Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός. Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν. Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος. Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του. Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica
Ήταν… ήταν κάπου στη Βαλτική. Γύριζα από ένα πολύ πρωινό περίπατο. Το δάσος ολόγυρά μου ήταν αμίλητο. Ακόμη και το βήμα μου έσβηνε πάνω στο σκούρο μαλακό χώμα του δάσους. Μονάχα ο αγέρας αντιλαλούσε τα τραγούδια των πουλιών. Φτέρες ψηλές ίσαμε το μπόι μου, καμάρωναν τη μαργαριταρένια τους πάχνη. Οι ολόισιοι κορμοί τους φεγγοβολούσαν και τα ψηλά φυλλώματα πηγαινοέρχονταν σιωπηλά, θαρρείς για να γυαλίσουν τον ουρανό. Κι ο ουρανός ήταν τόσο διάφανος. Τώρα φαινόταν το χωριό. Τα μικρά σπίτια ήταν πολύ πιο άσπρα απ’ το συνηθισμένο και τα παράθυρα, ίδια μάτια με μουσκεμένα βλέφαρα που ανοιγόκλειναν σε κάποιον, πιο λαμπερά από ποτέ. Και το καμπαναριό της εκκλησίας με την κόκκινη στέγη και τον τρούλο έμοιαζε αλλόκοτο: σαν ένα γεροδεμένο παλικάρι όλο υγεία και με φουσκωμένα μάγουλα. Στο βάθος έλαμπαν τα χαλίκια του δρόμου και στις πράσινες όχθες τους στέκονταν οι μιλιοδείκτες σαν μικρά παιδιά με καλοκαιρινή φορεσιά που προσεύχονταν γονατιστά. Όχι; Ναι, προσεύχονταν! Μια προσευχή ευχαριστήρια! Πήρα τους δρόμους. Το πρωί με προσπερνούσε με τα βαριά του βήματα. Έβλεπα τις χρυσές του πατημασιές. Πότε δεξιά, πότε αριστερά, πίσω από ξύλινους φράχτες, στέκονταν κορίτσια με μαλλιά από ήλιο. Τραγουδούσαν και μάζευαν τριαντάφυλλα για να στολιστούν. Ανταλλάσσαμε ένα χαμόγελο κι ένα νεύμα χαιρετισμού. Από τα παράθυρα ευγενικές αρχαίες γριούλες σήκωναν στον ουρανό ένα καλοσυνάτο βλέμμα με μάτια θαμπά αλλά γελαστά. Παιδιά με πουκάμισα στο κατώφλι του σπιτιού. Χτυπούσαν τα χέρια τους και τα μάγουλά τους σαν κόκκινα ροδάκινα, ήταν γεμάτα κυριακάτικο γλυκό… Ύστερα σταμάτησα στη θάλασσα. Έμοιαζε με επίσημο ένδυμα από λουλακί σατέν. Ένα μικροσκοπικό ιστιοφόρο στο χρώμα της ώχρας ρουφούσε τον ήλιο στ’ ανοιχτά, και μακριά στον ορίζοντα, σαν ένας κύκνος από καθαρό ασήμι, έπλεε το μεγάλο ατμόπλοιο για το Roegen… Κοίταζα με θαυμασμό αυτή την εκτυφλωτική λάμψη. Σαν ένα παιδάκι που του χάρισαν ένα ωραίο παιχνίδι, θάθελα να φωνάξω Όλους τους φίλους μου για να τους πω: «Ελάτε να δείτε, δεν είναι καταπληκτικό;» Το στήθος μου είχε πλημμυρίσει χαρά και γέλιο. Ένας μελαχρινός γέρος ψαράς περπατούσε στο δρόμο. Έτρεξα προς το μέρος του και έσφιξα το ροζιασμένο χέρι του, τόσο που πόνεσα… Ναι, ήταν στη Βαλτική. Τότε συνήθιζα να κρατώ με επιμέλεια ημερολόγιο. Εκείνη τη μέρα έγραψα στο τετράδιο: «Μια Κυριακή…!» Ούτε λέξη παραπάνω.
Βασιλεύ των βασιλευόντων και Κύριε των κυριευόντων, η υπεράρχιος φύσις, δύναμις αέναε, φως ακατανόητον, φως άπειρον, ο μόνος πλουσιοπάροχος, ο χορηγός του ελέους, επίσκεψαι ημάς δια της σης χάριτος και ευεργεσίας, όπως τον παρόντα πλανήτην τον Ήλιον δυνηθώμεν υποτάξαι και κατασχειν αυτού την ενέργειαν.
Ορκίζω σε, Ήλιε, άψαυστε, ακατέργαστε, ημεροφεγγή, εις τον χρονικόν σου κύκλον και εις τους τέσσαράς σου καιρούς και εις την οδόν σου και εις τας ακτίνας σου και εις τας πτέρυγάς σου και εις τας ενεργείας σου και εις τα ονόματά σου ταύτα, Γλιβώδ, Αντικόν, Λιθετιούδ, Αχριπάλ, Ελιβούλ, Αυτιούρ, Νοτιουλισσήμ, Οωγήν, Γαδασήρ, Τουλδωράφ, Ηνωάν, εις ταύτα τα ονόματα ορκίζω σε, μη παρακούσης μου, αλλά δια της χάριτος της σης συνέργησον εις ταύτην την δουλείαν.
Λίγα τα βόδια, στα μέρη μας. Δεν υπάρχουν βοσκοτόπια, ούτε μεγάλα χωράφια για όργωμα: υπάρχουν μόνο χαμόκλαδα για κόψιμο και μικρά κομμάτια γης που αν δεν χρησιμοποιήσεις την τσάπα παραμένουν σκληρά. Άλλωστε θα έμοιαζαν αταίριαστα τα βόδια και οι αγελάδες, έτσι μεγάλα και ήρεμα ζώα που είναι, σε αυτές τις στενές και απόκρημνες κοιλάδες. Εδώ ταιριάζουν ζώα αδύνατα, όλο νεύρα, που να περπατάνε πάνω στις πέτρες: μουλάρια και κατσίκες. Το βόδι του Σκαράσα ήταν το μοναδικό της κοιλάδας, και δεν έμοιαζε αταίριαστο, ήταν πιο δυνατό και υπάκουο από μουλάρι, ένα μικρό κοντόχοντρο, γεροδεμένο βόδι, κατάλληλο για φόρτωμα. Μαυρούλης ήταν το όνομά του. Οι δύο Σκαράσα, πατέρας και γιος, κέρδιζαν τη ζωή τους με το βόδι, κάνοντας ταξίδια για λογαριασμό διαφόρων ιδιοκτητών της κοιλάδας, μεταφέροντας σάκους με στάρι στο μύλο, ή φοινικόφυλλα σε γραφεία μεταφορών, ή τσουβάλια με κοπριά από την κοινοπραξία. Εκείνη τη μέρα ο Μαυρούλης προχωρούσε με δυσκολία κάτω από ένα φορτίο που ισορροπούσε στις δύο πλευρές του σαμαριού: κομμένα ξύλα ελιάς για πούλημα σε κάποιον πελάτη της πόλης. Από το δακτύλιο που τρυπούσε τα μαύρα, μαλακά ρουθούνια του ζώου, περνούσε λάσκα ένα σχοινί που άγγιζε το χώμα και κατέληγε στα ταλαντευόμενα χέρια του Νανίν, του γιου του Μπατιστίν Σκαράσα, που ήταν κοκκαλιάρης και καχεκτικός σαν τον πατέρα του. Ήταν ένα παράξενο ζευγάρι: το βόδι στα κοντά πόδια και τη χαμηλή μεγάλη κοιλιά, που θύμιζε βάτραχο, προχωρούσε με προσεκτικά βήματα, κάτω από το βάρος. Και ο Σκαράσα, με το μακρόστενο και γεμάτο κόκκινες τρίχες πρόσωπο, τους καρπούς των χεριών του ακάλυπτους από τα υπερβολικά κοντά μανίκια, προχωρούσε σαν να είχε δύο γόνατα σε κάθε πόδι κάτω από το παντελόνι το οποίο, όταν φυσούσε άνεμος, ανέμιζε σαν καραβίσιο πανί, λες και δεν έκρυβε τίποτε από μέσα. Ήταν ανοιξιάτικος ο καιρός εκείνο το πρωινό. Δηλαδή υπήρχε στον αέρα εκείνη η αναπάντεχη αίσθηση της ανακάλυψης που νιώθει κανείς κάθε χρόνο, ένα πρωί, σαν να του έρχεται ξαφνικά κάτι στο μυαλό που είχε ξεχάσει για μήνες. Ο συνήθως τόσο ήρεμος Μαυρούλης ήταν ανήσυχος. Ήδη το πρωί ο Νανίν ψάχνοντάς τον στο στάβλο, δεν τον είχε βρει. Βρισκόταν στη μέση του κάμπου ψάχνοντας με το βλέμμα κάτι που έμοιαζε να έχει χάσει. Τώρα ενώ προχωρούσε, ο Μαυρούλης κάθε τόσο σταματούσε, ανασήκωνε τα τρυπημένα με τον κρίκο ρουθούνια του και μύριζε τον αέρα με ένα κοφτό μουγκρητό. Ο Νανίν τράβαγε το σκοινί και έβγαζε από το λαρύγγι του εκείνη τη φωνή που χρησιμοποιείται συνήθως ανάμεσα στους ανθρώπους και τα βόδια. Τον Μαυρούλη έμοιαζε να τον απασχολεί κάτι: είχε δει όνειρο, εκείνη τη νύχτα, γι’ αυτό είχε βγει από το στάβλο και βρέθηκε το πρωί χαμένος στον κόσμο. Είχε ονειρευτεί ξεχασμένα πράγματα, σαν από μια άλλη ζωή: μεγάλες καταπράσινες εκτάσεις και αγελάδες, αγελάδες, αγελάδες μέχρις εκεί όπου έφτανε το μάτι, που προχωρούσαν μουγκανίζοντας. Και είχε δει επίσης τον εαυτό του, εκεί ανάμεσά τους, να τρέχει προς το τσούρμο των αγελάδων σαν να αναζητούσε κάτι. Υπήρχε όμως κάτι που τον συγκρατούσε, ένας κόκκινος γάντζος, μπηγμένος στη σάρκα του, που τον εμπόδιζε να πλησιάσει το τσούρμο. Το πρωί, προχωρώντας, ο Μαυρούλης ένιωθε την κόκκινη πληγή του γάντζου ακόμα ζωντανή μέσα του, σαν μια ανείπωτη απελπισία που αιωρούνταν στον αέρα. Στους δρόμους δεν έβλεπε κανείς παρά λευκοντυμένα αγόρια που φορούσαν στο μπράτσο την κορδέλα με τα χρυσά κρόσσια, και κορίτσια ντυμένα σαν νυφούλες. Ήταν η μέρα της τελετής της πρώτης κοινωνίας. Βλέποντάς τα, κάτι σκοτείνιασε στο βάθος της ψυχής του Νανίν, κάτι σαν πανάρχαιος, τρομερός φόβος. Μήπως επειδή ο γιος του και η κόρη του δεν θα είχαν ποτέ λευκά ρούχα για μια τέτοια τελετή; Σίγουρα θα κόστιζαν πολλά. Και τότε τον έπιασε ένας θυμός, μια μανία, να πάρουν το χρίσμα και τα δικά του παιδιά: έβλεπε ήδη το αγοράκι με τα λευκά ναυτικά ρούχα και την κορδέλα με τα χρυσά κρόσσια στο μπράτσο, το κοριτσάκι με το βέλο και την ουρά μέσα σε μια εκκλησία γεμάτη σκιές και λάμψεις. Το βόδι ξεφύσηξε. Θυμόταν το όνειρο, έβλεπε την αγέλη των αγελάδων να τρέχει, σαν σε μια περιοχή έξω από τη μνήμη του, και τον εαυτό του να προχωρά ανάμεσά τους όλο και με μεγαλύτερη δυσκολία. Ξαφνικά ανάμεσα στις αγελάδες, σαν ένα μικρό ύψωμα, κόκκινο σαν τον πόνο μιας πληγής, είχε εμφανιστεί ο μεγάλος ταύρος, με κέρατα σαν δρεπάνια που άγγιζαν τον ουρανό, και είχε ριχτεί εναντίον του μουγκρίζοντας. Τα παιδιά της πρώτης κοινωνίας, στο προαύλιο της εκκλησίας, άρχισαν να τρέχουν γύρω από το βόδι. «Ένα βόδι! Ένα βόδι!» φώναζαν. Ήταν ένα ασυνήθιστο θέαμα σε εκείνα τα μέρη. Τα πιο θαρραλέα τολμούσαν να του αγγίξουν την κοιλιά, τα πιο έμπειρα κοίταζαν κάτω από την ουρά. «Είναι μουνουχισμένο! Κοιτάξτε το! Είναι μουνουχισμένο!» Ο Νανίν έβαλε τις φωνές και άρχισε να δίνει γροθιές στον αέρα για να τα διώξει. Τότε τα παιδιά, βλέποντάς τον έτσι κοκκαλιάρη, καχεκτικό και με τα ρούχα μπαλωμένα, άρχισαν να τον πειράζουν και να τον φωνάζουν με το παρατσούκλι του, «Σκαράσα», που σημαίνει παλούκι. Ο Νανίν ένιωσε εκείνο τον παλιό φόβο να ζωντανεύει, να γιγαντώνεται. Έβλεπε κάποια άλλα παιδιά, ντυμένα για την τελετή, να τον κοροϊδεύουν, να κοροϊδεύουν όχι αυτόν αλλά τον πατέρα του, κοκκαλιάρη και καχεκτικό και κουρελή σαν κι αυτόν, την ημέρα που τον συνόδευε για την τελετή του χρίσματος. Και ξανάζησε όπως τότε την ίδια ντροπή που είχε νιώσει για τον πατέρα του, βλέποντας τα παιδιά να χοροπηδούν γύρω του και να του ρίχνουν τα πέταλα από τα τριαντάφυλλα που είχαν πατηθεί από τη λιτανεία, φωνάζοντάς τον «Σκαράσα». Η ξεφτίλα αυτή τον κυνηγούσε όλη του τη ζωή, τον γέμιζε φόβο σε κάθε ξένο βλέμμα, σε κάθε γέλιο. Και για όλα αυτά έφταιγε ο πατέρας του. Τι άλλο είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του εκτός από φτώχεια, ηλιθιότητα και τις αγαρμποσύνες ενός κοκκαλιάρικου κορμιού; Μισούσε τον πατέρα του, τώρα το καταλάβαινε, για όλη εκείνη την ντροπή που τον είχε κάνει να νιώσει όταν ήταν παιδί, για όλη την ντροπή, τη μιζέρια της ζωής του. Κι εκείνη τη στιγμή φοβήθηκε ότι τα παιδιά του θα ντρεπόντουσαν γι’ αυτόν όπως αυτός για τον πατέρα του, ότι μια μέρα θα τον κοίταζαν με το μίσος που είχε ο ίδιος εκείνη τη στιγμή στα μάτια του. Το αποφάσισε: «Θα αγοράσω κι εγώ ένα καινούργιο κουστούμι για τη μέρα του χρίσματος, ένα κουστούμι καρό, από φανέλα. Κι έναν μπερέ από λευκό ύφασμα. Και μια χρωματιστή γραβάτα. Αλλά και η γυναίκα μου θα πρέπει να αγοράσει ένα καινούργιο φόρεμα, από καλό ύφασμα, φαρδύ για να της κάνει κι όταν μείνει έγκυος. Και θα πάμε όλοι μαζί, καλοντυμένοι, στην πλατεία της εκκλησίας. Και θα αγοράσουμε παγωτό από το καροτσάκι του παγωτατζή». Του έμενε όμως ακόμα μια λαχτάρα που δεν ήξερε πως να καλύψει, μια λαχτάρα να κάνει διάφορα πράγματα, να ξοδέψει, να κάνει επίδειξη να λυτρωθεί από εκείνη την παιδιάστικη πατρική ντροπή που τον είχε ταλαιπωρήσει όλη του τη ζωή. Όταν έφτασε στο σπίτι, οδήγησε το βόδι στο στάβλο και του έβγαλε το σαμάρι. Ύστερα πήγε να φάει. Η γυναίκα και τα παιδιά του και ο γέρος Μπατιστίν ήταν ήδη στο τραπέζι και έτρωγαν σούπα από κουκιά. Ο γέρος Σκαράσα Μπατιστίν ψάρευε τα κουκιά με τα δάχτυλα και τα μασουλούσε πετώντας την πέτσα τους. Ο Νανίν δεν έδωσε σημασία στην κουβέντα που είχαν. «Τα παιδιά πρέπει να πάρουν το χρίσμα», είπε. Η σύζυγος γύρισε προς το μέρος του το χλωμό και απεριποίητο πρόσωπό της. «Και τα χρήματα για να τα ντύσουμε;» ρώτησε. «Θα πρέπει να φορέσουν ωραία ρούχα», συνέχισε ο Νανίν χωρίς να την κοιτάξει. «Το αγόρι ναυτικά, με τα χρυσά κρόσσια στο μπράτσο, το κορίτσι σαν νυφούλα, με το πέπλο και το βέλο». Ο γέρος και η γυναίκα τον κοίταξαν με ανοιχτό το στόμα. «Και τα χρήματα;» επανέλαβαν. «Κι εγώ θα αγοράσω ένα κουστούμι από καρό φανέλα», συνέχισε ο Νανίν, «κι εσύ ένα φόρεμα, φαρδύ για να σου χωράει κι όταν μένεις έγκυος». Η γυναίκα του είχε μια ιδέα: «Α! Βρήκες να πουλήσεις το χωράφι στο Γκότζο». Το χωράφι στο Γκότζο ήταν ένα κομμάτι γης που είχαν κληρονομήσει, όλο πέτρες και θάμνους, για το οποίο ήταν αναγκασμένοι να πληρώνουν φόρους χωρίς να τους αποδίδει τίποτα. Ο Νανίν ενοχλήθηκε που το μυαλό τους είχε πάει εκεί. Το ήξερε πως έλεγε παράλογα πράγματα, αλλά επέμενε σ’ αυτά με θυμό. «Όχι, δεν βρήκα τίποτα. Εμείς όμως πρέπει να τα έχουμε αυτά τα πράγματα», είπε, χωρίς να σηκώνει το βλέμμα του από το πιάτο. Οι άλλοι όμως ήδη ήταν γεμάτοι ελπίδα: αν είχε βρει να πουλήσει τη γη στο Γκότζο, όλα όσα είχε πει μπορούσαν να γίνουν πραγματικότητα. «Με τα χρήματα του χωραφιού», είπε ο γέρος Μπατιστίν, «μπορώ να κάνω την εγχείρηση κήλης». Ο Νανίν ένιωσε να τον μισεί. «Εσύ θα πεθάνεις μαζί με την κήλη σου!» έβαλε τις φωνές. Οι άλλοι τον κοίταζαν φοβισμένα, μήπως είχε τρελαθεί. Στο μεταξύ στο στάβλο, ο Μαυρούλης είχε λυθεί, είχε ρίξει κάτω την πόρτα, είχε βγει στον αγρό. Ξαφνικά μπήκε στο δωμάτιο, σταμάτησε, και έβγαλε ένα μακρύ, παραπονιάρικο, απελπισμένο μουγκανητό. Ο Νανίν σηκώθηκε βρίζοντας και τον έσπρωξε πάλι πίσω στο στάβλο ρίχνοντάς του με το μπαστούνι. Επέστρεψε: όλοι έμεναν σιωπηλοί, ακόμα και τα παιδιά. Ύστερα το αγόρι τον ρώτησε: «Μπαμπά, πότε θα μου αγοράσεις τα ναυτικά ρούχα;» Ο Νανίν τον κοίταξε, με μάτια ίδια με εκείνα του πατέρα του Μπατιστίν. «Ποτέ!» ούρλιαξε. Βάρεσε την πόρτα πίσω του και πήγε να κοιμηθεί.
Η ευγονική δεν πέθανε μετά την αποτυχημένη εφαρμογή της κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Παρέμεινε απλώς εν υπνώσει μέχρις ότου οι κοινωνικές συνθήκες γίνουν πιο ευνοϊκές για να παραταχθεί και πάλι σε θέση μάχης. Γιατί, άλλωστε, να εξαφανιστεί; Η ευγονική είναι το τέλειο συμπλήρωμα της καπιταλιστικής πολιτικο-οικονομικής ανάγκης απολυταρχικού ελέγχου μέσω του αυξανόμενου εξορθολογισμού της κουλτούρας. Γιατί το σώμα ή τα γονίδινα θεωρηθούν ιερά και απαραβίαστα; Όπως οι πόλεις, τα εργοστάσια ή οποιοδήποτε πολιτισμικό κατασκεύασμα, τα φαινόμενα αυτά μπορούν να διαμορφωθούν, να εμπλουτιστούν και να διευθετηθούν με τρόπο που να ανταποκρίνεται στις κυρίαρχες πολιτισμικές αξίες, έτσι ώστε να μπορούν να αναπτυχθούν αποδοτικά στο μέλλον. Παρ’ όλα αυτά, η ευγονική παραμένει ακόμη στο περιθώριο του κοινωνικού, εν μέρει επειδή το πρώτο της κύμα περιβαλλόταν από μία αύρα συνωμοσίας. Από τη στιγμή που η ευγονική συνδέθηκε με την κοινωνική πολιτική των ναζί, θεωρήθηκε μία εκ των άνω παρέμβαση και επιβολή ελέγχου στην κοινωνία που εξέφραζε τις αξίες μιας φασιστικής άρχουσας τάξης και αναιρούσε τα δημοκρατικά δικαιώματα επιλογής. Η ευγονική περιμένει ακόμη στο παρασκήνιο για έναν επιπλέον λόγο: κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος, η ιατρική επιστήμη δεν διέθετε τις μεθόδους και την τεχνολογία για μια αποτελεσματική εφαρμογή της (η ευγονική πολιτική μπορούσε να εφαρμοστεί μόνο με υποχρεωτική στείρωση, επιλεκτική αναπαραγωγή και γενοκτονία). Από τη στιγμή που η ιατρική άρχισε μετά τον Β ́ Παγκόσμιο Πόλεμο να βελτιώνει ριζικά τις μεθόδους παρέμβασής της (κυρίως στο μικροεπίπεδο), οι διάφοροι τομείς της κουλτούρας βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια κρίση σχετικά με τα επιτρεπτά όρια παρέμβασης στον οργανισμό. Ενώ το κοινό μπορούσε να αποδεχτεί παρεμβάσεις στην πορεία προς το θάνατο, οι παρεμβάσεις στη διαδικασία της γέννησης θεωρούνταν ύποπτες.
Η αντίληψη του σώματος ως μηχανικού συστήματος, που μπορεί να επιδιορθώνεται ή να συντηρείται με τη βοήθεια ιατρικών και επιστημονικών εργαλείων, ήταν (και είναι) απολύτως αποδεκτή, όσο η ιατρική δεν προσπαθεί να οικειοποιηθεί το ρόλο του δημιουργού. Για παράδειγμα, σε μια κοσμική κοινωνία, η βιολογική υποστήριξη του ανοσοποιητικού συστήματος με εμβόλια που ενισχύουν τον οργανισμό δεν μπορεί παρά να θεωρείται επιθυμητή και ότι αξίζει κανείς να την αποκτήσει με τη θέλησή του, ενώ η δημιουργία ενός νέου βελτιωμένου ανοσοποιητικού συστήματος μέσω γενετικών παρεμβάσεων δεν είναι τόσο επιθυμητή (τουλάχιστον όχι ακόμη). Έτσι, σκοπός των ευγονιστών έγινε το να βρουν έναν τρόπο να εισαγάγουν το πνεύμα εθελούσιας αποδοχής που απολαμβάνουν οι παρεμβάσεις για τη διατήρηση της ζωής σε εκείνες που στοχεύουν στη δημιουργία της· και να ανακαλύψουν πώς να κατασκευάσουν την αντίληψη ότι το σώμα, σαν μηχανικό σύστημα που μπορεί να επιδιορθωθεί, να συντηρηθεί και να καθαριστεί μέσω ιατρικών παρεμβάσεων, μπορεί επίσης να βελτιωθεί μέσω γενετικών παρεμβάσεων.
Ο οραματιστής της ευγονικής Frederick Osborn είχε τις απαντήσεις σ’ αυτά τα ζητήματα ήδη από τη δεκαετία του 1930 όταν ήταν διευθυντής του Ιδρύματος Κάρνεγκι. Ο Όσμπορν υποστήριζε ότι το κοινό δεν πρόκειται ποτέ να αποδεχτεί την ευγονική υπό τύπον στρατιωτικής διαταγής· έπρεπε, μάλλον, να δοθεί χρόνος ώστε να αναπτυχθεί ευγονική συνείδηση στον πληθυσμό. Έπρεπε ο πληθυσμός να έρθει προς την ευγονική, και όχι το αντίστροφο. Επιπλέον, η ευγονική συνείδηση δεν χρειαζόταν να κατασκευαστεί επιθετικά και σκόπιμα· θα αναπτυσσόταν, αντίθετα, ως μια νέα ιδιότητα καθώς η καπιταλιστική οικονομία θα γινόταν όλο και πιο πολύπλοκη. Χρειαζόταν μόνο να περιμένει κανείς μέχρι να αναπτυχθούν ορισμένες κοινωνικές δομές και να καταστούν κυρίαρχες μέσα στην καπιταλιστική κουλτούρα. Από τη στιγμή που αυτές οι δομές θα ωρίμαζαν, οι άνθρωποι θα ενεργούσαν ευγονικά δίχως δεύτερη σκέψη. Η ευγονική δραστηριότητα, αντί να αναγνωρίζεται άμεσα ως τερατώδης, θα γινόταν μια από τις αόρατες, δεδομένες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής (κάτι σαν τον εμβολιασμό).
Οι κοινωνικές δομές που ο Όσμπορν πίστευε ότι πρέπει να καταστούν κυρίαρχες ήταν η καταναλωτική οικονομία και αυτό που σήμερα ονομάζεται πυρηνική οικογένεια. Είναι βέβαιο ότι και οι δύο αυτές κοινωνικές τάσεις έχουν πλέον γίνει πραγματικότητα και επιτρέπουν την ανάδυση ενός δεύτερου, πιο κρυφού, κύματος ευγονικής πρακτικής. Η καταναλωτική οικονομία είναι απαραίτητο και θεμελιώδες συστατικό για δυο λόγους. Κατ’ αρχήν, αν το ζήτημα της παραγωγής έχει λυθεί και τα αναγκαία αγαθά (νερό, τροφή, στέγη) θεωρούνται γενικώς δεδομένα, οι πολίτες αυτής της οικονομίας της περίσσειας/υπερβολής αποδέχονται ότι όλα τα υπόλοιπα αγαθά και υπηρεσίες είναι απλά εμπορεύματα, τα οποία μπορούν να προτιμήσουν ή να απορρίψουν. Η υγειονομική περίθαλψη είναι απλώς μία από τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Δεν είναι ούτε απροσδόκητη πολυτέλεια ούτε ανθρώπινο δικαίωμα – είναι απλώς μία ακόμη επιχείρηση στο πλαίσιο της οικονομίας. Η τακτική ιατρική παρέμβαση στην καθημερινή ζωή γίνεται μια υπηρεσία επιθυμητή και θεωρείται δεδομένη. Αν οι ευγονικές πρακτικές εφαρμογές προσφέρονται ως ένα ακόμη εμπόρευμα υπό το αναγνωρισμένο κύρος των ιατρικών ιδρυμάτων, όπως προέβλεψε ο Όσμπορν, θα θεωρούνται επίσης δεδομένες.
Το δεύτερο θεμελιώδες χαρακτηριστικό που προσφέρει η καταναλωτική οικονομία είναι στρατηγικές αγοράς που βασίζονται στην επιθυμία. Η καταναλωτική οικονομία παρέχει μια ατελείωτη ροή αγαθών, έτσι ώστε ο καταναλωτής να επιθυμεί διαρκώς περισσότερα. Η πλουσιότερη τάξη μπορεί να επωφελείται πλήρως από αυτήν την αφθονία και να περιφέρεται σε δαιδάλους αλόγιστης σπατάλης, άχρηστων αντικειμένων και υπερβολής, αλλά και στη μεσαία τάξη προσφέρεται κάποια περιορισμένη συμμετοχή. Η συμμετοχή στις τελετουργίες του πλεονάσματος γίνεται σύμβολο κοινωνικής θέσης, δείκτης κύρους, περιβάλλεται την αξία ενός σκοπού, αν δεν εξυψώνεται σε λόγο της ίδιας της ύπαρξης. Όταν αυτή η οικονομική κατάσταση συμβαδίζει με την πυρηνική οικογένεια, ο τρόπος αντίληψης της ανθρώπινης αναπαραγωγής αρχίζει να αλλάζει σημαντικά.
Είναι ολοφάνερο ότι η οικονομία του ύστερου καπιταλισμού απαιτεί μια σημαντική μείωση των μελών της οικογένειας. Η διευρυμένη οικογένεια, που λειτουργεί μια χαρά σε οικονομίες βασισμένες στην αγροτική παραγωγή, γίνεται αναχρονιστική σε οικονομίες με δυνατότητες βιομηχανικής γεωργίας. Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα σε συνθήκες εθνικής/παγκόσμιας οικονομίας· παύει τότε η διευρυμένη οικογένεια να λειτουργεί αποδοτικά, σύμφωνα με τους φορείς εξουσίας, και γίνεται επιβλαβής για τους επιχειρηματικούς στόχους. Αν άφηναν τη διευρυμένη οικογένεια να συνεχίσει να υπάρχει, αυτό θα επέτρεπε στα άτομα που συμμετέχουν σ’ αυτόν το θεσμό να απολαμβάνουν κάποια κοινωνική και οικονομική υποστήριξη που θα τους έδινε τη δυνατότητα να αρνηθούν την επιχειρηματική κουλτούρα. Κι ακόμη, η διευρυμένη οικογένεια δημιουργεί μια κοινωνική διαδικασία που μπορεί ενδεχομένως να είναι περισσότερο ικανοποιητική από τη συμμετοχή στην καταναλωτική διαδικασία. Η πίστη των ατόμων σε ένα θεσμό (όπως η διευρυμένη οικογένεια), που δυνάμει αντιτίθεται ή αρνείται τις καπιταλιστικές επιταγές της παραγωγής και της κατανάλωσης, είναι ανεπίτρεπτο να συνεχιστεί. Στην προσπάθεια να εξαλείψει αυτήν την κοινωνική δυνατότητα, η καπιταλιστική οικονομία διαμορφώθηκε έτσι ώστε η απόκτηση ή η διατήρηση του status της μεσαίας τάξης να εξαρτάται από την αποδοχή του μοντέλου της πυρηνικής οικογένειας. Οι άνθρωποι ανταμείβονται οικονομικά για την υποταγή τους στις παραγωγικές και καταναλωτικές διαδικασίες πολύ περισσότερο απ’ ό,τι για τη συμμετοχή τους σε διευρυμένες οικογένειες.
Η διαδικασία κοινωνικοποίησης των ατόμων σε πυρηνικές μονάδες αρχίζει με την εκπαίδευση. Τα παιδιά διδάσκονται κατ’ ευθείαν ότι η “επιτυχία” στη ζωή εξαρτάται από τον καταμερισμό της εργασίας και από το χωρισμό από τα άλλα μέλη της οικογένειας· δηλαδή οι ενήλικοι δουλεύουν, ενώ τα παιδιά εκπαιδεύονται στο σχολείο για να ενταχθούν στην εργατική δύναμη. Με το τέλος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης έχουν πλήρως συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι είναι καιρός να φύγουν από το σπίτι και να μπουν στην παραγωγή ή να πάνε στο πανεπιστήμιο. Στις ΗΠΑ αυτή η διαδικασία χωρισμού αρχίζει σχεδόν αμέσως, αφού τα τελευταία 30 χρόνια οι ρυθμοί παραγωγής εντατικοποιούνται συνεχώς ενώ οι πραγματικοί μισθοί μειώνονται, αναγκάζοντας έτσι και τους δύο γονείς να εργάζονται αν θέλουν να διατηρήσουν τη θέση τους στη μεσαία τάξη. Τα παιδιά πηγαίνουν σε παιδικούς σταθμούς μέχρι την ώρα που θα πάνε στο σχολείο. Έτσι, η συνύπαρξη στο σπίτι έχει σχεδόν πάψει για τις οικογένειες της μεσαίας τάξης και τα παιδιά περνούν περισσότερο χρόνο με τους φορείς κοινωνικοποίησής τους –τις εκπαιδευτικές υπηρεσίες και τα media– παρά με «τους δικούς τους». Το κέρδος που αποκομίζουν οι φορείς εξουσίας προωθώντας αυτό το είδος οικογενειακής δομής είναι διπλό: Κατ’ αρχήν, απ’ τη στιγμή που γενικά αρνούνται στους ανθρώπους κοινωνικές δυνατότητες εκτός εξορθολογισμένων πλαισίων, προκύπτει μια βαθιά αλλοτρίωση. Οι μόνες θεραπείες που προσφέρονται από την καπιταλιστική κοινωνία γι’ αυτήν την κατάσταση είναι η “ικανοποίηση” μέσω της επιτυχίας στην εργασία ή μέσω της απόκτησης καταναλωτικών αγαθών. Κατά δεύτερο λόγο, εξασφαλίζεται η γεωγραφική κινητικότητα που είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική ανάπτυξη των ανωτέρων κλιμακίων της εργατικής δύναμης. Οι άνθρωποι πηγαίνουν όπου τους στέλνουν οι εργοδότες τους δίχως δεύτερη σκέψη. Είναι δευτερεύουσας σημασίας το αν τα άτομα βρίσκονται κοντά στις οικογένειες ή τους φίλους τους· το σημαντικό είναι η διατήρηση της ταξικής θέσης (και όλο και πιο συχνά απλώς το να παραμείνει κανείς μισθωτός).
Η πυρηνική οικογένεια εγγυάται συγχρόνως τη φυσική και την ιδεολογική αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης· όμως, σε σχέση με την ανάπτυξη της ευγονικής, προσφέρει ακόμη περισσότερα. Αποτελεί την πηγή ενός συνόλου ανησυχιών που τροφοδοτούν την εθελούσια συμμετοχή στην ευγονική. Εφόσον η πυρηνική οικογένεια της μεσαίας τάξης είναι σε γενικές γραμμές μικρή, και άρα ο κίνδυνος της ολικής εξάλειψής της αυξημένος, τα μέλη της ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την αναπαραγωγή. Η διευρυμένη οικογένεια ενδιαφέρεται εξίσου για την οικογενειακή αναπαραγωγή, όμως η διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι ενώ η διευρυμένη οικογένεια ικανοποιείται με την ποσότητα που εξασφαλίζει την επιβίωσή της, η πυρηνική οικογένεια ενδιαφέρεται για την “ποιότητα” της αναπαραγωγής. Η ποιότητα σ’ αυτήν την περίπτωση υπαγορεύεται από τις καπιταλιστικές απαιτήσεις. Ποιότητα σημαίνει το βαθμό επιτυχίας ενός παιδιού, αν δηλαδή θα καταφέρει να εξασφαλίσει μια καλή δουλειά, έτσι ώστε να διατηρήσει ή να βελτιώσει την ταξική του θέση. Ό,τι χάνουν οι γονείς μιας πυρηνικής οικογένειας στο επίπεδο των μη ορθολογικών δεσμών με τα παιδιά τους το αναπληρώνουν με εξορθολογισμένους δεσμούς. Μπορούν να στείλουν το παιδί σε καλά σχολεία. Μπορούν να του παρέχουν υγειονομική περίθαλψη. Μπορούν να του προσφέρουν ένα σίγουρο και ασφαλές περιβάλλον, μέσα στο οποίο θα ωριμάσει. Ο λόγος που οι γονείς θέλουν να παρέχουν στα παιδιά τους αυτά τα “πλεονεκτήματα” είναι για να μπορέσουν τα παιδιά να αποδώσουν οικονομικά στην κοινωνία στον μέγιστο βαθμό. Σ’ αυτήν την πλήρως εξορθολογισμένη κατάσταση, η ποιότητα ζωής εξισώνεται με τα οικονομικά επιτεύγματα. Η αντίληψη που επικρατεί είναι ότι όσο καλύτερα μπορεί το παιδί να λειτουργεί οικονομικά στη ζωή του τόσο ευκολότερα θα καταφέρει να βρει ικανοποίηση μέσα στις δομές παραγωγής και κατανάλωσης, και τόσο μεγαλύτερη θα είναι η πιθανότητα να ανέλθει κοινωνικά. Απ’ τη στιγμή που επικρατούν οι δομικές συνθήκες της οικονομίας της επιθυμίας και η πυρηνική οικογένεια, που με τη σειρά τους οδηγούν στην εξίσωση της ποιότητας ζωής (ίσως ακόμη και της κοινωνικής επιβίωσης) με τα οικονομικά επιτεύγματα, εξίσωση εκ μέρους γονέων που κατατρύχονται από την ιδέα ότι τα παιδιά τους πρέπει να είναι γενετικά ή πολιτισμικά αντίγραφά τους, το περιβάλλον ευνοεί την εθελούσια συμμετοχή στην ευγονική – μια κατάσταση που ο Όσμπορν ήταν σίγουρος ότι θα επικρατήσει. Αν προσφέρονται στους γονείς αγαθά και υπηρεσίες που θα δώ- σουν στους βλαστούς τους περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, δεν θα τ’ αγοράσουν; Ο Όσμπορν σκεφτόταν ότι θα το κάνουν, και πίστευε ότι σ’ αυτά τα αγαθά και τις υπηρεσίες θα περιλαμβάνονται και οι γενετικές τροποποιήσεις που θα εξασφαλίζουν την καλύτερη οικονομική απόδοση του παιδιού. Προέβλεψε ότι οι γονείς θα θέλουν να συμμετέχουν στο σχεδιασμό των παιδιών τους για να τα βοηθήσουν να προσαρμοστούν οικονομικά και κοινωνικά – η συμμετοχή στην ευγονική θα είναι ένδειξη φιλανθρωπίας. Σίγουρα, όταν η ευγονική προσλαμβάνεται ως ένα μέσο ενδυνάμωσης του παιδιού και του γονέα, χάνει την τερατώδη της διάσταση και γίνεται ένα ακόμη μέρος των συνηθισμένων ιατρικών διαδικασιών. Ο καπιταλισμός θα έχει επιτύχει τους στόχους του ως προς την ιδεολογική επικράτηση της γενετικής και συγχρόνως θα πραγματοποιεί τρομακτικά κέρδη από την παροχή αυτών των υπηρεσιών.
Σύντομο σημείωμα για τις κοινωνικές τάξεις και την ευγονική
Παραδοσιακά, η ευγονική ιδεολογία έχει αναπτυχθεί στις πλουσιότερες τάξεις. Η καθαρότητα των γονιδίων των κατώτερων τάξεων έχει γενικά θεωρηθεί μη αναγκαία, αφού τα καθήκοντα που εκτελούν είναι απλοϊκά και άρα σχεδόν οποιαδήποτε γενετική διαμόρφωση μπορεί να τα υπηρετήσει. Κατά πάσα πιθανότητα, υπολείμματα αυτής της ιδεολογικής τάσης θα συνεχίσουν να υπάρχουν όσον αφορά στην εργατική τάξη. Συγχρόνως, όμως, η ευγονική ιδεολογία θα αναπτύσσεται δυναμικά προς τα κατώτερα σκαλοπάτια της κοινωνικής κλίμακας, μέχρι του σημείου όπου η αγορά υπηρεσιών θα είναι οικονομικά αδύνατη. Σε αντίθεση με το παρελθόν, οι φορείς εξουσίας πιστεύουν ότι είναι πιο ουσιώδες παρά ποτέ το να συμπεριληφθούν όλα τα στρώματα της μεσαίας τάξης στον γενετικό σχεδιασμό, έτσι ώστε όλα τα “σημαντικά” τμήματα του πληθυσμού να μπορούν να πραγματοποιήσουν τα “εξελικτικά” άλματα που είναι απαραίτητα για να συμβαδίσουν με τη ραγδαία πολιτισμική ανάπτυξη. Η εργατική τάξη πιθανόν δεν θα κληθεί να συμμετάσχει στο νέο κύμα εφαρμογής της ευγονικής. Απ’ τη στιγμή που οι φτωχοί αναπαράγονται με ρυθμό ταχύτερο απ’ αυτόν που χρειάζεται για να διατηρηθεί η σταθερότητα των συνθηκών στις παρακατιανές δουλειές, δεν έχουν λόγο οι φορείς εξουσίας να σχεδιάσουν παρεμβάσεις στην αναπαραγωγική τους διαδικασία (με εξαίρεση, ίσως, το να τη μειώσουν). Στις ΗΠΑ είναι γελοίο να σκεφτεί κανείς ότι μέλη των κατώτερων τάξεων –που δεν έχουν καν υγειονομική περίθαλψη– θα έχουν πρόσβαση σε πανάκριβες ευγονικές εφαρμογές. Σήμερα, η παιδική θνησιμότητα μεταξύ των φτωχών είναι παράλογα υψηλή απλώς και μόνο εξαιτίας της έλλειψης προγεννητικής φροντίδας, και ως εκ τούτου μοιάζει απίθανο να προσφερθούν στις κατώτερες τάξεις κάποια λιγότερο αναγκαία στοιχεία “ιατρικής περίθαλψης”. Στα ευρωπαϊκά κράτη, όπου παρέχεται υγειονομική περίθαλψη σε όλους τους πολίτες, μπορεί να προκύψει ένα διαφορετικό σενάριο. Οι ευγονικές εφαρμογές μπορεί να προωθηθούν σε ολόκληρη την κοινωνική κλίμακα. Πολλά εξαρτώνται από το αν η ευγονική θα τηρήσει την υπόσχεσή της να εξορθολογίσει τη γονιδιακή δεξαμενή με τρόπο που να φαίνεται οικονομικά και κοινωνικά παραγωγικός στις καπιταλιστικές δυνάμεις. Αν η ευγονική εκπληρώσει τις υποσχέσεις της, οι ΗΠΑ θα πρέπει επίσης να συμμορφωθούν και να την αναπτύξουν σε ολόκληρη την κοινωνική κλίμακα, αν θέλουν να παραμείνουν ανταγωνιστικές στην παγκόσμια οικονομία.
Ένα ακόμη στοιχείο που θα επηρεάσει την ανάπτυξη των ευγονικών εφαρμογών θα είναι ο βαθμός διείσδυσης της τεχνολογίας cyborg στις κατώτερες τάξεις. Αν απαιτούνται οργανικά εμφυτεύματα για εργασίες κατώτερες από αυτές που εκτελούν τα μέλη της μεσαίας τάξης, τότε η ευγονική μπορεί να αναπτυχθεί σε ολόκληρη την κοινωνική κλίμακα. Όμως αυτό το σενάριο μοιάζει απίθανο, καθώς το παρελθόν δείχνει πως όταν τροποποιούνται από την τεχνολογία τα καθήκοντα της εργατικής τάξης τείνουν είτε να αυτοματοποιούνται εντελώς είτε να μετατίθενται σε έναν μικρότερο αριθμό κατώτερων τεχνοκρατών.
Ακόμη περισσότερες ουτοπικές υποσχέσεις
Όπως θα περίμενε κανείς, οι ευγονικές εφαρμογές απολαμβάνουν ήδη την υποστήριξη των media στην προσπάθειά τους να κατασκευάσουν ευγονική συνείδηση στους καταναλωτές. Βεβαίως, όροι όπως «ευγονική», «γενετική καθαρότητα» ή οποιοιδήποτε άλλοι όροι παραπέμπουν στον τρόμο του πρώτου κύματος της ευγονικής, δεν αναφέρονται ποτέ σ’ αυτές τις στιγμές του θεάματος, και οι θεαματικοποιημένες αφηγήσεις της βιοτεχνολογίας παρουσιάζονται με έναν μάλλον δελεαστικό παρά με πιεστικό τρόπο. Για παράδειγμα, ο καταναλωτής μπορεί να αγοράσει υπηρεσίες γενετικού ελέγχου (καθαρότητας) που υπόσχονται ότι εξασφαλίζουν στους γονείς υγιέστερα παιδιά. Στα στάδια των τεσσάρων ή των οκτώ κυττάρων μπορεί να ελεγχθεί το έμβρυο για διάφορες γενετικές ασθένειες και παραμορφώσεις. Ορισμένες γενετικές διαταραχές μπορούν να θεραπευτούν. Στην έσχατη περίπτωση, μπορεί να διακοπεί η κύηση ενός προσβεβλημένου εμβρύου και οι γονείς να προσπαθήσουν ξανά να αποκτήσουν ένα παιδί υγιές και φυσιολογικό. Φυσικά, καμία γυναίκα δεν υποχρεώνεται να κάνει το γενετικό τεστ (πρέπει να το επιθυμεί και να το πληρώσει), κι αν προκύψει οποιαδήποτε ανωμαλία καμία δεν υποχρεώνεται να διακόψει την κύηση. Μπορεί ακόμη και να επιλέξει να αφήσει το έμβρυο να αναπτυχθεί μέχρι το στάδιο των 16 κυττάρων, οπότε αποβάλλεται (εντελώς φυσιολογικά) αν δεν έχει προσκολληθεί στη μήτρα. Εκπληρώνοντας τις υποσχέσεις τους, υπηρεσίες όπως αυτή εξασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό στους γονείς που ανησυχούν (υπερβολικά), ότι τα παιδιά τους θα είναι φυσιολογικά και υγιή, και ότι αυτοί θα αποφύγουν το οικονομικό και ψυχολογικό φορτίο ενός μη φυσιολογικού παιδιού. Παραμένει, ωστόσο, υπόρρητο αυτό ακριβώς που είχε προβλέψει ο Όσμπορν: Οι γονείς αποφασίζουν για τη διακοπή της κύησης σύμφωνα με τις μελλοντικές πιθανότητες του παιδιού να επιτύχει στη ζωή. Επιλέγουν να το αποδεχτούν ή να θέσουν τέρμα στη ζωή του, όχι τόσο για να εκπληρώσουν τις δικές τους ανάγκες όσο για να εκπληρώσουν τις ανάγκες της παν-καπιταλιστικής κουλτούρας. Παρ’ όλη την αισιοδοξία τού πολλά υποσχόμενου θεάματος σχετικά με τις παραγωγικές και ευτυχισμένες ζωές των «ανθρώπων με διαφορετικές ικανότητες», η έμφαση εδώ δεν δίνεται στην «ευτυχία» (το μη ορθολογικό) αλλά στην «παραγωγικότητα» (το ορθολογικό). Πράγματι, το “υγιές” και το “φυσιολογικό” συσχετίζονται με την υποθετική μελλοντική δυνατότητα παραγωγικότητας του παιδιού καθώς και με τη διαρκή ανάγκη των γονέων να καταναλώνουν εξειδικευμένα αγαθά και υπηρεσίες, στα οποία όμως δεν περιλαμβάνεται η αγορά ειδών για μειονεκτούντες. Τα ορθολογικά πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης στην οικονομία της επιθυμίας παρουσιάζονται ως καθοριστικά για μια ευτυχισμένη σχέση γονέων-παιδιών, αντί η ευτυχισμένη σχέση να καθορίζεται από μη ορθολογικά χαρακτηριστικά, όπως η αγάπη, το ενδιαφέρον και η κατανόηση. Αν η σχέση γονέα-παιδιού βασιζόταν σ’ αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, και όχι στην παραγωγική και καταναλωτική δυνατότητα, τι ανάγκη θα υπήρχε για γενετικούς ελέγχους; Το θέαμα υπόσχεται στους θεατές του ότι οι έλεγχοι ωφελούν τους γονείς και το παιδί εξαλείφοντας τις ασθένειες, όμως τέτοιες μισές αλήθειες δεν οδηγούν παρά στη δημιουργία ευγονικής συνείδησης· μιας συνείδησης που προάγει ιδεολογικές κατευθύνσεις εμπνευσμένες από πρωτοβουλίες του παν-καπιταλισμού.
Το θέαμα της αναπαραγωγικής βιοτεχνολογίας υπόσχεται επίσης την εξασφάλιση της γονιμότητας σε μια πληθώρα περιπτώσεων. Ακόμη κι αν κάποιο αναπαραγωγικό σύστημα έχει ανεπανόρθωτες βλάβες, μπορεί να τροποποιηθεί τεχνολογικά και να καταφέρει σιγά-σιγά να λειτουργήσει. Η απαίτηση μιας τέτοιας τεχνολογικής εξασφάλισης είναι παράδοξη, απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχει έλλειψη παιδιών που χρειάζονται γονείς. Βεβαίως, ορισμένες μη ορθολογικές πεποιθήσεις εξηγούν αρκετά αυτό το οικονομικό παράδοξο: Ίσως οι γονείς προσδίδουν αξία στη συμμετοχή στη “μαγεία” της αναπαραγωγικής διαδικασίας· ίσως θέλουν να δουν τα φυσικά τους χαρακτηριστικά να επαναλαμβάνονται στην επόμενη γενιά· ή ίσως η επιτυχής αναπαραγωγή να ισχυροποιεί την (ουσιώδη κατά τη γνώμη τους) θέση του φύλου τους. Ο κατάλογος αυτών των πεποιθήσεων (και των συνδυασμών τους) είναι μακρύς και ανεξάντλητος. Και ενώ οι μη ορθολογικές αντιλήψεις για την αναπαραγωγή είναι χρήσιμες στην πώληση αναπαραγωγικών αγαθών και υπηρεσιών, οι ορθολογικές ανησυχίες μπαίνουν κι αυτές στο παιχνίδι. Οι υποψήφιοι γονείς τείνουν να θεωρούν επιθυμητό τον απόλυτο έλεγχο πάνω στη φυσική φροντίδα και την πρώιμη κοινωνικοποίηση του παιδιού, ώστε να είναι βέβαιοι ότι τίποτε δεν μπορεί να διαταράξει τη μελλοντική του επιτυχία. Ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί αυτό είναι η άμεση συμμετοχή στις διαδικασίες από τη σύλληψη του παιδιού μέχρι την παράδοσή του στο εκπαιδευτικό σύστημα. (Γεγονός που θα μπορούσε, εν μέρει, να εξηγήσει γιατί είναι προτιμότερη η προμήθεια γενετικού υλικού από τρίτους δότες παρά η υιοθεσία.)
Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί γιατί υπάρχουν κατ’ αρχήν προβλήματα στη γονιμότητα των ανθρώπων. Σε μεγάλο βαθμό η απάντηση βρίσκεται έξω από το πεδίο των πολιτισμικών σχεδιασμών, αλλά μέρος της απάντησης βρίσκεται στην οικονομία των επενδύσεων για ιατρικές έρευνες: Η έρευνα που θα μπορούσε να βοηθήσει στην πρόληψη της στειρότητας χρηματοδοτείται πολύ λιγότερο από την έρευνα για την εξασφάλιση της γονιμότητας. (Για παράδειγμα, η χρηματοδότηση της έρευνας για την εξάλειψη των φλεγμονών της πυέλου, οι οποίες προκαλούν στειρότητα σε ορισμένες γυναίκες, είναι σχετικά πενιχρή συγκρινόμενη με τις επενδύσεις στην έρευνα για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών για την υποβοηθούμενη εγκυμοσύνη.) Ο περιορισμός της έρευνας που θα μπορούσε να οδηγήσει στην εξάλειψη των γενεσιουργών αιτίων της στειρότητας δημιουργεί αντίστοιχα αυξημένη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών γονιμότητας. Αντί να επενδύουν στην έρευνα για την πρόληψη, οι χρηματοδοτικοί οργανισμοί επενδύουν στην έρευνα για την ανάπτυξη περισσότερο κερδοφόρων τρόπων αποκατάστασης των βλαβών του αναπαραγωγικού συστήματος. Στη συνέχεια, οι αυξημένες πιθανότητες να χρειαστούν οι γυναίκες υποβοήθηση στην αναπαραγωγή τις οδηγεί σε ιατρικά ιδρύματα όπου είναι πιθανό να πληρώσουν για επιπλέον αναπαραγωγικές υπηρεσίες.
Η παράταση της ηλικίας γονιμότητας έχει παρόμοιες συνέπειες. Αυτή η ουτοπική υπόσχεση φαίνεται όντως επιθυμητή στις γυναίκες για πολλούς λόγους. Αν η υποβοήθηση της αναπαραγωγής μπορεί να αυξήσει το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μια γυναίκα είναι ικανή να γεννήσει, θα της επιτρέπει πολύ περισσότερες επιλογές στο σχεδιασμό της ζωής της. (Σήμερα, τα όρια γονιμότητας δεν έχουν διευρυνθεί ιδιαίτερα, αφού τα ποσοστά επιτυχίας για την υποβοηθούμενη εγκυμοσύνη πέφτουν δραματικά μετά την ηλικία των 40 ετών.) Αν μια γυναίκα ήξερε ότι θα ήταν ικανή να γεννήσει μετά τα 40, θα είχε στη διάθεσή της το χρόνο να καθιερωθεί επαγγελματικά και να αποκτήσει τον πλούτο που χρειάζεται για να συντηρήσει το παιδί της. Κατά πάσα πιθανότητα, οι γυναίκες θα επέλεγαν συχνότερα το να είναι συγχρόνως επιτυχημένες μητέρες και επαγγελματίες. Προφανώς, το κράτος θα ωφεληθεί επίσης από την παράταση της ηλικίας αναπαραγωγής (μια τάση που γενικώς επικρατεί μεταξύ των γυναικών της μεσαίας τάξης), εφόσον υπάρχει μεγαλύτερη δομική ζήτηση για γυναίκες σε επαγγελματικές θέσεις και η αναβολή της αναπαραγωγής θα επιτρέψει να λειτουργήσουν καλύτερα σ’ αυτό το πεδίο. Ακόμη, αν επικρατήσει η εγκυμοσύνη κατά τη μέση ηλικία, οι γυναίκες (της μεσαίας τάξης) θα καταφεύγουν σε ιατρικά ιδρύματα όπου πιθανότατα θα πληρώνουν για εθελούσιες ευγονικές εφαρμογές. Όσο για τα φαινομενικά κοινωνικά οφέλη, στην πλειοψηφία τους ενισχύουν το κράτος – τα οφέλη των ατόμων δεν αποτελούν παρά τυχαίες συνέπειες της εγκεκριμένης κοινωνικής πολιτικής του κράτους.
Το θέαμα της ανησυχίας
Το θέαμα της ανησυχίας κρύβεται επίσης μέσα στο ουτοπικό θέαμα, όμως αντί να αποβλέπει στα άτομα στοχεύει κυρίως τα κοινωνικά σύνολα. Για παράδειγμα, γίνεται εκτενής κάλυψη των ιατρικών ανακαλύψεων από τα media – από τα εξειδικευμένα έντυπα μέχρι τα κεντρικά δελτία ειδήσεων. Τα θέματα που προβάλλονται συχνότερα αφορούν συνήθως στον εξορθολογισμό του θανάτου (καρκίνος, καρδιακές παθήσεις, AIDS κ.ο.κ.), αλλά προβάλλεται αρκετά και η γενετική έρευνα, που αφορά στον εξορθολογισμό της γέννησης. Στις περισσότερες περιπτώσεις αυτές οι ανακαλύψεις έχουν κάποια εθνική ταυτότητα. Σε ατομικό επίπεδο, η εθνικότητα των επιστημόνων που κάνουν μια συγκεκριμένη ανακάλυψη δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, και οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν ανακούφιση στη σκέψη ότι η ιατρική οικοδομεί ένα υγιέστερο αύριο. Σε εθνικό όμως επίπεδο, έχει σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις το ποιος κάνει μια ανακάλυψη. Κάθε ανακοίνωση μιας αλματώδους ανάπτυξης στην εφαρμοσμένη ιατρική, που γίνεται εκτός των εθνικών συνόρων, σημαίνει απώλεια κερδών και αύξηση των ελλειμμάτων για την έρευνα σε εθνικό επίπεδο. (Η πραγματική ζημιά, φυσικά, σχετίζεται με τις ανταγωνίστριες πολυεθνικές, παρά με τα άλλα εθνικά κράτη.) Η αίσθηση ότι χάνονται τα οικονομικά πλεονεκτήματα του έθνους αποτελεί το ιδανικό καύσιμο για την παραγωγή κοινωνικής συναίνεσης όσον αφορά στην έρευνα “υψηλής ταχύτητας” (την οποία ούτως ή άλλως διεξάγουν οι εταιρείες, είτε το κοινό συμφωνεί είτε όχι), σε αντίθεση με την έρευνα “χαμηλής ταχύτητας” που γίνεται με μεγαλύτερες προφυλάξεις και κριτική διάθεση. Ακόμη, η ατομική κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών θεωρείται ότι προσφέρει πλεονεκτήματα στην εθνική οικονομία· θα συνεχίσει όμως απρόσκοπτα η ανάπτυξή τους; Αυτό ήταν το ζήτημα στο παρελθόν κι εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα. Φαίνεται ότι ήρθε ο καιρός να ανθίσουν οι πρακτικές εφαρμογές της ευγονικής, τόσο στο μακροεπίπεδο όσο και στο μικροεπίπεδο της κοινωνίας.
Εμπλοκές στις δικλίδες ασφαλείας της ευγονικής
Εκτός από τις ουτοπικές υποσχέσεις, η ιατρική δίνει στο κοινό πολυάριθμες ηθικές υποσχέσεις με σκοπό να το καθησυχάσει ότι το τέρας της ευγονικής δεν πρόκειται να ξαναγεννηθεί. Όσον αφορά στην ακούσια συμμετοχή στην ευγονική, αυτές οι υποσχέσεις έχουν κάποια αξία· όμως είναι εύκολο να κρατηθεί η υπόσχεση ότι δεν θα αναμειχθεί κανείς δίχως τη θέλησή του σε εγκεκριμένες από το κράτος ευγονικές πρακτικές, όσο οι στρατηγικές ανάπτυξης εθελούσιων ευγονικών εφαρμογών από τον ιδιωτικό τομέα προχωρούν ομαλά. Από την άλλη, οι ηθικές υποσχέσεις ότι θα απαγορευτούν πρακτικές, οι οποίες είτε επιβάλλουν την εφαρμογή εθελοντικής ευγονικής πολιτικής είτε είναι ευγονικές δι’ εαυτές και καθ’ εαυτές, πρέπει να αντιμετωπιστούν με μεγάλη δόση σκεπτικισμού. Για παράδειγμα, μια βασική υπόσχεση της ιατρικής είναι ότι δεν μπορεί και δεν πρόκειται να πουληθεί ανθρώπινο οργανικό υλικό. Σ’ ορισμένες περιπτώσεις η ιατρική έχει τιμήσει αυτήν την υπόσχεση. Στην περίπτωση της πώλησης οργάνων υπάρχουν κι άλλες επιλογές, όπως τα τεχνητά, τα κλωνοποιημένα ή τα διαγονιδιακά όργανα (που όλα τους βρίσκονται σε διάφορα πειραματικά στάδια). Αυτά τα προϊόντα αντικατάστασης οργάνων μπορούν να πουληθούν. Η υπόσχεση των μηδενικών πωλήσεων ανθρώπινων οργάνων ενισχύεται επίσης από το γεγονός ότι είναι δύσκολο να βρεθούν δότες που να θέλουν να πουλήσουν τα όργανά τους, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε είτε το θάνατό τους είτε τη μείωση του προσδόκιμου της ζωής τους. Όμως η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική με το ανθρώπινο αναπαραγωγικό υλικό. Σπέρμα και ωάρια μπορούν να ληφθούν δίχως να θέσουν σε κίνδυνο τη ζωή του δότη. Σ’ αυτήν την περίπτωση, η ιατρική έχει τυπικά κρατήσει την υπόσχεσή της. Σπέρμα, ωάρια, έμβρυα κ.λπ. δεν πωλούνται ούτε αγοράζονται· προσφέρονται από δότες. Όμως, ενώ το οργανικό υλικό δεν μπορεί να αγοραστεί και να πουληθεί, η
γαμετοληψία και η εμφύτευση είναι υπηρεσίες που πωλούνται. Το ιατρικό κατεστημένο έχει μπλοκάρει αυτήν την ηθική δικλίδα ασφαλείας συγκροτώντας απλώς την οικονομική δομή της βιομηχανίας γύρω από τη διαδικασία και όχι γύρω από το προϊόν.
Και για να γίνουν τα πράγματα χειρότερα, εφαρμόζονται ευγονικές μέθοδοι εξετάσεων για την απόκτηση κατάλληλων αναπαραγωγικών υλικών. Οι υποψήφιοι δότες ελέγχονται εξονυχιστικά, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά, για να είναι βέβαιο ότι ανταποκρίνονται στα βιομηχανικά πρότυπα υγείας και φυσιολογικότητας. Απαιτούνται οικογενειακά ιστορικά, τα οποία εξετάζονται προσεκτικά έτσι ώστε οι λήπτες των υλικών να είναι σίγουροι ότι δεν υπάρχουν κρυμμένα γενετικά ελαττώματα που μπορεί να οδηγήσουν σε προβληματικά αποτελέσματα. Αν ένας υποψήφιος δότης κριθεί καθαρός, τότε γίνεται όντως δότης. Φυσικά, καμιά κλινική δεν πρόκειται να παραδεχτεί ότι κατασκευάζει καθαρές «δεξαμενές γονιδίων» – μιας καθαρότητας που υπαγορεύεται από τις πολιτικές και οικονομικές απαιτήσεις του παν-καπιταλισμού. Ισχυρίζονται, μάλλον, ότι απλώς προσπαθούν να παρέχουν στους καταναλωτές ό,τι καλύτερο για τα χρήματα που δαπανούν και να προστατεύουν τη φήμη τους ως αξιόπιστων ιδρυμάτων που παρέχουν υψηλής ποιότητας προϊόντα και υπηρεσίες. Οι εξονυχιστικοί έλεγχοι γίνονται για οικονομικούς και όχι για πολιτικούς λόγους. Σε κάποιο βαθμό αυτό είναι αλήθεια. Μοιάζει απίθανο να υπάρχουν συνωμοτικές ομάδες γιατρών που σχεδιάζουν μια νέα ανώτερη φυλή· ακριβώς όμως όπως το προέβλεψε ο Όσμπορν, οι ευγονικοί
μηχανισμοί προκύπτουν από την εξορθολογισμένη αναπαραγωγική διαδικασία, η οποία αντανακλά τις ιδεολογικές αξίες του κοινωνικού πλαισίου εντός του οποίου υφίσταται. (Όπως είχε προβλέψει ο Όσμπορν για την καταναλωτική οικονομία, η κύρια αξία των ανθρώπων καθορίζεται από την οικονομική τους δυνατότητα.)
Η ίδια αυτή διαδικασία επαναλαμβάνεται στην εφαρμογή της επιλεκτικής μείωσης. Για να αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχούς εμφύτευσης, τοποθετείται στη μήτρα ένας μικρός αριθμός εμβρύων (από τρία μέχρι οκτώ)· ο αριθμός εξαρτάται από την ποιότητα των εμβρύων και την ηλικία της γυναίκας. Τα αποτελέσματα ποικίλουν· όμως οι πιθανότητες επιτυχούς εμφύτευσης (προσκόλλησης του εμβρύου στα τοιχώματα της μήτρας) αυξάνονται. Κάποιες φορές η διαδικασία είναι ιδιαίτερα επιτυχής και έχει ως αποτέλεσμα περισσότερα από ένα έμβρυα, γεγονός που δίνει στην πελάτισσα τη δυνατότητα να διαλέξει αν προτιμά να τα γεννήσει όλα ή να μειώσει τον αριθμό τους. Πολλές φορές, η μείωση είναι αναγκαία καθώς ο αριθμός των εμβρύων μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή της πελάτισσας, συχνά όμως η μείωση εφαρμόζεται απλώς γιατί αυτή επιθυμεί έναν συγκεκριμένο αριθμό εμβρύων. Η πελάτισσα μπορεί να διαλέξει (συχνά σε σχέση με τη βιωσιμότητα) ποια έμβρυα θέλει να κρατήσει και, αν τα έμβρυα είναι εξίσου βιώσιμα, μπορεί να διαλέξει βάσει αισθητικών χαρακτηριστικών (όπως ο αριθμός των παιδιών, το φύλο τους, ή ο συνδυασμός των φύλων τους). Όπως και στην περίπτωση των εξετάσεων στους δότες, δεν υπάρχει καμιά γενετική συνωμοσία στη μέθοδο αυτή· οι πελάτες απλώς αγοράζουν τα συγκεκριμένα αγαθά που επιθυμούν. Όμως, για μια ακόμη φορά, η επιθυμία για ένα συγκεκριμένο προϊόν κατασκευάζεται από το θέαμα, όπως επιτάσσουν τόσο τα ιδεολογικά όσο και τα οικονομικά του συμφέροντα. Η μέθοδος επιλεκτικής καθαρότητας της μήτρας είναι πολιτική και ευγονική, και αναδύεται ως υποπροϊόν της εξορθολογισμένης αναπαραγωγής.
Συμπέρασμα
Οι προβλέψεις του Όσμπορν γίνονται πραγματικότητα. Ο καιρός είναι κατάλληλος για το δεύτερο κύμα της ευγονικής, αφού η οικονομική βάση έχει δημιουργηθεί. Η ευγονική συμπληρώνει τη γενική παν-καπιταλιστική αρχή του ολοκληρωτικού εξορθολογισμού της κουλτούρας. Τα θεμέλια της καταναλωτικής συνείδησης αποτελούν επίσης θεμέλια της ευγονικής συνείδησης. Η ανθρώπινη αναπαραγωγή παρουσιάζεται με τους τρόπους του θεάματος και προσλαμβάνεται από το κοινό ως ένα επί πλέον αντικείμενο το οποίο μπορεί να παραχθεί για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες των καταναλωτών. Οι ίδιες οι επιθυμίες δεν ξεπροβάλλουν από τους ανθρώπους αλλά τους επιβάλλονται από έξω, από τις θεαματικές μηχανές της παν-καπιταλιστικής ιδεολογικής επιταγής. Όμως η κατάσταση δεν έχει πάρει ακόμη καταστροφικές διαστάσεις. Οι εφαρμογές της ευγονικής είναι ακόμη ακατέργαστες και πειραματικές· χρειάζεται ακόμη δουλειά για να επιβληθούν σε περισσότερα κοινωνικά στρώματα και να συμπεριλάβουν τις κατώτερες βαθμίδες της ταξικής κλίμακας. Μέχρι τώρα, οι φορείς εξουσίας δεν έχουν καταφέρει να μετατρέψουν την αντίληψη σε δραστηριότητα (το προϊόν είναι αναγνωρίσιμο, όμως ελάχιστοι το αγοράζουν). Για να πετύχει πραγματικά ο στόχος της καθιέρωσης των ευγονικών εφαρμογών ως μέρους της καθημερινής ζωής, πρέπει να πειστεί το κοινό ότι οι εξορθολογισμένες μέθοδοι αναπαραγωγής είναι ανώτερες και πιο επιθυμητές από τα μη ορθολογικά μέσα αναπαραγωγής. Με άλλα λόγια, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού (με έμφαση στη μεσαία τάξη) πρέπει ακόμη να οδηγηθούν προς αυτήν την προκεχωρημένη αγορά. Αυτό θα πάρει χρόνο, στη διάρκεια του οποίου μπορεί να αναπτυχθεί αντίλογος, καθώς και στρατηγικές και τακτικές αντίστασης. Δυστυχώς, για να δελεάσει τους θεατές της, η ευγονική έχει μεταμφιεστεί σε μια ουτοπική φαινομενικότητα ελεύθερης επιλογής και προόδου. Μ’ αυτήν την έννοια, οι φορείς εξουσίας έχουν κλέψει και χρησιμοποιούν προσεκτικά τη στρατηγική της ανατροπής στην καθημερινή ζωή, για να προκαλέσουν μια σιωπηλή σαρκική επανάσταση.