Η απλότητα των αρχικών διηγήσεων των
μη ανεπτυγμένων λαϊκών μυθολογιών
βρίσκεται σε αντίθεση προς τους βαθιά
αλληγορικούς μύθους του κοσμογονικού
κύκλου. Διακρίνεται καθαρά σε αυτές η
όχι και ιδιαίτερα επίμονη προσπάθεια
εμβάθυνσης στα μυστήρια που βρίσκονται
πίσω από τα πέπλα του χώρου και του
χρόνου. Μέσα από τον αδιαφανή τοίχο του
άχρονου εισέρχεται και αποκαλύπτεται
μια σκιώδης δημιουργική φιγούρα, η οποία
σχηματοποιεί τον κόσμο των μορφών. Η
εποχή της μοιάζει με όνειρο στη διάρκεια,
τη ρευστότητα και την περιβάλλουσα
δύναμή της. Η γη δεν έχει ακόμη
στερεοποιηθεί. Πρέπει να γίνουν και
άλλα πολλά για να μπορέσει να κατοικηθεί
από τους μελλοντικούς ανθρώπους.
Οι Μαυροπόδαροι Ινδιάνοι στη Μοντάνα
διηγούνται πως ο Γέροντας ταξίδευε
παντού. Δημιουργούσε ανθρώπους και
ρύθμιζε καταστάσεις.
«Ήρθε από το νοτιά και καθώς τραβούσε
προς το βορρά έφτιαχνε ζώα και πουλιά.
Αρχικά δημιουργούσε διάφορα πράγματα,
ποτάμια εδώ κι εκεί, με καταρράκτες,
χρωμάτιζε που και που το έδαφος κόκκινο
– δηλαδή έφτιαχνε τον κόσμο έτσι όπως
τον γνωρίζουμε σήμερα. Έφτιαξε το
Γαλακτερό Ποταμό (τον Τέτον) και
διασχίζοντάς τον κουράσθηκε, γι’ αυτό
ανέβηκε σε ένα λόφο και ξάπλωσε να
αναπαυθεί. Καθώς βρισκόταν ξαπλωμένος
ανάσκελα στο έδαφος και με ανοιχτά τα
χέρια, σημείωσε με πέτρες το σχήμα του
σώματος, του κεφαλιού, των ποδιών, των
χεριών και όλων των μερών του. Αφού
ξεκουράστηκε, συνέχισε το δρόμο του στα
βορεινά. Ξαφνικά σκόνταψε σε ένα λοφίσκο
και έπεσε στα γόνατα. Τότε είπε: “Δεν
είναι σωστό να σκοντάφτουν οι άλλοι
πάνω σου”. Έτσι έστησε εκεί δύο μεγάλους
κορμούς που τους ονόμασε Γόνατα – έτσι
λέγονται ακόμη και σήμερα. Συνέχισε το
ταξίδι του και πιο πέρα, με μερικούς
βράχους που είχε κουβαλήσει μαζί του,
έχτισε του Λόφους της Όμορφης Χλόης...
»Μια μέρα ο Γέροντας αποφάσισε πως θα
έπρεπε να δημιουργήσει μια γυναίκα και
ένα παιδί. Τους έφτιαξε και τους δύο από
πηλό – τη γυναίκα και το παιδί της.
Έπλασε πρώτα τον πηλό και αφού του έδωσε
ανθρώπινη μορφή, είπε: “Πρέπει να γίνετε
άνθρωποι”. Μετά τον σκέπασε, τον άφησε
και έφυγε. Το άλλο πρωί επέστεψε, έβγαλε
το σκέπασμα και είδε πως τα πήλινα
σχήματα είχαν αλλάξει κάπως. Το δεύτερο
πρωινό είχαν αλλάξει περισσότερο και
το τρίτο ακόμη πιο πολύ. Το τέταρτο
πρωινό έβγαλε το σκέπασμα, κοίταξε τις
μορφές και τους ζήτησε να σηκωθούν και
να περπατήσουν έτσι και έκαναν. Προχώρησαν
μέχρι το ποτάμι μαζί με το Δημιουργό
τους και εκείνος τότε τους είπε πως
ονομαζόταν Νάπι, ο Γέροντας.
»Καθώς στέκονταν στην όχθη, η γυναίκα
μίλησε. “Και τι θα γίνει; Θα ζούμε αιώνια;
Δε θα τελειώσουν όλα κάποτε;” Ο Γέροντας
απάντησε: “Αυτό ούτε που το σκέφτηκα.
Πρέπει να αποφασίσουμε. Θα πάρω αυτό το
κόκκαλο από βίσωνα και θα το ρίξω στο
ποτάμι. Αν επιπλεύσει, οι άνθρωποι θα
ξανάρχονται στη ζωή τέσσερις μέρες μετά
το θάνατό τους. Θα πεθαίνουν μόνο για
τέσσερις μέρες. Αν όμως το κόκκαλο
βυθιστεί, το τέλος τους θα είναι οριστικό”.
Πέταξε το κόκκαλο στο ποτάμι και αυτό
επέπλευσε. Τότε η γυναίκα έσκυψε, πήρε
μια πέτρα και είπε: “Όχι! Θα πετάξω αυτή
την πέτρα στο ποτάμι. Αν επιπλεύσει, θα
ζούμε αιώνια, αν όμως βυθιστεί, οι
άνθρωποι θα πρέπει να πεθαίνουν, γιατί
αλλιώς θα μεταφέρουν αιώνια τις λύπες
τους ο ένας για τον άλλο”. Η γυναίκα
έριξε την πέτρα στο νερό και αυτή
βυθίστηκε. “Ορίστε, διάλεξες. Η ζωή τους
θα έχει τέλος”, δήλωσε ο Γέροντας».
Η κατανομή του κόσμου, η δημιουργία του
ανθρώπου, και η απόφαση σχετικά με το
θάνατο είναι τυπικά θέματα των μύθων
του πρωταρχικού δημιουργού. Είναι όμως
αρκετά δύσκολο να ξέρουμε πόσο σοβαρά
ή με ποια έννοια γίνονταν πιστευτές
αυτές οι ιστορίες. Ο μυθολογικός τύπος
χρησιμοποιεί μάλλον την έμμεση παρά
την άμεση αναφορά, είναι σαν ο Γέροντας
να έχει πράξει και έτσι και αλλιώς.
Πολλές από τις διηγήσεις που κατατάσσονται
στην κατηγορία εκείνων που αναφέρονται
στην καταγωγή του ανθρώπινου γένους
και του κόσμου, μοιάζουν περισσότερο
με δημοφιλή παραμύθια παρά με βιβλία
γένεσης. Τέτοιες διασκεδαστικές
μυθοπλασίες είναι κοινές και στους
ανεπτυγμένους και στους πρωτόγονους
πολιτισμούς. Οι απλοϊκοί άνθρωποι μπορεί
να επεξεργαστούν τις προκύπτουσες
εικόνες με υπερβολική σοβαρότητα, αλλά
κύρια δεν μπορεί να ειπωθεί πως
αναπαριστούν κάποιο δόγμα ή τον τοπικό
«μύθο». Στους Μαορί, για παράδειγμα,
στους οποίους υπάρχει η ιστορία ενός
αυγού που ρίχθηκε από ένα πουλί στην
πρωταρχική θάλασσα. Το αυγό έσπασε και
ξεπήδησαν από μέσα του ένας άνδρας, μια
γυναίκα, ένα αγόρι, μια κοπέλα, ένα
γουρούνι, ένας σκύλος και ένα κανό.
Μπήκαν όλοι μαζί στο κανό και κατευθύνθηκαν
προς τη Νέα Ζηλανδία. Πρόκειται, όπως
φαίνεται, για μια παρωδία του κοσμικού
αυγού. Από την άλλη, οι Καμτσατκάν
διακηρύσσουν με κάθε σοβαρότητα, πως
αρχικά ο Θεός έμενε στον ουρανό, αλλά
μετά κατέβηκε στη γη. Καθώς περιφερόταν
με τα χιονοπάπουτσά του, το νέο έδαφος
δημιουργείτο κάτω από τα πόδια του σαν
λεπτός και εύκαμπτος πάγος. Από τότε,
όμως, η στεριά έγινε ανώμαλη. Υπάρχει
βέβαια και η διήγηση των Κιργκίτζ της
Κεντρικής Ασίας, σύμφωνα με την οποία,
όταν οι δύο πρώτοι άνθρωποι που φρόντιζαν
ένα μεγάλο βόδι, έμειναν για αρκετό
καιρό χωρίς νερό και κόντευαν να πεθάνουν
από τη δίψα, το ζώο έσκαψε το έδαφος με
τα μεγάλα του κέρατα και τους έφερε
νερό. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν
οι λίμνες της χώρας των Κιργκίτζ.
Στους μύθους και τις λαϊκές διηγήσεις
σαν υπόλογος για τις αρρώστιες και τις
δυσκολίες που υπάρχουν από αυτή την
πλευρά του πέπλου, εμφανίζεται αρκετά
συχνά μια κωμική μορφή, η οποία συνέχεια
δρα αντίθετα προς τον καλόγνωμο δημιουργό.
Οι Μελανήσιοι της Νέας Βρετανίας μιλούν
για ένα σκοτεινό πλάσμα, «αυτόν που
πρώτος υπήρχε εκεί», που ζωγράφισε στο
έδαφος δύο αρσενικές μορφές, γρατζούνισε
το δέρμα του και πιτσίλισε με το αίμα
του τις δύο φιγούρες. Έκοψε δύο μεγάλα
φύλλα και τις σκέπασε με αυτά. Ο Το
Καμπινάνα και ο Το Καρβούβου.
Ο Το Καμπινάνα ξεκίνησε μόνος του,
ανέβηκε σε ένα κοκοφοίνικα με λαμπερές
κιτρινωπές καρύδες, έκοψε δύο χωρίς να
έχουν ακόμη ωριμάσει και τις έριξε στο
έδαφος. Οι καρύδες έσπασαν και έγιναν
δύο όμορφες κοπέλες. Ο Το Καρβούβου
θαύμασε τις γυναίκες και ρώτησε τον
αδελφό του πως τα κατάφερε. «Ανέβα σε
έναν κοκοφοίνικα», τον συμβούλεψε ο Το
Καμπινάνα, «κόψε δύο άγουρους καρπούς
και ρίξε τους στο έδαφος». Το Το Καρβούβου,
όμως έριξε τους καρπούς ανάποδα, με την
κορυφή προς τα κάτω, και οι γυναίκες που
βγήκαν είχαν άσχημες πλακουτσωτές
μύτες.
Μια μέρα ο Το Καμπινάνα σκάλισε σε ξύλο
ένα ψάρι Θουμ και το έριξε στον ωκεανό
να κολυμπήσει και από εκείνη τη στιγμή
και μετά έγινε ένα ζωντανό ψάρι. Το ψάρι
Θουμ οδηγούσε στη στεριά τα ψάρια
Μαλιβάρα και έτσι ο Το Καμπινάνα απλά
τα μάζευε από την ακτή. Ο Το Καρβούβου
θαύμασε το ψάρι Θουμ και θέλησε να
φτιάξει και αυτός ένα. Αλλά μπερδεύτηκε
και δημιούργησε ένα σκυλόψαρο, το οποίο
αντί να οδηγεί τα ψάρια Μαλιβάρα στην
ακτή, τα έτρωγε. Πήγε τότε κλαίγοντας
στον αδελφό του και είπε: «Μακάρι να μην
είχα φτιάξει αυτό το ψάρι. Το μόνο που
κάνει είναι να τρώει όλα τα άλλα». «Τι
ψάρι είναι αυτό;» ρώτησε εκείνος.
«Σκυλόψαρο», απάντησε. «Πραγματικά
είσαι σιχαμερός», φώναξε ο αδελφός του.
«Τα κατάφερες έτσι ώστε οι θνητοί
απόγονοί μας να υποφέρουν. Το ψάρι σου
θα καταβροχθίζει όλα τα άλλα, μαζί και
ανθρώπους».
Πίσω από αυτή την ανοησία, μπορούμε να
δούμε πως η μια αιτία (το σκοτεινό πλάσμα
που κόβεται για να τρέξει αίμα) αποδίδει
στο κοσμικό πλαίσιο δυαδικά αποτελέσματα
– καλά και κακά. Όμως η ιστορία δεν είναι
τόσο απλή όσο φαίνεται. Επιπλέον, στην
παράξενη λογική του τελευταίου διαλόγου
υποδηλώνεται η μεταφυσική προΰπαρξη
του πλατωνικού αρχέτυπου του σκυλόψαρου.
Πρόκειται για μια θεώρηση που έχει
κληροδοτηθεί σε κάθε μύθο. Συμπαντικός,
επίσης, είναι ο τύπος του ανταγωνιστή,
του αντιπροσώπου του κακού, στο ρόλο
του γελωτοποιού. Οι διάβολοι – γλεντοκόποι,
κουφιοκέφαλοι, μα έξυπνοι και πονηροί
σύμβουλοι – πάντοτε είναι παλιάτσοι.
Μολονότι μπορεί να θριαμβεύουν στον
κόσμο του χώρου και του χρόνου, όταν η
προοπτική μετατίθεται στην υπέρβαση,
τότε οι ίδιοι και το έργο τους απλά
εξαφανίζονται. Είναι αυτοί που λαθεμένα
αντιλαμβάνονται τη σκιά για ουσία.
Συμβολίζουν τις αναπόφευκτες ατέλειες
του βασιλείου των σκιών και για όσο
χρόνο παραμένουμε σε αυτή την πλευρά
του πέπλου δεν είναι δυνατό να
παραγκωνιστούν.
Οι Μαύροι Τάταροι της Σιβηρίας λένε πως
όταν ο δημιουργός Παζιάνα σχεδίασε τα
πρώτα ανθρώπινα πλάσματα, κατάλαβε πως
δεν ήταν σε θέση να τους προσδώσει και
το ζωογόνο πνεύμα. Έπρεπε λοιπόν να
ανέβει στον ουρανό και να προμηθευτεί
ψυχές από τον Κουντάι, τον υπέρτατο Θεό.
Στο διάστημα της απουσίας του άφησε
έναν άτριχο σκύλο για να φυλάει τις
μορφές που είχε κατασκευάσει. Μόλις
έφυγε, κατέφθασε ο δαίμονας Έρλικ και
είπε στο σκύλο: «Δεν έχει καθόλου τρίχωμα.
Θα σου χαρίσω χρυσαφένιο αν μου δώσεις
αυτά τα άψυχα κορμιά». Ο σκύλος
ικανοποιήθηκε από την υπόσχεση του
Έρλικ και έδωσε στον πλανευτή τα κορμιά
που φύλαγε. Ο Έρλικ τα γέμισε με το σάλιο
του, μα μόλις αντικρυσε το θεό που
πλησίαζε το έσκασε. Ο Θεός είδε τι έγινε
και γύρισε τα κορμιά των ανθρώπων τα
μέσα έξω. Αυτός είναι και ο λόγος που
έχουμε σάλια και ακαθαρσίες στα σωθικά
μας.
Οι λαϊκές μυθολογίες συνεχίζουν την
ιστορία της δημιουργίας μόνον από τη
στιγμή που οι υπερβατικές εκπορεύσεις
διασπώνται σε χωροχρονικές μορφές.
Παρόλα αυτά, σε σχέση με τις εκτιμήσεις
των ανθρώπινων περιστάσεων, δε διαφέρουν
από τις μεγάλες μυθολογίες. Τα συμβολικά
πρόσωπά τους ανταποκρίνονται σε
σπουδαιότητα – συχνά μάλιστα και στη
συμπεριφορά και στην πράξη – σε αυτά
των ανώτερων εικονοπλασιών, και ο
θαυμαστός κόσμος στον οποίο κινούνται
είναι ακριβώς ο κόσμος των μεγαλύτερων
αποκαλύψεων: ο κόσμος και η περίοδος
ανάμεσα στο βαθύ ύπνο και την εγρήγορση,
η ζώνη όπου το Ένα διασπάται στα πολλά
και τα πολλά επανασυντίθενται στο Ένα.
JOSEPH CAMPBELL
Ο ΗΡΩΑΣ ΜΕ ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Ο Ρόλος του Ήρωα στην
Παγκόσμια Μυθολογία
Μετάφραση Θεόδωρος
Σιαφαρίκας
Εκδόσεις Ιάμβλιχος 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου