Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Ξέρουμε πράγματι ότι η έννοια της
ανθρωπότητας που περιλαμβάνει, χωρίς
διάκριση φυλής ή πολιτισμού, όλες τις
μορφές του ανθρωπίνου είδους, εμφανίσθηκε
πολύ αργά και είχε περιορισμένη διάδοση.
Ακόμη κι εκεί που φαίνεται να έχει φθάσει
στο ψηλότερο σημείο της ανάπτυξής της,
δεν είνια διόλου σίγουρο – όπως
αποδεικνύει η σύγχρονη ιστορία – πως
έχει ριζώσει και είναι προφυλαγμένη
από τα διφορούμενα και τις επαναστροφές.
Όμως για μεγάλα τμήματα του ανθρωπίνου
είδους και για μια περίοδο δεκάδων
χιλιετιών, η έννοια αυτή φαίνεται να
είναι εντελώς ανύπαρκτη. Η ανθρωπότητα
σταματά στα όρια της φυλής, της γλωσσικής
ομάδας ή καμιά φορά και του χωριού. Σε
τέτοιο μάλιστα σημείο προχωρεί η τάση
αυτή, ώστε πολλοί από τους πληθυσμούς
που ονομάζουμε πρωτόγονους
αυτοπροσδιορίζονται μ’ ένα όνομα που
σημαίνει τους «ανθρώπους» (ή καμιά φορά
– να πούμε με περισσότερη διακριτικότητα;
– τους «καλούς», τους «εξαιρετικούς»,
τους «πλήρεις»), υπονοώντας κατ’ αυτόν
τον τρόπο ότι οι άλλες φυλές, ομάδες ή
χωριά δεν μετέχουν σ’ αυτές τις ανθρώπινες
ιδιότητες (ή ακόμη και στην ανθρώπινη
φύση), αλλά αποτελούνται το πολύ πολύ
από «κακούς», «πιθήκους της γης» ή «αυγά
ψείρες»... Με το να εξοβελίζουμε από την
ανθρωπότητα εκείνους που φαίνονται οι
πιο «άγριοι» ή οι πιο «βάρβαροι»
εκπρόσωποί της, δεν κάνουμε τίποτε άλλο
από το να δανειζόμαστε απ’ αυτούς έναν
από τους τυπικούς τους τρόπους σκέψης.
Βάρβαρος είναι πρώτα απ’ όλα όποιος
πιστεύει στη βαρβαρότητα.
(Απόσπασμα από το Φυλή και Ιστορία.
Περιλαμβάνεται στον πρόλογο του βιβλίου
Άγρια Σκέψη)
...Αγαπητέ υποψήφιε, θα έχεις ασφαλώς
ακούσει πως όταν ο μαθητής είναι έτοιμος,
τότε συναντά τον διδάσκαλό του, με σκοπό
να τον μυήσει στον τρόπο σκέψης των
ανώτερων επιπέδων και να τον οδηγήσει
στην ουράνια φώτιση, με δεδομένο ότι
κάθε επίπεδο αποτελεί μια συλλογική
νοητική οντότητα.
Αυτό είναι αλήθεια, όπως αλήθεια είναι
κι η υποχρέωση του μαθητή να συμπεριφερθεί
στον διδάσκαλό του με σεβασμό.
Σύμφωνα με τις διδασκαλίες της αδελφότητάς
μας, ο σημαντικότερος διδάσκαλος για
την εσωτερική μαθητεία και εξέλιξη
είναι η ίδια η ζωή και οι πλοκές που
προκαλούνται από τις σχέσεις των ανθρώπων
και των άλλων ζωντανών οργανισμών.
Είναι ανάγκη να δεχθούμε ότι συνυπάρχουμε
με άλλους οργανισμούς, όπως κι αν
εκφράζονται αυτές οι σχέσεις στη
συνειδητότητα του καθενός μας. Γι’
αυτό, θεωρούμε αναγκαίο τον σεβασμό
προς τη ζωή και τη δημιουργία.
Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων πρέπει
να έχουν γερά θεμέλια γιατί μόνον έτσι
θα οδηγηθούμε στη σωστή παρατήρηση του
εξωτερικού κόσμου, τον οποίο αντιλαμβανόμαστε
ως υλική δημιουργία. Ό,τι εμπλέκεται
στη διαδικασία της ζωής, αποσκοπεί να
μας διδάξει όσα δεν μπορεί από μόνη της
να συλλάβει η φαντασία, χωρίς το κατάλληλο
ερέθισμα. Στις πλοκές της ζωής από τις
οποίες ο μαθητής αντλεί μεγάλο μέρος
της μαθητείας του στον υλικό κόσμο,
υπεισέρχονται άνθρωποι από όλα τα
επίπεδα σκέψης και δράσης. Επομένως,
καλός μαθητής θεωρείται εκείνος που
αποδίδει τον κατάλληλο σεβασμό στα
εμπλεκόμενα μέρη, στο μέτρο βέβαια των
δυνατοτήτων και της κατανόησής του,
αλλά και στο μέτρο που οι διεργασίες
της σκέψης που τον πληροφορούν ότι
ωφελήθηκε. Ο μαθητής σέβεται όλους τους
συνανθρώπους του κι είναι κοντά τους
όταν χρειάζονται την βοήθειά του εν
ονόματι του εαυτού που κρύβουν μέσα
τους και παρά τις πράξεις τους, τις
οποίες μπορεί να καυτηριάζει. Ο μαθητής
δεν ξεχνά ότι όλοι περάσαμε από διάφορα
στάδια προετοιμασίας κι ούτε τον πτοεί
η κοινωνική κατακραυγή που προέρχεται
από ανώριμη σκέψη.
Ο μαθητής σέβεται την πόρνη για τον ίδιο
λόγο που σέβεται και την ελεύθερη βούληση
των συνανθρώπων του.
Σέβεται τον κλέφτη για τον ίδιο λόγο
που σέβεται και τον ιδιοκτήτη, ακόμα κι
αν διακηρύσσει ότι η κλοπή είναι αρνητικός
παράγοντας στην ανθρώπινη συνύπαρξη.
Σέβεται τους πλούσιους και τους θεωρεί
σαν το φυσιολογικό αποτέλεσμα της
άγνοιας αυτών που νιώθουν φτωχοί, γιατί
σέβεται την ανάγκη ύπαρξης αυτής της
άγνοιας.
Ευγνωμονεί τους κόλακες γιατί του
θυμίζουν συνεχώς τον δρόμο της απώλειας.
Ευχαριστεί τους μεμψίμοιρους, γιατί
θυσιάζουν τον εαυτό τους για να του
δείχνουν τον δρόμο προς την ευφορία.
Βλέπει με δέος τους προδότες, επειδή
βάζουν την ύπαρξή τους σε αναμμένα
κάρβουνα, για να του δείχνουν τους
σκουπιδότοπους που πρέπει να αποφεύγει.
Αγαπητέ υποψήφιε μαθητή, κάθε βράδυ,
λίγο πριν από τον ύπνο, τα μέλη της
αδελφότητάς μας συνηθίζουν να κάνουν
έναν απολογισμό της ημέρας που πέρασε.
Συλλογίζονται τι απεκόμισαν οι ίδιοι
από τη ζωή και τι προσέφεραν στους
άλλους. Από την εμπειρία μας γνωρίζουμε
ότι πρόκειται για σημαντική πρακτική,
επειδή μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε
τη συμπεριφορά μας έναντι των άλλων.
Για τον μαθητή του εσωτερικού δρόμου
είναι ουσιαστικής σημασίας η σωστή
αξιολόγηση της σχέσης του με το περιβάλλον,
που πρέπει άλλωστε να του γίνει τρόπος
σκέψης. Όπως και η προσφορά προς τον
πλησίον, όχι όμως ως ελεημοσύνη, αλλά
ως έμπρακτη αδελφικότητα. Για να
επιτύχουμε μια καλή σχέση με τους
συνανθρώπους μας, οφείλουμε να πεισθούμε
έμπρακτα ότι η ποιότητα της ζωής μας
είναι άμεσα συνυφασμένη με το περιβάλλον
μας.
Δύο ποτήρια για την ίδια χρήση είναι
πολλά, όταν ο διπλανός πίνει νερό με τις
χούφτες του. Σ’ αυτή την περίπτωση,
σεβασμός προς την ζωή είναι να διευκολύνεις
τον διπλανό σου προσφέροντας του το ένα
από τα δύο ποτήρια που έχεις.
Δύο ζευγάρια παπούτσια είναι φόρτος,
αν τα ξυπόλυτα πόδια του διπλανού είναι
τρυπημένα από αγκάθια. Δεν προκαλεί τον
ξυπόλυτο αυτός που φορά παπούτσια, αλλά
τα ίδια τα παπούτσια. Αν ο ξυπόλυτος
έχει πρόβλημα, τότε είναι βέβαιο πως
αυτός που διαθέτει δύο ζευγάρια, θα
υποστεί τις συνέπειες του προβλήματος,
που θα είναι ανάλογες του υποδυμένου.
Στις δύο καλές σκέψεις που κάνουμε για
τον εαυτό μας, η δεύτερη είναι περίσσευμα,
αν ο διπλανός μας έχει ανάγκη από εκείνη
που μας περισσεύει.
Για τον μαθητή είναι βασική αρχή η
προσφορά προς τον πλησίον και γενικά
προς όλους τους ζωντανούς οργανισμούς
με τους οποίους πρέπει να συνυπάρξει
αρμονικά, ώστε να ακούσει κάποτε τη φωνή
του διδασκάλου. Από σεβασμό σε κάθε
μορφής ζωή, τα μέλη του Τάγματός μας δεν
καταστρέφουν ποτέ και για κανένα λόγο
τροφή που μπορεί να θρέψει κάποιο
ζωντανό οργανισμό. Σαν αρχή έχουν την
οικονομία και όχι τη στέρηση. Οι
παρατηρήσεις μας μάς έχουν διδάξει πως
η οικονομία στα υλικά πράγματα επιβάλλεται
σε όποιον έχει αποφασίσει σοβαρά να
εναρμονιστεί με τον κόσμο της ύλης. Όσον
αφορά τα νοητικά, εκεί η οικονομία δεν
έχει έννοια, γιατί οι πηγές είναι
ανεξάντλητες. Αυτό που του χρειάζεται
εκεί είναι η τάξη.
Στον περισσότερο κόσμο επικρατεί η
αντίληψη πως η προσφορά είναι ένας
τρόπος για να σώσουμε την ψυχή μας από
την τιμωρία μετά τον λεγόμενο «θάνατο»
του υλικού σώματος. Σεβόμαστε όσους
υποστηρίζουν αυτήν την άποψη, επειδή
δεν μπορούν να κατανοήσουν την πραγματική
αιτία της παρουσίας τους στον υλικό
κόσμο. Νιώθουμε όμως και την υποχρέωση
να εκφράσουμε ό,τι εμείς αποκομίσαμε
από τις παρατηρήσεις μας, χωρίς ωστόσο
να θέλουμε να υιοθετήσουν οι άλλοι τα
λεγόμενά μας, αν δεν τα διασταυρώσουν
με τις δικές τους προσωπικές εμπειρίες.
Για τον μαθητή, η προσφορά είναι ιδιότητα
του ανώτερου εαυτού του κι όχι
ιδιαιτερότητα. Αν κάποιος θεωρεί ευεργέτη
όποιον προσφέρει, αυτό απορρέει από τη
δική του αντίληψη για τη στέρηση και
την ιδιοκτησία.
Γνωρίζουμε και κατανοούμε την τάση του
ανθρώπου να επιθυμεί ό,τι αντιλαμβάνεται
ως άξιο θαυμασμού.
Αντιλαμβανόμαστε τις τάσεις ορισμένων
συνανθρώπων μας που μας κατηγορούν και
βλέπουν την προσφορά σαν σπατάλη χρόνου
ή υλικών αγαθών.
Κατανοούμε ακόμη κι αυτούς που αναφέρονται
στη δικαιοσύνη που πρέπει να υπάρχει
ανάμεσα σ’ αυτούς που μπορούν και σε
όσους δεν μπορούν, σε εκείνους που
προσπαθούν και στους άλλους που αδρανούν.
Κατανοούμε την αντίληψη ότι κάποιοι
πρέπει να είναι από τη γέννησή τους
εύποροι κι άλλοι στερημένοι.
Δεν κατανοούμε όμως με κανένα τρόπο
τους άρπαγες, ούτε αυτούς που προσφέρουν
και αποδέχονται οι άλλοι να τους αποκαλούν
«αγίους» λόγω της προσφοράς τους, και
πολύ περισσότερο εκείνους που σπαταλούν
όσα στερούνται οι συνάνθρωποί τους,
ισχυριζόμενοι ότι τους ανήκουν.
Ο μαθητής πρέπει να επαγρυπνεί συνεχώς
για να παρατηρήσει μήπως η ανάγκη αυτών
που ζουν γύρω του, δεν προκαλεί το αίσθημα
προσφοράς μέσα του, και τότε να σκεφτεί
σοβαρά πως θα βοηθήσει τον εαυτό του.
Παράλληλα με την προσφορά προς τον
συνάνθρωπο, η προσφορά προς τον ίδιο
μας τον εαυτό είναι επιβεβλημένη, αφού
μέσα από αυτήν περνά ο μαθητής, ώστε να
μάθει να προσφέρει στους άλλους,
κατανοώντας έτσι τη βαθύτερη πλευρά
της ζωής του στον υλικό κόσμο.
Προσφορά επίσης είναι η και μη-κατάχρηση.
Δεν χρειάζεται πολλές φορές να πάμε
στην πόρτα κάποιου για να του προσφέρουμε
κάτι, που ίσως και να μην του ανήκει. Για
να προσφέρουμε, αρκεί να μην αποθηκεύουμε,
να μην σπαταλούμε και να μην καταστρέφουμε
άσκοπα αυτά που χρειάζονται οι άλλοι
για να ανεβάσουν την ποιότητα της ζωής
τους. Αν και η παρατήρηση των πλοκών της
ζωής διδάσκει τον άνθρωπο σε όλα τα
επίπεδα της αντίληψής του, πρέπει
ταυτόχρονα να κατανοήσουμε ότι η
επιτυχημένη διδασκαλία περνά μέσα από
την πράξη κι όχι μέσα από την συνεχή και
στείρα επανάληψη.
Τριάδα υπερούσια και υπέρθεη και
υπεράγαθη, εσύ που επιτροπεύεις από
ψηλά τη γνώση των χριστιανών για τα
θεϊκά πράγματα, οδήγησέ μας στους
μυστικούς λόγους της υπεράγνωστης και
υπέρλαμπρης και ακρότατης κορυφής, εκεί
που ο υπέρφωτος γνόφος της μυστικής
σιγής σκέπει τα απλά και απόλυτα και
ανάλλαχτα θεολογικά μυστήρια, εκεί που
το σκοτάδι του λάμπει πιότερο απ’ το
φως και εντελώς άγνωστα και αόρατα
γεμίζει με υπέρλαμπρη μεγαλοπρέπεια
τις δυνάμεις των αγγέλων.
Αυτή ας είναι η προσευχή μου. Όσο για
σένα αγαπητέ μου Τιμόθεε, εντρύφησε με
ζήλο στα μυστικά θεάματα και παραιτήσου
από τις αισθήσεις και τις ενέργειες του
νου και απ’ όλα τα αισθητά και τα νοητά,
τα μη όντα και τα όντα, και όσο είναι
δυνατό ανυψώσου για να ενωθείς ακατάληπτα
με Αυτόν που είναι πέρα από κάθε ουσία
και κάθε γνώση· γιατί όταν βγεις από
τον εαυτό σου και από ό,τι έχει σχέση
μαζί του και τα εγκαταλείψεις όλα και
αποδεσμευθείς από όλα, θα αναχθείς στην
υπερούσια του θείου σκότους ακτίνα.
ΙΙ
Και πρόσεχε να μη μάθει κανείς από τους
αμύητους γι’ αυτά· λέω δε τέτοιους
αυτούς που είναι δυνατοί στη γνώση των
όντων και που ούτε φαντάζονται πως
υπάρχει κάτι υπερούσιο πάνω από τα όντα,
αλλά νομίζουν πως θα γνωρίσουν με τη
δική τους (ανθρώπινη) γνώση Αυτόν που
έχει θέσει «σκότος αποκρυφήν αυτού»
(Ψαλμ. 17,12). Και αν τόσο πάνω από αυτούς
είναι οι θείες μυσταγωγίες, τι θα ‘λεγε
κανείς για τους αλειτούργητους εκείνους
που στην υπεράνω όλων Αιτία αποδίδουν
γνωρίσματα που ταιριάζουν στα ευτελέστερα
όντα και καθόλου δεν λένε ότι υπερέχει
από τα άψυχα και πολύμορφα είδωλα που
κατασκευάζουν.
Ανάγκη λοιπόν να ορίσουμε και να
ονομάσουμε τα όντα (καταφατικά) σε σχέση
με Αυτήν, αφού από αυτή την Αιτία
προέρχονται και, ακόμη καλύτερα, να τα
απαρνηθούμε (αποφατικά), αφού Αυτή τα
υπερβαίνει, χωρίς να θεωρούμε πως αυτό
αντιβαίνει στην κατάφασή τους (αποδοχή
τους), αφού Αυτή, πολύ πριν γίνουν όλα,
βρίσκεται πάνω από απαρνήσεις, πάνω από
κάθε αφαίρεση και κάθε κατάφαση.
III
Γι’ αυτό το λόγο ο θείος Βαρθολομαίος
λέει ότι η θεολογία και πολύ χώρο πιάνει
και ελάχιστο· και ότι το Ευαγγέλιο και
εκτενέστατο είναι και συντετμημένο.
Εμένα, λοιπόν, που κατανόησα αυτά τα
πράγματα με υπερφυσικό τρόπο, μου
φαίνεται, ότι η των όλων αγαθή Αίτια και
πρόξενος μακρυλογίας είναι αλλά και
βραχυλογίας και ταυτόχρονα ακατάληπτη,
αφού δεν έχει ούτε λόγο, ούτε νόηση,
επειδή υπερούσια βρίσκεται πάνω απ’
όλα, και μόνο σε όσους και τα ακάθαρτα
και τα καθαρά υπερβαίνουν αποκαλύπτεται
και φανερώνεται αληθινά, σε όσους
υψώνονται πάνω απ’ όλες τις άγιες
κορυφές, αφήνοντας πίσω τους και θείους
φωτισμούς και ήχους και ουράνιους
λόγους, για να εισέλθουν στο γνόφο, όπου
πραγματικά βρίσκεται, καθώς λέγουν οι
Γραφές, Αυτός που τα πάντα υπερβαίνει.
Έτσι, λοιπόν, ο θείος Μωϋσής, όχι μόνο
προστάζεται να καθαριστεί αυτός πρώτος,
αλλά και από τους ακάθαρτους να αποχωριστεί
και μόνο υστέρα από αυτά ακούει την
πολυφωνία των σαλπίγγων και βλέπει τα
πολλά φώτα και τις αστραφτερές δέσμες
των ακτίνων· ύστερα αποχωρίζεται από
τους πολλούς και μαζί με τους εκλεγμένους
ιερείς φθάνει στην άκρη των θείων
αναβάσεων. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, δεν
συναντά το Θεό, ούτε τον βλέπει (γιατί
είναι αόρατος) αλλά μόνο τον τόπο όπου
στάθηκε Εκείνος.
Και τόπος εδώ νομίζω σημαίνει, πως τα
θεία και ακρότατα οράματα και νοήματα
είναι κάποιοι θεωρητικοί λόγοι εκείνων
όσα είναι υποταγμένα στον Υπέρτατο
όλων, και με τα όποια φανερώνεται η πάνω
από κάθε σύλληψη παρουσία Του, που
επιφέρεται στα νοερά πέρατα των πανάγιων
τόπων Του· και τότε (ο Μωϋσής) λυτρώνεται
και από τα οράματα και από τα νοήματα
και εισέρχεται στον όντως μυστικό γνόφο
της αγνωσίας, όπου απαρνείται όλες τις
γνωστικές αντιλήψεις και γνωρίζει τον
υπέρφωτο και αόρατο και σε Αυτόν που τα
πάντα υπερβαίνει παραδίνεται ολόκληρος,
εγκαταλείποντας τον εαυτό του και τους
άλλους, και ενωμένος γερά με τον παντελώς
Άγνωστο, παύοντας την ενέργεια κάθε
γνώσης και μη γνωρίζοντας τίποτε, φθάνει
στην υπέρνοη γνώση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
(Πως πρέπει να ενωθούμε και να υμνήσουμε
την αίτια των όλων, τον υπερβαίνοντα
πάντα.)
Και εμείς αυτόν τον υπέρφωτο γνόφο
ευχόμαστε να γνωρίσουμε και να δούμε,
χωρίς δράση και χωρίς γνώση, αυτόν πού
είναι πάνω από θεάσεις και γνώσεις,
αυτόν που δεν βλέπεται ούτε γνωρίζεται·
γιατί αυτή είναι η πραγματική θέαση και
η πραγματική γνώση, και έτσι υμνείται
υπερούσια ο υπερούσιος με την αφαίρεση
κάθε οντότητας, ενεργώντας όπως όταν
φτιάχνουν ένα άγαλμα που είναι από
φυσικού του τέτοιο, αφαιρώντας όλα όσα
εμποδίζουν να φαίνεται καθαρά η κρυφή
του όψη, και κάνοντας να φανεί με μόνη
την αφαίρεση το κρυμμένο του κάλλος.
Και νομίζω πως πρέπει να υμνήσουμε τις
αναβάσεις (ανάβαση διά της αφαιρετικής
ή αποφατικής οδού) αντίστροφα απ’ ότι
την κατάβαση (καταφατική οδός)· αφού
μάλιστα για εκείνη αρχίσαμε από τα
υψηλότερα και περνώντας από τα μέσα
κατεβήκαμε στα κατώτερα· εδώ όμως από
τα κατώτερα θα ανέβουμε στα ανώτερα,
αφαιρώντας τα πάντα, για να γνωρίσουμε
ολοφάνερα την αγνωσία που από όλα τα
γνωστά και τα όντα περικαλύπτεται, και
να δούμε τον υπερούσιο εκείνο γνόφο,
που κάθε ορατό φως τον αποκρύβει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
(Ποιες είναι οι καταφατικές και ποιες
οι αποφατικές θεολογίες.)
Στις Θεολογικές Υποτυπώσεις υμνήσαμε
τα κυριότερα σημεία της καταφατικής
θεολογίας, δηλαδή πώς η θεία και αγαθή
φύση αποκαλείται Ενική (ομοούσια) και
πώς Τριαδική (τρισυπόστατη)· ποιες οι
ιδιότητες του Πατρός, ποιες του Υιού·
τι θέλει να δηλώσει η θεολογία που
εκπορεύεται από το Άγιο Πνεύμα· πώς από
τα βάθη του άυλου και αμέριστου Αγαθού
(Πατρός) βλάστησαν τα φώτα της αγαθότητας
και πώς ο Πατήρ και τα άλλα Πρόσωπα
καθαυτά και μεταξύ τους παραμένουν
παντοτινά αχώριστα και αμετάβλητα· πώς
ο υπερούσιος Ιησούς ουσιώνεται κατά
την αληθινή ανθρώπινη φύση· και όσα
άλλα υμνούνται στις Θεολογικές Υποτυπώσεις
σύμφωνα και με των Γραφών τους λόγους.
Στο Περί θείων ονομάτων περιλαμβάνεται
πώς ο Θεός λέγεται αγαθός και ων και ζωή
και σοφία και δύναμη και όσα άλλα ανήκουν
στη νοητή τάξη των θείων ονομάτων· και
στη Συμβολική Θεολογία πώς μεταβαίνουμε
από τις ονομασίες των αισθητών σε αυτές
των θείων· τι λέμε θείες μορφές, τι θεία
σχήματα και μέρη και όργανα, τι θείους
τόπους και κόσμους, τι θυμούς και λύπες,
τι οργή, τι μέθη και τι κραιπάλη, τι
όρκους και τι κατάρες, τι ύπνους και τι
εγρηγόρσεις και όσα άλλα αναφέρονται
στους συμβολικούς και ιερούς θείους
τύπους.
Και νομίζω πως κι εσύ θα είδες, ότι αυτά
τα τελευταία απαιτούν πολύ περισσότερα
λόγια από τα πρώτα γιατί οι Θεολογικές
Υποτυπώσεις και η ανάπτυξη των Θείων
ονομάτων είναι συντομότερα από την
Συμβολική θεολογία. Επειδή όσο ψηλότερα
ανεβαίνουμε, τόσο οι λόγοι που συνοψίζουν
τα νοητά περικόπτονται· όπως ακριβώς
και τώρα, όσο εισδύουμε στον υπέρνοο
γνόφο, όχι μόνο λιγόλογοι γινόμαστε,
αλλά χάνουμε εντελώς τη μιλιά μας και
το νου μας. Και ενώ εκεί —σε εκείνες τις
συγγραφές— ο λόγος όσο κατερχόταν από
τα υψηλά στα χαμηλότερα τόσο και πλήθαινε,
τώρα, που από κάτω υψώνεται και ανέρχεται,
όσο προχωρεί η άνοδος συστέλλεται και
στο τέλος της ανόδου σιγά και ολόκληρος
ενώνεται με τον Άλεκτο.
Γιατί όμως λέμε ότι στις καταβάσεις
(καταφατική οδός) αρχίζουμε από τα πρώτα
ενώ στις αφαιρέσεις (αποφατική οδός)
αρχίζουμε από τα τελευταία;
Επειδή μιλώντας καταφατικά και με
ορισμούς δεν μπορούμε να ορίσουμε Εκείνο
που ξεπερνά κάθε ορισμό παρά μιλώντας
για τα συγγενικά με αυτό και τα πλησιέστερα.
Για παράδειγμα: η ζωή και η αγαθότητα
δεν είναι πλησιέστερα απ’ ό,τι ο αέρας
και το λιθάρι; Όταν πάλι μιλούμε αποφατικά,
για να μιλήσουμε γι’ Αυτό που ξεπερνά
κάθε αφαίρεση, αρχίζουμε τις αφαιρέσεις
από τα πιο μάκρυνα και άσχετα. Για
παράδειγμα: πιο μακρινό και άσχετο δεν
είναι να πούμε ότι δεν μεθάει και δεν
οργίζεται απ’ όσο να πούμε ότι δεν
λέγεται και δεν νοείται;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
(Ότι δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα
αισθητά ο για την υπεροχή του Αίτιος
παντός αισθητού.)
Λέμε λοιπόν ότι η των πάντων Αιτία, που
όλα τα υπερβαίνει, ούτε ουσία είναι,
ούτε χωρίς ζωή, ούτε χωρίς λόγο, ούτε
χωρίς νου, ούτε σώμα είναι· ούτε έχει
σχήμα, ή είδος (μορφή) ή ποιότητα ή
ποσότητα ή όγκο· ούτε βρίσκεται σε
ορισμένο τόπο, ούτε βλέπεται ούτε έρχεται
σε επαφή· ούτε αισθάνεται, ούτε γίνεται
αισθητή, ούτε συγχύζεται, ούτε ταράζεται,
ούτε ενοχλείται από υλικά πάθη· ούτε
από αδυναμία υπόκειται σε πάθη των
αισθήσεων, ούτε έχει ανάγκη από φως,
ούτε παθαίνει αλλοίωση ή φθορά, ή μερισμό
ή στέρηση ή ροή ούτε τίποτε άλλο απ’
όσα παθαίνουν τα αισθητά, ούτε είναι
τίποτε από αυτά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
(Ότι δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στα
νοητά ο για την υπεροχή του Αίτιος παντός
νοητού.)
Και ανερχόμενοι λέμε ότι, ούτε ψυχή
είναι, ούτε νους· ούτε έχει φαντασία ή
γνώμη ή λόγο ή νόηση· ούτε είναι λόγος,
ούτε είναι νόηση· ούτε λέγεται, ούτε
νοείται· ούτε είναι αριθμός ή τάξη ή
μέγεθος ή σμικρότητα ή ισότητα ή ανισότητα
ή ομοιότητα ή ανομοιότητα· ούτε στέκεται,
ούτε κινείται, ούτε ησυχάζει, ούτε έχει
δύναμη, ούτε είναι δύναμη, ούτε είναι
φως· ούτε ζει, ούτε είναι ζωή ούτε είναι
ουσία, ούτε είναι αιώνας, ούτε είναι
χρόνος· ούτε νοητικά (γνωστικά) μπορεί
να έχει κανείς επαφή μαζί της· ούτε
είναι επιστήμη (γνώση) ούτε είναι αλήθεια
ούτε είναι βασιλεία, ούτε είναι σοφία·
ούτε είναι ένα ή ενότητα ή θεότητα ή
αγαθότητα, ούτε είναι πνεύμα, όπως εμείς
ξέρουμε· ούτε υιότητα, ούτε πατρότητα,
ούτε τίποτα άλλο από όσα αφορούν εμάς
ή κάποιο άλλο από τα γνωστά όντα· ούτε
ανήκει στα μη όντα αλλά ούτε και στα
όντα και ούτε τα όντα γνωρίζουν τί είναι
(αυτή)· ούτε αυτή γνωρίζει με τη γνώση
τι είναι τα όντα ούτε υπάρχει λόγος γι’
αυτήν, ούτε όνομα ούτε γνώση· ούτε είναι
σκοτάδι, ούτε είναι φώς, ούτε πλάνη, ούτε
αλήθεια’ ούτε μπορεί καθόλου να οριστεί
με την κατάφαση ή την αφαίρεση· αλλά
και όταν τα προερχόμενα από αυτήν
προσθέτουμε (καταφατικά) ή αφαιρούμε
(αποφατικά), σ’ αυτήν ούτε προσθέτουμε,
ούτε αφαιρούμε τίποτε. Επειδή η τέλεια
και ενιαία Αιτία των πάντων ξεπερνά
κάθε ορισμό και κάθε πρόθεση και ξεπερνά
κάθε αφαίρεση ή υπεροχή Εκείνου που
απλά έχει αποδεσμευθεί από όλα και που
τα πάντα υπερβαίνει.
ΕΠΙΣΤΟΛΗ Ε’
(Στο λειτουργό του Θεού Δωρόθεο)
Ο θείος γνόφος είναι το απρόσιτο φως,
εκεί που καθώς λέγουν κατοικεί ο Θεός.
Και σε αυτό που από υπερβολική λάμψη
είναι αόρατο και από υπερούσια φωτοχυσία
απρόσιτο, εισέρχεται καθένας που
αξιώνεται να γνωρίσει και να δει το Θεό,
δηλαδή να μη βλέπει και να μη γνωρίζει
και φτάνοντας πάνω από την όραση και τη
γνώση, ακριβώς αυτό γνωρίζει, ότι είναι
πέρα από τα αισθητά και από τα νοητά.
Και θα μιλήσει προφητικά: Εθαυμαστώθη
η γνώσις σου εξ εμού, εκραταιώθη, ου μη
δύνωμαι προς αυτήν (Ψαλμ. 138,6).
Το ίδιο όπως και ο Απόστολος Παύλος
λέγουν ότι γνώρισε το Θεό, να είναι πάνω
από κάθε νόηση και κάθε γνώση. Γι’ αυτό
και λέει ότι οι δρόμοι του είναι
ανεξιχνίαστοι και ανεξερεύνητες οι
κρίσεις του (Προς Ρωμ. 11,33) και ανεκδιήγητες
οι δωρεές του (Προς Κορινθ. Β’ 9,15) και
την ειρήνη του δεν μπορεί νους να την
συλλάβει (Προς Φιλ. 4,7). Γιατί βρήκε αυτόν
που είναι υπεράνω όλων και υπέρνοα
γνώρισε τούτο ότι τα πάντα υπερβαίνει
όντας των πάντων αιτία.
Πατώντας μες στ' αγκάθια, στ' άγρια χόρτα,
προχωρούσανε σιωπηλοί, σκεφτικοί με
κουρασμένο βήμα. Γύρω τους η φύση είχε
στολιστεί, φορούσε τη φορεσιά τής εορτής
και οι μυρουδιές των λουλουδιών, των
άγριων λουλουδιών, γεμίζανε τον αέρα.
Κάποτε κοράκι περνούσε με κρωγμό δυνατό
από πάνω τους, και τότε σήκωναν το κεφάλι
και το κοίταζαν που έφευγε με φτερουγιές
μεγάλες, το κοίταζαν ώσπου χανότανε
στου γαλάζιου ουρανού το βάθος.
Μέλισσες, σφήγκες, μύγες χρυσές, μαύρες
μεγάλες, τρέχανε, γυρίζανε μέσα στα
χαντάκια, μ΄ ένα αρμονικό βουητό, τρέχανε
πάνω στα λουλούδια τα κίτρινα, τα
τριανταφυλλιά, στις παπαρούνες, που
πολλές, πλήθος, φύτρωναν εκεί, και
κουνιόντουσαν στο σιγαλό αεράκι που
φυσούσε.
Και κανένα σύννεφο στον ουρανό. Ο ήλιος
λαμπερός εφώτιζε και ησυχία απλωνόταν,
που μέσα σ΄ αυτή ανάδευε το βουητό τής
μέλισσας, των εντόμων.
-Να το νταμάρι! το βλέπετε; είπε ο ένας
και στάθηκε δείχνοντας ένα λόφο κοκκινωπό
μακριά. Εκεί τον φύλαξα. Α, ρε, μανία που
τον είχα!... Εκεί πίσω, εκεί τον βάρεσα!...
Έγινε καλά όμως!... Το σκυλί!... Α, αν τον
πετύχω τώρα, καμιά φορά, δεν πιστεύω να
ξαναγίνει!...
-Διπλός ο κόπος γίνεται, Λούκαρή μου,
όταν η δουλειά δε γίνει σωστή! του είπε
ο δεύτερος με κούνημα του κεφαλιού και
σταματώντας, για να δέσει το άσπρο μακρύ
ζουνάρι του, που είχε λυθεί και κρεμόταν.
-Έχεις δίκαιο, έτσι είναι!... Μα δε μου
λέτε, δεν καθόμαστε να ξαποστάσουμε
λίγο σ΄ αυτή την ελιά;
-Ακούς λέει!...
Ο τρίτος άρχισε να βλαστημά κι έσκυψε
πιάνοντας το πόδι του.
Και κάθισε κάτω, έβγαλε το παπούτσι του,
ένα παλιό λαστιχένιο, κατατρύπιο.
Αυτοί προχωρήσανε για την ελιά, όπου σε
λίγο έφτασε και ο Κούρης.
Κρότος σιδηρόδρομου ήρθε ίσαμε κει,
έπειτα έφυγε, όπως, όταν φυσά άνεμος,
φεύγει κουλουριαστά, στριφογυρίζοντας
καπνός, που βγαίνει από καπνοδόχο
εργοστασίου.
Πάλι είχανε μείνει σιωπηλοί.
Χελιδόνια περνούσανε γρήγορα, οι σφήγκες,
οι μέλισσες βούιζαν... Ένας χτύπος ερχόταν
από το λόφο, ένας χτύπος σίδερου, που
κτυπά πέτρα.
-Είναι το νταμάρι! τους είχε πει ο
Λούκαρης.
Ο Σακίδας έψαχνε την τσέπη του
-Τι γυρεύεις;
-Καπνό!... αν έχει τίποτα τρίμματα!...
Μπα!... έκανε κοιτάζοντας την τσέπη του,
που αναποδογύρισε.
-Ψίχουλα είναι τα περισσότερα!...
Έγινε σιωπή! Ο κρότος του λοστού, που
χτυπούσε την πέτρα, ακουγόταν κανονικός.
Σε λίγο μίλησε ο Κούρης:
-Μωρέ, για βάλτε το και κείνο με το νου
σας, που μας είπε κείνη η γυναικούλα
στην παραγκούλα! Βάλτε με το νου σας!...
-Α, έκανε ο Σακίδας, για σπουδαίο το
'χεις; Αυτά γίνονται κάθε μέρα! Στο φτωχό
δε δίνουνε καμιά αξία, καμιά!... Αν και ο
φτωχός, να σας το πω, έχει πιο πιο πολύ
αξία απ΄ τους πλούσιους! Αυτό μπορώ να
σας τ΄ αποδείξω, τώρα δα, αν θέλετε!...
Για σκεφτείτε λίγο το παιδί πώς γεννιέται!
Για βάλτε το, ντε, με το νου σας! Πώς
γεννιέται;... Γεννιέται άφκιαχτο ακόμα,
δε μοιάζει με το κατσίκι, με το αρνί!...
Αλλά το παιδί είναι ένα πράγμα άφκιαχτο
και το πλάθει ύστερα η μάνα! Σα να ΄χω
δίκαιο λίγο ε; Βάλτε λοιπόν με το νου
σας τη φτωχειά!... Τι τυραννία τραβά!...Να
ξενυχτά να το κουνά, να το σκουπίζει και
να το πλένει και να πλένει και ολόκληρο
το σπίτι!... Α, το μωρό δεν έχει ύπνο, α,
το μωρό ξερνά, α, το σπουρίζει, και άλλα,
άλλα!... Βάσανα και βάσανα! Αμ΄ ώσπου να
πάρει τα πόδια του; Ασ΄τα!... Απ΄ την άλλη
μεριά παρ΄ την πλούσια. Γεννά, ε; το παιδί
θα το πάρει η παραμάνα! Θα της κοιτάξουνε
και το γάλα!... Η πλούσια κοιμάται σα να
την είχε πιάσει μόνο η κοιλιά της και
της πέρασε! Το παιδί το σέρνει η παραμάνα.
Αλλά μην κι αυτή τυραννιέται; Άμα
μαγαριστεί το παιδί, πετά τα μαγαρισμένα!...
Άλλη δούλα τα παίρνει και τα πλένει!...
Βλέπετε λοιπόν, πως ο φτωχός είναι πιο
ιερός από τον πλούσιο;
-Μα πού τα έμαθες αυτά, στο Θεό σου, μωρέ
Σακίδα; ρώτησε ο Κούρης, άμα ο Σακίδας
σταμάτησε να λέει.
Αυτός τον κοίταξε με χαμόγελο:
-Πού τα ΄μαθα, ρε Κούρη; Στο πανεπιστήμιο,
που μας είχανε κλεισμένους!...
Ο Κούρης έσπρωξε το σκούφο του κι έξυσε
το κεφάλι του.
-Εγώ δεν ξέρω ποιος είναι ιερός και ποιος
δεν είναι, μουρμούρισε ο Λούκαρης, εγώ
ξέρω πώς όλοι είναι κακοί!.. Για μένα
είναι το ίδιο όλοι!... Αν δεν ήταν ο κόσμος
κακός, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή και δε
θα ήμουνα ό,τι είμαι τώρα! που δε θα
γλιτώσω και πάλι να χωθώ μέσα. Αυτό ξέρω
γω! Όλοι είναι κακοί, κακοί!...
-Άλλο λέω γω! Έκανε να πει ο Σακίδας.
-Ξέρω τι λες εσύ, αλλά ξέρω και τι λέω
γω!... Αν δεν ήταν ο κόσμος κακός, αν δε
με πείραζε, δε θα ΄μπαινα στη φυλακή!...
Θα ΄χα κι εγώ μια καλύβα, τη γυναίκα μου,
τα παιδιά μου...
Έγινε σιωπή. Ο κρότος του λοστού είχε
είχε πάψει. Το βουητό των εντόμων, που
γυρίζανε στ΄ άγρια λουλούδια κει κοντά
τους, ακουγόταν και φωνές σπουργιτιών.
-Μωρέ, διψώ! έκανε σε λίγο ο Σακίδας.
-Κι εγώ! είπε ο Κούρης.
-Μα πού στο διάολο να βρούμε νερό;
-Να, εκεί, τους είπε ο Λούκαρης, δείχνοντας
το λόφο, εκεί στο νταμάρι κάτω έχει
πηγάδι!
Αυτοί σηκωθήκανε:
-Δε θά ΄ρθεις;
-Δε διψώ!... Αντίστε!... Γρήγορα λιγάκι!...
Ο Λούκαρης τους κοίταξε, που φεύγανε,
έπειτα για λίγο έγειρε και ξαπλώθηκε.
Κοίταξε το γαλανό χρώμα τ΄ ουρανού, τα
πουλιά, τα χελιδόνια, που περνούσαν όλο
κελάδημα, και αργά και πού κανένα κοράκι.
Και δε σκεφτόταν τίποτα, ή κάποτε κάποια
σκέψη ελαφριά φαινότανε στο νου του κι
έσβηνε αμέσως, όπως σε κατακάθαρο ουρανό
λίγος καπνός.
Ξαφνικά πετάχτηκε και κάθισε.
Πέρα λίγο απ΄ αυτόν, σε μια μεριά
μισοκυκλωμένη από χόρτα, ένα φίδι είχε
κουλουριαστεί και λιαζότανε με το κεφάλι
σα γάτα, ή σκυλί, βαλμένο κάτω...
Τινάχτηκε. Αλλά και το φίδι ορθώθηκε,
σήκωσε το κεφάλι του ψηλά και ανοιγόκλεινε
το στόμα του με τα μυτερά στριφτά
δόντια...
Χωρίς να το σκεφτεί το χτύπημα με με το
καυσόξυλο, που είχε για ραβδί, το χτύπησε
με δύναμη... Το φίδι έμεινε ακίνητο.
Το τράβηξε έξω. Ήταν αστρίτης αρκετά
μεγάλος.
-Γιατί να το σκοτώσω; είπε, αφού στάθηκε,
για λίγο, και το κοίταξε. Τι μου έκανε;...
Είχε καθίσει να λιαστεί, να ευχαριστηθεί
τον ήλιο!... Όλος ο κόσμος το κυνηγά!...
Είδε το φίδι να κουνιέται και να φέρνει
κοντά την ουρά του και να μένει πάλι
ακίνητο.
Λύπη μεγάλη του ήρθε:
-Δεν έκανα καλά να το σκοτώσω, όχι!... είπε
πάλι. Όλος ο κόσμος το κυνηγά!... Δεν έκανα
καλά!... Και είχε καθίσει να λιαστεί, να
ευχαριστηθεί τον ήλιο!...
Και δυο δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του
και πέσανε πάνω στο σκοτωμένο φίδι.