Μετόχι. Ὁ ναΐσκος τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου κομψός, εὐωδίαζεν ἀπὸ τὸ τέμπλον τὸ κυπαρίσσινον καὶ ἀπὸ τὰ ἄνθη τὰ ὁποῖα εἶχον φέρει ἡ Σουλτανιὼ ἡ Μάρκαινα, ἡ γραῖα Παντεχοὺ καὶ ἡ Κατερινιὼ τῆς Ἀλέξαινας καὶ δύο ἢ τρεῖς ἄλλαι εὐλαβητικαί, αἱ μόναι ἐλθοῦσαι. Ἀπὸ τὸ μοναστήριον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ εἶχον κατέλθει ὁ παπα-Δανιὴλ καὶ Ἰωακεὶμ ὁ περιπλανώμενος, ὅστις καθ᾽ ὅλας σχεδὸν τὰς ἑορτὰς ἐπέστρεφεν εἰς τὸ μοναστήρι, καὶ ὁ γέρων Θεόκλητος, γεμᾶτος ἀπὸ νοστίμους ἰδιοτροπίας, πρὸς τὸν ὁποῖον τρὶς ἔλαβα τὴν τιμὴν νὰ φιλονικήσω ἐν καιρῷ τοῦ δείπνου.
Ἡ Μαχούλα ἀφοῦ ἐπροσκύνησε καὶ προσέφερε τὰ ἄνθη της, τὸ ἔλαιον καὶ τὸ θυμίαμά της, ἐκάθισεν εἰς μίαν ἄκραν ἔξω τοῦ ναΐσκου, μὲ τὸ καλάθιόν της καὶ τὸ μικρὸν κανατάκι της. Ἦτο παρὰ τὴν ρίζαν τῆς ἐλαίας, ἥτις μὲ τοὺς κλῶνάς της, βαρυφορτωμένους καρπόν, ἐσκίαζεν καὶ περιέστεφε τὴν θύραν τοῦ ναΐσκου, ἐνθυμίζουσα τὸν στίχον τοῦ προφητάνακτος: «ὡς ἐλαία κατάκαρπος ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ».
Εἶχα διψήσει καὶ ἰδὼν τὸ μικρὸν ὑδροδοχεῖον, τὸ ὁποῖον ἵστατο πλησίον εἰς τὸ καλαθάκι τῆς Μαχούλας, ἐζήτησα νὰ πίω ἀλλὰ τὸ εὗρον κενόν.
― Νά, δὲν ἦρθε αὐτὸς ὁ Σταμάτης, μοῦ εἶπεν ἡ ἐξαδέλφη μου. Ποιὸς νὰ πάῃ ὣς τὴ βρύση νὰ τὸ γεμίσῃ;… Ἀπόστασα, καὶ δὲν μπορῶ…
Ὁ Σταμάτης ἦτο ὀρφανὸν παιδίον, πρόθυμον νὰ τρέχῃ εἰς ὑπηρεσίαν παντοῦ ὅπου ἐγίνοντο θρησκευτικαὶ ἐκδρομαὶ καὶ συνάξεις. Εἶχε τόσον ἔνθεον ζῆλον, ὥστε βλέπων τὴν εὐλάβειαν τῶν πιστῶν νὰ ἐκπίπτῃ, ἐθλίβετο τόσον, ὥστε ἀπεφάσισε νὰ βοηθήσῃ αὐτὸς τοὺς ἁγίους νὰ θαυματουργήσωσι. Καὶ μίαν φορὰν ἄλειψε μὲ λάδι ὅλας τὰς εἰκόνας τοῦ τέμπλου ἑνὸς ἐξωκκλησίου· ὅθεν διεδόθη, καὶ παρὰ πολλοῖς ἐπιστεύθη, ὅτι οἱ ἅγιοι «ἵδρωναν» ἢ ὅτι ἐδάκρυζαν ἴσως καὶ ἀπὸ τὴν ἐπιχείρησιν αὐτὴν ὠφελήθησαν ὄχι ὀλίγας προσφορὰς οἱ πτωχοὶ οἱ παπάδες τοῦ χωρίου μας. Ἦτο δὲ τότε ὁ Σταμάτης δωδεκαέτης.
Ἐκοίταξα νὰ ἴδω τὸν Σταμάτην, ἀλλὰ δὲν ἐφαίνετο πουθενά. Ἴσως ἦτο εἰς ἄλλην ὑπηρεσίαν. Ἡ Μαχούλα ὄχι μόνον εἶχεν ἀποστάσει, καθὼς ἔλεγεν, ἀλλὰ θὰ ἐφοβεῖτο νὰ ὑπάγῃ. Ἡ βρύσις ἀπεῖχεν ὣς δέκα λεπτῶν τῆς ὥρας δρόμον, καὶ εὑρίσκετο μέσα εἰς ἓν βαθὺ ρεῦμα, ὅπου θὰ ἦτο σκότος ἤδη. Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει καὶ ἦτο ἀμφιλύκη φθινοπώρου μελαγχολική.
Ἀπεφάσισα νὰ ἐκτελέσω ἐγὼ ἔργα «Σταμάτη». Ἔλαβα τὸ κανάτι κ᾽ ἐξεκίνησα.
― Ἀτός σου θὰ πᾷς;… Τουλόου σ᾽; ἔκραξεν ἡ Μαχούλα. Πῶς γένεται;
Ἐπεθύμουν νὰ ὑπάγω, καὶ διότι ἐδίψων, καὶ διότι ἤθελα νὰ προσφέρω ἐκδούλευσιν εἰς τὴν καλὴν καὶ συμπαθῆ ἐξαδέλφην μου.
―Ἡσύχασε, θὰ πάω, τῆς εἶπα· τώρα, σὲ λίγο ἔφτασα…
* * *
Ἦτο μικρά, βαθεῖα ρεματιά, εἰς τὸ μέσον ἑνὸς ἐλαιῶνος κατέχοντος ὅλην τὴν κλιτὺν τοῦ λόφου δεξιόθεν καὶ ἑνὸς λεμονεῶνος τοιχογυρισμένου στολίζοντος τὸν κάμπον, ἀριστερόθεν. Καταρχὰς ἐβυθίζετο, κατήρχετο χαμηλὰ καὶ ἐχαράσσετο στενὸς δρομίσκος, μονοπάτι κρυπτὸν ἐν μέσῳ βάτων καὶ θάμνων. Ἀκολούθως ἀνηφόριζεν ἠρέμα καὶ ἀνήρχετό τις εἰς τὴν βρύσιν, ἥτις ἀνέβλυζεν ἔκ τινος τοίχου παλαιοῦ, μὲ μεγάλους πρασινισμένους καὶ μουσκλιασμένους* λίθους. Δύο πεζοῦλες ἢ πλίνθινα ἑδώλια ὑπῆρχον ἔνθεν καὶ ἔνθεν τῆς κρήνης, ἥτις εὑρίσκετο ἐπὶ τοῦ ὑψηλοτέρου μέρους τῆς ὅλης ρεματιᾶς.
Ὅταν εἰσῆλθον εἰς τὸ βαθὺ ρεῦμα καὶ ἐπάτησα εἰς τὸ στενὸν μονοπάτι, τὸ φέρον πρὸς τὴν πηγήν, τότε ἤρχισα ν᾽ ἀναλογίζωμαι τί εἶχα κάμει, ἕως τότε δὲν εἶχα σκεφθῆ.
ᾘσθάνθην αἰφνίδιον φόβον. Ἀπὸ εἰκοσαετίας ἦτο ἡ πρώτη φορὰ καθ᾽ ἣν εἰσηρχόμην εἰς τὸ ρεῦμα ἐκεῖνο, ὁλομόναχος, ἐν ὥρᾳ ἀμφιλύκης, καὶ ἐπικειμένης νυκτός…
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἀνῆλθον πρὸς τὴν βρύσιν μὲ τρέμοντα γόνατα. Ἔκαμνα πολλοὺς σταυροὺς καὶ προσηυχόμην. Ἀλλ᾽ ἡ γλῶσσά μου ἐδεσμεύετο καὶ ὁ οὐρανίσκος μου ἐξηραίνετο. ᾘσθανόμην, ὅτι δὲν ἤμην ἄξιος νὰ ψιθυρίζω οὔτε ἐνδιαθέτως, οὔτε στοματικῶς τὰ ἱερὰ λόγια.
Ἔφθασα ἐν τοσούτῳ εἰς τὴν κρήνην. Ὅταν ἐδοκίμασα νὰ τοποθετήσω τὸ μικρὸν ἀγγεῖον κάτωθεν τοῦ κρουνοῦ διὰ νὰ γεμίσῃ, τοῦτο μοῦ ἔφυγεν ἀπὸ τὰς χεῖρας. Ἐστάθη μοναχόν του ἐντὸς τῆς λεκάνης τοῦ νεροῦ καὶ δὲν ἐθραύσθη.
Ἄνωθεν τῆς κρήνης εἶδα, μὲ τοὺς ὀφθαλμούς μου, πρᾶγμά τι ἐναέριον νὰ ἵσταται. Δὲν εἶχε πυκνωθῆ ἀκόμη τὸ σκότος. Ἀλλὰ τὸ πρᾶγμα τὸ ὁρώμενον ἦτο τόσον μικρόν, ὥστε ἔφεγγεν οἱονεὶ εἰς τὴν μικρὰν κοιλάδα, ὡς τοπικὸν ἄστρον κατελθὸν τρόπον τινὰ διὰ νὰ φωτίσῃ βάθη ἀνάξια φωτός. Ἀλλ᾽ ὅμως τὸ λευκὸν ἐκεῖνο πρᾶγμα ἔσυρεν ἐπάνω του, ἢ ἐσύρετο ἐπ᾽ αὐτοῦ μέγα μαυράδιον, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὴν πίσσαν, μελανώτερον καὶ ἀπὸ τὸ σκότος, ἐξελθὸν ἀπὸ τὸ σκότος τὸ ἐσώτερον τῆς συνειδήσεως καὶ προωρισμένον νὰ ὑπάγῃ τὸ ταχύτερον νὰ βυθισθῇ εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον, τῆς γεέννης. Βαθεῖαν, ἀπερίγραπτον κηλῖδα, μέγα καὶ ἀμέτρητον μαύρισμα ἐπὶ τοῦ ἁγνοῦ, τοῦ χιονολεύκου, εἶχε προσκολληθῆ τὸ καταμέλανον. Τὸ ὅραμα ἦτο διπλοῦν. Ἐπάνω εἰς τὸ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, τὸ λευκὸν κρίνον τῶν κοιλάδων, εἶχε κολλήσει ἡ ἀπεχθὴς κάμπη.
Τὸ λευκὸν ὡμοίαζε μὲ χιτῶνα πάλλευκον, μὲ ἄσπιλον ἐσθῆτα παιδίσκης δεκαπενταέτιδος. Τὸ μαῦρον ὡμοίαζε μὲ ἁμαρτίας φάντασμα.
Θεέ μου! καὶ ἡ κάμπη ἐκείνη τίς ἦτο; Ἀληθεύει ὅτι ἀποτροπιάζεται ἡ φεύγουσα ψυχή, βλέπουσα τὸ φθαρτόν, σκωληκόβρωτον σκῆνός της; Καὶ τὸ ἄσπιλον ἐκεῖνο ἀρνίον, τὸ θεόπλαστον σκήνωμα, τῆς βασκανίας τὸ θῦμα, ἐκοιμᾶτο ἀπὸ εἰκοσαετίας εἰς τὸ κοιμητήριον τῶν θανόντων.
Ναί· εἶχον περιβάλει μὲ στέφανον παρθενικὸν ἐπὶ τῆς νεκρικῆς κλίνης τὴν ξανθὴν κεφαλήν της. Ἀλλ᾽ ὁ στέφανος ἐκεῖνος εἶχε γίνει ἀκάνθινος στέφανος. Καὶ αἱ ρίζαι τῶν ἀνθέων εἰσέδυον ὡς ἄκανθαι εἰς τὸν λευκὸν χρῶτά της.
Ὤ, ἡ ζωή της ἦτο ὄνειρον καὶ αὐτὴ ὑπῆρξέ ποτε «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Καὶ ἡ κάμπη ἡ δύσμορφος εἶχε φθείρει τὸ ἄσπιλον, τὸ ἠθικὸν κάλλος της.
Φεῦ! διατί ἀπὸ ὅλην αὐτὴν τὴν λόχμην, τὴν ποικίλην καὶ πολύχρωμον καὶ ἀνθοφοροῦσαν νὰ ἐξέρχωνται ἄκανθαι, συρίζουσαι γλῶσσαι, ἔχιδναι; Καὶ πῶς ἠλλοιώθη τὸ κάλλος τῆς φύσεως, καὶ τὸ μιαρὸν πνεῦμα εἰσέβαλεν εἰς τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα ὁ ἴδιος ἐπεθεώρησε «καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν;»… Πόθεν τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας;
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ὤ, φρίκη, καὶ πόνος ἀνεκλάλητος! Εἶδα, εἶδα τὸ παρελθόν μου μὲ τοὺς ἰδίους μου ὀφθαλμούς, τὸ εἶδα ὡς μαῦρον φάντασμα. Ὀλίγον ἀκόμη καὶ ἡ καρδία μου θὰ ἔπαυε νὰ πάλλῃ. ᾘσθάνθην βαθεῖαν συντριβήν· τὸ φάσμα τὸ ἴδιον μ᾽ εὐσπλαγχνίσθη, καὶ ταχέως ἔγινεν ἄφαντον.
Ἔλαβα τὸ ἀγγεῖον μὲ τὸ ὕδωρ, καὶ κατῆλθον μὲ βήματα βραδέα, τύπτων τὰ στήθη, καὶ ψιθυρίζων. «Ἁμαρτίας νεότητός μου καὶ ἀγνοίας μου μὴ μνησθῇς, Κύριε…»”
Τ᾽ ἀνωτέρω συνηρμολογήθησαν ἐκ παλαιῶν ἀτάκτων σημειώσεων τεθνεῶτος ἀτυχοῦς φίλου.

(Διὰ τὴν ἀντιγραφὴν) (1900)

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ
ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ
Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ 1984


Κυριακή 16 Ιουνίου 2019

Το ρόδο - The Rose - William Browne, of Tavistock 1588-1643



Ένα ρόδο, που τόσο όμορφο δεν ξανάδε ο Βορράς
φύτρωσε ολομόναχο σε έναν μικρό κήπο.
Γλυκύτερο λουλούδι δεν είχε ξαναφτιάξει η Φύση
ούτε υπήρξε ποτέ ομορφότερος κήπος:
Παρθένες χόρευαν γύρω του πρωί και βράδυ
όταν οι βάρδοι έμαθαν γι’ αυτό, σκάρωσαν τους στίχους τους.
Οι ευκίνητες νεράιδες δίπλα στο χλωμό φεγγάρι
πότισαν τη ρίζα και φίλησαν την όμορφη σκιά του.
Μια μέρα όμως! - ο κηπουρός έγινε απερίσκεπτος
παρθένες και νεράιδες απομακρύνθηκαν από αυτό
και με την ξηρασία οι κάμπιες έπεσαν
επάνω στο άνθος και σε κάθε κλαδί.
Θεέ, προστάτευε το κλωνάρι! Αν δεν στείλει ο παράδεισος βοήθεια
το ωραιότερο του κήπου άνθος θα πεθάνει, αλήθεια.

***

A rose, as fair as ever saw the North,
Grew in a little garden all alone;
A sweeter flower did Nature ne'er put forth,
Nor fairer garden yet was never known:
The maidens danced about it morn and noon,
And learned bards of it their ditties made;
The nimble fairies by the pale-faced moon
Water'd the root and kiss'd her pretty shade.
But well-a-day!—the gardener careless grew;
The maids and fairies both were kept away,
And in a drought the caterpillars threw
Themselves upon the bud and every spray.
God shield the stock! If heaven send no supplies,
The fairest blossom of the garden dies.

Κυριακή 9 Ιουνίου 2019

[Εκστόμισε τη Λέξη του Μεγαλείου και του Τρόμου] – Aleister Crowley



Εκστόμισε τη Λέξη του Μεγαλείου και του Τρόμου!
Αληθής δίχως ψέμα, και σίγουρος δίχως λάθος,
και της ουσίας Της Αλήθειας. Γνωρίζω πως
τα πράγματα πάνω είναι όπως τα πράγματα κάτω,
τα πράγματα κάτω είναι όπως τα πράγματα πάνω,
το να κρατάς την Θαυματουργία του Ενός – την Αγάπη.
Όπως όλα προήλθαν από το ένα με ένα στοχασμό,
έτσι όλα από το ένα γεννήθηκαν, με αντιμετάθεση.
Ο Ήλιος γέννησε, η Σελήνη έτηκε, αυτό το μοναδικό Σύμπαν.
Ο Αέρας ήταν το άρμα του, και η Γη η τροφός του.
Εδώ είναι η ρίζα όλων των φυλακτών
όλου του κόσμου, από τότε που άρχισε ο κόσμος.
Εδώ βρίσκεται η πηγή και η αιτία κάθε ψυχής.
Ας πέσει στη γη! Η δύναμή της είναι πλήρης.
Τώρα ευγενικά, λεπτά, δούλεψε την Τέχνη σου
να εξευγενίσεις το χυδαίο, χωρίζοντας γη από φωτιά.
Να! Ανέρχεται και κατέρχεται ομαλά
και γοργά, ένας ατέλειωτος δεσμός γης και ουρανού.
Έτσι αποκτά την ισχύ της διπλής Αγάπης,
οι δυνάμεις κάτω ενωμένες με εκείνες πάνω,
έτσι η δόξα του κόσμου θα είναι δική σου
και το σκοτάδι θα εξαφανιστεί μπροστά στον ιερό βωμό σου.
Αυτή είναι η ισχυρή δύναμη κάθε δύναμης. Υπερνίκησε
το λογικό, και υπόταξέ το. Διαπέρασε την αναισθησία
και θεράπευσέ τη. Φέρνοντας έτσι όλα τα πράγματα στη μοιραία τους
Τελειότητα. Διότι έτσι δημιουργήθηκαν όλα τα πράγματα.
Ω θαυμάσιο θαύμα! Ω μαγικέ ρυθμέ!
Όλα τα πράγματα προσαρμοσμένα σε έναν κυκλικό κώδικα!
Τρία μέρη από όλη τη σοφία αξιώνω,
Ερμής Τρισμέγιστος και μέγας, είναι τ’ όνομά μου.
Αυτό που έγραψα για τον ένα μοναδικό Ήλιο
το έργο του εδώ έχει προφητευθεί, και αποτολμηθεί και γίνει.

Aleister Crowley
Το Παιδί του Φεγγαριού
Μετάφραση Αρίσταρχος Παπαδημητρίου
Εκδόσεις Μαραθιά 2001

Κυριακή 2 Ιουνίου 2019

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΜΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ – ΜΑΡΚΟΣ ΠΑΛΛΗΣ



Κάθε άρτια παράδοση προϋποθέτει τρία στοιχεία που πρέπει να χρησιμοποιούνται από όλα τα μέλη της και σε όλους τους βαθμούς γνώσης, αν και σε διαφορετικές αναλογίες. Τα στοιχεία αυτά είναι: (α) μαι δογματική μορφή που εκφράζεται με μια κατάλληλη «πνευματική διάλεκτο» - η οποία, μέχρις ενός σημείου τουλάχιστον, αποκλείει άλλες διαλέκτους -, επειδή ο δίαυλος αυτού του δόγματος δεν είναι μόνο ο προφορικός ή γραπτός λόγος, αλλά και οι τέχνες, τα ήθη και στην ουσία ο,τιδήποτε μεγάλο ή μικρό αποτελεί μέρος της παράδοσης εν προκειμένω: (β) συγκεκριμένα «μέσα της Χάριτος», που είτε μεταδίδονται από την αρχή, είτε αποκαλύπτονται σε υστερότερο χρόνο, και συνιστούν φορείς των πνευματικών επιρροών που εμψυχώνουν την παράδοση αυτή: και (γ) έναν παραδοσιακό κανόνα που ρυθμίζει το πεδίο δράσης, θετικά και αρνητικά, με διάφορους τρόπους.
Για έναν «εξωτεριστή» το δόγμα (α) αποτελεί το πεδίο όπου ασκεί την πίστη του με τη συνήθη έννοια, και αντιπροσωπεύει μια σχετικά παθητική πλευρά της γνώσης, ενώ ο εσωτεριστής αντιμετωπίζει το δόγμα από την άποψη της πλήρους επίγνωσης μέσω της «οντολογικής συνειδητοποίησης», δηλαδή από την άποψη της ενεργητικής πλευράς της γνώσης. Η Χριστιανική γλώσσα χρησιμοποιεί τη λέξη «πίστη» και για την τελευταία περίπτωση, πρέπει όμως να εκληφθεί με την έννοια της αρχής που λέει ότι «το να βλέπεις σημαίνει να πιστεύεις». Με την πίστη και βουνά μπορούν να κινηθούν.
Παρόμοια, ο «εξωτεριστής» δέχεται το ιερουργικό στοιχείο (β) ως ένα μυστήριο που συχνά σημαίνει γι’ αυτόν κάτι περισσότερο από το ρίζωμα ενός σπόρου, ο οποίος ωστόσο, εάν τον ποτίζει η πίστη και τον θερμαίνουν οι άλλες αρετές, θα γεννήσει οπωσδήποτε καρπούς την κατάλληλη εποχή. Ο εσωτεριστής από την πλευρά του, συμμετέχει στις τελετουργίες με συνειδητό σκοπό να δρέψει τους καρπούς τους στον μεγαλύτερο βαθμό. Η στάση του είναι εξ ορισμού ενεργητική – αν βέβαια μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση «εξ ορισμού» για έναν σκοπό που δεν έχει όρια.
Όσον αφορά τον λειτουργικό και τον ηθικό κανόνα, τον χρειάζεται και ο «εξωεριστής» και ο εσωτεριστής, στον βαθμό που τα στοιχεία της ανθρώπινης ατομικότητας παραμένουν ακόμα ακανόνιστα και μακριά από το κέντρο. Σκοπός της «υποταγής στον νόμο» είναι η μετατροπή της κατάστασης του ανθρώπου από εν δυνάμει ανθρώπινη – όπως έχει διαμορφωθεί μετά την Πτώση, πράγμα στο οποίο συγκλίνουν οι διαφορετικές παραδόσεις – σε πραγματικά και μόνιμα ανθρώπινη, με την επιστροφή στον ανθρώπινο κανόνα ο οποίος συμβολίζεται με τον άξονα που διαπερνά το κέντρο όλων των «κόσμων» ή βαθμών ύπαρξης. Αυτός ο άξονας στην πραγματικότητα ταυτίζεται με το μονοπάτι από το οποίο κατέρχεται το Νοητό Φως, όταν φεύγει από την πηγή του για να φωτίσει το σκότος της άγνοιας, κι έτσι ο άξονας δηλώνει την κατεύθυνση διαφυγής κατά μήκος του ίδιου δρόμου.



Μάρκος Πάλλης
Ο Γάμος της Σοφίας & της Μεθόδου
Μετάφραση Παναγιώτης Σουλτάνης
Εκδόσεις Πεμπτουσία 1994