.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 15 Μαΐου 2022

Η Συγγραφέας / The Writer – Richard Wilbur

Στο δωμάτιο της στην κορυφή του σπιτιού

Όπου χύνεται το φως, και η φλαμουριά

χτυπάει τα παράθυρα,

Η κόρη μου γράφει μια ιστορία.


Σταματώ στη σκάλα, ν' ακούσω

Από την κλειστή της πόρτα

θόρυβο πλήκτρων γραφομηχανής

Σαν αλυσίδα που σέρνεται σε κάγκελο.


Νέα όπως είναι, στη ζωή της

Κουβαλά μεγάλο φορτίο, κι ένα κομμάτι του

είναι βαρύ:

Είθε να 'χει ούριο άνεμο.


Τώρα όμως είναι αυτή που σταματά,

Σαν για ν' αρνηθεί τη σκέψη μου

και την εύκολη μορφή της.

Πέφτει σιωπή,


Θαρρείς κι ολόκληρο το σπίτι σκέφτεται,

Κι ύστερα νάτη πάλι

μ' έναν ήχο αλλεπάλληλων

Απαλών χτυπημάτων, και ξανά σιωπή.


Θυμάμαι το ζαλισμένο ψαρόνι

Που πριν δυο χρόνια

σε τούτο το δωμάτιο παγιδεύτηκε.

Μπήκαμε σιγά, ανοίξαμε ένα παράθυρο


Και φύγαμε, μη φοβηθεί.

Ώρα πολλή αμήχανοι, από το

άνοιγμα της πόρτας,

Βλέπαμε το απαλό, άγριο, σκούρο


Και ιριδόχρωμο πλάσμα

Να χτυπά στα τυφλά, να πέφτει

σαν γάντι

Στο σκληρό πάτωμα ή στο τραπέζι,


Και να σταματά, κατάκοπο, ματωμένο,

Να συνεφέρει και ξανά να δοκιμάσει·

Και χαρήκαμε όταν σίγουρο ξαφνικά,


Πετάχτηκε από τη ράχη μιας καρέκλας,

Βρίσκοντας με τη μια το δρόμο για

το σωστό παράθυρο

Την έξοδο στον κόσμο διακρίνοντας.


Είναι πάντα ζήτημα ζωής

Ή θανάτου, αγαπητή μου, το είχα

ξεχάσει. Οι ευχές μου είναι

Και πάλι μαζί σου, πιο δυνατές αυτή τη φορά.


***


In her room at the prow of the house

Where light breaks, and the windows are tossed with linden,

My daughter is writing a story.


I pause in the stairwell, hearing

From her shut door a commotion of typewriter-keys

Like a chain hauled over a gunwale.


Young as she is, the stuff

Of her life is a great cargo, and some of it heavy:

I wish her a lucky passage.


But now it is she who pauses,

As if to reject my thought and its easy figure.

A stillness greatens, in which


The whole house seems to be thinking,

And then she is at it again with a bunched clamor

Of strokes, and again is silent.


I remember the dazed starling

Which was trapped in that very room, two years ago;

How we stole in, lifted a sash


And retreated, not to affright it;

And how for a helpless hour, through the crack of the door,

We watched the sleek, wild, dark


And iridescent creature

Batter against the brilliance, drop like a glove

To the hard floor, or the desk-top,


And wait then, humped and bloody,

For the wits to try it again; and how our spirits

Rose when, suddenly sure,


It lifted off from a chair-back,

Beating a smooth course for the right window

And clearing the sill of the world.


It is always a matter, my darling,

Of life or death, as I had forgotten. I wish

What I wished you before, but harder.

Δεν υπάρχουν σχόλια: