.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΒΕΝΤΑΝΤΑ – RENE QUENON



Καθώς είπομεν και προηγουμένως, με την Βεντάντα εισαγώμεθα εις την καθαυτό μεταφυσικήν. Επομένως είναι περιττόν να επαναλάβωμεν ότι η Βεντάντα δεν είναι ούτε φιλοσοφία ούτε θρησκεία, αν και οι ανατολισταί θέλουν, πιέζοντες τον εαυτόν των και τα πράγματα να βλέπουν εις αυτήν την μίαν ή την άλλην, ή καθώς τον Σοπενχάουερ και την μίαν και την άλλην. Το όνομα της τελευταίας ταύτης δαρσάνα ετυμολογικώς εξεταζόμενον σημαίνει τέλος της Βέδα, της λέξεως τέλος νοουμένης ενταύθα υπό διπλήν έννοιαν δηλαδή και ως κατάληξις και ως σκοπός. Πράγματι, αι Ουπανισάδ, επί των οποίων ουσιαστικώς βασίζεται, αποτελούν το τελευταίον μέρος των βεδικών κειμένων. Πράγματι, το δι’ αυτών διδασκόμενον, εν τω μέτρω καθ’ ο τούτο είναι δυνατόν, είναι ο έσχατος και ο υπέρτατος σκοπός ολοκλήρου της εκ παραδόσεως διδασκαλίας, η οποία άγει προς την γνώσιν εξ όλων των κατά το μάλλον ή ήττον μερικευμένων εντός της σχετικότητος εφαρμογών τας οποίας αποκαλύπτει αύτη εντός των διαφόρων τάξεων. Η φύσις μάλιστα των Ουπανισάδ δεικνύει ότι αύται έχουν προορισμόν να εξαφανίσουν την άγνοιαν, την ρίζαν ταύτην της πλάνης, εξ αιτίας της οποίας το ον εγκλείεται εντός των δεσμών της υπό περιορισμούς διατελούσης υπάρξεως, συμβάλουσαι εις τούτο με το να παρέχουν τα μέσα να πλησιάσωμεν εις την γνώσιν του Βράχμα. Εάν λέγωμεν, μόνον να πλησιάσωμεν την γνώσιν ταύτην, τούτο συμβαίνει διότι η ουσία αυτής ουδόλως είναι δυνατόν να μεταδοθή δια λόγων και κατά συνέπειαν δεν είναι δυνατόν να γίνη ενεργώς εφικτή, ειμή μόνον δια μιας αυστηρώς προσωπικής εργασίας, η οποία δι’ ουδεμιάς εξωτερικής διδασκαλίας είναι δυνατόν να υποκατασταθή όσον υψηλή και βαθεία και αν είναι αύτη. Η ερμηνεία την οποίαν δίδομεν ενταύθα είναι εκείνη την οποίαν παραδέχονται όλοι οι έχοντες έγκυρον επ’ αυτών των θεμάτων γνώμην ινδουισταί. Θα ήτο πράγματι αστείον εάν θα επροτιμούσαμεν την στερουμένην αυθεντίας εικασίαν μερικών ευρωπαίων συγγραφέων, οι οποίοι νομίζουν κατάν την οποίαν η γνώσις την οποίαν περιέχουν αι Ουπανισάδ αποκτάται όταν τις καθίση παρα πόδας διδασκάλου. Εξ άλλου και ο Μαξ Μύλλερ, παρ’ όλον ότι παραδέχεται την τελευταίαν ταύτην εκδοχήν, αναγκάζεται να αναγνωρίση ότι αύτη ουδέν το ιδιαίτερον χαρακτηριστικόν εκφράζει και ότι θα είχε εφαρμογήν και δι’ οιονδήποτε άλλο μέρος της Βέδα εφ’ όσον η προφορική διδασκαλία είναι ο συνήθης τρόπος της κανονικής μεταδόσεως της διδασκαλίας.
Το χαρακτηριστικόν του μη ανακοινωτού της ολοκληρωτικής και πλήρους γνώσεως προέρχεται εκ του αφάτου του μεταφυσικού στοιχείου, το οποίον ενέχει αύτη καθώς και εκ του ότι δια να είναι πράγματι η γνώσις αύτη εκείνη η οποία πρέπει να είναι, δεν πρέπει να εντοπίζεται μόνον εις μίαν απλήν θεωρίαν, αλλά να συνεπάγεται και την εντός αυτής υπάρχουσαν αντίστοιχον πραγμάτωσιν. Αυτός είναι ο λόγος δια τον οποίον λέγομεν ότι η διδασκαλία αύτη δεν είναι διδακτή ειμή μόνον μέχρις ενός ορίου και συγχρόνως βλέπομεν ότι ο περιορισμός ούτος ισχύει και εις την αμοιβαίαν σχέσιν θεωρίας και πράξεως και όταν ακόμη προκειμένης της τελευταίας ορθούνται προ αυτής κυριολεκτικώς ανυπέρβλητα εμπόδια. Πράγματι, εις οιοσδήποτε συμβολισμός δύναται να διεγείρη δυνατότητας τουλάχιστον συλλήψεως, έστω και εάν αύται δεν είναι δυνατόν να εκφρασθούν δια λόγων εξ ολοκλήρου, χωρίς να γίνη λόγος περί μερικών τρόπων μεταδόσεως καθ’ ους αύτη πραγματούται εκτός και πέραν πάσης εμμόρφου αναπαραστάσεως, τρόπων των οποίων και η ιδέα ακόμη θα εφαίνετο υπερβαλλόντως αναληθής εις ένα Δυτικόν, καθισταμένης ούτω εντελώς ανωφελούς, αν μη αδυνάτου της επεξηγήσεως την οποίαν θα ήτο δυνατόν να δώσωμεν επ’ αυτού του πράγματος. Είναι αφ’ ετέρου αληθές ότι η κατανόησις, έστω και θεωρητικώς συντελουμένη, αρχής γινομένης εκ των πλέον στοιχειωδών αυτής βαθμών, απαραιτήτως προϋποθέτει προσωπικήν προσπάθειαν διότι εξαρτάται εκ των ιδιαιτέρων δεκτικών ικανοτήτων εκείνου προς τον οποίον ανακοινούται μια διδασκαλία. Είναι δε καταφανές ότι εις διδάσκαλος όσον διακεκριμένος και αν είναι, δεν θα γίνη κατανοητός από τον μαθητή του καθ’ όσον εξαρτάται αποκλειστικώς από τον τελευταίον η αφομοίωσις της διδασκαλίας η οποία προσφέρεται εις αυτόν. Εάν ούτω έχουν τα πράγματα, τούτο συμβαίνει διότι πάσα αληθής και καλώς αφομοιωμένη γνώσις, αυτή καθ’ εαυτήν, δεν αποτελεί ενεργόν πραγμάτωσιν αλλά κατά μέγιστον όριον δυνητικήν πραγμάτωσιν, εάν θα ήτο δυνατόν δια της φράσεως ταύτης να ενώσωμεν τας δύο ταύτας λέξεις, αι οποίαι ενταύθα αντιφάσκουν αλλά μόνον φαινομενικώς. Εάν δεν συνέβαινε τοιούτον τι, δεν θα ήτο δυνατόν, συμφωνούντες με τον Αριστοτέλην, να είπωμεν ότι εν ον είναι παν το υπ’ αυτού γνωριζόμενον. Πάντως ο καθαρώς προσωπικός χαρακτήρ, τον οποίον έχει πάσα πραγμάτωσις εξηγείται δια της επομένης απλουστάτης παρατηρήσεως, η οποία από απόψεως διατυπώσεως φαίνεται ίσως απλοϊκή, αλλά επέχει θέσιν αξιώματος. Κατ’ αυτήν εκείνο το οποίον είναι εν ον δεν είναι δυνατόν να είναι άλλο τι εκτός από εκείνο το οποίον είναι αποκλειστικώς αυτό και μόνον αυτό. Εάν ευρισκώμεθα εις την ανάγκην να εκθέσωμεν τόσον αυταποδείκτους αληθείας, τούτο συμβαίνει διότι αυταί ακριβώς είναι αι συχνότερον λησμονούμεναι και διότι εξ άλλου έχουν και άλλας συνεπείας, των οποίων και την ύπαρξιν ακόμη δεν είναι δυνατόν να παραδεχθούν πνεύματα επιπόλαια ή έχοντα πάθει ψύχωσιν με την ανάλυσιν. Το έστω και ατελώς ακόμη διδακτόν είναι μόνον τα μέσα, τα κατά το μάλλον ή ήττον έμμεσα και υποβοηθητικά της μεταφυσικής πραγματώσεως, καθώς έχομεν είπει το τοιούτον εις το περί της Γιόγκα κεφάλαιον. Το πρώτον δε μάλιστα εξ όλων αυτών των μέσων, το πλέον απαραίτητον, και μάλιστα το μόνον το οποίον είναι απολύτως απαραίτητον, είναι αυτή αύτη η εκ θεωρίας γνώσις. Πρέπει όμως να προσθέσωμεν ότι κατά την ολοκλήρωσιν της μεταφυσικής η θεωρία και η πραγμάτωσις ποτέ δεν χωρίζονται εντελώς. Το πράγμα τούτο είναι δυνατόν να διαπιστωθή εις εκάστην γραμμήν των Ουπανισάδ εις τας οποίας συχνάκις είναι πολύ δύσκολον να διακρίνωμεν το αντιστοίχως με την μίαν ή το με την άλλην σχετιζόμενον, και εις τας οποίας πράγματι τα αυτά πράγματα ανάγονται και εις την μίαν και εις την άλλην, ανάλογα με τον τρόπον με τον οποίον τα αντιμετωπίζομεν. Εις μίαν πλήρη από μεταφυσικής απόψεως διδασκαλίαν, η άποψις της πραγματώσεως επιδρά επί της εκθέσεως της θεωρίας, η οποία, υπονοουμένως τουλάχιστον, αποβλέπει προς αυτήν και από την οποίαν ποτέ δεν είναι δυνατόν να είναι ανεξάρτητος. Η θεωρία ως μη έχουσα εντός εαυτής άλλην αξίαν πλην της εις την προπαρασκευήν συμβολής αυτής, πρέπει να υπόκειται εις την πραγμάτωσιν καθώς το μέσον υπόκειται εις τον σκοπόν χάριν του οποίου υφίσταται.
Όλαι αι ανωτέρω θεωρήσεις είναι αναγκαίαι δια την κατανόησιν της απόψεως της Βεντάντα ή μάλλον του πνεύματος αυτής διότι η μεταφυσική άποψις επειδή ουδόλως είναι δυνατόν να είναι μερικευμένη, δεν είναι δυνατόν να έχη και όνομα, ειμή μόνον υπό εντελώς συμβατικήν έννοιαν. Εξ άλλου αι θεωρήσεις αύται εφαρμόζονται κατά τον αυτόν τρόπον και εις πάσαν άλλην μορφήν με την οποίαν δύναται να παρουσιασθή εις άλλους πολιτισμούς η εκ παραδόσεως μεταφυσική, καθ’ όσον αύτη, δια τους λόγους τους οποίους εξεθέσαμεν εν συντομία, είναι μια εν τη ουσία της και δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει άλλως. Δεν ενδείκνυται να είπωμεν περισσότερα από όσα πρέπει επί του ότι αι Ουπανισάδ, αι οποίαι αποτελούν μέρος της Βέδα, το οποίον την ολοκληρώνει, εκπροσωπούν ενταύθα την πρωταρχικήν βασικήν παράδοσιν. Η Βεντάντα επειδή εκδήλως πηγάζει από αυτάς έχει διατυπωθή συνθετικώς (χωρίς δια τούτου να εννοώμεν και ότι έγινε σύστημα) εις τας Βράχμα-σούτρας των οποίων η συγγραφή αποδίδεται εις τον Βαδαραγιαννα, ο οποίος ταυτίζεται με τον Βυάσα, πράγμα το οποίον έχει μεγάλην σημασίαν δι’ εκείνον ο οποίος γνωρίζει το πνευματικόν λειτούργημα το οποίον συμβολίζει το όνομα τούτο. Αι Βράχμα-σούτρας, των οποίων το κείμενον είναι πολύ περιληπτικόν έγιναν αφορμή πολλών σχολίων εκ των οποίων τα του Σανκαρασάγυα και τα του Ραμανούγυα παρουσιάζουν εξαιρετικόν ενδιαφέρον. Και τα δύο ταύτα σχόλια είναι αυστηρών ορθόδοξα παρά τας φαινομενικάς διαφοράς τας οποίας παρουσιάζουν μεταξύ των, αι οποίαι κατά βάθος είναι διαφοραί σχετιζόμεναι με τον τρόπον κατά τον οποίον έκαστον εξ αυτών αναπτύσσει την διδασκαλίαν. Τα σχόλια του Σανκαρασάργυα εκπροσωπούν ειδικώτερον την τάσιν Σαΐβα και τα του Ραμανούγυα την τάσιν Βαϊσνάβα. Εκείνα τα οποία είπομεν περί αυτών με γενικάς γραμμάς, μας απαλλάσσουν από το να είπωμεν και πάλιν εις τι συνίσταται η διαφορά αύτη, η οποία ανάγεται εις διαφοράν οδεύσεων, αι οποίαι όμως άγουν εις το αυτό τέρμα.
Η Βεντάντα ακριβώς επειδή είναι καθαρώς μεταφυσική, ουσιαστικώς παρουσιάζεται ως αδβαϊταβάδα ή διδασκαλία του μη δυαδισμού. Εις τα προηγούμενα έχομεν εξηγήσει την έννοιαν της λέξεως ταύτης ότε εξεθέσαμεν την διαφοράν της μεταφυσικής σκέψεως από την φιλοσοφικήν. Δια να εκθέσωμεν όσον είναι δυνατόν εν συντομία την έκτασιν αυτής θα είπωμεν ήδη ότι ενώ το Ον είναι εν η υπερτάτη Αρχή η λεγομένη Βράχμαα δύναται να ονομασθή το άνευ διττότητος διότι ως ευρισκόμενον πέραν παντός προσδιορισμού, και αυτού ακόμη του Όντος το οποίον είναι το πρώτον εξ όλων των προσδιοριστών, δεν είναι δυνατόν να χαρακτηρισθή δι’ ουδενός θετικού κατηγορήματος διότι αυτό απαιτεί η απειρότης αυτού, η οποία κατ’ ανάγκην είναι η απόλυτος ολότης η φέρουσα εντός εαυτής όλας τας δυνατότητας. Επομένως δεν είναι δυνατόν να υπάρξη τι, το οποίον να ευρίσκεται εμπραγμάτως εκτός του Βράχμαα διότι μια τοιαύτη υπόθεσις ισοδυναμεί με περιορισμόν αυτού. Ως άμεσος συνέπεια τούτου προκύπτει ότι ο κόσμος, της λέξεως ταύτης νοουμένης υπό την πλέον ευρείαν έννοιαν την οποίαν επιδέχεται, ήτοι την του συνόλου της παγκοσμίας εκδηλώσεως, δεν είναι διακεκριμένος από τον Βράχμαα έστω και φαινομενικώς, έστω και εξ αιτίας σαφούς πλάνης. Από της άλλης όμως πλευράς, ο Βράχμαα είναι απολύτως διακεκριμένος από τον κόσμον διότι δεν είναι δυνατόν να δοθή εις αυτον ουδέν εκ των προσδιοριστικών κατηγορημάτων τα οποία αρμόζουν εις τον κόσμον, καθ’ όσον ολόκληρος η παγκοσμία εκδήλωσις είναι κυριολεκτικώς μηδενική, εις το όμμα της απεραντωσύνης αυτού. Εξ αυτού παρατηρούμεν ότη η μη αμοιβαιότης της σχέσεως ταύτης συνεπάγεται την αυστηράν κατάκρισιν του πανθεϊσμού καθώς και του οιασδήποτε μορφής υπαρξισμού. Εξ άλλου ο πανθεϊσμός όσον και αν προσπαθήσωμεν να αντιληφθώμεν την λέξιν ταύτην υπό έννοιαν επαρκώς καθορισμένην και ορθήν, είναι αχώριστος από την φυσιοκρατίαν, πράγμα το οποίον είναι ίδιον ως να λέγωμεν ότι είναι εξ ολοκλήρου αντιμεταφυσικός. Επομένως είναι ανοησία το να θέλωμεν να βλέπωμεν πανθεϊσμόν εις την Βεντάντα. Παρ’ όλον όμως τούτο, η γνώμη αύτη όσον εσφαλμένη και αν είναι, είναι εκείνη την οποίαν σχηματίζουν ως επί το πλείστον οι Δυτικοί, ακόμη δε και οι νομίζοντες ότι έχουν ειδικότητα επ’ αυτών των πραγμάτων. Τούτο ασφαλώς αποτελεί την εφεύρεσιν η οποία επενοήθη δια να δώση εις τους Ανατολικούς, οι οποίοι γνωρίζουν τι είναι πραγματικώς ο πανθεϊσμός μίαν σαφή ιδέαν περί της αξίας της ευρωπαϊκής επιστήμης και περί της διανοητικότητος των εκπροσώπων αυτής.
Είναι προφανές ότι δεν δυνάμεθα να δώσωμεν ούτε αμυδράν εικόνα του συνόλου της διδασκαλίας. Μερικά εκ των ζητημάτων τα οποία απλώς και μόνο εθίξαμεν ενταύθα, ως παραδείγματος χάριν το της συστάσεως του ανθρωπίνου όντος υπό την μεταφυσικήν αυτού άποψιν, είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενον ιδιαιτέρων μελετών. Θα σταματήσωμεν μόνον επί ενός σημείου, το οποίον αφορά τον ύψιστον σκοπόν, το οποίον λέγεται μόξα ή μούκτι δηλαδή απολύτρωσις, διότι το ον το οποίον έφθασεν εις τον σκοπόν τούτον έχει απελευθερωθή από τα δεσμά της υπό συνθήκας τελούσης υπάρξεως, εις οιανδήποτε κατάστασιν και υπό οιανδήποτε μορφήν και αν ευρίσκεται, δια του πλήρους ταυτισμού του με το Παγκόσμιον. Τούτο αποτελεί την πραγμάτωσιν εκείνου το οποίον ο μουσουλμανικός εσωτερισμός αποκαλεί υπερτάτην ταυτοποίησιν και αυτό είναι το μόνον δια του οποίου γίνεταί τις Γιόγκι υπό την πραγματικήν σημασίαν της λέξεως ταύτης. Επομένως η κατάστασις του Γιόγκι δεν είναι ανάλογος προς ιδιαιτέραν τινά κατάστασιν αλλά περιέχει όλας τας καταστάσεις αι οποίαι είναι δυνατόν να υπάρξουν καθώς και η αρχή περιέχει όλα τα επακόλουθα αυτής. Εκείνος ο οποίος έφθασεν εις την κατάστασιν ταύτην λέγεται και τζιβάν-μούκτα, δηλαδή απολυτρωμένος κατά τον βίον κατ’ αντιδιαστολήν προς τον βιδέχα-μούκτα ή απολυτρωμένον εντός της μορφής, της εκφράσεως ταύτης δηλούσης το ον δια το οποίον η πραγμάτωσις δεν συντελείται ή μάλλον δεν γίνεται ενεργός εκ της δυνητικότητος εις την οποίαν ευρίσκετο ειμή μόνον μετά τον θάνατον ή την διάλυσιν του ανθρώπου εις τα εξ ων συνετέθη. Εξ άλλου τόσον εις την μίαν περίπτωσιν όσο και εις την άλλην το ον είναι οριστικώς απελευθερωμένον από τας καθοριζούσας την ατομικότητα συνθήκας, καθώς και από όλας εκείνας των οποίων το σύνολον λέγεται νάμα και ρούπα δηλαδή όνομα και μορφή, ακόμη δε και από τας συνθήκας πάσης εκδηλώσεως και διέφυγεν από την επ’ άπειρον εκτεινομένην άλυσσον της αιτιότητος, η οποία υφίσταται μεταξύ δράσεως και αντιδράσεως, πράγμα το οποίον δεν συμβαίνει κατά την απλήν μετάβασιν εις άλλην ατομικήν κατάστασιν, έστω και εάν αύτη κατέχη θέσιν υπερτέραν απ’την του κοινού ανθρώπου εντός της κλημακουμένης ιεραρχείας της υπάρξεως. Είναι αφ’ ετέρου έκδηλον ότι η πράξις δεν είναι δυνατόν να έχη συνεπείας εκτός της ιδικής της περιοχής και ότι η αποτελεσματικότης αυτής σταματά ακριβώς εις το σημείον εις το οποίον παύει η δράσις αυτής. Επομένως η πράξις δεν είναι δυνατόν να έχη ως αποτέλεσμα την απελευθέρωσιν εκ της πράξεως και την επίτευξιν της απολυτρώσεως. Επίσης μια πράξις, οιαδήποτε και αν είναι αύτη, κατ’ ανώτατον όριον δύναται να οδηγήση μόνον εις επί μέρους πραγματώσεις αντιστοιχούσας εις μερικάς ανωτέρας καταστάσεις υποκειμένας όμως ακόμη εις περιορισμούς και συνθήκας. Ο Σανκαρασάργυα εκδήλως λέγει ότι δεν υπάρχει έτερον μέσον δια την επίτευξιν της πλήρους και τελείας απελευθερώσεως πλην της γνώσεως. Η πράξις επειδή δεν αντίκειται εις την άγνοιαν δεν είναι δυνατόν να την εξαλείψη, ενώ η γνώσις την διαλύει καθώς το φως διαλύει τα σκότη. Όταν όμως εξαφανισθή η άγνοια, η οποία είναι η ρίζα και η αιτία του περιορισμού, εξαφανίζεται και η ατομικότης της οποίας χαρακτηριστικόν είναι οι περιορισμοί τους οποίους δημιουργεί και επιβάλλει η ιδία, η μεταμόρφωσις αύτη, από την ετυμολογικήν έννοιαν της λέξες, ήτοι την της μεταβιβάσεως εις το πέραν της μορφής. Ουδόλως μεταβάλλει εκείνο το οποίον φαίνεται. Εις την περίπτωσιν του τζιβόν-μούκτα η εξαφάνισις της ατομικότητος, καθώς είναι φυσικόν, συντελείται άνευ εξωτερικής τινός μεταβολής του ανθρώπου αλλά δεν επηρεάζει πλέον το ον, το οποίον εξωτερικώς μόνον έχει ατομικότητα, αφ’ ης θα γνωρίση ενεργώς ότι αύτη είναι τι το απατηλόν. Καθώς όμως είναι ευνόητον, η ενεργός γνώσις του πράγματος τούτου είναι τι το εντελώς διάφορον από μιαν απλήν θεωρητικήν σύλληψιν. Εν συνεχεία της μεταστάσεως, την οποίαν αναφέραμεν ανωτέρω, ο Σανκαρασάργυα περιγράφει την κατάστασιν του Γιόγκι εντός του πολύ στενού πλαισίου εις το οποίον αι λέξεις δύνανται να εκφράσουν ή μάλλον να αφήσουν να υπονοηθή αύτη. Αι θεωρήσεις αύται αποτελούν το θετικόν συμπέρασμα το οποίον εξάγεται εκ της μελέτης της φύσεως του ανθρωπίνου όντος περί της οποίας εκάμαμεν ακροθιγώς λόγον, όταν ελέγομεν ότι το υπέρτατον και έσχατον τέρμα της μεταφυσικής γνώσεως είναι αι ύψιστοι δυνατότητες εις τας οποίας το ον τούτο δύναται να φθάση.


RENE GUENON
ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΕΙΣ ΤΑΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ
ΙΝΔΟΥΙΣΤΙΚΑΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΣΦΙΓΓΟΣ – ΠΕΤΡΟΣ ΓΡΑΒΙΓΓΕΡ 1968
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΜΕΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια: