Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Ο αμαξάς τον άφησε στην πόρτα της βίλας
κι έφυγε βιαστικά. Ήθελε να τον ρωτήσει
αν μπορεί κάποιος ν’ αναλάβει το
καθάρισμα και να μαγειρεύει μια φορά
την ημέρα αλλά εκείνος έδειξε ότι
βιάζεται να φύγει. Ήταν μόνο τρία μίλια
απόσταση απ’ το χωριό. Μπορούσε να πάει
με τα πόδια και να ψάξει μόνος του την
άλλη μέρα. Η βίλα ήταν σ’ ένα δασάκι από
πεύκα με θέα τη λίμνη. Έμοιαζε ιδανική
γι’ αυτό που την ήθελε, δωμάτιο μελέτης
στο δεύτερο πάτωμα με γραφείο από ξύλο
βαλανιδιάς. Ήταν σίγουρος πως θα το
τέλειωνε το μυθιστόρημα που έγραφε. Τον
βασάνιζε το τέλος κι ήρθε εδώ πέρα για
να μείνει λίγο μόνος του. Αφού εξέτασε
τα δωμάτια στα γρήγορα κατηφόρισε σ’
ένα μονοπάτι ανάμεσα στα πεύκα και πήγε
στη λίμνη. 250 μέτρα απ’ την ακτή ήταν
ένα νησί με κλαίουσες ιτιές μισοβυθισμένες
στο νερό και πεύκα στην κορφή. Θυμήθηκε
τη «Νήσο των Νεκρών» του Ραχμάνινοφ…
ίσως να ‘ταν αυτό το στοιχείο που γύρευε.
Κόντευε έξι και ο ήλιος είχε ήδη κρυφτεί
πίσω απ’ τα βουνά που ορθώνονταν ολόγυρα
στη λίμνη. Έβγαλε τα ρούχα του υπακούοντας
σε μια ξαφνική του παρόρμηση. Έλεγε να
κολυμπήσει ως το νησί να ρίξει μια ματιά.
Τα πάνινα παπούτσια του τα ‘δεσε στη
μέση του. Μπήκε στο νερό που δεν ήταν
τόσο κρύο όσο νόμιζε. Η όχθη κατηφόριζε
απότομα και βρέθηκε στα βαθιά. Κολύμπησε
νιώθοντας μεγάλη άνεση κι ελευθερία
αλλά του φάνηκε πως έκανε πάρα πολύ για
να φτάσει στο νησί. Νάτο τώρα εκεί μπροστά
του καθώς σουρουπώνει όλο και πιο πολύ
ξαφνικά πηχτό σκοτάδι και κακό προαίσθημα.
Κι ένιωσε άκουσε κάποιον ήχο μια δόνηση
σαν το χτύπο του τούμπανου. Και τότε
σήκωσε τα μάτια του κι είδε μια ψηλή
σκελετωμένη μορφή να διαγράφεται στο
φόντο του σκοτεινού ουρανού. Τον κυρίεψε
αρρωστημένος τρόμος κι ένιωσε να
βυθίζεται κάτω βαθιά πιο κάτω να ρουφιέται
και να χάνεται μέσα σε μια ρουφήχτρα.
Όταν συνήλθε ήταν στη βίλα ξαπλωμένος
σ’ ένα κρεβάτι. Σκυμμένοι από πάνω του
ο αμαξάς κι ένας άλλος άντρας που δεν
τον είχε ξαναδεί. Ο άλλος άντρας που
ήταν ο γιατρός του χωριού του έκανε μια
ένεση και κοιμήθηκε βαθιά. Παραμιλούσε
ολόκληρη βδομάδα και παραλίγο να πεθάνει.
Αργότερα όπως λένε κάποιος εχθρός
μιμήθηκε το χτύπο των τούμπανων και
παραλίγο να τον τρελάνει τελείως. Το
βρήκε όμως το τούμπανο και μια νύχτα
που ήρθε στο σπίτι του αυτός ο άντρας ο
Ντάλφαρ κρύφτηκε στη σκιά και χτύπησε
το τούμπανο. Ο εχθρός μουρλάθηκε απ’
τον τρόμο και πήδηξε από ‘να βράχο στη
θάλασσα. Όποιος παίζει με το θάνατο
πρέπει να κρατάει το τούμπανο. ΘΑΝΑΤΕ,
ω ανόητε Στενογράφε, έλα κι ανάλαβε τώρα
εσύ.
Οι επονομαζόμενες αντιθέσεις μεταξύ
θρησκείας και επιστήμης είναι, ως επί
το πλείστον, αποτέλεσμα μιας αμοιβαίας
παρεξήγησης των αντίστοιχων ορίων και
της έκτασης της κάθε μιας. Όσον αφορά
την έκταση: η μια (η θρησκεία) ασχολείται
με το γιατί των πραγμάτων, η άλλη (η
επιστήμη) με το πως των πραγμάτων: η
πρώτη ασχολείται με μη-απτά πράγματα,
η δεύτερη με πράγματα που μπορούν να
μετρηθούν. Το ερώτημα των ορίων της κάθε
μιας είναι σημαντικό. Με μια πρώτη ματιά,
η σύλληψη μιας δημιουργίας ολοκληρωμένης
«εν αρχή», μοιάζει να αντιφάσκει με την
παρατηρούμενη καταγωγή των ειδών από
μια σταδιακή εξέλιξη. Αλλά το «εν αρχή»,
δεν σημαίνει μόνο «κατ’ αρχάς» (που
σχετίζεται με την έννοια του χρόνου),
αλλά επίσης και «κατ’ Αρχήν». Αναφέρονται
δηλαδή σε μια υπέρτατη πηγή η οποία
προηγείται των δευτερευουσών αιτιών
δημιουργίας, και δεν έχει καμιά σχέση
με τη διαδοχή του χρόνου η οποία είναι
επακόλουθο της υποτιθέμενης αρχής
λειτουργίας της δημιουργίας. Έτσι, όπως
λέει ο Δάντης, «ούτε πριν, ούτε μετά,
ήταν η κίνηση του Θεού στο πρόσωπο των
υδάτων». Και όπως αναφέρει ο Φίλων, «σε
αυτόν τον χρόνο, πραγματικά, όλα τα
πράγματα έλαβαν μέρος ταυτόχρονα… αλλά
η σειρά διαδοχής τους ήταν αναγκαστικά
γραμμένη στη Βίβλο λόγω της διαδοχικής
τους γένεσης (στο χρόνο)». Και ο Boehme
ακόμη, «ήταν μια αέναη αρχή».
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, «τα αιώνια
όντα δεν υπάρχουν στο χρόνο». Η ύπαρξη
του Θεού, κατά συνέπεια, είναι τώρα, το
αιώνιο τώρα που διαχωρίζει παρελθούσες
από μελλοντικές διάρκειες, αλλά αυτό
καθαυτό δεν έχει διάρκεια, οσοδήποτε
μικρή κι αν είναι αυτή. Ως εκ τούτου,
όπως λέει ο Meister Eckhart, «ο Θεός δημιουργεί
το σύμπαν τώρα, αυτή τη στιγμή». Μόλις
περάσει λίγος χρόνος, οσοδήποτε λίγος
κι αν είναι, το παν έχει αλλάξει. Τα πάντα
ρει, και «δεν μπορείς να μπεις δύο φορές
στον ίδιο ποταμό». Κατά τον Τζαλανουντίν
Ρουμί, «κάθε στιγμή πεθαίνετε και
επιστρέφετε. Ο Μωάμεθ έχει πει ότι τούτος
ο κόσμος δεν είναι παρά μια στιγμή...
κάθε στιγμή ο κόσμος ανανεώνεται, η ζωή
αενάως ξαναρχίζει, σαν το ρυάκι... η αρχή,
που είναι σκέψη, πραγματοποιείται στη
δράση. Ας γνωρίζετε ότι έτσι πλάστηκε
ο κόσμος στην αιωνιότητα».
Σε όλ’ αυτά δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο
ο φυσικός επιστήμονας να μπορεί να
αντιδράσει. Μπορεί βεβαίως να απαντήσει
πως το δικό του ενδιαφέρον περιορίζεται
στη λειτουργία των ενδιάμεσων αιτίων,
και ότι δεν επεκτείνεται στις ερωτήσεις
για την πρώτη αιτία, ή για το τι της ζωής.
Αυτό όμως είναι απλώς ένας ορισμός του
πεδίου που έχει διαλέξει να ασχοληθεί.
Το Εγώ είναι το μόνο περιεχόμενο του
Εαυτού που μπορεί να γνωσθεί αντικειμενικά,
και συνεπώς το μόνο που, στην πραγματικότητα,
θα επιθυμούσε να μελετήσει. Η ενασχόλησή
του όμως σχετίζεται μόνο με τη συμπεριφορά.
Η εμπειρική παρατήρηση γίνεται πάντοτε
πάνω σε πράγματα που μεταβάλλονται.
Αυτό σημαίνει, και εδώ συμφωνούν όλοι
οι φιλόσοφοι, ότι για τα ατομικά πράγματα
ή για τις τάξεις των ατομικών πραγμάτων
δεν μπορεί να ειπωθεί ότι είναι, αλλά
μόνον ότι γίνονται ή εξελίσσονται. Ο
φυσιολόγος, για παράδειγμα, ερευνά το
σώμα, και ο ψυχολόγος την ψυχή ή την
ατομικότητα. Ο τελευταίος γνωρίζει
τέλεια, ότι η συνεχής ύπαρξη των
ατομικοτήτων είναι μόνο μια προϋπόθεση
μελέτης του, βολική μεν και ακόμη
απαραίτητη για πρακτικούς σκοπούς, αλλά
νοητικά αβάσιμη. Και σε αυτό το σημείο
βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τους
Βουδιστές, που ακούραστα επιμένουν ότι
σώμα και ψυχή – που είναι σύνθετα και
μεταβλητά, και συνεπώς πλήρως θνητά –
«δεν είναι ο Εαυτός μου», δεν είναι η
Πραγματικότητα που πρέπει να γνωσθεί
αν θέλουμε να «γίνουμε ό,τι είμαστε».
Παρομοίως ο Άγιος Αυγουστίνος υποδεικνύει
ότι αυτοί που αντιλήφθηκαν ότι σώμα και
ψυχή είναι μεταβλητά, έχουν επιζητήσει
το αμετάβλητο, και έτσι βρήκαν το Θεό –
εκείνο το Ένα, για το οποίο οι Ουπανισάδες
διακηρύσσουν ότι «Αυτό είσαι εσύ». Η
θεολογία συνεπώς, σε συμφωνία με την
οντολογία, προσπερνώντας όλα όσα είναι
συναισθηματικά, ασχολείται με αυτό που
δεν κινείται – «αλλαγή και σήψη βλέπω
παντού γύρω μου, ω Συ που δεν μεταβάλλεσαι».
Θεωρεί εκείνο που βρίσκεται στο αιώνιο
τώρα, το οποίο διαχωρίζει πάντοτε το
παρελθόν από το μέλλον και χωρίς το
οποίο αυτό το ζεύγος των όρων δεν θα
είχε κανένα νόημα, ακριβώς όπως ο χώρος
δεν θα είχε κανένα νόημα χωρίς το σημείο
που διακρίνει το εδώ από το εκεί. Στιγμή
χωρίς διάρκεια, σημείο χωρίς έκταση,
αυτό είναι το Χρυσό Μέσο και ο ασύλληπτος
Στενός Δρόμος που οδηγεί έξω από τον
χρόνο, στην αιωνιότητα, και τον θάνατο
στην αθανασία.
Η εμπειρία μας για τη «ζωή» είναι
εξελικτική: τι εξελίσσεται; Η εξέλιξη
είναι μετενσάρκωση, ο θάνατος του ενός
είναι η αναγέννηση του άλλου σε στιγμιαία
συνέχεια. Ποιος μετενσαρκώνεται; Η
μεταφυσική μας προϊδεάζει να πούμε,
αντί για το cogito ergo sum (σκέπτομαι άρα
υπάρχω) του Ντεκάρτ, cogito ergo est (σκέπτομαι
άρα είμαι). Και στην ερώτηση ποιος είναι,
απαντά ότι αυτή είναι μια ακατάλληλη
ερώτηση, γιατί το θέμα δεν είναι το κάτι
μεταξύ άλλων, αλλά ουσιαστικά το τι
είναι και το τι δεν είναι μεταξύ όλων
αυτών. Η μετενσάρκωση – όπως νοείται
με την τρέχουσα έννοια, υπονοώντας
δηλαδή την επιστροφή των ατομικών ψυχών
σε άλλα σώματα εδώ στη γη, δεν είναι η
ορθόδοξη Ινδική διδασκαλία, αλλά μόνο
μια λαϊκή δοξασία. Όπως σημειώνει επί
παραδείγματος ο B. C. Law, «είναι αυτονόητο
ότι ο σκεπτόμενος Βουδιστής απορρίπτει
την ιδέα του περάσματος κάποιου ατομικού
«εγώ» από ένα σώμα σ’ ένα άλλο». Και
εμείς συμπαρατασσόμαστε με τον Σρι
Σανκαρατσάρυα, όταν λέει πως «αληθώς
δεν υπάρχει άλλος μέτοικος εκτός από
τον Κύριο». Αυτός λοιπόν που είναι και
τα δύο, δηλαδή υπερβατικά ο εαυτός του
και ταυτόχρονα ο έμφυτος εαυτός όλων
των όντων, αλλά ποτέ ο ίδιος δεν γίνεται
οποιοσδήποτε. Σχετικά με αυτό θα
μπορούσαμε να παραθέσουμε διάφορα
αποσπάσματα από τις Ουπανισάδες και
τις Βέδες που να το προσδίδουν άφθονο
κύρος. Εάν σε αυτές τώρα, βρίσκουμε τον
Κρίσνα να λέει στον Αρτζούνα, και τον
Βούδα στους μαθητές του, ότι «μακρύς
είναι ο δρόμος που έχουμε διανύσει, και
πολλές οι γεννήσεις που εσείς κι εγώ
έχουμε γνωρίσει», αυτό δεν αναφέρεται
στην πολλαπλότητα των υπάρξεων, αλλά
στον Κοινό Εσωτερικό Άνθρωπο που υπάρχει
μέσα στον καθένα μας, και που στους
περισσότερους ανθρώπους έχει λησμονήσει
τον εαυτό του, αλλά στους επαναφυπνισμένους
έχει φθάσει στο τέρμα του δρόμου και
έχοντας καθαρίσει απ’ όλα τα γίγνεσθαι
δεν είναι μια προσωπικότητα στον χρόνο,
δεν είναι ο οποιοσδήποτε, δεν είναι
κάποιος με κοινό όνομα.
Ο Κύριος είναι ο μόνος μέτοικος. Αυτό
είσαι εσύ – ο Άνθρωπος μέσα στον καθένα
μας. Έτσι όπως λέει ο William Blake:
Ο άνθρωπος κοιτάει έξω, στο δέντρο, στο
φυτό, στο ψάρι, στο θηρίο, συλλέγοντας
τα διασκορπισμένα μέλη του αιώνιου
σώματός του...
Οπουδήποτε φυτρώνει γρασίδι ή
μπουμπουκιάζει ένα φύλλο, οράται ο
Αιώνιος Άνθρωπος, ακροάται, αισθάνεται
όλες του τις λύπες μέχρι να επανακτήσει
την αρχαία του ευλογία.
Σε κάθε γεννημένο είδος, Μεγάλε Κύριε!
Αυτή τη μέρα κέρδισα την απελευθέρωσή
μου.
ή ο Οβίδιος:
Το πνεύμα περιπλανάται, πότε ‘δω πότε
‘κει, και καταλαμβάνει οποιαδήποτε
μορφή επιθυμεί. Από τα κτήνη περνά στα
ανθρώπινα σώματα και από τα σώματα μας
στα κτήνη, αλλά ποτέ δεν εκμηδενίζεται
ή ο Taliesin:
Άλλαξα πολλές φορεσιές προτού αφυπνισθώ...
ήμουν ο ήρωας σε μάχες... είμαι γέρος.
Είμαι νέος...
ή ο Εμπεδοκλής:
Πριν από τώρα, είχα γεννηθεί νέος και
νέα, θάμνος και πουλί, κι ένα βουβό ψάρι
που πηδούσε έξω απ’ το νερό
ή ο Ταλαλουντίν Ρουμί:
Αυτός ήρθε πρώτα από το ανόργανο βασίλειο,
πολλά χρόνια πριν περιπλανήθηκε στη
φυτική κατάσταση, πέρασε στην κατάσταση
του ζώου, και από ‘κει στην ανθρωπότητα,
απ’ όπου και πάλι πρέπει να γίνει μια
καινούργια μετοίκηση.
ή η Αϊταρέγια Αρανιάκα:
Αυτός που γνωρίζει τον Εαυτό του όλο
και πιο καθαρά, όλο και περισσότερο
εκδηλώνεται πλήρως. Σε οτιδήποτε υπάρχει,
φυτά και δέντρα και ζώα, όλο και περισσότερο
γνωρίζει τον Εαυτό του πλήρως εκδηλωμένο.
Γιατί στα φυτά και στα δέντρα είναι
ορατό το πλάσμα μόνο, ενώ στα ζώα η
διάνοια. Σε αυτά ο Εαυτός γίνεται
περισσότερο εμφανής. Γιατί αυτός είναι
περισσότερο προικισμένος με Πρόνοια,
αυτός λέει ό,τι έχει γνωρίσει, αυτός
βλέπει ό,τι έχει γνωρίσει, γνωρίζει το
αύριο, γνωρίζει τι είναι και τι δεν είναι
εγκόσμιο, και δια μέσου του θνητού
επιζητά το αθάνατο. Αλλά όσον αφορά τα
άλλα, τα ζώα, η πείνα και η δίψα είναι ο
βαθμός της διάκρισής τους.
ή συνοπτικά στα λόγια του Αττάρ:
Προσκυνητής, Προσκύνημα και Οδός, δεν
ήταν παρά ο Εαυτός μου προς τον Εαυτό
μου.
Αυτή είναι η παραδοσιακή διδασκαλία
της μετοίκησης και εξέλιξης της «αενάου
παραγωγικής Φύσεως», και όχι η λαϊκή
και ανιμιστική δοξασία της μετενσάρκωσης.
Είναι μια διδασκαλία που με κανέναν
τρόπο δεν αντιτίθεται ή αποκλείει την
πραγματικότητα της εξελικτικής
επεξεργασίας, όπως αυτή εξετάζεται από
τον σύγχρονο φυσιοδίφη. Αντιθέτως
μάλιστα, αυτό ακριβώς είναι το συμπέρασμα
στο οποίο οδηγείται και ο Erwin Schrodinger από
την έρευνά του πάνω στην κληρονομικότητα,
που περιέχεται στο βιβλίο του Τι είναι
η Ζωή. Εκεί, στο τελευταίο κεφάλαιο που
τιτλοφορείται «Ντετερμινισμός και
ελεύθερη βούληση», καταλήγει ότι «το
μόνο δυνατό συμπέρασμα είναι ότι Εγώ,
στην πλατύτερη έννοια του όρου –
εννοώντας κάθε συνειδητό ον που έχει
ποτέ πει ή αισθανθεί Εγώ – είναι το
πρόσωπο, εάν φυσικά υπάρχει κανείς, που
ελέγχει την “κίνηση των ατόμων” σύμφωνα
με τους Νόμους της Φύσης... Η συνείδηση
είναι ένας ενικός του οποίου ο πληθυντικός
είναι άγνωστος».
Ο Schrodinger λέγοντας αυτά διατελούσε εν
πλήρη γνώσει του γεγονότος ότι αυτή η
θέση εκφράζεται, και μάλιστα σαφέστερα
και ευκρινέστερα, στις Ουπανισάδες, σε
μορφές λόγου σαν κι αυτή: «Αυτό είσαι
εσύ... έξω από το Οποίο δεν υπάρχει άλλος
σοφός ακροατής, ή στοχαστής, ή άλλο
αίτιο».
Αναφέρθηκα στον Schrodinger, όχι γιατί πιστεύω
ότι η αλήθεια των παραδοσιακών διδασκαλιών
μπορεί να αποδειχθεί με εργαστηριακές
μεθόδους, αλλά γιατί παρουσιάζει πολύ
καθαρό το κύριο σημείο του θέματός μας,
που είναι ότι δεν υπάρχουν καθόλου
αναγκαίες αντιθέσεις μεταξύ επιστήμης
και θρησκείας, παρά μόνο μια πιθανότητα
σύγχυσης όσον αφορά τα αντίστοιχα πεδία
τους. Και γιατί καταδεικνύει επίσης το
γεγονός ότι για τον ολοκληρωμένο άνθρωπο,
στον οποίον η ένωση του εγώ με τον Εαυτό
έχει συντελεσθεί, δεν υπάρχει αξεπέραστο
φράγμα μεταξύ των πεδίων της επιστήμης
και της θρησκείας. Ο φυσικός επιστήμονας
και ο μεταφυσικός – ένας άνθρωπος μπορεί
να να είναι και τα δύο – δεν είναι καθόλου
απαραίτητο να εγκαταλείψουν ούτε ο ένας
την επιστημονική αντικειμενικότητα,
ούτε ο άλλος τις αρχές της μεταφυσικής.
Κατεβαίνω τη σιδερένια σκάλα που έχει
στερεωθεί στο τοίχωμα του πηγαδιού και
βυθίζομαι στο σκοτάδι του. Βρίσκω
ψαχουλευτά το ρόπαλο που αφήνω πάντα
όρθιο, στηριγμένο στον τοίχο – το ρόπαλο
που σχεδόν ασυναίσθητα πήρα μαζί μου
απ’ το σπίτι όπου είχε ακολουθήσει τον
άνθρωπο με τη θήκη της κιθάρας. Η επαφή
του πολυχρησιμοποιημένου παλιού ρόπαλου
μες στο σκοτάδι στον πάτο του πηγαδιού
με γεμίζει με μια περίεργη αίσθηση
ηρεμίας. Επίσης, με βοηθάει να συγκεντρωθώ.
Όταν βρίσκω το ρόπαλο, το πιάνω γερά από
τη λαβή, σαν παίκτης του μπέιζμπολ που
παίρνει θέση στη βαλβίδα, διαβεβαιώνοντας
τον εαυτό μου ότι αυτό είναι το δικό μου
ρόπαλο. Μετά απ’ αυτό συνεχίζω προσπαθώντας
να διαπιστώσω αν κάτι έχει αλλά ξει εδώ
κάτω στο σκοτάδι, όπου δεν υπάρχει τίποτα
να δεις. Ακούω προσεκτικά μήπως το αυτί
μου πιάσει κάτι καινούργιο. «Παίρνω
μια βαθιά ανάσα. Ξύνω το έδαφος με τη
σόλα του παπουτσιού μου. Ελέγχω τη
σκληρότητα του τοιχώματος χτυπώντας
το ελαφρά με την άκρη του ρόπαλου. Αυτές
οι κινήσεις αποτελούν ένα τελετουργικό
σχεδιασμένο για να με ηρεμεί. Ο πάτος
του πηγαδιού είναι σαν τον πάτο της
θάλασσας. Τα πράγματα εδώ κάτω μένουν
ακίνητα, κρατώντας την αρχική τους
μορφή, σαν να βρίσκονται κάτω από τεράστια
πίεση, αναλλοίωτα μέρα με τη μέρα.
Μια στρογγυλή φέτα φως πλέει κάπου ψηλά:
ο βραδινός ουρανός. Κοιτάζοντάς τον
σκέφτομαι το βραδινό κόσμο του Οκτωβρίου,
όπου οι «άνθρωποι» πρέπει να ζουν τη
ζωή τους. Κάτω απ’ το χλομό φθινοπωρινό
φως πρέπει να διασχίζουν τους δρόμους,
να πηγαίνουν στα μαγαζιά για ψώνια, να
μαγειρεύουν στις κουζίνες, να μπαίνουν
σε τρένα και σε μετρό. Και σκέφτονται –
αν σκέφτονται δηλαδή – ότι όλ’ αυτά τα
πράγματα είναι τόσο προφανή, που δεν
αξίζει να τα σκέφτεται κανείς, όπως
ακριβώς έκανα (ή δεν έκανα) κι εγώ. Αυτοί
είναι γενικά και αόριστα οι «άνθρωποι»,
και ήμουν κι εγώ κάποτε ανώνυμος ανάμεσά
τους. Αποδεχόμενοι κι αποδεκτοί, ζουν
ο ένας με τον άλλον κάτω απ’ αυτό το
φως, κι όσο τους λούζει αυτό το φως, για
πάντα ή για μια στιγμή, πρέπει να υπάρχει
μια κάποια εγγύτητα μεταξύ τους. Εγώ
πάντως δεν είμαι πια ένας απ’ αυτούς.
Εκείνοι είναι εκεί πάνω, στην επιφάνεια
της γης. Εγώ είμαι εδώ κάτω, στον πάτο
ενός πηγαδιού. Εκείνοι έχουν στην κατοχή
τους το φως, ενώ εγώ έχω αρχίσει να το
χάνω. Μερικές φορές νιώθω ότι μπορεί να
μην ξαναβρώ ποτέ το δρόμο που οδηγεί σ’
αυτό τον κόσμο, ότι μπορεί να μην καταφέρω
ποτέ να νιώσω τη γαλήνη να με περιβάλλει
αυτό το φως, ότι μπορεί να μην καταφέρω
ποτέ να κρατήσω το μαλακό κορμί του
γάτου στα χέρια μου. Και τότε νιώθω ένα
μουντό πόνο στο στήθος, σαν κάτι εκεί
μέσα μου να συνθλίβεται και να πεθαίνει.
Αλλά καθώς σκάβω το μαλακό χώμα στον
πάτο του πηγαδιού με τη λαστιχένια σόλα
του αθλητικού μου παπουτσιού, οι σκηνές
απ’ την επιφάνεια της γης αδυνατίζουν
και γίνονται όλο και πιο μακρινές. Η
αίσθηση της πραγματικότητας υποχωρεί
λίγο λίγο και στη θέση της με τυλίγει η
εγγύτητα του πηγαδιού. Εδώ κάτω το πηγάδι
είναι ζεστό και σιωπηλό κι η απαλότητα
του χώματος χαϊδεύει το δέρμα μου. Ο
πόνος μέσα μου γίνεται πιο αμυδρός, σαν
κυματάκια στο νερό που απομακρύνονται.
Ο χώρος με δέχεται και τον δέχομαι κι
εγώ. Κρατάω το ρόπαλο πιο σφιχτά. Κλείνω
τα μάτια μου, ύστερα τα ξανανοίγω και
στρέφω το βλέμμα μου προς τα πάνω. Τραβάω
το σκοινί για να κλείσω το καπάκι του
πηγαδιού, χρησιμοποιώντας ένα σύστημα
με τροχαλίες που εφεύρε για χάρη μου ο
νεαρός Κάρι. Το σκοτάδι είναι τώρα
απόλυτο. Το στόμιο του πηγαδιού είναι
κλειστό και το φως έχει χαθεί εντελώς.
Δεν μπορεί να ακουστεί ούτε καν η πνοή
του αέρα. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στους
«ανθρώπους» και σε μένα είναι τώρα
απόλυτος. Δεν έχω μαζί μου ούτε καν φακό.
Αυτό είναι κάτι σαν ομολογία πίστης.
Θέλω να «τους» δείξω ότι προσπαθώ να
δεχτώ το σκοτάδι στην ολότητά του.
Κάθομαι κατάχαμα, στηρίζω την πλάτη μου
στον τσιμεντένιο τοίχο, κρατάω το ρόπαλο
ανάμεσα στα γόνατά μου και κλείνω τα
μάτια ακούγοντας τον ήχο της καρδιάς
μου. Φυσικά δεν υπάρχει κανένας λόγος
να κλείσω τα μάτια εδώ κάτω στο σκοτάδι,
αλλά παρ’ όλ’ αυτά τα κλείνω. Το κλείσιμο
των ματιών έχει τη δική του σημασία,
είτε έχεις σκοτάδι γύρω σου είτε όχι.
Παίρνω αρκετές βαθιές ανάσες, επιτρέποντας
στο σώμα μου να συνηθίσει το βαθύ,
σκοτεινό, κυλινδρικό χώρο. Η μυρωδιά
είναι η ίδια όπως πάντα, η αίσθηση του
αέρα στο δέρμα μου είναι κι εκείνη ίδια.
Το πηγάδι είχε για ένα διάστημα μπαζωθεί,
αλλά ο αέρας εδώ, κατά περίεργο τρόπο,
παραμένει ο ίδιος με πριν. Με την ελαφριά
μυρωδιά μούχλας και τη ελαφριά υγρασία,
ο αέρας μυρίζει ακριβώς όπως μύριζε
όταν πρωτοκατέβηκα εδώ. Εδώ κάτω δεν
υπάρχουν εποχές. Δεν υπάρχει καν χρόνος.
Πάντα φοράω τα παλιά αθλητικά μου
παπούτσια και το πλαστικό μου ρολόι,
εκείνο που φορούσα την πρώτη φορά που
κατέβηκα στο πηγάδι. Όπως και το ρόπαλο,
με ηρεμούν. Μες στο σκοτάδι ελέγχω για
να βεβαιωθώ ότι αυτά τα αντικείμενα
είναι σε στενή επαφή με το σώμα μου.
Ελέγχω για να βεβαιωθώ ότι δεν έχω
διαχωριστεί απ’ τον εαυτό μου: ανοίγω
τα μάτια μου κι ύστερα από λίγο τα
ξανακλείνω. Αυτό για να εξισορροπήσω
την πίεση του σκοταδιού μέσα μου μ’
εκείνη του σκοταδιού γύρω μου. Ο χρόνος
περνάει. Σύντομα, όπως πάντα, χάνω την
ικανότητα να διακρίνω τα δύο είδη
σκοταδιού. Δεν μπορώ πια να διακρίνω
αν τα μάτια μου είναι ανοιχτά ή κλειστά.
Το σημάδι στο μάγουλό μου αρχίζει να
ανεβάζει θερμοκρασία. Ξέρω ότι στην
περίπτωση αυτή το χρώμα του γίνεται
σχεδόν μωβ.
Σ’ αυτά τα δύο σκοτάδια, που μπλέκονται
όλο και περισσότερο, συγκεντρώνω τη
σκέψη μου στο σημάδι και σκέφτομαι το
δωμάτιο. Προσπαθώ να διαχωριστώ απ’
τον εαυτό μου, όπως ακριβώς κάνω όταν
είμαι με τις γυναίκες. Προσπαθώ να βγω
απ’ αυτό το αδέξιο σαρκίο που κάθεται
κουλουριασμένο εδώ κάτω στο σκοτάδι.
Τώρα δεν είμαι παρά ένα ακατοίκητο
σπίτι, ένα εγκαταλειμμένο πηγάδι.
Προσπαθώ να βγω έξω, ν’ αλλάξω όχημα,
να πηδήξω απ’ τη μια πραγματικότητα
στην άλλη, η οποία κινείται με διαφορετική
ταχύτητα, κι όλη αυτή την ώρα κρατάω
γερά το ρόπαλο.
Τώρα ένας μοναδικός τοίχος είναι το
μόνο που με χωρίζει απ’ το παράξενο
δωμάτιο. Θα ‘πρεπε να μπορώ να το κάνω
με τις δικές μου δυνάμεις και με τις
δυνάμεις του απόλυτου σκοταδιού εδώ
μέσα.
Αν κρατήσω την ανάσα μου και συγκεντρωθώ,
μπορώ να δω τι υπάρχει μες στο δωμάτιο.
Εγώ ο ίδιος δεν είμαι εκεί, αλλά κοιτάζω
σαν να είμαι. Σουίτα 208 του ξενοδοχείου.
Βαριές κουρτίνες καλύπτουν το παράθυρο.
Το σκοτάδι είναι πυκνό. Σ’ ένα βάζο
υπάρχει μια τεράστια ανθοδέσμη κι ο
αέρας είναι βαρύς απ’ τη χαρακτηριστική
μυρωδιά των λουλουδιών. Ένα μεγάλο
φωτιστικό δαπέδου στέκεται δίπλα στην
είσοδο, αλλά η λάμπα είναι λευκή και
νεκρή σαν το πρωινό φεγγάρι. Κι όμως,
αν κοιτάξω αρκετά επίμονα, μετά από λίγη
ώρα μπορώ να ξεχωρίσω τα σχήματα των
πραγμάτων μέσα στην αμυδρή ανταύγεια
που καταφέρνει να περάσει απ’ τις
κουρτίνες, όπως τα μάτια συνηθίζουν στο
σκοτάδι του σινεμά. Στο μικρό τραπέζι
στη μέση του δωματίου υπάρχει ένα
μπουκάλι Κάτι Σαρκ, μόλις αρχινισμένο.
Η παγωνιέρα περιέχει φρεσκοκομμένο
πάγο (αν κρίνω απ’ τις καθαρές και
κοφτερές μύτες του) και κάποιος έχει
βάλει ένα ουίσκι με πάγο στο ποτήρι που
βρίσκεται εκεί. Ένας ανοξείδωτος δίσκος
χρωματίζει σαν μια ψυχρή, ακίνητη λίμνη
την επιφάνεια του τραπεζιού. Δεν υπάρχει
κανένας τρόπος να καταλάβω τι ώρα είναι.
Θα μπορούσε να είναι πρωί, βράδυ ή άγρια
μεσάνυχτα. Ή μπορεί αυτό το μέρος να μην
έχει καν χρόνο. Στο κρεβάτι στο βάθος
είναι ξαπλωμένη μια γυναίκα. Την ακούω
να κινείται στα σεντόνια. Ο πάγος
κουδουνίζει ευχάριστα στο ποτήρι της.
Τα μικροσκοπικά μόρια της γύρης που
αιωρούνται στον αέρα ανταποκρίνονται
στον ήχο τρεμουλιάζοντας σαν ζωντανοί
οργανισμοί. Ο κάθε απειροελάχιστος
ηχητικούς παλμός που περνάει μέσα από
τον αέρα ζωντανεύει όλο και περισσότερο
απ’ αυτά. Το χλομό σκοτάδι ανοίγεται
διάπλατα στη γύρη, και η γύρη, εξαπατημένη,
αυξάνει την πυκνότητα του σκοταδιού. Η
γυναίκα φέρνει το ποτήρι με το ουίσκι
στα χείλη της, αφήνει μερικές σταγόνες
του υγρού να κατέβουν στο λαιμό της κι
ύστερα προσπαθεί να μου μιλήσει. Η
κρεβατοκάμαρα είναι σκοτεινή. Δεν μπορώ
να δω παρά μόνο τις ανεπαίσθητες κινήσεις
των σκιών. Όμως εκείνη έχει να μου πει
κάτι. Περιμένω να μου μιλήσει. Περιμένω
ν’ ακούσω τα λόγια της.
Όμως εκείνοι έχουν φτάσει.
Σαν ψεύτικο πουλί αιωρούμενο σε ψεύτικο
ουρανό, βλέπω τα δωμάτια από ψηλά.
Μεγεθύνω τη θέα, τραβιέμαι πίσω κι
επιθεωρώ το σύνολο, ύστερα ζουμάρω για
να μεγαλώσω τις λεπτομέρειες. Η κάθε
λεπτομέρεια έχει βαθύ νόημα, φυσικά.
Τις εξετάζω μία-μία, ελέγχοντας το σχήμα
τους, το χρώμα και την υφή τους. Απ’ τη
μια λεπτομέρεια στην άλλη δεν υπάρχει
καμιά επαφή, καμιά ζεστασιά. Το μόνο που
κάνω σ’ αυτό το σημείο είναι ένας
μηχανικός κατάλογος λεπτομερειών. Όμως
αξίζει τον κόπο η προσπάθεια. Όπως
ακριβώς μπορείς ν’ ανάψεις φωτιά
τρίβοντας μεταξύ τους πέτρες ή ξυλαράκια,
έτσι κι η πραγματικότητα της επαφής
σχηματίζεται λίγο. Όπως ακριβώς η
συσσώρευση τυχαίων ήχων παράγει τελικά
μια μοναδική συλλαβή απ’ τη μονότονη
επανάληψη συχνοτήτων, που εκ πρώτης
όψεως μοιάζουν να μην έχουν κανένα
νόημα.
Αισθάνομαι να θεριεύει αυτή η ανεπαίσθητη
επαφή κάπου στα βάθη του σκοταδιού. Ναι,
έτσι πρέπει, πολύ σωστά. Είναι πολύ
ήσυχα εδώ, κι «εκείνοι» δεν έχουν
αντιληφθεί ακόμη την παρουσία μου.
Αισθάνομαι τον τοίχο που με χωρίζει από
κείνο το μέρος να λιώνει, να μετατρέπεται
σε ζελέ. Κρατάω την ανάσα μου. Τώρα!
Όμως τη στιγμή που κάνω το πρώτο βήμα
προς τον τοίχο, ακούγεται ένα κοφτό
χτύπημα, σαν να καταλαβαίνουν τι πάω να
κάνω. Κάποιος χτυπάει την πόρτα. Είναι
το ίδιο χτύπημα που είχα ακούσει και
πριν, ένα σκληρό, αποφασιστικό σφυροκόπημα,
σαν να προσπαθεί κάποιος να καρφώσει
ένα καρφί απ’ τη μια πλευρά του τοίχου,
στην άλλη. Έχει πάντα τον ίδιο ρυθμό
δύο χτυπήματα, μια παύση, δύο χτυπήματα.
Η γυναίκα βγάζει μια κραυγή αγωνίας. Η
γύρη του αέρα ανατριχιάζει, το σκοτάδι
δονείται βάρβαρα. Ο παράταιρος ήχος
κλείνει ερμητικά τη δίοδο που είχε
αρχίσει επιτέλους να διαφαίνεται για
μένα.
Συμβαίνει το ίδιο κάθε φορά.
Για μια ακόμη φορά είμαι ο εαυτός μου
μέσα στο σώμα μου και κάθομαι στον πάτο
του πηγαδιού με την πλάτη στον τοίχο
και τα χέρια μου σφιγμένα γύρω από το
ρόπαλο του μπέιζμπολ. Η επαφή του κόσμου
«από τούτη την πλευρά» επιστρέφει ξανά
στα χέρια μου αργά, με τον τρόπο που
εστιάζεται και πάλι μια εικόνα. Νιώθω
τον ιδρώτα να έχει υγράνει τις παλάμες
μου. Η καρδιά μου χτυπάει δυνατά στο
στήθος μου. Τ’ αυτιά μου διατηρούν το
ρεαλιστικό ήχο εκείνου του σκληρού
χτυπήματος, που είναι σαν να διαπερνάει
τον κόσμο, κι ακούν ακόμη το πόμολο της
πόρτας να γυρίζει αργά μες στο σκοτάδι.
Κάποιος (ή κάτι) ανοίγει απ’ έξω την
πόρτα κι ετοιμάζεται σιωπηλά να μπει
μέσα, αλλά την ίδια στιγμή όλες οι εικόνες
εξαφανίζονται. Ο τοίχος είναι όσο σκληρός
ήταν και πριν κι εγώ επανέρχομαι απότομα
σ’ αυτή την πλευρά.
Μες στο σκοτάδι χτυπάω τον τοίχο μπροστά
μου με την άκρη του ρόπαλου – τον ίδιο
σκληρό, ψυχρό, τσιμεντένιο τοίχο.
Βρίσκομαι κλεισμένος μέσα σ’ έναν
τσιμεντένιο κύλινδρο. Παραλίγο να τα
καταφέρω αυτή τη φορά, λέω στον εαυτό
μου. Που θα μου πάει, πλησιάζω. Είμαι
σίγουρος γι’ αυτό. Σε κάποιο σημείο θα
σπάσω το φράγμα και θα μπω «μέσα». Θα
μπω στο δωμάτιο και θα στέκομαι εκεί
πανέτοιμος όταν θα έρθει ο χτύπος. Πόσος
καιρός όμως θα χρειαστεί μέχρι να συμβεί
αυτό; Και πόσος χρόνος μου μένει;
Ταυτόχρονα φοβάμαι ότι όντως πρόκειται
να συμβεί. Γιατί τότε θα χρειαστεί να
αντιμετωπίσω ό,τι κι αν είναι αυτό που
ετοιμάζεται να μπει.
Παραμένω κουλουριασμένος στο σκοτάδι
για αρκετή ώρα. Πρέπει ν’ αφήσω την
καρδιά μου να ηρεμήσει. Πρέπει να μπορέσω
ν’ αφήσω το ρόπαλο από τα χέρια μου.
Ώσπου να μπορέσω να σηκωθώ όρθιος στο
χωμάτινο δάπεδο του πηγαδιού και μετά
να σκαρφαλώσω τη μεταλλική σκάλα μέχρι
την επιφάνεια, θα χρειαστώ ακόμη
περισσότερο χρόνο κι ακόμη περισσότερη
δύναμη.
Ζωροάστρης είναι κατά πάσαν πιθανότητα
συμβολικόν όνομα, όπως και του Θωθ ή του
Ερμού. Ο Εύδοξος και ο Αριστοτέλης
ανάγουν την χρονολογίαν της δράσεώς
του εις 6000 έτη προ της γεννήσεως του
Πλάτωνος, άλλοι πάλι λέγουν ότι εγεννήθη
500 έτη προ της αλώσεως της Τροίας. Οι μεν
τον θεωρούν ως βασιλέα της Βακτριανής,
οι δε παραδέχονται την ύπαρξιν δύο ή
τριών Ζωροαστρών. Νομίζομεν ότι οι δύο
πρώτοι κατενόησαν μόνοι την μαγικήν
φυσιογνωμίαν του Ζωροάστρου υπολογίζοντες
την καββαλιστικήν ηλικίαν ενός κόσμου
μεταξύ της γενέσεως του δόγματος αυτού
και της θεουργικής βασιλείας της
φιλοσοφίας του Πλάτωνος. Υπάρχουν
πράγματι δύο Ζωροάστραι, δηλ. Δύο
αποκαλυπταί των μυστηρίων, ο εις υιός
του Ωρομάζδου και πατήρ φωτεινής
διδασκαλίας, ο άλλος υιός του Αρειμάν
και πρόξενος της βεβηλώσεως των μυητικών
αληθειών. Ζωροάστρης είναι ο ενσαρκωμένος
Λόγος των Χαλδαίων, των Μήδων και των
Περσών. Η μυθική περί αυτού ιστορία,
φαίνεται ως προφητεία περί της του
Χριστού και είναι φυσικόν να είχε και
εκείνος τον Αντίχριστόν του, συμφώνως
προς τον μαγικόν νόμον της παγκοσμίου
ισορροπίας.
Εις τον βέβηλον Ζωροάστρην πρέπει να
αποδοθή η λατρεία του υλικού πυρός και
το ασεβές δόγμα του θείου δυϊσμού, όστις
έδωσεν αργότερον γένεσιν εις την φοβεράν
γνώσιν του Μάνητος (Μανιχαίου) και εις
τας σφαλεράς αρχάς του παρεξηγημένου
Τεκτονισμού.
Ο βέβηλος Ζωροάστρης είναι ο πατήρ της
υλόφρονος εκείνης μαγείας η οποία
προεκάλεσε τας εκατόμβας των μάγων και
συνέβαλες ώστε το αληθές μαγικόν δόγμα
να περιπέση εις λησμοσύνην και προγραφήν.
Η εκκλησία, εμπνεομένη πάντοτε υπό του
πνεύματος της αληθείας, ηναγκάσθη να
προγράψη υπό τα ονόματα μαγεία,
μανιχαϊσμός, ιλλουμινισμός, τεκτονισμός,
παν το σχετιζόμενον εκ του σύνεγγυς ή
εξ αποστάσεως προς την πρωταρχικήν
ταύτην βεβήλωσιν των μυστηρίων. Η ιστορία
των Ναϊτών, μέχρι τούδε ακατάληπτος,
είναι εν παράδειγμα της περιπτώσεως
ταύτης.
Τα δόγματα του αληθούς Ζωροάστρου, είναι
τα αυτά με εκείνα της αγνής Καββάλας,
αι δε ιδέαι του περί θεότητος, είναι αι
αυταί με τας των Πατέρων της Εκκλησίας.
Μόνον τα ονόματα διαφέρουν: ούτω αποκαλεί
τριτύν, εκείνο
που ημείς αποκαλούμεν τριάδα
και εις κάθε αριθμόν της τριάδος επί
τον αριθμόν της, τον απόλυτον λόγον του
αριθμού 9 και την οικουμενικήν κλείδα
όλων των αριθμών και όλων των μορφών.
Εκείνο το οποίον ημείς ονομάζομεν τα
τρία πρόσωπα της τριάδος, εκείνος τα
αποκαλεί τους τρεις βυθούς (PROFONDEURS).
Ο πρώτος βυθός ή ο πατρικός είναι η πηγή
της πίστεως, ο δεύτερος του υιού, είναι
η πηγή της αληθείας, ο τρίτος ή η
δημιουργική ενέργεια, είναι η πηγή του
έρωτος. Προς επιβεβαίωσιν των όσων εδώ
εκθέτομεν, δύνασθε να συμβουλευθήτε
τας απόψεις του Ψελλού επί των δογμάτων
των αρχαίων Ασσυρίων εις την MAGIE
PHILOSOPHIQUE του FRANCOIS PATRICIUS, σελ. 24, Αμβούργον
1593.
Επί
της ενναδικής ταύτης κλίμακος, ο
Ζωροάστρης εγκαθιστά την ουράνιον
ιεραρχίαν και όλας τας αρμονίας της
φύσεως. Καταμετρά ανά τρία όλα τα όντα
τα απορρέοντα εκ της ιδέας, ανά τέσσαρα
ό,τι σχετίζεται με την μορφήν, οπότε
λαμβάνει τον επτά ως τύπον της δημιουργίας.
Εδώ σταματά η πρώτη μύησις και αρχίζουν
αι υποθέσεις της σχολής, οι αριθμοί
προσωποποιούνται, αι ιδέαι εκφράζονται
με εμβλήματα τα οποία αργότερον θα
καταστούν είδωλα. Ιδού καταφθάνουν
πρώτον οι Συνοχείς (SYNOCHEES), οι Τελετάρχαι
(TELETARQUES) και οι Πατέρες (PERES), υπηρέτες
της τριπλής Εκάτης, μετά οι τρεις
Αμείλικτοι (AMILICTES) και τα τρία πρόσωπα
του Υπεζωκότος (HYPEZOCOS). Μετά οι άγγελοι,
ύστερα οι δαίμονες και τέλος αι ανθρώπιναι
ψυχαί. Οι αστέρες είναι εικόνες και
ανταύγειαι των νοερών λάμψεων, ο δε
ήλιος ημών είναι το σύμβολον του ηλίου
της αληθείας, σκιάς και αυτού της πρώτης
πηγής εξ ης απορρέουν όλαι αι αναλαμπαί.
Δια τον λόγον τούτον οι οπαδοί του
Ζωροάστρου εχαιρέτων την ανατολήν της
ημέρας και εθεωρούντο υπό των βαρβάρων
ως λατρεύοντες τον ήλιον.
Αυτά ήσαν τα δόγματα
των μάγων, αλλ’ εκτός τούτων κατείχον
και μυστικά δια των οποίων καθίσταντο
κυρίαρχοι των μυχίων δυνάμεων της
φύσεως. Τα μυστικά ταύτα τα οποία εν τω
συνόλω των θα ηδύναντο να αποκληθούν
«Υπερβατική πυροτεχνια»
ήσαν συνυφασμένα με την βαθείαν γνώσιν
και την διακυβέρνησιν του πυρός. Είναι
βέβαιον ότι οι μάγοι είχαν
γνώσιν του ηλεκτρισμού και εγνώριζον
τα μέσα να τον παράγουν και να τον
κατευθύνουν, τα οποία μας είναι τελείως
άγνωστα.
Ο Νουμάς όστις
εμελέτησε τους τύπους και εμυήθη εις
τα μυστήρια των, κατείχε, κατά τα λεγόμενα
του Λουκίου Πίσωνος, την τέχνην να
σχηματίζη και να κατευθύνη τον κεραυνόν.
Το ιερατικόν τούτο μυστικόν το οποίον
ο Ρωμαίος μυσταγωγός ήθελε να μεταβιβάση
εις τους ηγεμόνας της Ρώμης, εβεβηλώθη
υπό του Τύλλου Οστιλίου, όστις κατηύθυνε
κακώς την ηλεκτρικήν εκκένωσιν και
κατεκεραυνώθη(1). Ο Πλίνιος αναφέρει τα
περιστατικά ταύτα ως μίαν αρχαίαν
ετρουσκικήν παράδοσιν(2) και διηγείται
ότι ο Νουμάς εχρησιμοποίησεν επιτυχώς
την κεραυνοβόλον συστοιχίαν του εναντίον
ενός τέρατος καλουμένου VOLTA, το οποίον
εμάστιζε τας πεδιάδας της Ρώμης. Θα
ενόμιζε κανείς, αναγιγνώσκων την
παράδοσιν ταύτην, ότι ο φυσικός Βόλτα
είναι ένας μύθος και ότι το όνομα των
βολταϊκών στηλών ανάγεται εις την εποχήν
του Νουμά...
Όλα τα ασσυριακά
σύμβολα, αναφέρονται εις την επιστήμην
ταύτην του πυρός, ήτις ήτο το μέγα
απόρρητον των μάγων, πανταχού βλέπομεν
τον θαυματουργόν διαπερώντα τον λέοντα
και χειριζόμενον τους όφεις. Ο Λέων
είναι το ουράνιον πυρ, οι όφεις τα
ηλεκτρικά και μαγνητικά ρεύματα της
γης. Εις το μέγα τούτο μυστικόν των μάγων
πρέπει να αποδώσωμεν όλα τα θαυμάσια
της ερμητικής μαγείας περί της οποίας
όλαι αι παραδόσεις λέγουν ότι το μέγιστον
απόρρητον του Μεγάλου Έργου συνίσταται
εις τον χειρισμόν του πυρός.
Ο σοφός FR. PATRICIUS
εδημοσίευσεν εις το προαναφερθέν βιβλίον
του, τα Λόγια του Ζωροάστρου,
(Χαλδαϊκά Λόγια), τα οποία συνεκέντρωσεν
από τα πλατωνικά έργα, από την θεουργίαν
του Πρόκλου εις τα σχόλια του επί του
Τιμαίου, εις τα σχόλια του Ερμείου επί
του Φαίδρου και εις τα υπομνήματα του
Ολυμπιοδώρου επί του Φιλήβου και του
Φαίδωνος. Τα Λόγια ταύτα είναι η σαφής
και ακριβής διατύπωσις του δόγματος το
οποίον ανωτέρω εξεθέσαμεν, μετά ακολουθούν
αι προδιαγραφαί του μαγικού τυπικού...
___________________
1. Το περιστατικόν
αναφέρεται εν εκτάσει υπό του Πλουτάρχου
εις τον βίον του Νουμά (Σ.τ.Μ.)