.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Ποιος Είμαι Αλήθεια; - Σοφία Ζ. Άντζακα



Η εσωτερικά στραμμένη ζωή ξεκινά, ανάμεσα σε άλλα, και από το νευραλγικό ερώτημα «Ποιος είμαι στην πραγματικότητα;» Και ο άνθρωπος που το διατυπώνει βρίσκεται μπροστά σ’ ένα μεγάλο μυστήριο. Απάντηση δεν μπορεί να δώσει, για τον απλό λόγο ότι δεν ξέρει ποιος είναι. Κι ωστόσο, ως τη στιγμή που «κάτι» τον αναγκάζει να υποβάλει αυτό το ερώτημα στον εαυτό του, είχε την εντύπωση ότι ήξερε ποιος ήταν.
Ώστε, λοιπόν, αναρωτιέται με έκπληξη τώρα, ποιος ζούσε μέσα μου όλα αυτά τα χρόνια, ποιος πονούσε, ποιος χαιρόταν, ποιος σκεπτόταν, ποιος είχε έλξεις και απώσεις;
Για άλλη μια φορά βρίσκεται μπροστά στο κενό. Το μυστήριο πυκνώνει. Μα είναι δυνατό να μην ξέρει ποιος είναι; Κι όμως τα γεγονότα αυτό μαρτυρούν. Για μια στιγμή, επιχειρεί να πειστεί ότι είναι ο πόνος, η χαρά του, η σκέψη του, οι έλξεις του οι απώσεις του. Αλλά σύντομα βλέπει που οδηγήθηκε. Στη ροή. Όλα αυτά είναι φευγαλέα, ζουν για λίγο και ύστερα χάνονται μέσα στη λήθη. Γι’ αυτό βρίσκει αστεία τη σκέψη ότι θα μπορούσε να είναι μια «ιδέα» ή ένα συναίσθημα, πολύ περισσότερο επειδή ταυτόχρονα διαπιστώνει ότι, μολονότι δεν ξέρει ποιος είναι, ωστόσο, τώρα που αρχίζει να ενδιαφέρεται για το θέμα, έχει την εντύπωση ή την άμεση αίσθηση μιας μόνιμης παρουσίας μέσα του, που μπροστά της ξετυλίγεται η ταινία των σκέψεων, συναισθημάτων, αισθήσεων και τα λοιπά.
Προσπαθεί να δει το σχήμα και τη μορφή αυτής της παρουσίας και βρίσκεται μπροστά σε τρίτο αδιέξοδο. Του είναι αδύνατο να διακρίνει μορφή και σχήμα. Πανικοβάλλεται. Είναι δυνατό να είναι άμορφος; Αν δεν έχει μορφή είναι σαν να μην υπάρχει. Μέχρι τώρα, είχε συνηθίσει να αντιλαμβάνεται τη μέσα ζωή σαν μορφή. Οι ιδέες του είχαν μορφή, τα συναισθήματά του το ίδιο, ακόμα και οι αισθήσεις του.

Εδώ ίσως να κοντοσταθεί για να βεβαιωθεί αν οι αισθήσεις έχουν πραγματικά μορφή και σχήμα. Για πρώτη φορά διαπιστώνει ότι δεν έχουν. Νιώθει έκπληξη. Την έκπληξη την ακολουθεί ένα είδος ανακούφισης. Ώστε, λοιπόν, μπορεί κανείς να ζει άνετα με άμορφες καταστάσεις. Μόνο που θα ήθελε τόσο να μπορούσε να «δει» ποιος είναι.
Τελικά συμβιβάζεται με την πραγματικότητα της άμεσης αίσθησης ενός παράγοντα μέσα του που δεν είναι ούτε οι σκέψεις, ούτε τα συναισθήματα ούτε οι αισθήσεις του. Ωστόσο, η ακαθοριστία της όλης υπόθεσης τον ενοχλεί. Φαντάζεται να τον ρωτούν: «Ποιος είσαι πραγματικά, πέρα από τις σκέψεις σου, τα συναισθήματά σου και το σώμα σου;» κι αυτός να μην μπορεί να δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση. Τι να τους πει; «Ξέρετε είμαι μια άμορφη και ακαθόριστη αίσθηση παρουσίας μέσα μου;» Είναι αδιανόητο. Αυτά είναι για εσωτερική κατανάλωση.
Του περνάει η σκέψη να πάει ένα βήμα πιο πίσω μέσα του μήπως και βρει κάποιον ή κάτι άλλο που να μπορέσει να «δει» αυτή την παρουσία ή τουλάχιστον να νιώσει.
Ενοχλείται ιδιαίτερα από το γεγονός ότι δεν μπορεί να της αποδώσει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Κάνει ένα βήμα πιο πίσω αλλά διαπιστώνει ότι το βήμα έγινε ακριβώς από τον παράγοντα που τον έχει τόσο προβληματίσει.
Η προσπάθεια τον κούρασε. Καταπιάστηκε με τις συνηθισμένες ασχολίες του και το βράδυ ένιωσε την ανάγκη να ξαναγυρίσει στο ίδιο θέμα. Τότε αναρωτήθηκε που ήταν αυτή η παρουσία όλες αυτές τις ώρες. Την είχε νιώσει καθόλου; Με έκπληξη διαπίστωσε ότι δεν την είχε νιώσει. Ήταν απούσα από τη ζωή του.
Τον κατέλαβε κάτι σαν πανικός. Δηλαδή αυτό σήμαινε ότι «δεν υπήρχε» πάντα. Όλες τις ώρες, όλες τις μέρες, όλες τις στιγμές της ζωής του. Μια αίσθηση συνέπειας και ειλικρίνειας τον ανάγκασε να ομολογήσει την ωμή αλήθεια. Ναι, το γεγονός ήταν ότι η «παρουσία» δεν ήταν πάντα παρούσα μέσα του. Τη θέση της την έπαιρναν διάφορες σκέψεις, συναισθήματα και αισθήσεις που δρούσαν στην απουσία της.
«Μα τι έκανα και την έχασα;» αναρωτήθηκε. «Ίσως να μην έκανα τίποτα για να την κρατήσω», κατέληξε. «Την άφησα να πέσει σε ύπνο θανάτου. Νομίζω ότι από τη στιγμή που έκανα αυτές τις συνειδητοποιήσεις, η ευθύνη της αφύπνισής της πέφτει επάνω μου».
Μένει σκεφτικός για λίγο κι ύστερα φωτίζεται το βλέμμα του, καθώς περνάει από το νου του η Ευαγγελική ρήση: «Γρηγορείτε». Τη βρίσκει πολύ σχετική. Η μια σκέψη φέρνει την άλλη επάνω στην οθόνη, ενώ η παρουσία είναι τώρα αφυπνισμένη, δίνοντάς του την αίσθηση ότι υπάρχει, όχι σαν σκέψη, σαν συναίσθημα, σαν σώμα, αλλά σαν υπόσταση πέρα απ’ όλ’ αυτά.
Και αυτή η υπόσταση, η άπιαστη, η άμορφη, η ακαθόριστη, είναι αυτός ο ίδιος, αυτός κι όχι άλλος, κάτι το μοναδικό κι ανεπανάληπτο.
Τελικά, ο άνθρωπός μας φωτίζεται: «Μα αυτό είμαι ΕΓΩ», αναφωνεί. «Και αυτό το Εγώ δεν είναι πάντα παρόν. Συχνά πέφτει στον θάνατο, στην ανυπαρξία. Μα είναι φοβερό να μην υπάρχει ο άνθρωπος σαν Εγώ ενώ υπάρχουν πλήθος σκέψεις, συναισθήματα και αισθήσεις. Αυτά τα τρία τα έχουν και τα ζώα, απ’ ό,τι ξέρω, αν και σε περιορισμένη κλίμακα. Εκείνο που δεν έχουν, πάλι απ’ ό,τι ξέρω, είναι το ΕΓΩ».
Αυτές οι διαπιστώσεις προκαλούν κάτι σαν σεισμική δόνηση μέσα του. Όχι για τίποτα άλλο, αλλά επειδή έχει τώρα διαπιστώσει ποιο είναι το καθαρά ανθρώπινο στοιχείο, εκείνο που δεν ανήκε ούτε στο ζωικό, ούτε στο πλανητικό βασίλειο. Ένα ΕΓΩ, που το νιώθει μάλιστα κανείς σαν μοναδικό κι ανεπανάληπτο, ανήκει αποκλειστικά σε ένα ανθρώπινο ον και σε κανένα άλλο.
Τότε, αρχίζει να καταλαβαίνει γιατί δεν θα μπορούσε να κάνει καμμιά έρευνα είτε των επάνω είτε των κάτω κόσμων μέσα του αν πρώτα δεν αφύπνιζε, μόνιμα και σταθερά, το Εγώ. Διαφορετικά, ποιος θα έκανε την έρευνα; Η σκέψη, το συναίσθημα ή το σώμα; Όλη η μέχρι τότε ζωή του, του φαίνεται άσκοπη. Νιώθει ότι δεν είναι τίποτα άλλο από ένα πλοίο χωρίς κυβερνήτη, αλλά με ναύτες και λοστρόμους που δεν ξέρουν την τέχνη του πλοηγού. Τη μια στιγμή παίρνει το τιμόνι ο ένας ναύτης, την άλλη ο άλλος κι ο καθένας τους δίνει στο πλοίο τη ρότα που του υπαγορεύει η διάθεση της στιγμής.


Σοφία Ζ. Άντζακα
Η Θέση του Εγώ στην Κλίμακα της Δημιουργίας
Εκδόσεις Σπαγειρία 1991

Δεν υπάρχουν σχόλια: