Στο δωμάτιο της στην κορυφή του σπιτιού
Όπου χύνεται το φως, και η φλαμουριά
χτυπάει τα παράθυρα,
Η κόρη μου γράφει μια ιστορία.
Σταματώ στη σκάλα, ν' ακούσω
Από την κλειστή της πόρτα
θόρυβο πλήκτρων γραφομηχανής
Σαν αλυσίδα που σέρνεται σε κάγκελο.
Νέα όπως είναι, στη ζωή της
Κουβαλά μεγάλο φορτίο, κι ένα κομμάτι του
είναι βαρύ:
Είθε να 'χει ούριο άνεμο.
Τώρα όμως είναι αυτή που σταματά,
Σαν για ν' αρνηθεί τη σκέψη μου
και την εύκολη μορφή της.
Πέφτει σιωπή,
Θαρρείς κι ολόκληρο το σπίτι σκέφτεται,
Κι ύστερα νάτη πάλι
μ' έναν ήχο αλλεπάλληλων
Απαλών χτυπημάτων, και ξανά σιωπή.
Θυμάμαι το ζαλισμένο ψαρόνι
Που πριν δυο χρόνια
σε τούτο το δωμάτιο παγιδεύτηκε.
Μπήκαμε σιγά, ανοίξαμε ένα παράθυρο
Και φύγαμε, μη φοβηθεί.
Ώρα πολλή αμήχανοι, από το
άνοιγμα της πόρτας,
Βλέπαμε το απαλό, άγριο, σκούρο
Και ιριδόχρωμο πλάσμα
Να χτυπά στα τυφλά, να πέφτει
σαν γάντι
Στο σκληρό πάτωμα ή στο τραπέζι,
Και να σταματά, κατάκοπο, ματωμένο,
Να συνεφέρει και ξανά να δοκιμάσει·
Και χαρήκαμε όταν σίγουρο ξαφνικά,
Πετάχτηκε από τη ράχη μιας καρέκλας,
Βρίσκοντας με τη μια το δρόμο για
το σωστό παράθυρο
Την έξοδο στον κόσμο διακρίνοντας.
Είναι πάντα ζήτημα ζωής
Ή θανάτου, αγαπητή μου, το είχα
ξεχάσει. Οι ευχές μου είναι
Και πάλι μαζί σου, πιο δυνατές αυτή τη φορά.
***
In her room at the prow of the house
Where light breaks, and the windows are tossed with linden,
My daughter is writing a story.
I pause in the stairwell, hearing
From her shut door a commotion of typewriter-keys
Like a chain hauled over a gunwale.
Young as she is, the stuff
Of her life is a great cargo, and some of it heavy:
I wish her a lucky passage.
But now it is she who pauses,
As if to reject my thought and its easy figure.
A stillness greatens, in which
The whole house seems to be thinking,
And then she is at it again with a bunched clamor
Of strokes, and again is silent.
I remember the dazed starling
Which was trapped in that very room, two years ago;
How we stole in, lifted a sash
And retreated, not to affright it;
And how for a helpless hour, through the crack of the door,
We watched the sleek, wild, dark
And iridescent creature
Batter against the brilliance, drop like a glove
To the hard floor, or the desk-top,
And wait then, humped and bloody,
For the wits to try it again; and how our spirits
Rose when, suddenly sure,
It lifted off from a chair-back,
Beating a smooth course for the right window
And clearing the sill of the world.
It is always a matter, my darling,
Of life or death, as I had forgotten. I wish
What I wished you before, but harder.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου