Αναφέρεται ένα τρομερό παιχνίδι αυτού
του είδους [του εξουσιαστή σαν επιζώντος]
που έκανε ο αυτοκράτορας Δομιτιανός.
Το γεύμα που σοφίστηκε και που ασφαλώς
δεν ξαναδόθηκε ποτέ με τον ίδιο τρόπο,
αποκαλύπτει ολότελα τη βαθύτερη φύση
του παρανοϊκού εξουσιαστή. Η αφήγηση
που βρίσκεται στον Cassius Dio είναι:
«Σε μια άλλη περίπτωση ο Δομιτιανός
περιποιήθηκε τους σπουδαιότερους από
τους συγκλητικούς και τους ιππείς με
τον ακόλουθο τρόπο: Διακόσμησε μι αίθουσα
όπου όλα, οροφή, τοίχοι και πάτωμα, ήταν
κατάμαυρα, κι ετοίμασε γυμνά ανάκλιντρα
στο ίδιο χρώμα, που ακουμπούσαν πάνω
στο ακάλυπτο πάτωμα. Τους φιλοξενουμένους
του τους κάλεσε νύχτα και χωρίς τους
ακολούθους τους. Δίπλα στον καθένα τους
στην αρχή διέταξε να βάλουν από ένα
δίσκο, που είχε το σχήμα ταφόπετρας, κι
έγραφε το όνομα του φιλοξενούμενου.
Μαζί της υπήρχε μια μικρή λάμπα, σαν
αυτές που κρέμονται στους τάφους.
Καλοφτιαγμένα, γυμνά αγόρια μπήκαν
ύστερα στην αίθουσα, κι αυτά βαμμένα
μαύρα, σα φαντάσματα. Εκτέλεσαν ένα
φρικιαστικό χορό γύρω από τους καλεσμένους
κι ύστερα τοποθετήθηκαν στα πόδια τους.
Ύστερα προσφέρθηκαν στους φιλοξενούμενους
τα φαγητά, που συνήθως προσφέρονται
θυσίες για τα πνεύματα των νεκρών, όλα
μαύρα και σε πιατέλες του ίδιου χρώματος.
Κάθε επισκέπτης άρχισε να τρέμει και
περίμενε πως την επόμενη στιγμή κάποιος
θα του έκοβε το λαιμό. Εκτός από τον
Δομιτιανό, όλοι είχαν βουβαθεί. Επικρατούσε
νεκρική σιγή, σαν να βρίσκονταν κιόλας
στο βασίλειο των νεκρών. Ο ίδιος ο
αυτοκράτορας έκανε μακρούς μονολόγους
πάνω στο θάνατο και τη σφαγή. Τέλος τους
άφησε να φύγουν. Όμως είχε πρώτα
απομακρύνει τους σκλάβους τους που τους
περίμεναν στον προθάλαμο. Πρόσφερε
στους επισκέπτες του άλλους σκλάβους,
που τους ήταν άγνωστοι, κι έβαλε να τους
πάνε στα σπίτια τους με αμάξια ή φορεία.
Μ’ αυτόν τον τρόπο τους γέμισε με ακόμα
μεγαλύτερο φόβο. Μόλις είχε φτάσει στο
σπίτι του κάθε καλεσμένος, κι είχε
αρχίσει να παίρνει ανάσα, αναγγελλόταν
ένας απεσταλμένος του αυτοκράτορα.
Ενώ τώρα καθένας τους ήταν σίγουρος πως
είχε έρθει η τελευταία του ώρα, κάποιος
του έφερνε την πλάκα, που ήταν από ασήμι.
Άλλοι έρχονταν με διάφορα αντικείμενα,
ανάμεσά τους οι πιατέλες από πολύτιμο
υλικό, που τους είχαν βάλει μπροστά τους
στο γεύμα. Τέλος σε κάθε καλεσμένο
παρουσιάστηκε και το αγόρι, που τον είχε
περιποιηθεί σα να ήταν το ιδιαίτερό
του πνεύμα, αλλά τώρα πλυμένο και
στολισμένο. Αφού πέρασαν όλη τη νύχτα
σε θανάσιμο φόβο, τώρα δέχονταν τα δώρα».
Αυτό λοιπόν ήταν το «νεκρικό γεύμα» του
Δομιτιανού, όπως το ονόμασε ο λαός.
Ο αδιάκοπος τρόμος στον οποίο κρατούσε
τους καλεσμένους του, τους είχε κάνει
να βουβαθούν. Μόνον εκείνος μιλούσε και
μιλούσε για θάνατο και για θανάτωση.
Έτσι ήταν σαν εκείνοι να ήταν νεκροί
και μόνον αυτός ζωντανός. Σ’ εκείνο το
γεύμα είχε συγκεντρωμένα όλα του τα
θύματα, γιατί σαν τέτοια θα πρέπει να
αισθάνονταν. Μεταμφιεσμένος σε
οικοδεσπότη, αλλά στην πραγματικότητα
σαν επιζών, μιλούσε στα θύματά του τα
μεταμφιεσμένα σε καλεσμένους. Όμως η
κατάσταση του επιζώντος δεν ήταν μόνο
συσσωρευτική, αλλά και είχε ενταθεί με
ραφινάτο τρόπο. Εκείνοι είναι βέβαια
σαν νεκροί, αυτός όμως μπορεί παρ’ όλα
αυτά και να τους σκοτώσει στ’ αλήθεια.
Έτσι έχει δημιουργηθεί η πραγματική
διαδικασία της επιβίωσης. Όταν ο
αυτοκράτορας αφήνει τους καλεσμένους
του να φύγουν, τους δίνει χάρη. Τους
κάνει ξανά να τρέμουν, μια και τους
παραδίνει σε ξένους σκλάβους. Φτάνουν
στα σπίτια τους: τους ξαναστέλνει
αγγελιοφόρους θανάτου. Αυτοί τους
φέρνουν δώρα και μαζί το μεγαλύτερο
δώρο, τη ζωή τους. Έχει τη δύναμη, σα να
λέμε, να τους πηγαίνει από τη ζωή στο
θάνατο κι ύστερα να τους ξαναφέρνει από
το θάνατο στη ζωή. Διασκεδάζει πολλές
φορές μ’ αυτό το παιχνίδι. Του δίνει
την μεγαλύτερη αίσθηση της εξουσίας,
κανείς δεν θα μπορούσε να επινοήσει
μεγαλύτερη.
Elias Canetti
Μάζα και Εξουσία
Μετάφραση Αγγελική
Βερυκοκάκη – Αρτέμη
Εκδόσεις Ηριδανός 1980
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου