Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Ω μεσημέρι της ζωής! Ω γιορτή! Ω καλοκαιριάτικε κήπε! Περιμένω με ανήσυχη ευτυχία, στέκομαι και βλέπω και περιμένω - πού είστε, φίλοι; Εσάς περιμένω, έτοιμος μέρα νύχτα. Ελάτε τώρα! Είναι ώρα! Είναι ώρα!
Δεν άλλαξε σήμερα για σας το γκρίζο του ο παγετώνας με τριαντάφυλλα; Το ρυάκι σάς γυρεύει· κι ο άνεμος και τα σύννεφα στριμώχνονται στον ουρανό, λαχταρώντας να δουν από ψηλά τον ερχομό σας.
Για σας ετοίμασα το τραπέζι μου στο μεγαλύτερο ύψος - ποιος ζει τόσο κοντά στα άστρα όσο εγώ και ποιος τόσο κοντά στα βάθη της αβύσσου; Το βασίλειό μου - έφτασε ποτέ βασίλειο τόσο μακριά; Και το μέλι μου - ποιος το γεύτηκε;
Να σας, φίλοι! - Αλίμονο, δεν ήρθατε για μένα; Διατάζεστε, παραξενεύεστε - αχ, καλύτερα να αγανακτούσατε! Εγώ - δεν είμαι πια; Άλλαξα χέρι, βήμα, πρόσωπο; Και η είμαι, φίλοι - δεν είμαι;
Είμαι άλλος; Και ξένος προς τον εαυτό μου; Κάποιος που δραπέτευσε από τον εαυτό του; Ένας παλαιστής που κατέβαλε τον εαυτό του πάρα πολλές φορές; Που έστρεψε τη δύναμή του ενάντια στον εαυτό του πάρα πολλές φορές, που λαβώθηκε και ανακόπηκε από την ίδια του τη νίκη;
Έψαξα εκεί που ο αέρας είναι πιο τσουχτερός; Έμαθα να κατοικώ εκεί όπου δεν κατοικεί κανένας, στην ερημιά που ζει η πολική αρκούδα, ξέμαθα τον άνθρωπο και τον θεό, την κατάρα και την προσευχή; Έγινα φάντασμα που περιπλανιέται στους παγετώνες;
- Παλιοί φίλοι! Πόσο ωχροί φαίνεστε, πόσο γεμάτοι αγάπη και τρόμο! Όχι, φύγετε! Μην οργίζεστε! Εδώ για σας δεν είναι: εδώ, σ' αυτήν την μακρινή περιοχή των πάγων και των βράχων - εδώ πρέπει να 'ναι κανείς κυνηγός και αγριοκάτσικο.
Κακός κυνηγός έγινα! - Δείτε πόσο τεντωμένο είναι το τόξο μου! Εκείνος που τέντωσε αυτό το τόξο ήταν ο δυνατότερος: αλλά το βέλος, αχ, κανένα βέλος δεν είναι τόσο επικίνδυνο όσο αυτό - μακριά! Φύγετε! Για το καλό σας! . . .
Γυρίζετε πίσω; - Ω καρδιά, στάθηκες καλά, οι ελπίδες έμειναν δυνατές: τώρα κράτα τις πύλες σου ανοιχτές για καινούριους φίλους! Άσε τους παλιούς! Άσε τις αναμνήσεις! Αν ήσουν κάποτε νέα - τώρα είσαι νεότερη!
Εκείνο που μας ένωνε κάποτε, ο δεσμός μιας ελπίδας - ποιος μπορεί ακόμη να διαβάσει τα σημάδια που χάραξε η αγάπη κάποτε εκεί, σημάδια που τώρα ξεθώριασαν και σβήστηκαν; Είναι σαν περγαμηνή - ξεθωριασμένη, καψαλισμένη - που το χέρι φοβάται να την πιάσει.
Όχι πια φίλοι, αλλά - πώς να τους ονομάσω; - Μόνο φαντάσματα φίλων που χτυπούν τη νύχτα την καρδιά και το παράθυρό μου, που με κοιτούν και λένε: «Ήμασταν κάποτε φίλοι;» - τι μαραμένα λόγια, που κάποτε ευωδίαζαν σαν τριαντάφυλλο!
Ω λαχτάρα της νιότης, που παρανόησες τον εαυτό σου! Εκείνοι που εγώ λαχταρούσα, εκείνοι που νόμισαν πως άλλαξαν και έγιναν σαν κι εμένα - το ότι γέρασαν είναι αυτό που τους έδιωξε: μόνον εκείνος που αλλάζει παραμένει όμοιος μ' εμένα.
Ω μεσημέρι της ζωής! Ω δεύτερη νιότη! Ω καλοκαιριάτικε κήπε! Περιμένω με ανήσυχη ευτυχία, στέκομαι και βλέπω και περιμένω. Φίλους περιμένω, έτοιμος μέρα νύχτα, καινούριους φίλους! Ελάτε! Είναι ώρα! Είναι ώρα!
Τούτο το τραγούδι τέλειωσε - η γλυκιά κραυγή του πόθου πέθανε πάνω στα χείλη: ένας μάγος το έκανε, ο φίλος στην κατάλληλη στιγμή, ο μεσημεριάτικος φίλος - όχι! μη ρωτάτε ποιος είναι - το μεσημέρι έγινε, το μεσημέρι έγινε ο ένας δύο . . .
Τώρα, σίγουροι για τη νίκη, γιορτάζουμε τη γιορτή των γιορτών: ο φίλος Ζαρατούστρα ήρθε, ο φιλοξενούμενος των φιλοξενουμένων! Τώρα γελάει ο κόσμος, η μαύρη αυλαία σκίζεται, η μέρα του γάμου ήρθε για το φως και το σκοτάδι…
Κατά την χιλιετή περίπου κυοφορίαν του νεωτέρου πολιτισμού, ην ονομάζομεν μεσαιώνα, αι ανεξήγητοι της φύσεως λειτουργίαι, τα και σήμερον ακόμη σκοτεινά φαινόμενα του ηλεκτρικού ρευστού και του μαγνήτου, προ πάντων δε, τα ένεκα της κακοπάθειας και της μοναστικής αργίας επιπολάζοντα νοσήματα των νεύρων και του εγκεφάλου επλήθυναν παρά τοις τότε ανθρώποις την υπό ποικίλα ονόματα επιφοίτησιν παντοίως δήθεν υπερφυσικών όντων. Τα αόριστα σχήματα, άτινα το βλέμμα του εκστατικού εδίωκε μεταξύ των νεφών, ωνομάσθησαν «συλφίδες», οι εκ της φλογός αναπηδώντες σπινθήρες ή αι υπεράνω του έλους πλανώμεναι λάμψεις «σαλαμάνδραι», αι αναθυμιάσεις των πεδιάδων μετά την βροχήν «χθονοδαίμονες» (gnomes) και ούτω καθεξής. Ταύτα ήσαν ως επί το πολύ κληροδοτήματα της πριν πολυθεΐας, χαρίεντα πλάσματα της ηβώσης των αρχαίων φαντασίας, άτινα ησπάζετο μειδιών και αυτός ο Σωκράτης, ανάξιον νομίζων φιλοσόφου να πολεμήση αυτά δια σχολαστικής τινος και αγροίκου, ως έλεγε, σοφίας(1). Αλλ’ οι ιεροκρατικοί εφάνησαν ήττον επιεικείς του Έλληνος φιλοσόφου προς τας δημώδεις προλήψεις. Τας αθώας των δυνάμεων της φύσεως προσωποποιήσεις μετεμόρφωσαν εις πραγματικούς κερατοφόρους «δαίμονας»· τους δε κατεχομένους δήθεν υπ’ αυτών κατεδίωξαν δι’ αναθεμάτων, πυρός και σιδήρου. Η αγρία αύτη καταδρομή έδωκε πλείονα υπόστασιν εις τα ονείρατα ταύτα· τα δε χειροήθη των αρχαίων φαντάσματα, προικισθέντα υπό της Εκκλησίας δι’ αγνώστου πρότερον προς το κακοποιείν δυνάμεως, επέχυσαν την κατήφειαν και τον τρόμον εφ’ όλον τον μεσαίωνα. Ο ορθός λόγος είχε τότε κατακλιθή, η κριτική εκοιμάτο ύπνον βαθύν· της δε επιστήμης η γλώσσα ήτο μέχρι ρίζης αποκεκομμένη. Παράδοξός τις σύγχυσις των διανοητικών δυνάμεων και διηνεκής του νευρικού συστήματος ερεθισμός καθίστων τους τότε ανθρώπους δειλούς, ανήσυχους και ευπίστους ως παιδία. Αλλά και οι νεκροί αυτοί, καταληφθέντες υπό της επιδημικής ταύτης ανησυχίας, δεν ηδύναντο να ησυχάσωσι εν τω τάφω· παράπονα και στεναγμοί αντήχουν την νύκτα εν τοις κοιμητηρίοις· τας δε νεκρικάς σινδόνας εκηλίδονον πολλάκις θερμού αίματος σταγόνες. Ουδείς εστοχάσθη τότε ν’ αποδώση τα φαινόμενα ταύτα εις προώρους ενταφιάσεις νεκροφανών· αλλ’ εις τον φόβον των δαιμόνων προσετέθη και ο τρόμος των «βρυκολάκων».
Την τελευταίαν ταύτην δεισιδαιμονίαν συγγραφείς τινες αντί ν’ αποδώσωσιν εις τη αμάθειαν των τότε ανθρώπων, υποθαλπομένην υπό της απληστίας του κλήρου, απέδωκαν εις αυτό το πνεύμα του χριστιανισμού, το διδάσκον την και πέρα του τάφου παράτασιν της ζωής. Αλλ’ η μομφή αύτη, εις τοιούτον σφενδονιζομένη ύψος, πίπτει αφ’ εαυτής. Το δόγμα της αθανασίας ήτο προγενέστερον του χριστιανισμού· τα δε φάσματα, η νεκρομαντεία και των ψυχών αι δραπετεύσεις, και παρά τοις λαοίς της Ανατολής και παρ’ Έλλησι και εν τη Σκανδιναυϊκή μυθολογία απαντώνται. Τας δεισιδαιμονίας όμως ταύτας ου μόνον δεν υποστηρίζει αλλά και δια σαφών χωρίων φαίνεται αποδοκιμάζον το Ευαγγέλιον. Ούτως ο Αγ. Λουκάς παριστά τον Αβραάμ λέγοντα τω κακώ πλουσίω, όστις εζήτει την αποστολήν του νεκρού Λαζάρου εις τον κόσμον προς αποτροπήν των πέντε αδελφών του από της οδού της απωλείας:
«Επί πάσι τούτοις μεταξύ ημών και υμών χάσμα μέγα εστήρικται, όπως οι θέλοντες διαβήναι εντεύθεν προς υμάς μη δύνωνται, μηδέ οι εκείθεν προς ημάς διαπερώσιν»(2).
Όπερ σημαίνει, αν δεν απατώμεθα, ότι έκαστος νεκρός πρέπει να μένη εκεί, όπου έταξεν αυτόν η θεία δικαιοσύνη. Κατωτέρω δε ο αυτός Αβραάμ θέλων ν’ αποδείξη ου μόνον αδύνατον την εις τον κόσμον επάνοδον των νεκρών, αλλά και ανωφελή προς σωτηρίαν των ζώντων, οίτινες μόνα προς τούτο μέσα έχουσι τα παραγγέλματα της θρησκείας, προσθέτει εν τω τέλει του αυτού εδαφίου: «Ει Μωϋσέως και των προφητών ουκ ακούουσιν, ουδέ εάν τις των νεκρών αναστή, πεισθήσονται».
Τα εδάφια ταύτα αρκούσι, νομίζομεν, ν’ αποδείξωσι τον αμιγή τερατικών ρύπων χριστιανισμόν πληρέστατα αποδεχόμενον το αμετακίνητον των νόμων της φύσεως, οίτινες την πλάκα του τάφου σφραγίζουσιν ακραδάντως. Αι υπό του Σωτήρος ενεργηθείσαι νεκραναστάσεις ουδόλως αντιβαίνουσι κατ’ ουσίαν εις τον θεμελιώδη τούτον νόμον· διότι και εν αυταίς παρατηρούμεν ότι ψυχή, απεκδυθείσα το σώμα, δεν δύναται άλλως να επανέλθη εις την γην, ει μη μόνον αναλαμβάνοσα και πάλιν το επίγειον αυτής ένδυμα. Αλλ’ η τοιαύτη σαρκική ανάστασις ουδέν έχει κοινόν προς τας μεσαιωνικάς δραπετεύσεις ασωμάτων ψυχών, και τας σήμερον ακόμη πιστευομένας παρά πολλών επιφοιτήσεις πνευμάτων εις τα χείλη πινακίου ή τους πόδαςς μαγνητισθείσης τραπέζης.
Αλλά και εν αυτώ τω σκότει της μεσαιωνικής αμαθείας δεν έλειψαν εκ διαλειμμάτων λογικώτεροι οπωσούν θεολόγοι διδάσκοντες, ότι οι τεθνεώτες μένουσιν αιωνίως εν τη ορισθείση αυτοίς κατά τα έργα των κατοικία· τα δε υπακούοντα εις τας επικλήσεις των μάγων φαντάσματα ουδέν άλλο ήσαν, ειμή αυτός ο Διάβολος, όστις ελάμβανε κατ’ αρέσκειαν την μορφήν οιουδήποτε προσκαλουμένου νεκρού, ίνα εξαπατήση τους οφθαλμούς και την συνείδησην των ανθρώπων, παρέχων αυτοίς την μικράν ελπίδα, ότι δύνανται τη βοηθεία των μαύρων πτερύγων του να υπερβώσι το χάσμα, όπερ εστήριξεν ο Θεός μεταξύ της ζωής και του θανάτου. Οι ιερείς ούτοι λέγουσιν εν αλληγορική γλώσση τα αυτά περίπου, όσα ο ορθός λόγος και η Επιστήμη κηρύττουσι καθ’ εκάστην άνευ περιφράσεων. Αν δεν υποθέσωμεν ότι, μεταχειριζόμενοι την λέξιν «Διάβολος» ως απλούν ρητορικόν σχήμα, ουδέν άλλο εσκόπουν ή να προσωποποιήσωσι δι’ αυτής την μωρίαν και την σκοτοδίνην του νεκρομάντεως, απατωμένου υπό των φασμάτων της νοσούσης κεφαλής του, τότε δυνάμεθα να τείνωμεν ανενδοιάστως την χείρα εις τους καλούς τούτους θεολόγους, αναγορεύοντες αυτούς αξίους υπερμάχους της προόδου και της επιστήμης.
Δυστυχώς όμως ο Διάβολος, όστις κατά την εποχήν εκείνην ήτο κοσμοκράτωρ, είχεν, ως πάντες οι μεγάλοι βασιλείς, πληθύν ανακτόρων. Ενησμενίζετο μεν ενίοτε να καταλύη εν τη κεφαλή των νεκρομάντεων, αλλά το προσφιλέστερον αυτού ενδιαίτημα ήτο η συνείδησις των κακών ιερέων, ους παρεκίνει ν’ ανανεώσιν εν τοις του Ιησού ναοίς τας αγυρτείας των αρχαίων θυσιαστηρίων. Αν πάλιν φωσφορώδεις λάμψεις επλανώντο υπεράνω του έλους, αι λάμψεις αύται ήσαν αι λεγόμεναι ψυχαί, ων η δίψα έπρεπε να σβεσθή δι’ ηγιασμένου ύδατος, του οποίου η πώλησις επέτρεπεν εις τον ιερέα, μεθύοντα εν τοις παρά πάση τότε εκκλησία πεπηγμένοις καπηλείοις, ν’ ανανεώση το ευαγγελικόν θαύμα της μετατροπής του ύδατος εις οίνον.
Αλλά ταύτα ήσαν, φαίνεται, τα ελάχιστα αμαρτήματα, ων οι νεκροί παρείχον αφορμήν εις τους ζώντας. Κατά τους αξιοπιστοτέρους των χρονογράφων πλήθος εγκλημάτων διεπράττοντο καθ’ εκάστην υπό των βρυκολάκων, ή τουλάχιστον απεδίδοντο εις αυτούς. Εληστεύοντο ταμεία, ητιμάζοντο γυναίκες, επυρπολούντο δάση, άνθρωποι ευρίσκοντο εν τη κλίνη των νεκροί, ή εξύπνουν ηκρωτηριασμένοι. Το δε περιεργότερον είναι, ότι οι εκ του άλλου κόσμου ούτοι κακούργοι μόνους τους εις την δυσμένειαν του κλήρου υποπέσοντας εκακοποίουν. Η αποκλειστικότης αύτη των βρυκολάκων έδωκεν αφορμήν πολλών λήρων και τολμηρών υποθέσεων εις κακεντρεχείς τινας ιστοριογράφους. Πρέπει όμως και να ομολογήσωμεν ότι, αφού το Ευαγγέλιον απαγορεύει ρητώς να πιστεύωμεν εις βρυκόλακας, οι ταλαίπωροι ιστορικοί, ευαγγελικώς σκεπτόμενοι, είχον και ολίγον δίκαιον να καταφεύγωσιν εν τη αμηχανία των εις υποθέσεις. Αλλ’ αφίνοντες έκαστον όπως βούλεται ν’ αποφασίση μεταξύ ιερέων και Ευαγγελίου, περιοριζόμεθα να παραθέσωμεν ως απλούν δείγμα της κακοηθείας των τότε βρυκολάκων την ιστορίαν του αρχιερέως Ούδου, ην μέχρι σήμερον διηγούνται μετά φρίκης οι κάτοικοι της Σαξωνίας.
Ο καλός ούτος επίσκοπος του Μαγδεβούργου ήτο πράος, ελεήμων, σώφρων, πολυμαθής, αληθής ποιμήν, ή μάλλον πατήρ των πνευματικών αυτού τέκνων. Αλλά πάντα τα προτερήματα ταύτα ησχηματίζοντο υπό φοβερού τινος, δι’ ιερέα της εποχής εκείνης ελαττώματος. Ο Ούδος, μη αρκούμενος ν’ ασκή ο ίδιος πάσας τας χριστιανικάς αρετάς, απήτει την άσκησιν αυτών και παρά των υπό τας διαταγάς του ρασοφόρων. Βλέπων δε μετά λύπης εις οίον βόρβορον κακοηθείας εκυλίετο ο τότε κλήρος, διενοήθη να μεταχειρισθή, κατά μίμησιν της Ανατολικής Εκκλησίας, τον γάμον ως αντιφάρμακον κατά της ακολασίας των κληρικών. Αρχόμενος λοιπόν από εαυτού της μεταρρυθμίσεως, ο καλός αρχιερεύς, καίτοι εβδομηκοντούτης ήδη και καταβεβλημένος υπό της σκληραγωγίας και της μελέτης, εξήγαγεν εκ γειτονικού μοναστηρίου ομήλικά τινα σχεδόν ηγουμένην, ην ενυμφεύθη δημοσία, προτρέπων τους μη δυναμένους να τηρήσωσι την αγνότητα εις μίμησιν του παραδείγματός του. Η προαίρεσις του γέροντος επισκόπου ήτο ίσως καλή, αλλ’ η ώρα της μεταρρυθμίσεως δεν είχε σημάνει ακόμη· ώστε σκώμματα μόνον και μίση επεσώρευσε κατά της πολιάς κεφαλής του ο πρόδρομος ούτος του Λουθήρου εκ μέρους των ιερέων, προτιμώντων να καταπατώσι καθ’ εκάστην την εβδόμην εντολήν του Θεού μάλλον, ή να παραβώσι τους κανόνας της Δυτικής Εκκλησίας.
Εις τοιαύτην ευρίσκοντο τα πράγματα κατάστασιν, ότε πρωίαν τινά ο αρχιερεύς Ούδος ευρέθη νεκρός εν μέσω του νάρθηκος της μητροπόλεως. Η αποκεκομμένη κεφαλή εμόρφαζεν εντός έλους πεπηγμένου αίματος, το δε σώμα εκαλύπτετο δια μόνου του νυκτικού χιτώνος. Ο επίσκοπος, αρπαγείς προφανώς από της κλίνης του, είχε μετακομισθή εις την εκκλησίαν όπου εκαρατομήθη. Αλλά τίνες ήσαν οι δήμιοι, ή μάλλον οι δολοφόνοι; Η εν τω δωματίω του επισκόπου κοιμωμένη γυνή διηγήθη τρέμουσα, ότι μεσούσης ήδη της νυκτός, αφυπνίσθη υπό απαισίας τινός φωνής ψαλμωδούσης:
Cessa de ludo
Satis ludisti, Udo(3).
Είτα, ανοιχθείσης της θύρας, εισώρμησαν εις τον κοιτώνα μαύραί τινες μορφαί, αίτινες, αρπάσασαι τον επίσκοπον εκ της κλίνης, απήγαγον αυτόν προς την εκκλησίαν, η δε γυνή ελιποθύμησεν.
Εν τη επισκοπή εφιλοξενείτο τότε εφημέριός τις ονόματι Φρειδερίκος, όστις επεδίωκε δι’ ασκητικής διαίτης τον τίτλον του αγίου. Ο ιερεύς ούτος είχε διέλθει την αποφράδα εκείνην νύκτα εν τη εκκλησία, δεόμενος τω Υψίστω να εκδιώξη τους δαίμονας, τας προοδευτικάς δηλαδή ιδέας, αίτινες κατείχον τον Ούδον. Ο ναός ήτο έρημος, η νυξ ασέληνος, και ο πτωχός εφημέριος έτρεμεν εν τω σκότει, ότε φοβεραί κραυγαί μετά θρήνων μεμειγμέναι αντήχησαν εν τω σκευοφυλακείω, εκ του οποίου εξελθών μετ’ ολίγον ανήρ λευχείμων και πελωρίους πτέρυγας φέρων επί των νώτων έσπευσε ν’ ανάψη τα κηρία του θυσιαστηρίου. Ο Φρειδερίκος είδε τότε άνθρωπον ημίγυμνον, τον οποίον δαιμονόσχημα φάσματα εκράτουν δεδεμένον· αλλ’ η προσοχή αυτού προσηλώθη και πάλιν εις την θύραν του σκευοφυλακείου, δι’ ης εισήρχετο πρωτοφανής και καταπληκτική τις λιτανεία.
Επί κεφαλής εβάδιζον οι άγιοι προστάται της Μαγδεβουργείου εκκλησίας, διακρινόμενοι εκ των υπό της παραδόσεως αποδιδομένων αυτοίς παρασήμων· μετά τούτους εισήλθον άγγελοι λευκοφόροι, ηγούμενοι γυναικός, ην εκ του χρυσού στεφάνου και του κυανού πέπλου πας τις ηδύνατο ευκόλως να γνωρίση ως την Παναγίαν. Τούτοις είποντο έτεροι άγγελοι ενδεδυμένοι ερυθρομέλανας μανδύας, εν οις διεκρίνετο ο Αγ. Μιχαήλ, πάλλων την πλατυσίδηρον ρομφαίαν του. Τελευταίος δε εισήλθεν, εν μέσω κηροφόρων, ανήρ φέρων ακάνθινον στέφανον και βαρύν επί των ώμων σταυρόν. Άπας ο υπεράνθρωπος ούτος κλήρος ετοποθετήθη επί των στασιδίων· ο δε Ιησούς, εκείνος τουλάχιστον όστις έφερε τα εμβλήματα του Γολγοθά, εκάθησεν επ’ αυτού του αρχιερατικού θρόνου. Οι δαίμονες ήρχισαν τότε κατηγορούντες τον επίσκοπον, ου και αυτό το στόμα εκράτουν στερεώς δεδεμένον. Ο κατηγορούμενος, προσκληθείς ν’ απολογηθή, δεν ηδυνήθη ν’ απαντήση ουδέ γρυ, είτε συναισθανόμενος το βάρος των αμαρτιών του είτε στενοχωρούμενος υπό του φιμώτρου. Η εύσπλαχνος Παναγία επειράθη τότε να μεσιτεύση υπέρ αυτού, γονυπετήσασα προ του Σωτήρος· αλλ’ ότε ήκουσεν οποίον ασελγείας τέρας ήτο ο γέρων επίσκοπος, τολμήσας να νυμφευθή γυναίκα, μεμνηστεμένην τω υιώ της, ευθύς απεσύρθη η Θεοτόκος, καλύπτουσα δια των χειρών το ερυθρόν υπό της αιδούς πρόσωπόν της. Ο Ιησούς ένευσε τότε τω αγγέλω Μιχαήλ, του οποίου η μάχαιρα ήστραψε και κατέπεσεν· είτα δε εσβέσθησαν αι λαμπάδες, και το παν ηφανίσθη εν τω σκότει.
Ο άφωνος μάρτυς της σκηνής ταύτης, νομίζων ότι ηπατάτο υπό οπτασίας νυκτερινής, προεχώρησε μετά δειλίας προς το θυσιαστήριον, αλλά προσκόψας κατ’ αψύχου όγκου κατελήφθη υπό τρόμου, και έτρεξε δρομαίος να κλεισθή εν τω κελλίω του. Την δε επιούσαν οι υπηρέται της εκκλησίας εύρον παρά τους πόδας του θυσιαστηρίου το ακέφαλον σώμα του επισκόπου. Το κατηραμένον λείψανον ερρίφθη εις τους λύκους, και αι αιμοβαφείς πλάκες αφέθησαν ασπόγγιστοι, καλυφθείσαι μόνον δια μικρού τάπητος. Κατά πάσαν δ’ έκτοτε χειροτονίαν έκαστος νέος επίσκοπος Μαγδεβούργου εφέρετο εκεί επισήμως υπό του συνηγμένου κλήρου, και, αφαιρουμένου του τάπητος, εδεικνύοντο αυτώ τα ερυθρά ίχνη της τιμωρίας του ιεροσύλου.
Την ιστορίαν ταύτην εξελεξάμην μεταξύ μυρίων τοιούτων, ων βρίθουσιν οι χρονογράφοι και τα μεσαιωνικά συναξάρια, ως υπέρ πάσαν άλλην αποδεικνύουσαν ου μόνον εις ποίον βαθμόν εξαχρειώσεως έφθασεν ο τότε κλήρος, αλλά και πόσον συγγενεύει μετά της ασεβείας η δεισιδαιμονία· ουδέν τω όντι βδελυρώτερον και εν ταυτώ ασεβέστερον της εις τον Ιησούν αποδιδομένης ταύτης δολοφονίας. Αν το χάσμα, το χωρίζον ημάς από των νεκρών, δεν ήτο ανυπέρβατον, αν αυτός ο Σωτήρ ηδύνατο, δίχως να διαταράξη τους κειμένους νόμους, να επανέρχηται προς ημάς υπό άλλην μορφήν, πλην της μεταλήψεως, αντί του Ούδου βεβαίως ήθελε πατάξει τους αυτουργούς της αισχράς εκείνης κωμωδίας, τον δε δυστυχή επίσκοπον ήθελεν ανεγείρει, λέγων αυτώ ως τη μοιαχλίδι, «ύπαγε και μηκέτι αμάρτανε». Αν τα εν ουρανώ μακάρια πνεύματα εδύναντο να οπλισθώσι δι’ αισθητής ρομφαίας προς τιμωρίαν των επί της γης κακουργούντων, ούτε οι ιερεξετασταί ήθελον προφθάσει τοσούτους να καύσωσιν ανθρώπους, ούτε η Αγία Ειρήνη να τυφλώση τον υιόν, ουδ’ ο Αλέξανδρος Βοργίας να φαρμακεύση τους υπηκόους του δια του άρτου της Ευχαριστίας. Αλλά το θανατόνειν δέδοται εις μόνους τους ανθρώπους, τας νόσους και το γήρας. Ο δε Θεός είναι μόνης της ζωής ο υπέρτατος διανομεύς, και ούτε εις τους αγγέλους επιτάσσει έργα δημίων, ούτε παρά των ιερέων του απαιτεί να στέλλωσιν ανθρώπους εις την κόλασιν δι’ αναθεμάτων.
Άλλ’ ας έλθωμε στή συνάντησι τού Γκουρτζιέφ μέ τον Δερβίση τής Μπουχάρας: Έτυχε ό έκ Καισαρείας Έλλην Γεώργιος Γεωργιάδης ή Γκουρτζιέφ νά συναντήση στά πολλά του τά ταξείδια, έναν Δερβίσην, πού ώνομαζότανε Χατζή Ζεφίρ Μπόγκα - Έδδίν. Καί ο δερβίσης αυτός άρχισε νά τού μιλά περί τού Θεμελιώδους Νόμου τής Έβδομάδος, πού τον είχαν βαθειά μελετήσει 2 Κινέζοι, προερχόμενοι καί καταγόμενοι άπό τήν ’Ατλαντίδα. Μερικά αποσπάσματα τής όλης διδασκαλίας τών σοφών Ατλαντίνων έχουν διασωθεί σέ έναν μικρόν αριθμόν μεμυημένων τής Κεντρικής ’Ασίας. Ή μιά γενεά τά παραδίνει στήν επιγιγνομένη γενεά, καί έτσι έφθασαν ίσα μέ τή σημερινή μας εποχή.
Πρέπει τώρα νά έχη ύπ’ όψιν του ό ’Αναγνώστης, πώς οί Λεμούριοι, είχαν μαύρο χρώμα. Καί οί σημερινοί Νέγροι είναι τά υπολείμματα καί οί άπόγονοι τών Λεμουρίων. "Οπως οί ’Ατλαντίνοι ήσαν κίτρινοι, καί άπόγονοι αυτών είναι οί σημερινοί Κινέζοι καί Γιαπωνέζοι. Οί ’Αρχαίοι Κινέζοι κατείχαν πάμπολα μυστικά καί επιστήμες τών Άτλαντίνων, όπως οί άναφερόμενοι ανωτέρω 2 Κινέζοι, πού ήσαν αδελφοί, καί άπό τούς πρώτους Βασιλείς τής Κίνας.
Μιλώντας λοιπόν μέ τον Δερβίση αυτό, μού προέτεινε νά πάμε σέ έναν άλλο Δερβίση (διηγείται ο Γεώργιος Γεωργιάδης στο βιβλίο του), στενό του φίλο, πού κατείχε πέρα γιά πέρα τήν άρχαία αυτή Κινεζική Επιστήμη. Μού προσέθεσε, πώς ό φίλος του αυτός έμενε στήν Άνω Μπουχάρα, μακρυά από τούς άλλους ανθρώπους καί ενησχολείτο μέ μερικά πειράματα γύρω άπό τήν Επιστήμη αυτή. Δέχθηκα μέ χαρά τήν πρότασί του, καί ξεκινήσαμε νά συναντήσωμε τό σοφό Ντερβίση. Ύστερα από πολυήμερη πορεία φθάσαμε σέ ένα στενό μεταξύ τών βουνών τής υψηλής εκείνης περιοχής. Καί τότε ό Δερβίσης μέ παρεκάλεσε νά τόν βοηθήσω ν’ ανασηκώση μιά πλάκα. Καί όταν τήν άνασηκώσαμε, από κάτω φάνηκε μιά τρύπα, από τήν οποία έβγαιναν δυό σιδερένια ραβδιά. Ό Δερβίσης συνένωσε τά 2 ραβδιά καί πρόσεξε νά άκούση.
Σέ λίγο άκούσθηκε ένας ήχος, καί ό Δερβίσης άρχισε νά μιλά σέ μιάν άγνωστη γιά μένα γλώσσα. Καί, όταν τέλειωσε τήν ομιλία, ξαναβάλαμε στή θέσι της τήν πλάκα. Καί προχωρήσαμε. Ύστερα από περπάτημα αρκετών λεπτών, σταματήσαμε μπροστά σέ έναν βράχο όπου ό Χατζής Ζεφίρ Μπόγκα Έδδίν μέ εντεταμένη τήν προσοχή φαινόντανε σά νά περίμενε κάτι. 'Οπότε, ξαφνικά, ή πελώρια πέτρα, πού βρισκόντανε μπροστά μας άνοιξε καί απεκάλυψε τό στόμιο ενός σπηλαίου. Μπήκαμε μέσα καί αρχίσαμε νά προχωρούμε. Μέ κατάπληξί μου είδα πώς ό διάδρομος τοΰ σπηλαίου φωτιζόντανε αλληλοδιαδοχικώς μέ αεριόφως καί μέ ηλεκτρισμό, καί δέν μπορούσα νά καταλάβω πώς, σέ κείνη τήν απρόσιτη περιοχή τοϋ υψιπέδου εκείνου, μπορούσαν νά υπάρχουν τά μέσα εκείνα τοϋ πολιτισμού καί τής ευμαρείας! Απέφυγα όμως νά ζητήσω εξηγήσεις. Σέ λίγο είδαμε νά έρχεται ένας σεβάσμιος γέροντας, πού, μετά τήν ανταλλαγή τών συνηθισμένων χαιρετισμών δεξιώσεως, άρχισε νά μάς όδηγή στά ενδότερα τού μυστηριώδους σπηλαίου. Αψηλός τό ανάστημα, ήτο εξαιρετικά λιγνός. Τό επιβλητικό αυτό πρόσωπο ήτανε ακριβώς ο σοφός Δερβίσης, περί του οποίου μου είχε μιλήσει ό Χατζής Ζεφίρ Μπόγκα Έδδίν, καί ωνομαζότανε Χατζή Ασβάτ Τρούβ.
Ενώ εξακολουθούσε μιλώντας, μάς ώδήγησε μέσα σέ ένα μικρό τμήμα του σπηλαίου του, όπου καί οί τρεις μας καθήσαμε κατά γής απάνω στον κετσέ ή ψάθα, πού ήταν στρωμένο απάνω στο πάτωμα, καί, ενώ μιλούσαμε, τρώγαμε καί από τό κρύο ρύζι, πού ονομάζεται «Πιλάφι Σίλα», πού κατασκευάζεται σύμφωνα μέ τήν εγχώρια μαγειρική. Είχε φέρει τό πιλάφι αυτό ο επιβλητικός εκείνος πρεσβύτης από τό γειτονικό δωμάτιο.
Καί κατά τό γεύμα εκείνο, ό φίλος μου Δερβίσης τόν κατετόπισε περί του ενδιαφέροντος πού έτρεφα, σχετικά μέ τόν Θεμελιώδη Νόμο τής Έβδομάδος ή «Όκταήχου» ή οκταφωνίας ή «οκτάβας». ’Από τις ερωτήσεις, πού μού έθεσε καί από όσα μού είπε, κατάλαβα πώς ο σοφός εκείνος γέροντας είχε περάσει χρόνια ολόκληρα μελετώντας τά μυστήρια τής Έβδομάδος, καί πώς εσυνόδευε τή θεωρία μέ τήν πράξι! Συνήγαγα περαιτέρω τό συμπέρασμα, πώς είχε φθάσει σέ καταπληκτικά αποτελέσματα.
Δέν μπορούσα νά καταλάβω, πώς αυτός ό Δερβίσης κατώρθωσε νά φθάση σέ τόση εκπληκτική σοφία. Καί τόν παρεκάλεσα νά μέ ένημερώση σχετικώς. Καί άρχισε νά μοϋ μιλή σχετικά μέ τις δονήσεις, κυμάνσεις, παλμούς, κύματα, συχνότητες γενικώς. Καί όταν αρχίσαμε νά μιλούμε για τήν οκταφωνία ή «οκτάβα», ο Χατζή Ασβάτ Τρούβ μου εξήγησε άτι ακριβώς ή μελέτη τών Νόμων τών δονήσεων τού ήχου, τον ωδήγησε στή γενικώτερη μελέτη τών Μυστηρίων τού Θεμελιώδους Νόμου τής 'Εβδομάδος, καί στή μελέτη αυτή έκτοτε είχε αφιερώσει ολόκληρη τή ζωή του. Έθεώρησε όμως καλό να μάς δώση τις ακόλουθες πληροφορίες, σχετικά μέ τήν προηγούμενη ζωή του:
«Μίαν ημέραν ο Ηγούμενος μέ προσκάλεσε καί μού είπε: «Κατά τήν περίοδον, πού ήμουν άπλοΰς άκόμη Δερβίσης, παρετήρησα, ότι όταν εψάλλοντο τά άσματα, ταύτα επενήργουν επί τών ψυχών διαφοροτρόπως δι’ έκαστον άτομον ενώ εδώ δεν συμβαίνει αυτό. Πού πρέπει ν’ άποδοθή τοΰτο; Σύ, πού ειδικεύεσαι είς τά μουσικά όργανα, θά είσαι ίσως είς θέσιν νά λύσης αυτό το σοβαρόν πρόβλημα.
«Επηκολούθησε συζήτησις καί έρευνα εκ τής οποίας άπεδείχθη, ότι είς τον Τεκκέ ή Μουσουλμανικόν Μοναστήρι, όπου έμαθήτευεν ώς απλούς Δερβίσης ό Ηγούμενος ή Σεΐχης, μεταχειρίζοντο, εκτός τού τυμπάνου καί έγχορδα όργανα. Ενώ είς τό Τάγμα, πού υπηρέτουν, αί αυταί Ιεραί μελωδίαι εψάλλοντο μόνον μέ πνευστικά όργανα, μέ έγχορδα τοιούτα. ’Αλλά προέκυψε δεύτερον πρός έπίλυσιν πρόβλημα: δεν υπήρχον μεταξύ των Δερβίσιδων εκείνου τού Τεκκέ αρκετοί μουσικοί έγχορδων οργάνων. Μού εδόθη τότε εντολή να κατασκευάσω όργανα αυτομάτου παιξίματος.
«Η πρότασις μού ήρεσε. Κατεσκεύασα ένα σύνηθες «ζιμπάλ» και τή συνεργασία τού φίλου μου Δερβίσου Κερμπαλάϊ – Αζίζ - Νουαράν, κατεσκεύασα ένα όργανον με πλήκτρα, ανταποκρινόμενον προς την επιθυμίαν του Σεΐχου. Όταν ήρχίσαμεν νά προσαρμόζωμεν τας χορδάς, ήρχισα νά διαπιστώ τούς Νόμους, τούς διέποντας τας δονήσεις. Εγνώριζα, ότι τό ήμισυ μιας χορδής δίδει τό διπλάσιον των δονήσεων ολοκλήρου τής χορδής, του αυτού όγκου και πυκνότητος. Επί τη βάσει τού θεμελιώδους τούτου Νόμου, ετόνισα όλας τάς χορδας κατά το 1/8 τού ήχου ή φωνής. Και τότε παρετήρησα, ότι μόνον ενίοτε ο ως άνω θεμελιώδης νόμος, καθ’ όν ο αριθμός των δονήσεων είναι αντιστρόφως ανάλογος του μήκους της χορδής, επιτυγχάνεται η διά πασών αρμονική συμφωνία.
«Και δια την λύσιν του προκύψαντος προβλήματος αφιέρωσα έκτοτε όλην μου την προσοχήν.
Μετά τας εξηγήσεις αυτάς, ο Χατζής Ασβάτ Τρουβ προσέθεσεν:
«Με τον φίλον μου Κερμπαλάι Αζίζ – Νουαράν ηρχίσαμεν μελετώντες όλας τάς υφισταμένας επί της Γης θεωρίας, που διά μέσου των αιώνων εγένοντο από τούς κατά καιρούς σοφούς: Εμελετήσαμεν την θεωρίαν των Ασσυρίων καί τού μεγάλου Ασσυρίου Μελμανάς. Καί τήν Αραβικήν θεωρίαν τού περιφήμου Σελνεχέζ Αβάζ, και την Ελληνικήν, του Πυθαγόρου, καθώς καί όλας φυσικά τάς Κινεζικάς θεωρίας. Καί κατεσκεύασαν όργανα και συσκευάς ομοίας πρός τάς υπό των διαφόρων αυτών σοφών κατασκευασθείσας. Καί κατεσκευάσαμεν ένα όργανον τελειοποιημένον, το οποίον καί χρησιμεύει σήμερον διά τα πειράματά του. Πού ωνομάζετο υπ’ αυτού το «μονόχορδον», καί πού εβάπτισα εγώ σήμερον, μέ τήν προσθήκην, πού επέφερα επ’ αυτού, Vibrosho ή όργανο τών δονήσεων ή κραδασμών».
«Όταν περαιτέρω εξέφρασα τήν κατάπληξίν μου διότι ο μυστηριώδης αυτός Χατζής κατείχε το τελειότατον επί τής Γης όργανον καταμετρήσεων τών δονήσεων, ο άγιος αυτός άνθρωπος μου εξήγεσεν:
« Δυστυχώς διά τούς Ευρωπαίους δέν έχουν κατανοήσει ότι τόν ήχον δέν προκαλούν μόνον τα συνήθη φυσικά αίτια εις τάς σειρήνας αλλά καί απλή ροή αέρος. Επειδή λοιπόν η σειρήνα, πού οι Ευρωπαίοι μεταχειρίζονται, διά τήν καταμέτρησιν τών δονήσεων ηχεί μόνον λόγω τής ροής τού αέρος καί όχι από τάς φυσικάς δονήσεις, κατανοείται ευκόλως ότι ο ακριβής αριθμός ουδέποτε δύναται δι’ αυτών τών σειρήνων να επιτευχθή...
«Καί ότι πράγματι ο ήχος δύναται να προκληθή υπό δύο αιτίων: δηλ. από τάς φυσικάς κοσμικάς δονήσεις καί απλούστατα από τήν ροην του αερος, θά σάς τό αποδείξω εμπράκτως, διότι το γεγονός αυτό ενέχει πρωταρχικήν σημασίαν καί σπουδαιότητα.
Και λέγων ταύτα ο άγιος αυτός καί πάνσοφος γέρων έφερεν έξωθεν μιά γλάστρα μέ ένα δενδρύλλιον έν πλήρει ανθίσει. Την ετοποθέτησεν εις το κέντρον τού δωματίου καί εκάθισε πλησίον του «μονόχορδου» του κοσμοξακουσμένου Πυθαγόρου! Καί στρεφόμενος πρός ημάς είπεν:
- Θα παραγάγω τώρα πέντε διαφόρους ήχους. Παρακαλείσθε νά παρακολουθήτε τά άνθη τού δενδρυλλίου και το ωρολόγιόν σας, διά νά διαπιστώσητε εις πόσον χρονικόν διάστημα εξακολουθούν παιζόμενοι οι ήχοι.
Καί τότε ήρχισε εμφυσών αέραν μέ ένα φυσερόν, εις τό μονόχορδον μέσω καταλλήλων σωλήνων. Καί τό μονόχορδον ήρχισε να παράγη μονότονον μελωδίαν πέντε τόνων. Η μονότονος αυτή μελωδία διήρκεσε 10 λεπτά και όχι μόνον άπεμνημονεύσαμεν τούς αριθμούς των δονήσεων διά τού αρμοδίου δονησεο-μέτρου, αλλά καί αυτοί οί 5 τονοι ενετυπώθησαν άνεξιτήλως εις τήν ηχητικήν μας μνήμην.
Όταν ο Χατζής έτελείωσε τήν μονότονον μελωδίαν μέ τούς 5 εκείνους τόνους, τά άνθη τής γλάστρας παρέμειναν άθικτα καί ήνθιζον ζωηρά, όπως και πρότερον.
’Ακολούθως ο Χατζής μετεκινήθη από τό μονόχορδον καί επλησίασε το εν τή αιθούση κλειδοκύμβαλον. Συνέστησε νά προσέχωμεν το δονησεόμετρον καί ήρχισε τά πλήττη τά αντίστοιχα πλήκτρα τού κλειδοκύμβαλου, που παρήγον τούς αυτούς 5 τόνους τής αυτής μονοτόνου μελωδίας. Καί πάλιν τό δονησεόμετρον έδείκνυε τούς αυτούς αριθμούς δονήσεων. Μόλις είχον περάσει 5 λεπτά. Καί, κατόπιν σχετικής υποδείξεως τού Χατζή, εστρέψαμεν τό βλέμμα πρός τό δενδρύλλιον: παρετηρήσαμεν, ότι τά άνθη ήρχισαν αισθητότατα νά μαραίνωνται εις το τέλος δέ των 10 λεπτών μέσα εις τήν γλάστραν παρέμεναν μόνον οι ξηραμένοι κορμοί τού δενδρυλλίου! Καί στρεφόμενος προς ήμας ο πάνσοφος γέρων έξηκολούθησεν:
- Ως με κατέπεισαν αί παρατηρήσεις καί πειράματά μου, υπάρχουν 2 είδη δονήσεων έν τω Σύμπαντι: δηλ. «αί δημιουργικοί δονήσεις» και αί «τής ρύμης δονήσεις». Καί ως τά πειράματα μου με έπεισαν, αι κάλλισται χορδαί διά τήν παραγωγήν «δημιουργικών δονήσεων» είναι αί κατασκευαζόμεναι από ένα καλώς καθωρισμένον μέταλλον ή από τά έντερα αίγός. ’Αλλά αί από άλλα υλικά κατασκευαζόμεναι χορδαί δέν έχουν αυτήν τήν δημιουργικήν ιδιότητα. Αι εκ τοιούτων υλικών παραγόμεναι δονήσεις, αί παραγόμεναι από τήν ροήν τού αερος είναι «δονήσεις ρύμης». Εις τήν περίπτωσιν ταύτην οί ήχοι παράγονται από έκείνας τάς δονήσεις, πού προκύπτουν από τήν μηχανικήν δράσιν τής ρύμης, πού προκαλείται από αυτάς καί από τήν τριβήν τού αέρος, πού απορρέει εκείθεν.
– Καί τώρα θά σάς αποδείξω, τί δύναται κανείς γνωρίζων τήν έπιστήμην τών δονήσεων νά έπιτελέση. Καί λέγων ταΰτα έσηκώθη καί προσεκόμισε φάκελλον, χάρτην καί μολυβδοκόνδυλον. Έπί τού προσκομισθέντος χάρτου έγραψε κάτι, έκρέμασε τον φάκελλον εις ένα άγκιστρον, κρεμώμενον από τού κέντρου τής οροφής καί ήρχισε νά πλήττει τά πλήκτρα τού μεγάλου κλειδοκυμβάλου, όπόθεν ήρχισε νά έκπέμπεται μία μονότονος καί πάλιν μελωδία. Αυτήν όμως τήν φοράν επανελαμβάνοντο δύο ήχοι τής κατωτάτης οκτάβας μονίμως. Μετ’ ολίγον διεπίστωσα ότι ό φίλος μου Δερβίσης Χατζής Μπόγκα Έδδίν ήρχισε νά δεικνύη εμφανέστατα σημεία ταραχής, δεν ήδύνατο νά συγκρατηθή καί τό αριστερόν του πόδι ήρχισε νά κινήται σπασμωδικώς. Άργότερον ήρχισε νά τρίβη τό αριστερό του πόδι καί ήτο πρόδηλον, ότι ήλγει από τούς μορφασμούς τού προσώπου του. 'Ο όίγιος πάνσοφος γέρων δεν έδιδε προσοχήν εις τήν ανησυχίαν ταύτην τού Δερβίσου άλλ’ έξηκολούθει πλήττων τά πλήκτρα τού κλειδοκυμβάλου. 'Όταν έτελείωσε, αποτεινόμενος πρός με, είπεν:
– Φίλε τού φίλου μου' πάρε, σέ παρακαλώ, τον φάκελλον καί άνάγνωσε τό περιεχόμενόν του. Τούτο είχεν ως ακολούθως: «Εις έκαστον εξ υμών, από τάς παραγομένας δονήσεις έπί τής δεξιάς σας κνήμης δυόμισυ εκατοστόμετρα κάτω από τό γόνυ καί 1,25 εκατοστόμετρα πρός τά αριστερά τού μέσου τής κνήμης θά έχη δημιουργηθεί ένας πυώδης οδυνηρός όγκος.
Όταν τον άνέγνωσα, παρεκλήθημεν από τον σεβάσμιον γέροντα νά έξετάσωμεν τό καθωριζόμενον μέρος τού ποδός μας. Πράγματι ούτως είχεν! Καί, επειδή ο Δερβίσης Χατζής Μπόγκα - Έδδίν ύπέφερεν, ο πάνσοφος γέρων είπεν:
– Είναι καιρός, φίλε μου, νά παύσης τυραννούμενος από τον πόνον. Καί ταύτα λέγων, ήρχισε πλήττων τά πλήκτρα τού κλειδοκυμβάλου: αυτήν τήν φοράν παρήγαγε τούς ήχους δύο μόνον φωνών ή νοτών. Ο εις ήχος ειλημμένος από μίαν από τάς ύψηλάς οκτάβας' καί ό άλλος, από τάς χαμηλοτέρας, πάντοτε αλληλοδιαδόχως' καί όταν ήρχισε παίζων τό κλειδοκύμβαλον, σχεδόν έφώναξεν:
– Καί τώρα, χάρις εις τάς δονήσεις, τάς παραγομένας από τούς ήχους τού μεγάλου κλειδοκυμβάλου, άλλ’ αυτήν τήν φοράν όχι κακοεργούς, αλλά αγαθοεργούς, ας καταπαύσουν οί πόνοι τού πιστού μου φίλου!
Πράγματι δεν είχον ακόμη διαρρεύσει πέντε λεπτά καί τό πρόσωπον τού Δερβίσου έπανέλαβε τήν συνήθη γαλήνιον έμφάνισιν καί άπό τον πελώριον όγκον, τον πυώδη καί οδυνηρόν, δεν είχεν άπομείνει έστω καί τό έλάχιστον ίχνος.
Αύτά τά καταπληκτικά ευρίσκει κανείς σχετικώς πρός τήν θεραπείαν τοΰ Καρκίνου (μεταξύ τόσον άλλων συγκλονιστικών επιστημονικών πληροφοριών και αποκαλύψεων, εις τό σύγγραμμα τού πανσόφου Έλληνος Γκουρτζιέφ: τά υποδεικνυόμενα παρουσιάζουν τήν Αρχαίαν Ελλάδα υπό τήν πραγματικήν της μορφήν, και όχι τήν παρερμηνευθείσαν υπό τών κατά καιρούς σοφών Ελληνιστών: ο Ύπατος Θεός της ’Αρχαίας Ελλάδος είναι ο ΑΠΟΛΛΩΝ καί ο ΕΡΜΗΣ. Καί υπεράνω αυτών: Ζεύς ό Υψιβρεμέτης, μέ τον Κεραυνόν, τό Πρώτον Κινούν, η Πηγή πάσης Ένεργείας, Κινήσεως, Δονήσεως καί ή Ήρα ή χρυσοπέδιλος: Καί όπισθεν καί πέραν αυτών ή Κρυφιόμυστος Σιγή, ο Θείος Γνόφος, ο... Ύπνος, ο Άναξ πάντων τε Θεών, πάντων τ’ ανθρώπων!
είτα μικρόν εξαρθείς έδοξεν αναπνείν όλος και περιοράν πανταχόθεν, ώσπερ ενός όμματος ανοιχθείσης της ψυχής
Πλούταρχος, Ήθ. 563e
Ο Αυστραλιανός μάγος αποσώνει τη μύησή του μ’ ένα ταξίδι στον κόσμο των πνευμάτων μέσα από μιαν έκσταση πού βαστά δυο τρεις μέρες. Ο ιερέας των Κοντ δικαιώνει το αξίωμά του μένοντας δεκατέσσαρες μέρες βυθισμένος σ' αποκάρωμα, και στο διάστημα τούτο μια από τις ψυχές του ταξιδεύει πηγαίνοντας να παρουσιαστεί του θεού του. Τον καιρό της μύησης τους οι μάγοι Κάριμπ τής ολλανδικής Γουϊάνας (ύστερα από νηστεία, κατάχρηση καπνού και ξεθεωτικό χορό) έχουν τήν πρώτη τους έκσταση μ' ανέβασμα τους στα ουράνια. Τα μυητικά τούτα ταξίδια τής ψυχής είναι ένα γύμνασμα και προετοίμασμα του εκστασιακού μάγου. Μία από τις δουλειές του – κι όχι η πιο αλογάριαστη – είναι να ξαναφέρνει την ψυχή του αρρώστου από τον Κάτου Κόσμο. Το θέμα το ξαναγγίξαμε αλλού (=§24) και λιγοστά τώρα παραδείγματα φτάνουν.
Οι νεκρομάντες ανάμεσα στους βιρμανούς Κάρεν κατεβαίνουνε στον Άδη κι ανεβάζουν την αλήτισσα ψυχή του αρρώστου. Ο τρεμυουγκανός μάγος (Σιβηρία), πέφτοντας σ' έκσταση με το χτύπημα του ταμπούρλου του και το παίξιμο τής κιθάρας του, αφήνει την ψυχή του να διαβεί στον Άδη. Εκείθε παίρνει από τούς πεθαμένους τη φευγάτη ψυχή, είτε με το καλό και ξαγοράσματα, είτε με το στανιό και μ’ αγώνα. Όταν συνέρχεται, κρατεί στη χούφτα του την ψυχή πού την ξαναβάζει τ’ αρρώστου. Ανάμεσα στους Τογκούση τής Μαντζουρίας, ο μάγος, πίνοντας από το αίμα και τρώγοντας από τη σάρκα του ζώου πού θυσιάζεται, αβυσσώνεται σ' έκσταση και τραβά για τον Άδη. Πηγαίνοντας η ψυχή του φτάνει σ' ένα βουνό (ο μυθικός Άξων του Κόσμου) και κατεβαίνει στη χώρα των ήσκιων. Όσο σιμώνει τόσο και πληθαίνουν οι κίντυνοι, γιατί συναντά τις ψυχές αλλονώνε μάγων που κατεβαίνουν κι αυτές και πρέπει να φυλάγεται από τις σαγίττες τους με το ταμπούρλο. Κατεβαίνοντας στορίζει ο ίδιος τις περιπέτειες του ταξιδιού κι οι παραστεκάμενοι μπορούν να τον ακολουθούν βήμα το βήμα. Να, τώρα κατεβαίνει από μια τρύπα στενή και πρέπει να περάσει τρεις ακόμα ποταμούς, προτού να συναντήσει πνεύματα του Κάτου Κόσμου. Φτάνει, τέλος, στη χώρα του αιώνιου σκοταδιού και τότες οι παραστεκάμενοι σπιθοβολούνε με τις τσακμακόπετρες για να του φέξουν. Το μίζερο τούτο φως του φτάνει ωστόσο να ξαναβρεί τη φευγάτη ψυχή, πού την ξανανεβάζει, μέσ' από χίλιους κιντύνους, στο φως, για να την ξαναβάλει του αρρώστου. Είναι φορές πού το ταξίδι είναι πιο περίπλοκο, όπως ανάμεσα στους Βασιουγκανούς Οστυάκους. Ο μάγος κράζει, ένα-ένα, τα πνεύματα πού τον βοηθούν, άλλα από τα βάθη τής γης κι άλλα από τα ουράνια πλάτη. Όταν τα πνεύματα μαζωχτούν, η ψυχή του ξεκινά μαζί τους για το εκστασιακό ταξίδι της στους Ουρανούς, όπου ψάχνει να βρει τη χαμένη ψυχή, κ' ύστερα, με την ίδια τόλμη, κόβει για τον Κάτου Κόσμο. Οι παραστεκάμενοι γύρω του τον ακούνε να κουβεντιάζει με τα πνεύματα και να ιστορεί τις περιπέτειες του φοβερού ταξιδιού του. Είναι, πάλι, φορές που ο μάγος στέλνει την ψυχή του στους Ουρανούς για να συνοδέψει τις θυσιαστικές προσφορές ή τις ψυχές των πεθαμένων πού δεν εννοούν να το κουνήσουν από τον κόσμο. Είναι πάλι φορές, όπως ανάμεσα στους Γιουκαγκίρ, πού οι γυναίκες σταματούνε να γεννούν, γιατί οι ψυχές δε θέλουν ν' ανεβούν στον κόσμο και να ξανασαρκωθούνε. Τότες ο μάγος κατεβαίνει στον κόσμο των αποσαρκωμένων ψυχών και, αν δεν τις καταφέρει με το καλό ν' ανεβούν, κλέβει καμμιά τους κι ανεβάζοντας τη στο φως, τη βάζει με το στανιό στο κορμί μιας γυναίκας. (μονάχα πού τα τέτοια παιδιά δε ζούνε πολύ, γιατί ή ψυχή τους βιάζεται να γυρίσει στον κόσμο των ήσκιων). Είναι πάλι φορές πού ο μάγος ανεβοκατεβαίνει στον Άδη για να συμβουλεύεται τις ψυχές για το 'να και τ' άλλο. Το στάλσιμο τούτο τής ψυχής σε τόπους μακρινούς, είναι ένας τρόπος να κάνει σύντομα και σίγουρα κανείς ωφέλιμα ταξίδια. Μία σκανδιναβική παράδοση ξέρει πώς ό Νορβηγός αρχηγός Ίνγκιμουντ έκλεισε για τρία μερόνυχτα σε μια καλύβα τρεις Φινλανδούς για να πάνε στην Ισλανδία και να τον κατατοπίσουν στη γεωγραφία της χώρας. Τα κορμιά τους είχαν απομείνει ξερά, οι ψυχές όμως είταν παγαιμένες στη χώρα τη μακρινή, κι όταν οι κλεισμένοι συνήρθανε, του δώσαν τις περιγραφές πού χρειαζόνταν. Ο κρητικός θαυματουργός Έπιμενίδης μπορούσε να στέλνει την ψυχή του μακριά και να την κάνει να ξαναγυρίζει. Κοσμοβόητη στην αρχαιότητα είναι ή ιστορία του κλαζομενίου Έρμότιμου (ή Έρμόδωρου) που μπορούσε να στέλνει την ψυχή του σε ταξίδια αλαργινά, να μαθαίνει τα όσα λέγουνται ή γίνουνται σε τόπους μακρινούς, και να την ξαναφέρνει. Όσο του έλειπε ή ψυχή, το κορμί του απόμενε ξερό, κ' είτανε μια καλή ευκαιρία για τούς οχτρούς του. Η γυναίκα του τους παράδωσε το κορμί κ' εκείνοι το κάψανε σαν πεθαμένο. Ανάλογα ιστορούνε για τον Αριστέα τον Προκοννήσιο, που και τούτου φασίν την ψυχήν, όταν εβούλετο, εξιέναι, και πώς έβγαινε ή ψυχή του από το στόμα του σαν ένα κοράκι. Σε μια κινέζικη ιστορία, ένας καλόγηρος βουδιστικού μοναστηρίου συνείθιζε να στέλνει την ψυχή του σε περιπλανήματα αλαργινά, και το κορμί του, όσο περιπλανιόνταν η ψυχή, έμενε στο κελλί του σαν πεθαμένο. Ένας ξένος βρήκε στο κελλί του τ' άψυχο κορμί κ' έβαλε να το κάψουν. Όταν η ψυχή ξαναγύρισε, χτυπιόντανε στα παραθύρια του μοναστηριού, θρηνώντας πού δεν έβρισκε το κορμί κι αναρωτώντας η δόλια που να 'μπει.
Το πρόσκαιρο τούτο ξέκομμα της ψυχής από το κορμί είναι ή γνώριμη έκστασις, το όνειρο του ξύπνιου. Ή έκσταση τούτη ή παράκρουση (συχνή σε πρόσωπα απλοϊκά ή υστερικά) παραείναι συχνή κι ανάμεσα στους πρωτόγονους, πού ή φοβερή ενάργεια τής φαντασίας τους δεν χαλινώνεται από κανένα σταθερό ξεχώρισμα του φανταστικού από την αλήθεια. Συχνή ακόμη είναι σε κατάστασες ζωηρού θρησκευτικού μυστικισμού κ' ισχυρών ρευμάτων ομαδικής ψύχωσης, σε περίστασες κιόλας απελπισμένες. Ή πιο λογαριαστή, ωστόσο, για τη μαγική και τη θρησκευτική παραπέρα πράξη, μορφή τής Έκστασης είναι (κ' εδώ πέφτουν και τα παραδείγματα πού αναφέραμε) ή θελημένη και καλλιεργημένη. Τα μέσα πού τη φέρνουνε είναι ή ουσίες διεγερτικές, όπως πιοτά και τοξικά, ή μέσα ακουστικά, όπως τα ρυθμικά χτυπήματα κ' ή μονότονη ή οργιαστική μουσική· ή κινητικά, όπως οι χοροί, τα πηδήματα, οι στροβιλισμοί' ή κακοπάθειες, όπως ή νηστεία, ή αγρύπνια, οί μαστιγωμοί' ή ο αυτοϋπνωτισμός, είτε με τη μηχανική επανάληψη ορισμένων λέξεων (όπως τό 'om' των βουδιστών, το 'Hasan Husain' των μωαμεθανών Σιιτών, τό 'Paternoster ή 'Ave Maria' των καθολικών εκστασιαστών) είτε με το επίμονο κοίταγμα ορισμένου μέρους του κορμιού (όπως το αφάλι των Ησυχαστών του Άθω). Στην κατάσταση της Έκστασης πιστεύεται πώς 1) ή το πρόσωπο κατέχεται από κάποιο πνεύμα ή θεό πού θρονιάζεται μέσα του και βλέπει, μιλά, κ' ενεργεί με το σώμα του, ή 2) ή ψυχή του, ξεκομμένη από το σώμα του, τρέχει σε τόπους αλαργινούς ή στον κόσμο των πνευμάτων. Ο πρώτος τόπος είναι ή 'Ιερή Μανία των οργιαστικών λατρειών του μεσογειακού κόσμου· η δεύτερη χαραχτηρίζει τον κλάδο τής Εκστασιακής μαγείας (Shamanismus) που, έχοντας επιζήσει ίσαμε τα τελευταία χρόνια στη Σιβηρία, απλωνόντανε σ' ένα τεράστιο τόξο από τη Σκανδιναβία και μέσα από τους ευρασιατικούς χώρους ίσαμε την Ινδονησία. Από τούς σαμανιστικούς αυτούς κύκλους και οι Έλληνες (πού τούς πλησιάζουν μέσα από τη Θράκη, τη Σκυθία και τα παράλια τής Μαύρης θάλασσας) μαθαίνουν τη σαμανιστική πράξη, πού τα παραδείγματα του Αριστέα, του Ερμότιμου, του Επιμενίδη και του Πυθαγόρα μαρτυρούν ανάμεσά τους. Έναν ανάκατο τύπο μαρτυρά η προφητική πράξη του 'Ισραήλ, όπου ο προφήτης πότε μιλά κατεχόμενος από το πνεύμα του θεού και πότε μεταφέρεται με τούς εκστασιακούς οραματισμούς του. Ο 'Ιεζεκιήλ, λογουχάρη, καθισμένος σ' ένα σπίτι της βαβυλωνιακής χώρας και τριγυρισμένος από τούς πρεσβύτερους της φυλής, μεταφέρεται απότομα εν δράσει θεού στην 'Ιερουσαλήμ, όπου θωρά των ομοφύλων του τις ανομίες.
Ή σαμανιστική έκσταση απολείπει στην Ελλάδα υστέρα από τον Πυθαγόρα (κ' ίσως και τον Εμπεδοκλή), μα το ξέκομμα της ψυχής από το κορμί γνωρίζεται και σ' άλλους εδώ τύπους. Η έκσταση, λογουχάρη, μπορεί να 'ναι μοναχά συμπτωματική, όπως από χτύπημα του κεφαλιού ή λιποθυμία. Ένας 'Αθηναίος, Κλεώνυμος, που λιποθύμησε κ' έμεινε για τρεις μέρες σαν πεθαμένος, είπε, όταν συνήρθε, πώς ένιωσε την ψυχή του οίον εκ δεσμών τινών αφειμένην μετέωρον αρθήναι και αρθείσαν υπέρ γης ιδείν τόπους εν αυτή παντοδαπούς και τοις σχήμασι και τοις χρώμασιν, και ρεύματα ποταμών απρόοπτα, κι άλλα πολλά από τα τα πρώτα πού βλέπει ή ψυχή σα λύνεται, με το θάνατο, από το κορμί της. Συναπάντησε κιόλας κ' έναν άλλον πού 'χε πάθει τα ίδια, από τη Συράκουσα, κ' είπανε να συναντηθούνε στη γη, σα γυρίσουνε, όπως και γίνηκε λέει ό Πρόκλος. Ανάλογη είναι η έκσταση του Θεσπέσιου, που γκρεμίστηκε κ’ έχασε για λίγο την αίσθηση του κόσμου. Ύστερα μικρόν εξαρθείς, έδοξεν άναπνείν όλος και περιοράν πανταχόθεν, ώσπερ ενός όμματος άνοιχθείσης της ψυχής' εώρα δε των πρότερον ουδέν αλλ' ή τα άστρα παμμεγέθη και απέχοντα πλήθος αλλήλων άπλετον, αυγήν τε τη χρόα θαυμαστήν αφιέντα και τόνον έχουσαν, ώστε την ψυχήν εποχουμένην λείως, πλοίον ώσπερ εν γαλήνη, τω φωτί ραδίως πάντη και ταχύ διαφέρεσθαι' κ' έβλεπε κι άλλα πολλά, και μάλιστα την κρίση των ψυχών και τις μετά θάνατο τύχες. Ανάμεσα, κιόλας, στις ψυχές που τις μετασαρκώνανε οι δαίμονες σε λογίς ζωντανά, είδε καί του Νέρωνα, με πύρινα καρφωμένη καρφιά, να τη μετασαρκώνουν οι δαίμονες στο κορμί μιας οχιάς – εκεινής της οχιάς πού τρώει τη μάνα της σα γεννηθεί – όταν άστραψε ξάφνου ένα φως και τους πρόσταξε, μέσαθέ του, κάποια φωνή να τη βάλουνε σ' ημερότερο ζωντανό, γιατί παιδεύτηκε αρκετά για τα όσα κακούργησε και γιατί της χρωστούνε και κάτι καλό οι θεοί, μια και ξανάδωσε την ελευθερία στο θεαγάπητο γένος των 'Ελλήνων. Η έκσταση πάλι μπορεί να 'ναι μια αυτόματη φρεναπάτη ή παράκρουση, όπως είδαμε κιόλας. Έξω, χωρίς εξωτερική ενέργεια, χάνει κανείς τη συνείδηση της πραγματικότητας και κατέχεται από τα οράματα μιας αυτόνομης φαντασίας. Μία ιστορία, για κάποιον Εμπεδότιμο, λέει πως, εκεί που ο ήρωας της κυνηγούσε μεσημέρι μ' άλλους μαζί και ξέμεινε κάπου μοναχός, της τε του Πλούτωνος επιφανείας τυχόντα και της Περσεφόνης, καταλαμφθήναι μεν υπό του φωτός του περιθέοντος κύκλω τους θεούς, ιδείν δε δι' αυτού πάσαν την περί ψυχής αλήθειαν εν αυτόπτοις θεάμασιν. Η ζωή των καθυστερημένων λαών κ' ή ιστορία του Μυστικισμού μπορούν να σωρεύουν εδώ παραδείγματα σ' άναπόσωστο μάκρος.
Οι μεγαλόπρεπες, έτσι, περιγραφές της ζωής, των θεάσεων και των τυχών της ψυχής, στον πλατωνικό 'Φαίδρο', στόν 'Φαίδωνα' και στην 'Πολιτεία', αναχωνεύουν σίγουρα παραδομένες περιγραφές εκστασιακών ταξιδιών, ανάλογες μ' εκείνες πού συναντήσαμε ανάμεσα στους καθυστερημένους λαούς και μ' εκείνες πού ο Πρόκλος κι ο Πλούταρχος κι ό ψευδοπλατωνικός 'Αξίοχος' σημειώνουν και στην Ελλάδα. Μα κ' ή μελέτη θανάτου που αναπτύσσεται στον 'Φαίδωνα' (80Ε), η πνευματική άσκηση του φιλόσοφου να μάθει την ψυχή του ν' αυτοσυγκεντρώνεται και να πασχίζει ν' αποκοπεί ολότελα από το κορμί, Έτσι που τη στιγμή του θανάτου να μη βαραίνει από τίποτα σαρκικό και, ολοκάθαρη, να πετάξει να ζήσει με τούς θεούς, από τη σαμανιστική έκσταση φαίνεται να ξεκινάει κ' ετούτη. Από την οικουμενική, πάλι, πίστη πώς ή ψυχή μπορεί να ξεκόβεται από το κορμί και να ταξιδεύει τ' άψήλου ή μακριά, απομένουνε – μοτίβα αμέτρητων ιστοριών – τρεις γνώριμες δοξασίες: είναι ο 'Διτοπισμός', τό παρουσίασμα Φαντάσματος του ζωντανού και το ολόσωμο Πέταγμα των μάγων. Ο 'διτοπισμός' είναι ή μπόρεση ενός προσώπου να παρουσιάζεται την ίδια ώρα σε δύο μακρυσμένα μεταξύ τους μέρη. Η αξιόλογη αυτή ικανότητα αποδίνεται από τούς μυθοβιογράφους του και στον Πυθαγόρα. Όχι λιγότερο του, οι ανώτερες ιέρειες των Τζένταλ και των Πίπιλ του Chiapa στο Μεξικό, είχαν το χάρισμα να βρίσκουνται σε δυο μέρη μαζί, μιάμιση λεύγα το 'να από τ' άλλο. Αλλά κι ο Άγιος Αλφόνσος de Liguori μπορούσε να κηρύχνει στην εκκλησιά και την ίδια ώρα να βρίσκεται σπίτι του και να ξομολογάει. Εδώ έχουμε ένα κατακάθι τής δοξασίας πως η ψυχή μπορεί να χωρίζεται από το κορμί και να παρουσιάζεται σαν είδωλο μακριά του.
Ανάλογη είναι ή δοξασία πώς μπορεί να παρουσιαστεί το φάντασμα ζωντανού (μηνώντας έτσι, κατά κανόνα, το θάνατό του). Το να παρουσιαστεί το φάντασμα ανθρώπου πού λείπει, είναι, στη Νέα Ζηλανδία, σημάδι θανάτου. Αν η όψη του δεν φαίνεται, ο θάνατος είναι κοντά, αν όμως φαίνεται, είναι κιόλας πεθαμένος. Σ' ένα Κάρεν μπορεί να παρουσιαστεί το φάντασμα ενός ζωντανού, για να μηνύσει το θάνατό του. Σ' ένα νησί της Σκωτίας οι άνθρωποι ειδοποιούνταν κανονικά για το θάνατό τους από το ίδιο τους το φάντασμα που τους παρουσιαζόνταν. Στή δοξασία τούτη έχουμε τον απλό συνδυασμό της ιδέας πώς η ψυχή μπορεί να φεύγει από το κορμί του ζωντανού και να παρουσιάζεται σαν είδωλο, με την πίστη πώς ο θάνατος δεν είναι παρά φυγή κ' ετούτος της ψυχής του ανθρώπου.
Ομόριζη είναι κ' ή δοξασία πώς οι μάγοι μπορούν να πετούν από τόπο σε τόπο μ' όλο τους το κορμί και ν' ανεβαίνουνε και στους ουράνιους χώρους. Η δοξασία συναντιέται σ' όλο τον πρωτόγονο κόσμο, είναι στη μεσαιωνική Ευρώπη με τις μάγισσες γνωστή και συνεχίζεται στη σφαίρα του Χριστιανισμού με τ' ανάλογα κατορθώματα χριστιανών Αγίων. Εδώ το πέταγμα τής ψυχής μέσα από την έκσταση χωνεύεται με την παράσταση της ψυχής-πουλιού (=§31) και προβάλλεται στο ολόκορμο πέταγμα εκεινών που μπορούν, απαλλιώς, να στέλνουν εδώ κ' εκεί την ψυχή τους.