.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 8 Μαΐου 2022

Η συγχώνευση Ελλήνων και Βαρβάρων [στην Ελληνιστική Εποχή] - André-Jean Festugière


Ας θυμηθούμε την αξιομνημόνευτη πράξη του Αλέξανδρου στην Όπιδα (βρισκόταν λίγο πιο βόρεια από τη Βαβυλώνα, στον Τίγρη) το 324. Προσκάλεσε Μακεδόνες και Πέρσες στο ίδιο συμπόσιο. Οι Έλληνες ιερείς και οι Πέρσες μάγοι ξεκίνησαν τα ιερά τελετουργικά τους. Ένα μοναδικό κύπελο κρασί γύριζε σε όλο το τραπέζι και οι παρευρισκόμενοι έπιναν απ’ αυτό και έχυναν λίγες σταγόνες προς τιμήν των ελληνικών και περσικών θεών. Τότε ο Αλέξανδρος είπε μια προσευχή με την οποία ζήτησε από τους θεούς να χαρίσουν στους Μακεδόνες και τους Πέρσες την «ένωση της καρδιάς και της συντροφικότητα μέσω της ισχύος». Μ’ αυτή τη συμβολική τελετή ο Αλέξανδρος είτε κήρυσσε, από τότε ακόμα, ένα είδος αδελφοσύνης μεταξύ όλων των λαών, όπως ισχυρίζεται ο Tarn, είτε επιδίωκε απλώς την συγχώνευση των Ελλήνων και των Ιρανών, όπως διατείνεται ο Wilcken. Είναι όμως σίγουρο πως το αποφασιστικό βήμα είχε γίνει. Η παλιά αντινομία μεταξύ Ελλήνων και Βαρβάρων από την οποία ο Αριστοτέλης ήταν εντελώς διαποτισμένος (Πολ.VΙΙ) είχε πλέον καταργηθεί. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής τόσο επί Αλεξάνδρου όσο και επί των διαδόχων του είναι πασίγνωστα. Το 324 έγιναν στα Σούσα μαζικοί γάμοι μεταξύ Μακεδόνων και Περσίδων. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος έδωσε το παράδειγμα όταν παντρεύτηκε, με το περσικό τυπικό, την Στατειρα, την κόρη του Δαρείου (είχε ήδη παντρευτεί το 327 με βακτριανικό τυπικό, την Ρωξάνη, την κόρη του πρίγκηπα Οξυάρτη στη Βακτριανή), ενώ ο Ηφαιστίωνας, ο καλύτερός του φίλος, παντρεύτηκε την Δρυπετίδα, την αδελφή της Στάτειρας. Αργότερα, ως αποτέλεσμα των ελληνομακεδονικών αποικισμών στην Ανατολή και της συνεχούς επαφής μεταξύ των αποίκων και του τοπικού πληθυσμού, προέκυψε η επιμιξία των φυλών. Οι Έλληνες έφεραν τη γλώσσα τους, τους νόμους τους, τα γυμνάσιά τους, όλα όσα περιλάμβανε ο πολιτισμός τους και συνοψίζονταν στη μεγαλειώδη λέξη παιδεία. Από την πλευρά τους, οι λαοί της Ανατολής αποκάλυψαν στους Έλληνες το θέαμα χιλιόχρονων πολιτισμών που εξουσιάζονταν, σε γενικές γραμμές, από τη θρησκεία. Και στη σφαίρα της θρησκείας οι Έλληνες αποδείχτηκαν δεκτικοί, έτοιμοι να λατρέψουν και να αποδεχτούν τις θεότητες άλλων λαών. Η ανάμιξη των φυλών και των πολιτισμών τους είχε μεγάλες επιπτώσεις στη θρησκεία. Βοήθησε να διευρυνθεί η αντίληψη περί θείου. Αν, όπως είπε ο Ερατοσθένης εκατό χρόνια μετά το θάνατο του Αλέξανδρου, οι άνθρωποι δεν πρέπει να διαχωρίζονται σε Έλληνες και Βαρβάρους αλλά σε καλούς και κακούς – γιατί ακόμη και ανάμεσα στους Έλληνες υπάρχουν πολλοί κακοί άνθρωποι, ενώ ανάμεσα στους Βαρβάρους υπάρχουν λαοί με ανεπτυγμένο πολιτισμό όπως οι Ινδοί. Και άλλοι, όπως οι Ρωμαίοι και οι Καρχηδόνιοι, θαυμαστοί για τις πολιτικές τους αρετές – αν, λοιπόν, όλοι οι λαοί είχαν κληθεί να αναδυθούν σαν ένας ενιαίος λαός για να φτιάξουν μια μόνο πόλη, ήταν γιατί αυτή η πόλη στην πραγματικότητα ήδη υπήρχε: ήταν η Παγκόσμια Πόλη που την κυβερνούσε ο κοσμικός Θεός. Οι ιδιαίτεροι  θεοί του ενός ή του άλλου κράτους δεν ήταν παρά οι τοπικές εκδηλώσεις της ίδιας μοναδικής Θεότητας που ενυπήρχε σε όλο το σύμπαν. Νύξεις αυτής της άποψης έχουν εκφραστεί ήδη από την ελληνιστική εποχή. Γνωρίζουμε πως έφτασαν να καρποφορήσουν. Επί αυτοκρατορίας του Αυγούστου ένας ναός στη Ρώμη αποτέλεσε τη χειροπιαστή της έκφραση: το Πάνθεον, που ο θόλος του είναι απομίμηση της ουράνιας σφαίρας.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, η ιδέα της παγκόσμιας μοναρχίας, μια ιδέα που πρώτος, απ’ ό,τι φαίνεται, συνέλαβε ο Αλέξανδρος, τη ζωντάνεψε ξανά ο Καίσαρας και υλοποιήθηκε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, έμελλε να οδηγήσει – στο θρησκευτικό πεδίο – στην υποβάθμιση της τοπικής ιδιαιτερότητας, και να ευνοήσει την ανάπτυξη μιας παγκόσμιας θρησκείας. Η πρώτη μορφή που πήρε αυτή η θρησκεία ήταν η λατρεία ενός κοσμικού Θεού. Ο ίδιος ουρανός απλωνόταν πάνω από όλους τους λαούς όπως και πάνω από όλους τους ανθρώπους που ζούσαν στις μεγάλες ελληνιστικές πόλεις, όσο διαφορετικοί και να ήταν από άποψη φυλετική ή πολιτισμική.
Έτσι τα κύρια αποτελέσματα του έργου του Αλέξανδρου – η υποταγή των ελληνικών πόλεων, η διαμόρφωση απέραντων μοναρχιών και η συγχώνευση Ελλήνων και Βαρβάρων – δημιούργησαν τις συνθήκες που επέτρεψαν στην προσωπική θρησκεία και πιο συγκεκριμένα στη φιλοσοφική θρησκεία του Σύμπαντος και του Κοσμικού Θεού να εδραιωθεί. Αυτή η θρησκεία δεν αναπτύχθηκε με άμεση πολιτική παρέμβαση του Αλέξανδρου. Όπως κάθε πραγματικά ισχυρή θρησκεία αναπτύχθηκε από τις πνευματικές και ψυχικές ανάγκες, από την ανάγκη για ένα Θεό που θα ικανοποιούσε ταυτόχρονα τις απαιτήσεις της επιστημονικής σκέψης και τις προσδοκίες της ατομικής συνείδησης. Αλλά αν ο Πλάτωνας ήταν ο εμπνευστής της, ο Αλέξανδρος προσέφερε πολλά για να εξασφαλίσει την εξέλιξή της. Μια από τις πιο δημιουργικές δυνάμεις στη θρησκεία του Πλάτωνα είναι αναμφίβολα ο έρως, η παθιασμένη παρόρμηση που βγάζει την ψυχή μέσα από τη γήινη φυλακή της έτσι που, υπερβαίνοντας τον εαυτό της, να φτάνει σε άλλες ακτές, σε μια άλλη καλύτερη πατρίδα, τον κόσμο των Ιδεών ή των αστερισμών του Ουρανού. Το πνευματικό κίνημα που ξεπήδησε από τον πλατωνισμό είναι μια πτήση προς την αιωνιότητα, μια απόδραση. Ο Αλέξανδρος ήταν ένα ζωντανό σύμβολο της δημιουργικής δύναμης του έρωτα. Τον διέκρινε  πάντα η ακατανίκητη ορμή να πάει παραπέρα, να ξεπεράσει τα σύνορα που τον περιόριζαν. Καμιά θάλασσα, κανένα ποτάμι, κανένα βουνό δεν μπορούσε να σταθεί στο δρόμο εκείνου του θαυμαστού πνεύματος. Πολλές φορές οι ιστορικοί, όπως ο Αρριανός, αναφέρονται στον πόθο, την ακατανίκητη επιθυμία για το άγνωστο, το ανεξερεύνητο, και το μυστηριώδες που έμελλε να τον φέρει στα πέρατα του κόσμου. Αυτή η επιθυμία τον ώθησε, το 335, να διαβεί το Δούναβη για να δει τι βρίσκεται στην αντίπερα όχθη. Το 331 τον ώθησε να διασχίσει την έρημο για να συμβουλευτεί το μαντείο του Άμμωνος Διός. Τον παρακίνησε αργότερα να εξερευνήσει ο ίδιος τις χώρες πέρα από τον Ύφαση, τις ακτές της Κασπίας και την Αραβική χερσόνησο από τον Ινδικό ωκεανό μέχρι την Ερυθρά θάλασσα. Προχωρούσε πάντα, δεν έμενε ποτέ ικανοποιημένος από τη μέχρι τότε προσπάθεια, όσο μεγαλειώδης κι αν ήταν, ήθελε να φτάσει στα όρια του κόσμου. Αυτή η ακόρεστη επιθυμία για κάτι «παραπέρα» που πάντα το φανταζόμαστε, αναγκαστικά, σαν κάτι «καλύτερο» συνοψίζει το πνεύμα εκείνης της εποχής.

André-Jean Festugière
Ο ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΟΙ ΤΟΥ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΡΟΖΙΝΑ ΜΠΕΡΚΝΕΡ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΥΡΑΘΕΝ 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια: