Δέκατος τρίτος μήνας του Θέρους της τριακοσιοστής τριακοστής τέταρτης Εποχής. Την τέταρτη νύχτα, στις κορφές της Κρυμαίας σχηματίστηκε ένα σύννεφο, κατάλευκο και λαμπρό, που απλώθηκε γρήγορα επάνω από την πεδιάδα. Έκπληκτοι οι άνθρωποι και τα ζώα ανήσυχα ξύπνησαν από το φως του. Με διαταγή της Γερουσίας, η φρουρά της πόλης σήμανε συναγερμό και όλοι, πολίτες και στρατιώτες, έτρεξαν στην Αγορά, θαυμάζοντας το παράξενο εκείνο σημάδι. Μόλις γέμισε η Αγορά (πράγμα που έδειχνε ότι όλη η πόλη ήταν στο πόδι) ήρθαν οι Γέροντες. Προχώρησαν κι ανέβηκαν στη μεγάλη εξέδρα, στην κεντρική πλατεία της αγοράς, μπροστά από το ιερό της Δαΰδος. Και μόλις κι ο τελευταίος Γέροντας ανέβηκε στην εξέδρα, από το ιερό άρχισαν να ακούγονται ψαλμοί και ικεσίες. Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι ύμνοι ξεχύθηκαν στην Αγορά και πέρασαν στα χείλη του κόσμου. Όλοι, άντρες, γυναίκες, παιδιά, νέοι και γέροι, όρθιοι, ένωσαν τη φωνή τους και ανέλαβαν τον ύμνο, που σε λίγο αντηχούσε γλυκά από άκρη σ’ άκρη στην πόλη. Οπωσδήποτε υπήρχαν και κάποιοι που νόμιζαν πως, ανάμεσα στις παύσεις, άκουγαν το σπαραχτικό ουρλιαχτό των λύκων.
Για ώρες κρατούσαν οι ικεσίες και οι ψαλμοί και κανείς δεν μετρούσε πόσες. Μόνο όταν η κούραση άρχισε να βαραίνει τα γόνατα των γέρων και η πείνα να δαγκώνει τις κοιλιές των παιδιών, ο λοχαγός της φρουράς ανέβηκε στην εξέδρα και ενημέρωσε τους Γέροντες ότι είχε ξημερώσει και ότι, κανονικά, πλησίαζε το μεσημέρι. Όμως κανείς δεν μπορούσε να πει αν έχει βγει ο Ήλιος, γιατί όλος ο ουρανός καλυπτόταν από το σύννεφο. Και τότε ο ύμνος, που είχε ήδη αρχίσει να ξεθωριάζει στα χείλη του κόσμου σε ένα ακατάληπτο μουρμουρητό, σταμάτησε. Κάποιοι ήταν πλέον σίγουροι ότι άκουγαν το ουρλιαχτό των λύκων.
Το σύννεφο κρεμόταν πια επάνω από την πόλη, καλύπτοντάς την ολόκληρη. Οι πολίτες καταλήφθηκαν από τρόμο, επειδή νόμιζαν ότι ο Ήλιος γκρεμιζόταν από τον ουρανό και έπεφτε επάνω στη χώρα. Και πραγματικά, η εντύπωσή τους ήταν αληθινή, γιατί καθώς η ώρα περνούσε, οι σκιές λιγόστευαν. Κτίρια, άνθρωποι, ζώα και δέντρα, κάθε πλάσμα και πράγμα επάνω στη γη έβλεπε τη σκιά του να μικραίνει και να χάνεται. Μέσα στην ταραχή και το φόβο, ο Πρωτογέροντας, ο Ιζύς του Στολαίου, έδωσε εντολή στο λοχαγό της φρουράς να μην αφήσει κανέναν να φύγει από την Αγορά, για να απο- φασίσουν εάν θα εγκαταλείψουν την πόλη ή εάν θα παραμείνουν.
Οι Γέροντες μίλησαν σοφά, καθένας τους συμβουλεύοντας τους άλλους να μείνουν ή να φύγουν, ανάλογα με το ποια μερίδα εκπροσωπούσε: όσοι πολίτες είχαν το βιός τους πέρα από τα βουνά και προς τη θάλασσα, ήθελαν να ακούσουν το Γέροντά τους να συμβουλεύει τη φυγή. Με τη σειρά τους, οι Γέροντες που εκπροσωπούσαν τους εμπόρους, τους τεχνίτες και όλους όσους είχαν την περιουσία τους μέσα στην πόλη, με πειστικά επιχειρήματα δήλωναν ότι, αν χαθεί η πόλη, τίποτε πια δεν θα είναι σίγουρο για κανέναν.
Αφού μίλησαν οι Γέροντες, ρώτησαν το λαό εάν υπάρχει κανείς που θέλει να πάρει το λόγο. Κανείς δεν θέλησε να μιλήσει. Απόφαση δεν είχε παρθεί, αλλά τουλάχιστον όλοι είχαν ακούσει αυτό που περίμεναν από τους Γέροντες. Ο μόνος που ζήτησε να ανέβει στο βήμα ήταν ένας τυφλός, ζητιάνος, άγνωστο το όνομά του. Με το κεφάλι σκυφτό, στραμμένο λίγο προς τα δεξιά, άρχισε να μιλά: «Δεν βλέπω αυτά που βλέπετε – και λυπάμαι πολύ. Μα βλέπω αυτά που δεν βλέπετε – και λυπάμαι περισσότερο. Χάνω ό,τι κερδίζετε, και δεν κερδίζω ό,τι χάνετε. Μα αυτή την ύστατη ώρα, που από το φως έχετε όλοι στραβωθεί, όχι λιγότερο από όσο εγώ, συλλογιστείτε: ποιος από τους άρχοντές μας έχει εξασφαλίσει ο ίδιος τη σωτηρία του, ώστε να υπάρχει ελπίδα να εγγυηθεί με κάποιον τρόπο και τη δική σας;»
Ο τυφλός σταμάτησε. Σήκωσε το κεφάλι, σαν να ήθελε να δει το πλήθος το πρόσωπό του και να του δείξει το δικό του. Άπλωσε το δεξί του χέρι κι έδειξε προς το ιερό. «Αν εκεί που δείχνω βλέπετε ένα παιδί να παίζει ευτυχισμένο κι αμέριμνο, τότε μόνο μπορείτε να ελπίζετε σε θαύμα.» Όλο το πλήθος έστρεψε το βλέμμα μονομιάς κατά κει που έδειχνε ο τυφλός. Μπροστά στα σκαλιά του ιερού, ένα παιδί έπαιζε μόνο του πεσσούς. Όλο το πλήθος έβλεπε το παιδί και όλοι απορούσαν πώς μπορούσε ένας τυφλός να δείχνει κάτι που έβλεπαν όλοι, και ταυτόχρονα να αρνείται ότι υπάρχει. Το θαύμα και η ύβρη ξύπνησε μέσα τους φόβο και θυμό. Κάποιοι άρχισαν να βρίζουν τον τυφλό, να του φωνάζουν να κατέβει από το βήμα. Μια πέτρα χτύπησε τον τυφλό στο στόμα. Ένας έστριψε την άκρη από το σάλι του γύρω από τη σφιγμένη γροθιά του, δείχνοντας στον τυφλό πώς θα του περάσει τη θηλιά. Ο τυφλός στράφηκε προς τους Γέροντες. Τους πρότεινε να πάνε στο παιδί και να το ρωτήσουν τι πρέπει να κάνουν. Οι Γέροντες συμφώνησαν κι έστειλαν το Χαβρία. Εκείνος, χωρίς καθυστέρηση, ανέβηκε τα σκαλιά του ιερού. Πλησίασε το παιδί προσεκτικά, για να μη χαλάσει το παιχνίδι του, και στάθηκε δίπλα του. Παρατηρούσε τις κινήσεις του παιδιού. Όταν το παιδί σήκωσε το κεφάλι, ο Γέροντας το ρώτησε χαμογελώντας: «Ποιος θα νικήσει;» Το παιδί έσκυψε στο πάτωμα, κούνησε μερικές ψηφίδες και, με ένα χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση, είπε: «Αν χάσει η μαύρη ομάδα, η λευκή θα κερδίσει. Κι αν χάσει η λευκή ομάδα, θα κερδίσει η μαύρη.» Σηκώθηκε, κοίταξε το Χαβρία και με το ίδιο χαμόγελο είπε:
«Όσο κερδίζει μια από τις δυο ομάδες, δεν χάνω ποτέ».
Ο Χαβρίας κατέβηκε από το ιερό και ανέβηκε βιαστικά στην εξέδρα, όπου τον περίμεναν οι Γέροντες. Ύστερα από λίγο, ο Πρωτογέροντας στράφηκε προς τον υπασπιστή του, το λοχαγό Άμασι. Αφού μίλησαν για λίγο, ο λοχαγός κατέβηκε τρέχοντας από την εξέδρα. Αμέσως μετά σήμανε η σάλπιγγα της φρουράς και σε λίγα λεπτά έζωσαν την Αγορά τρεις πυκνές γραμμές από τοξότες. Πέντε ομάδες οπλιτών, χωρίς εξάρτυση, τρέχοντας ανάμεσα στις γραμμές, άφηναν ανά πέντε άντρες ένα δεμάτι ξύλα κι άναβαν φωτιά. Οι τοξότες πέρασαν τα βέλη τους από τη φωτιά, τα άναψαν κι έστρεψαν τα τόξα στον ουρανό, προς το σύννεφο που κατρακυλούσε επάνω στη χώρα.
Βροχή από φλεγόμενα βέλη έπεσε πάνω στην πόλη. Όσοι δεν σκοτώθηκαν επί τόπου, χάθηκαν μέσα στη φωτιά που κατέτρωγε τη χώρα για μέρες...
* * *
...Αμέτρητα χρόνια τώρα, όταν ο ήλιος ανατέλλει πάνω από τη Λυκεία, ρίχνει τις πρώτες ακτίνες του εδώ πάνω, στις πλαγιές της Κρυμαίας. Άλλοτε εδώ υπήρχαν χωράφια, περιβόλια, μαντριά και μύλοι, πολύχρωμα στολίδια κεντημένα σε καταπράσινη φλοκάτη. Τώρα πια δεν υπάρχει τίποτε από όλα αυτά. Μονάχα ένα παράξενο λουλούδι φυτρώνει ανάμεσα στους θάμνους και τις πέτρες. Δεν έχει όνομα, καθώς δεν βρέθηκε ποτέ ως τώρα κάποιος να το ονομάσει. Ο ίσιος, σκληρός και λεπτός βλαστός του, με το πορτοκαλί άνθος στην κορυφή, μοιάζει με φλεγόμενο βέλος, μπηγμένο ανάποδα στη γη, με την αιχμή του στραμμένη στον ουρανό...
ΓΑΒΡΙΗΛ ΝΑΧΜΙΑΣ
NOMINATI
16+1 ασκήσεις ελευθερίας
Απλές Εκδόσεις 2010
NOMINATI
16+1 ασκήσεις ελευθερίας
Απλές Εκδόσεις 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου