.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

Η μοναδική απόλαυση – Michel Houellebecq



Μόνο μετά το θάνατο του Φοξ (σκύλου) απέκτησα πραγματικά εξαντλητική επίγνωση των παραμέτρωντου αδιεξόδου. Ο καιρός άλλαζε γρήγορα, η ζέστη δεν θα αργούσε να καθίσει πάνω στη νότιο Ισπανία. Νέες κοπέλες ξεγυμνωμένες, άρχιζαν να μαυρίζουν, τα Σαββατοκύριακα κυρίως, στην παραλία κοντά στο σπίτι και άρχισα να νιώθω να αναγεννιέται, αδύναμη και χαύνη, όχι ακριβώς επιθυμία – γιατί η λέξη μου φαίνεται ότι προϋποθέτει μια ελάχιστη πίστη στην πιθανότητα υλοποίησής της – αλλά η ανάμνηση, το φάντασμα αυτού που θα μπορούσε να ήταν επιθυμία. Έβλεπα να σχεδιάζεται το προφίλ της cosa mentale, του ύστατου μαρτυρίου, και εκείνη τη στιγμή μπόρεσα επιτέλους να πω ότι κατανόησα. Η σεξουαλική απόλαυση δεν ήταν μόνο ανώτερη, σε λεπτότητα και βιαιότηα, από όλες τις άλλες απολαύσεις που περιλαμβάνει η ζωή. Δεν ήταν απλώς η μοναδική απόλαυση που δεν συνοδεύεται από καμία βλάβη του οργανισμού, αλλά αντίθετα συνεισφέρει στη διατήρησή του σε υψηλότατο επίπεδο ζωτικότητας και δύναμης. Ήταν η μοναδική απόλαυση, στην πραγματικότητα ο μοναδικός στόχος της ανθρώπινης ύπαρξης και όλες οι άλλες – είτε συνδέονται με πλούσιες τροφές, τον καπνό, τα αλκοολούχα ή τα ναρκωτικά – δεν ήταν παρά αντισταθμίσματα μηδαμινά και απονενοημένα, μίνι αυτοκτονίες που δεν είχαν το κουράγιο να πουν το όνομά τους, απόπειρες να καταστραφεί ταχύτερα ένα σώμα που δεν είχε πλέον πρόσβαση στη μοναδική απόλαυση. Η ανθρώπινη ζωή, λοιπόν, ήταν οργανωμένη με τρομακτικά απλό τρόπο, και για καμιά εικοσαριά χρόνια, μέσα από σενάρια και τα σκετς μου, το μόνο που έκανα ήταν να γυρίζω γύρω από μια πραγματικότητα που θα μπορούσα να εκφράσω με λίγες φράσεις. Η νεότητα ήταν η εποχή της ευτυχίας, η μοναδική της εποχή. Διάγοντας βίο τεμπέλικο και απαλλαγμένο από ανησυχίες, περιστασιακά απασχολημένοι με τις σπουδές που ελάχιστα τους απορροφούσαν, οι νέοι μπορούσαν να αφοσιωθούν άνευ ορίων, ελεύθερα, στην αγαλλίαση των σωμάτων τους. Μπορούσαν να παίζουν, να χορεύουν, να αγαπούν, να πολλαπλασιάζουν τις απολαύσεις. Μπορούσαν να φεύγουν, πολύ νωρίς τα ξημερώματα, από ένα πάρτι παρέα με σεξουαλικούς συντρόφους που είχαν επιλέξει, για να ατενίσουν τη μελαγχολική ουρά των υπαλλήλων που πήγαιναν στη δουλειά τους. Ήταν το άλας της γης, και τα πάντα τους ήταν δυνατά. Αργότερα, όταν δημιουργούσαν οικογένεια, έχοντας εισέλθει στον κόσμο των ενηλίκων, θα γνώριζαν τους μπελάδες, το μόχθο, τις ευθύνες, τις δυσκολίες της ύπαρξης. Θα έπρεπε να πληρώνουν φόρους, να υποτάσσονται σε διοικητικές διατυπώσεις, χωρίς να σταματούν να παρακολουθούν, ανίσχυροι και ντροπιασμένοι, την ανεπανόρθωτη κατάπτωση, αργή αρχικά, ύστερα ολοένα και πιο γρήγορη, του σώματός τους. Πάνω απ’ όλα θα έπρεπε να συντηρήσουν παιδιά σαν θανάσιμους εχθρούς μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, θα έπρεπε να τα κανακεύουν, να τα τρέφουν, να ανησυχούν με τις αρρώστιες τους, να διασφαλίζουν τα απαραίτητα για την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία τους, και αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στα ζώα, αυτό δεν θα είχε συγκεκριμένη διάρκεια, θα έμεναν μέχρι το τέλος σκλάβοι των απογόνων τους, ο καιρός της χαράς θα είχε περάσει για τα καλά, θα έπρεπε να συνεχίσουν να πασχίζουν μέχρι το τέλος, μέσα στον πόνο και στα αυξανόμενα προβλήματα υγείας, μέχρι να αχρηστευτούν πια και να τους ρίξουν στα αζήτητα, σαν ενοχλητικούς και άχρηστους γέροντες. Τα παιδιά τους σε ανταπόδοση δεν θα τους είναι καθόλου ευγνώμονα, αντίθετα μάλιστα οι προσπάθειές τους, όσο πεισματώδεις και να είναι, δεν θα θεωρηθούν ποτέ επαρκείς, οι ίδιοι θα θεωρούνται μέχρι το τέλος, απλώς και μόνο επειδή είναι γονείς, ένοχοι. Αυτή η επώδυνη ζωή, σημαδεμένη από την ντροπή, θα εξοστρακίσει ανελέητα οποιαδήποτε χαρά. Μόλις θελήσουν να πλησιάσουν το σώμα των νέων, θα τους καταδιώξουν, θα τους απορρίψουν, θα τους γελοιοποιήσουν, θα τους ντροπιάσουν, και στις μέρες μας όλο και συχνότερα θα τους ρίχνουν στη φυλακή. Το φυσικό σώμα των νέων, το μόνο επιθυμητό αγαθό που ήταν ποτέ σε θέση να παράγει ο κόσμος, προοριζόταν αποκλειστικά για χρήση από νέους, και η μοίρα των γέρων ήταν να δουλεύουν και να πάσχουν. Αυτή ήταν η πραγματική έννοια της αλληλεγγύης μεταξύ γενεών: συνίσταται σε ένα απλό και ξεκάθαρο ολοκαύτωμα κάθε γενιάς προς όφελος αυτής που καλείται να την αντικαταστήσει, βάναυσο ολοκαύτωμα, παρατεταμένο, που δεν συνοδεύεται από καμία παρηγοριά, καμία ανακούφιση, καμία αποζημίωση, ούτε υλική ούτε συναισθηματική.
Είχα προδώσει. Είχα εγκαταλείψει τη γυναίκα μου όταν έμεινε έγκυος, είχα αρνηθεί να ενδιαφερθώ για τον γιο μου, είχα μείνει αδιάφορος μπροστά στο θάνατό του. Είχα αρνηθεί την αλυσίδα, είχα σπάσει τον αέναο κύκλο της αναπαραγωγής των βασάνων, και αυτή θα μπορούσε να ήταν η μόνη ευγενική χειρονομία, η μοναδική πράξη αυθεντικής εξέγερσης, την οποία θα μπορούσα να επικαλεστώ στο τέλος μιας μέτριας ζωής, παρά τον επιφανειακά καλλιτεχνικό της χαρακτήρα. Μάλιστα κοιμόμουν, αν και για λίγο καιρό, με μια κοπέλα που είχε την ηλικία που θα μπορούσε να είχε ο γιος μου. Σαν την αξιοθαύμαστη Ζαν Καλμάν, που για ένα διάστημα υπήρξε η μακροβιότερη γυναίκα στον κόσμο και τελικά πέθανε στα εκατόν είκοσι δύο, και η οποία, στις βλακώδεις ερωτήσεις των δημοσιογράφων: «Ελάτε, Ζαν, δεν πιστεύετε ότι θα ξαναδείτε την κόρη σας; Δεν πιστεύετε ότι υπάρχει κάτι μετά;» απαντούσε άκαμπτα, με μια εκπληκτική ευθύτητα: «Όχι. Τίποτα. Δεν υπάρχει τίποτα. Και δεν θα ξαναδώ την κόρη μου, γιατί η κόρη μου είναι νεκρή», συγκρατούσα ως το τέλος, τα λόγια της και τη στάση της απέναντι στην αλήθεια. Επιπλέον, είχα αποτίσει φόρο τιμής στη Ζαν Καλμάν στο παρελθόν, σε ένα σκετς που επικαλούνταν τη συγκλονιστική της μαρτυρία: «Είμαι εκατόν δέκα έξι ετών και δεν θέλω να πεθάνω.». κανείς δεν είχε καταλάβει εκείνη την εποχή ότι εφάρμοζα την ειρωνεία του σωσία. Μετάνιωνα με εκείνη την παρανόηση, μετάνιωνα κυρίως που δεν είχα επιμείνει περισσότερο, που δεν είχα τονίσει αρκετά ότι η μάχη της ήταν η μάχη της ανθρωπότητας ολόκληρης, ότι κατά βάθος ήταν η μόνη που άξιζε να δοθεί. Σίγουρα η Ζαν Καλμάν είχε πεθάνει, η Έστερ τελικά με εγκατέλειψε και η βιολογία, γενικότερα, είχε ξαναποκτήσει τα δικαιώματά της. Ωστόσο, αυτό γινόταν ερήμην μας, ερήμην μου, ερήμην της Ζαν, δεν είχαμε παραδοθεί, μέχρι το τέλος αρνηθήκαμε να συνεργαστούμε και να επικυρώσουμε ένα σύστημα που επινοήθηκε για να μας καταστρέψει.


Michel Houellebecq
Η Δυνατότητα Ενός Νησιού
Μετάφραση Λίνα Σιπητάνου
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας 2006

Δεν υπάρχουν σχόλια: