.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 26 Ιουνίου 2022

ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ - ARTHUR C. CLARKE

 

Δεν είμαι από εκείνους τους Αφρικανούς που ντρέπονται για τη χώρα τους επειδή μέσα σε πενήντα χρόνια σημείωσε λιγότερη πρόοδο από ό,τι η Ευρώπη σε πεντακόσια. Το γεγονός όμως ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν καταφέραμε να αναπτυχθούμε όσο γρήγορα θα έπρεπε ίσως να οφείλεται σε δικτάτορες, όπως είναι ο Τσάκα. Και γι' αυτό φταίμε μόνο εμείς και εμείς έχουμε την ευθύνη για τη βελτίωση της κατάστασης.
Επιπλέον, είχα κι άλλους λόγους που επιθυμούσα να καταστρέψω το Μεγάλο Αρχηγό, τον Παντοδύναμο, το Μάτι Που Βλέπει Τα Πάντα. Ανήκε στη φυλή μου, είχαμε κάποια συγγένεια μέσω μιας από τις γυναίκες του πατέρα μου και είχε θέσει υπό διωγμό την οικογένεια μας από τη στιγμή που πήρε την εξουσία στα χέρια του. Αν και δεν συμμετείχαμε στην πολιτική, δύο από τους αδερφούς μου είχαν εξαφανιστεί και ένας άλλος είχε σκοτωθεί σε ένα ανεξήγητο αυτοκινητικό δυστύχημα. Η δική μου ελευθερία οφειλόταν αναμφίβολα στη θέση μου ως ενός από τους λίγους επιστήμονες της χώρας με διεθνή φήμη.
Όπως και πολλοί άλλοι διανοούμενοι, άργησα να ταχθώ εναντίον του Τσάκα, διότι θεωρούσα, όπως και οι εξίσου παραπλανημένοι Γερμανοί στη δεκαετία του 1930, ότι κάποιες φορές ένας δικτάτορας ήταν η μόνη απάντηση στο πολιτικό χάος. Ενδεχομένως η πρώτη ένδειξη του καταστροφικού μας λάθους φάνηκε όταν ο Τσάκα κατάργησε το σύνταγμα και υιοθέτησε το όνομα του αυτοκράτορα των Ζουλού του δεκάτου ένατου αιώνα, του οποίου πίστευε πραγματικά ότι ήταν μετενσάρκωση.
Από εκείνη τη στιγμή η μεγαλομανία του ολοένα μεγάλωνε. Όπως όλοι οι τύραννοι, δεν εμπιστευόταν κανέναν και παντού γύρω του έβλεπε συνωμοσίες.
Η πεποίθηση του δεν ήταν αβάσιμη. Είχαν γίνει γνωστές τουλάχιστον έξι απόπειρες κατά της ζωής του και είχαν υπάρξει και άλλες που είχαν αποσιωπηθεί. Η αποτυχία τους είχε ενισχύσει τη βεβαιότητα του Τσάκα για τον προορισμό του και είχε επιβεβαιώσει τη φανατική πεποίθηση των οπαδών του για την αθανασία του. Καθώς η αντιπολίτευση απελπιζόταν τα αντίμετρα του Μεγάλου Αρχηγού γίνονταν πιο αμείλικτα και πιο βάρβαρα. Το καθεστώς του Τσάκα δεν ήταν άλλωστε το πρώτο, στην Αφρική ή αλλού, που βασάνιζε τους αντιπάλους του. Ήταν όμως το πρώτο που μετέδιδε τηλεοπτικά τα βασανιστήρια.
Ακόμα και τότε, παρά την ντροπή που ένιωθα από το σοκ και την αποστροφή που επικρατούσε σε όλο τον κόσμο, δεν θα είχα κάνει τίποτα, αν η μοίρα δεν είχε τοποθετήσει το όπλο στα χέρια μου. Δεν είμαι άνθρωπος της δράσης και αποστρέφομαι τη βία, αλλά, όταν συνειδητοποίησα τη δύναμη που είχα, η συνείδηση μου δεν με άφηνε να ησυχάσω. Μόλις εγκατέστησαν τον εξοπλισμό τους οι τεχνικοί της NASA και παρέδωσαν το Υπέρυθρο Σύστημα Επικοινωνιών Hughes Mark Χ, άρχισα να καταστρώνω τα σχέδια μου.
Φαίνεται παράξενο που η χώρα μου, μία από τις πιο υπανάπτυκτες στον κόσμο, έπαιζε κεντρικό ρόλο στην κατάκτηση του διαστήματος. Αυτό οφείλεται σε μια γεωγραφική σύμπτωση, προς μεγάλη δυσαρέσκεια των Ρώσων και των Αμερικανών. Δεν μπορούν όμως να κάνουν κάτι γι' αυτό. Η Ουμπάλα βρίσκεται στον Ισημερινό, ακριβώς κάτω από τις τροχιές όλων των πλανητών. Και διαθέτει ένα μοναδικό και ανεκτίμητο φυσικό χαρακτηριστικό: το αδρανές ηφαίστειο που είναι
γνωστό ως Κρατήρας Ζάμπουε.
Όταν έσβησε ο Ζάμπουε, περισσότερο από ένα εκατομμύριο χρόνια πριν, η λάβα σταδιακά υποχώρησε και σταθεροποιήθηκε σε μια σειρά αναβαθμίδων, σχηματίζοντας ένα κοίλωμα με πλάτος ενάμισι χιλιομέτρου και βάθος τριακοσίων περίπου μέτρων. Με ελάχιστο σκάψιμο και με τοποθέτηση πολύ λίγων καλωδίων μετατράπηκε στο μεγαλύτερο ραδιοτηλεσκόπιο στη Γη. Επειδή το τεράστιο κάτοπτρο είναι σταθερό, σαρώνει κάθε τμήμα του ουρανού μόνο για λίγα λεπτά κάθε εικοσιτετράωρο, καθώς η Γη στρέφεται γύρω από τον άξονα της. Αυτό ήταν ένα τίμημα που οι επιστήμονες ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν σήματα από μη επανδρωμένα διαστημικά εξερευνητικά οχήματα και διαστημόπλοια που βρίσκονταν στα όρια του ηλιακού συστήματος.
Ο Τσάκα ήταν ένα πρόβλημα που δεν είχαν προβλέψει. Είχε ανέβει στην εξουσία όταν οι εργασίες είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί και έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να συνεργαστούν μαζί του. Ευτυχώς, λόγω δεισιδαιμονίας, σεβόταν την επιστήμη και επίσης χρειαζόταν όσο περισσότερα ρούβλια και δολάρια μπορούσε να πάρει.
Το Ισημερινό Κέντρο Μελέτης Απώτερου Διαστήματος δεν κινδύνευε από τη μεγαλομανία του. Αντιθέτως, συνέβαλλε στην ενίσχυση της. Το Μεγάλο Πιάτο είχε μόλις ολοκληρωθεί, όταν ανέβηκα για πρώτη φορά στον πύργο που υψωνόταν στο κέντρο του. Ένας κάθετος ιστός, με ύψος που ξεπερνούσε τα 450 μέτρα, στήριζε τις κεραίες του δέκτη στην εστία της τεράστιας κοιλότητας. Ένας μικρός ανελκυστήρας, που μπορούσε να μεταφέρει τρία άτομα, ανέβαινε αργά ως την κορυφή του.
Αρχικά δεν μπορούσα να δω τίποτε άλλο εκτός από το γυαλιστερό δίσκο που ήταν επικαλυμμένος με ένα φύλλο αλουμινίου και εκτεινόταν γύρω μου σε ακτίνα οκτακοσίων περίπου μέτρων. Όμως, όταν ανέβηκα πάνω από το χείλος του κρατήρα, μπόρεσα να δω τη Γη που ευχόμουν να σώσω. Χιονισμένο και γαλάζιο στην καταχνιά της δύσης, διακρινόταν το όρος Ταμπάλα, η δεύτερη ψηλότερη κορυφή στην Αφρική, και ανάμεσα μας εκτείνονταν ατελείωτα χιλιόμετρα ζούγκλας. Τη ζούγκλα εκείνη διέτρεχαν, ακολουθώντας μια διαδρομή γεμάτη στροφές, τα λασπωμένα νερά του ποταμού Νία, της μοναδικής λεωφόρου που γνώριζαν εκατομμύρια συμπατριώτες μου. Μερικά ξέφωτα, ο σιδηρόδρομος και η λευκή λάμψη της πόλης στο βάθος ήταν οι μόνες ενδείξεις της ανθρώπινης ύπαρξης.
Για μια ακόμη φορά ένιωσα τελείως ανίσχυρος, όπως συμβαίνει όποτε βλέπω την Ουμπάλα από ψηλά και συνειδητοποιώ πόσο ασήμαντος είναι ο άνθρωπος απέναντι στην άγρυπνη ζούγκλα.
Η καμπίνα του ανελκυστήρα σταμάτησε σε ύψος τετρακοσίων μέτρων από το έδαφος. Όταν βγήκα έξω, βρέθηκα σε μια μικροσκοπική αίθουσα, γεμάτη με ομοαξονικά καλώδια και όργανα. Μια σκάλα κάλυπτε την απόσταση που οδηγούσε, μέσα από τη στέγη, σε μια πλατφόρμα όχι μεγαλύτερη από ένα τετραγωνικό μέτρο περίπου. Δεν ήταν μέρος για κάποιον που υποφέρει από ιλίγγους. Δεν υπήρχε ούτε καν κάποιο προστατευτικό κάγκελο. Ένα αλεξικέραυνο στη μέση της πλατφόρμας έδινε μια αίσθηση ασφάλειας και δεν το άφησα ούτε στιγμή όση ώρα στεκόμουν σε εκείνη τη μεταλλική πλατφόρμα, τόσο κοντά στα σύννεφα.
Η εκπληκτική θέα και ο ενθουσιασμός του μικρού αλλά υπαρκτού κινδύνου με έκαναν να χάσω την αίσθηση του χρόνου. Ένιωσα σαν θεός, τελείως αποκομμένος από τα εγκόσμια, ανώτερος όλων των άλλων ανθρώπων. Και τότε ήξερα, με μαθηματική βεβαιότητα, ότι αυτή ήταν μια πρόκληση που ο Τσάκα δεν θα μπορούσε με τίποτα να αγνοήσει.
Ο συνταγματάρχης Μτάνγκα, ο επικεφαλής ασφαλείας, θα έφερνε αντίρρηση, όμως ο Τσάκα δεν θα τον άκουγε. Γνωρίζοντας τον Τσάκα, θα μπορούσε κανείς να προβλέψει με απόλυτη βεβαιότητα ότι την ημέρα των επίσημων εγκαινίων θα στεκόταν εκεί, μόνος, για αρκετά λεπτά, επιθεωρώντας την αυτοκρατορία του. Ο σωματοφύλακας του θα περίμενε στην αίθουσα που βρίσκεται από κάτω, αφού θα είχε ήδη ελέγξει το χώρο για εκρηκτικούς μηχανισμούς. Δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να τον σώσουν όταν θα τον χτυπούσα από απόσταση 4.800 μέτρων περίπου και πέρα από τους λόφους που υψώνονταν ανάμεσα στο ραδιοτηλεσκόπιο και στο παρατηρητήριο μου. Ήμουν χαρούμενος που υπήρχαν αυτοί οι λόφοι, οι οποίοι, αν και δυσκόλευαν την κατάσταση, με προστάτευαν από κάθε υποψία. Ο συνταγματάρχης Μτάνγκα ήταν ένας πολύ έξυπνος άντρας, αλλά δεν νομίζω ότι μπορούσε να κατανοήσει ότι υπήρχε ένα όπλο που μπορεί να πυροβολήσει πίσω από γωνίες. Και είναι βέβαιο ότι θα αναζητούσε κάποιο όπλο, ακόμα και αν δεν έβρισκε πουθενά σφαίρες...
Επέστρεψα στο εργαστήριο και ξεκίνησα τους υπολογισμούς μου. Δεν άργησα να ανακαλύψω το πρώτο μου λάθος. Επειδή είχα δει το συγκεντρωμένο φως της ακτίνας λέιζερ να τρυπά συμπαγές ατσάλι σε ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου, είχα θεωρήσει ότι το Mark Χ θα μπορούσε να σκοτώσει έναν άνθρωπο. Όμως δενείναι τόσο απλό. Υπό κάποια έννοια ο άνθρωπος είναι πιο δύσκολη περίπτωση από το ατσάλι. Το ανθρώπινο σώμα αποτελείται κυρίως από νερό, το οποίο έχει δεκαπλάσια θερμική ικανότητα από οποιοδήποτε μέταλλο. Μια ακτίνα φωτός, που μπορούσε να τρυπήσει θωρακισμένα μέταλλα ή να μεταφέρει ένα μήνυμα ως τον Πλούτωνα, που ήταν ο σκοπός για τον οποίο είχε σχεδιαστεί το Mark Χ, θα προκαλούσε σε έναν άνθρωπο μόνο ένα οδυνηρό, αλλά αρκετά επιφανειακό έγκαυμα. Το χειρότερο που θα μπορούσα να κάνω στον Τσάκα, από τόσο μεγάλη απόσταση, θα ήταν να ανοίξω μια τρύπα στην πολύχρωμη κουβέρτα της φυλής μας, που φορούσε με τόσο επιδεικτικό τρόπο, για να του αποδείξω ότι ήταν και αυτός όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι.
Έφτασα στο σημείο σχεδόν να εγκαταλείψω το σχέδιο μου. Όμως δεν το έκανα.
Ενστικτωδώς ήξερα ότι η απάντηση βρισκόταν μπροστά μου και ότι έπρεπε απλώς να τη δω. Θα μπορούσα ίσως να χρησιμοποιήσω τις αόρατες σφαίρες θερμότητας για να κόψω ένα από τα καλώδια που στηρίζουν τον πύργο, ώστε να καταρρεύσει όταν ο Τσάκα θα βρισκόταν στην κορυφή. Οι υπολογισμοί που έκανα έδειξαν ότι αυτό θα ήταν δυνατό μόνο αν το Mark Χ λειτουργούσε χωρίς διακοπή επί δεκαπέντε δευτερόλεπτα. Τα καλώδια, σε αντίθεση με τους ανθρώπους, δεν κινούνται, οπότε δεν χρειαζόταν να ρισκάρω τα πάντα σε έναν και μόνο παλμό ενέργειας. Δεν θα χρειαζόταν να βιαστώ.
Αν όμως προκαλούσα ζημιά στο τηλεσκόπιο, θα ήταν σαν προδοσία απέναντι στην επιστήμη και σχεδόν ένιωσα ανακούφιση όταν διαπίστωσα ότι αυτό το σχέδιο δεν ήταν εφικτό. Είχαν ληφθεί τόσο πολλά μέτρα για να διασφαλιστεί η σταθερότητα του ιστού, που θα έπρεπε να κόψω τρία διαφορετικά καλώδια για να τον ρίξω κάτω. Αυτό αποκλειόταν. Θα απαιτούνταν ώρες λεπτομερών προσαρμογών για να ρυθμίσω και να σκοπεύσω τη συσκευή για κάθε βολή ακριβείας.
Έπρεπε να σκεφτώ κάτι άλλο και επειδή χρειαζόμαστε πολύ χρόνο για να δούμε το προφανές, ήταν μόλις μία εβδομάδα πριν από τα επίσημα εγκαίνια του τηλεσκοπίου όταν αποφάσισα τι θα έκανα στον Τσάκα, στο Μάτι Που Βλέπει Τα Πάντα, στον Παντοδύναμο, στον Πατέρα του Λαού του.
Οι μεταπτυχιακοί φοιτητές μου είχαν ήδη ρυθμίσει και καλιμπράρει τον εξοπλισμό και ήμασταν έτοιμοι για τις πρώτες δοκιμές με πλήρη ισχύ. Καθώς περιστρεφόταν πάνω στη βάση του, μέσα στο θόλο του αστεροσκοπείου, το Mark Χ έμοιαζε ακριβώς σαν ένα ανακλαστικό τηλεσκόπιο με δύο κάτοπτρα - κάτι άλλωστε που ήταν. Ένα κάτοπτρο τριάντα έξι ιντσών συγκέντρωνε τον παλμό λέιζερ και τον εστίαζε στο διάστημα, ενώ ένα άλλο χρησίμευε ως δέκτης εισερχόμενων μηνυμάτων και ως ένα ισχυρό τηλεσκοπικό στόχαστρο του συστήματος.
Ελέγξαμε την ευθυγράμμιση στον πλησιέστερο ουράνιο στόχο, τη Σελήνη. Αργά ένα βράδυ στόχευσα στο κέντρο της ημισελήνου και εκτόξευσα έναν παλμό. Δυόμισι δευτερόλεπτα μετά ακούστηκε μια αχνή ηχώ από μακριά. Τα είχαμε καταφέρει.
Υπήρχε μια ακόμα λεπτομέρεια που έμενε να ρυθμιστεί και έπρεπε να τη ρυθμίσω εγώ, με απόλυτη μυστικότητα. Το ραδιοτηλεσκόπιο βρισκόταν βόρεια του αστεροσκοπείου, πίσω από τους λόφους που εμπόδιζαν την άμεση οπτική επαφή με το αστεροσκοπείο. Νοτιότερα βρισκόταν ένα βουνό. Το γνώριζα καλά, καθώς πριν από πολλά χρόνια είχα βοηθήσει στην εγκατάσταση ενός σταθμού κοσμικών ακτίνων εκεί. Τώρα θα χρησίμευε για ένα σκοπό που ποτέ δεν είχα φανταστεί όταν η χώρα μου ήταν ελεύθερη.
Λίγο πιο κάτω από την κορυφή βρίσκονταν τα ερείπια ενός παλιού φρουρίου, εγκαταλελειμμένου εδώ και χρόνια. Χρειάστηκε να ψάξω λίγο μέχρι να βρω το σημείο που ήθελα, μια μικρή σπηλιά, λιγότερο από χίλια μέτρα ψηλή, ανάμεσα σε δύο τεράστιες πέτρες που είχαν πέσει από τα αρχαία τείχη. Κρίνοντας από τους ιστούς αράχνης, κανείς άνθρωπος δεν είχε μπει σε αυτή για πολλές γενιές. Όταν γονάτισα στο άνοιγμα της, μπόρεσα να δω ολόκληρη την έκταση του Κέντρου Απώτερου Διαστήματος να απλώνεται για χιλιόμετρα. Στα ανατολικά φαίνονταν οι κεραίες του παλιού Σταθμού Παρακολούθησης τον Apollo, που είχε αναλάβει την επιστροφή των πρώτων αστροναυτών από τη Σελήνη. Πιο πέρα βρισκόταν το αεροδρόμιο, στο οποίο πλησίαζε για να προσγειωθεί ένα μεγάλο φορτηγό αεροπλάνο. Το μόνο που με ενδιέφερε, όμως, ήταν η ανεμπόδιστη θέα από αυτό το σημείο προς το θόλο του Mark Χ, ως την κορυφή του ιστού του ραδιοτηλεσκόπιου, πέντε χιλιόμετρα περίπου νοτιότερα.
Μου πήρε τρεις μέρες για να εγκαταστήσω το προσεκτικά κατασκευασμένο, οπτικά τέλειο κάτοπτρο στο κρυφό του κοίλωμα. Οι λεπτομερείς μικρομετρικές ρυθμίσεις που απαιτούνται για να είναι ακριβής ο προσανατολισμός χρειάστηκαν τόσο πολύ χρόνο, που φοβήθηκα ότι δεν θα ήταν έτοιμο εγκαίρως. Όμως τελικά η γωνία ήταν σωστή, με ακρίβεια κλάσματος της μοίρας. Όταν στόχευσα το τηλεσκόπιο του Mark Χ στο μυστικό σημείο στο βουνό, μπορούσα να δω πάνω από
τους λόφους πίσω μου. Το οπτικό πεδίο ήταν πολύ περιορισμένο, όμως ήταν αρκετό. Ο στόχος είχε μήκος μόνο ενός περίπου χιλιομέτρου και μπορούσα να σκοπεύσω σε όποιο σημείο του ήθελα, με απόκλιση μιας ίντσας.
Στην πορεία που είχα ορίσει το φως μπορούσε να ταξιδέψει και προς τις δύο κατευθύνσεις. Ό,τι έβλεπα μέσα από το σκόπευτρο του τηλεσκοπίου βρισκόταν αυτόματα στο πεδίο βολής του πομπού.
Ένιωσα περίεργα, τρεις μέρες αργότερα, περιμένοντας στο ήσυχο αστεροσκοπείο, με τις γεννήτριες ηλεκτρικών παλμών να βουίζουν γύρω μου, παρακολουθώντας τον Τσάκα να μπαίνει στο οπτικό πεδίο του τηλεσκοπίου. Ένιωσα ένα αίσθημα θριάμβου, όπως ένας αστρονόμος που έχει υπολογίσει την τροχιά ενός νέου πλανήτη και μετά τον εντοπίζει στο σημείο που είχε προβλέψει ανάμεσα στα
άστρα. Το σκληρό του πρόσωπο ήταν γυρισμένο στο πλάι όταν τον πρωτοείδα, και έμοιαζε σαν να είναι μόλις εννιά μέτρα μακριά μου, με τη μέγιστη μεγέθυνση που χρησιμοποιούσα. Περίμενα υπομονετικά, με ήρεμη βεβαιότητα, για τη στιγμή που ήξερα ότι θα ερχόταν, τη στιγμή που ο Τσάκα θα έμοιαζε να κοιτά κατευθείαν προς το μέρος μου. Τότε, κρατώντας στο αριστερό μου χέρι την εικόνα ενός αρχαίου θεού του οποίου το όνομα δεν θα αναφέρω, ενεργοποίησα με το δεξί μου χέρι τις συστοιχίες που πυροδοτούσαν το λέιζερ, στέλνοντας τον αθόρυβο αόρατο κεραυνό πέρα από τα βουνά.
Ναι, ήταν πολύ καλύτερα έτσι. Ο Τσάκα άξιζε να πεθάνει, αλλά ο θάνατος θα τον μετέτρεπε σε μάρτυρα και θα ενίσχυε την ισχύ του καθεστώτος του. Αυτό που του είχα προκαλέσει ήταν χειρότερο από θάνατο και θα γέμιζε φόβο τους προληπτικούς υποστηρικτές του.
Το Μάτι Που Βλέπει Τα Πάντα δεν είχε πεθάνει, όμως δεν θα έβλεπε ποτέ ξανά.
Μέσα σε λίγα κλάσματα του δευτερολέπτου τον είχα ρίξει χαμηλότερα και από τον ταπεινότερο ζητιάνο στο δρόμο.
Και δεν τον είχα καν πονέσει. Δεν υπάρχει πόνος όταν η λεπτή μεμβράνη του αμφιβληστροειδούς χιτώνα καίγεται με τη θερμότητα χιλίων ήλιων.
Φεβρουάριος 1964


ARTHUR C. CLARKE
Η ΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

ΜΙΑ ΨΥΧΗ – ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ



Ο άγγελος ως λέγουν, της υστάτης

Πορείας ξεναγός, επαναφέρει

Την φεύγουσαν ψυχήν εις τα γνωστά της

Και εις τα προσφιλή της μνήμης μέρη...


Απηύδησα να κυλινδώ μοιραίως

Του βίου μου το άχθος προς το μνήμα,

Κατάδικος ως η ψυχή φονέως

Η σύρουσ’ από του λαιμού το θύμα.


Ποια σκληρά την θύρα μου χειρ κρούει;

Οστών ως θραυομένων ειν’ ο κρότος

Τοιούτον κρότον πως το ους ακούει;

Τοιούτο πως το όμμα πλήττει σκότος;


Τα έτη μου ησώτευσα εις μάτην.

Παρείδον την στιγμήν μου την υστάτην.

Εις μάτην τας φαιδράς, τας γλυκυτέρας

Ηρίθμησα του βίου μου ημέρας...


«Και αν μαζί σου υπερβώ τα νέφη,

Κ’ εις του Θεού η χειρ σου αν με φέρη,

Το πνεύμα μου οπίσω επιστρέφει

Και θεατής της γης να μείνει χαίρει.


Ως ξένος εν τω μέσω της ερήμου

Ζητεί τον προ πολλού ταφέντα οίκον,

Της προσφιλούς ζητεί και η ψυχή μου

Αλύσεώς της τον κοπέντα κρίκον».

Κυριακή 12 Ιουνίου 2022

Ξεχασμένα όνειρα - Stefan Zweig



Η έπαυλη ήταν δίπλα στη θάλασσα.
Στα ήσυχα, γεμάτα σκιές δρομάκια ανάμεσα στα πεύκα ανάσαινε η γεμάτη δύναμη αλατισμένη θαλασσινή ατμόσφαιρα, και ένα ελαφρύ, επίμονο αεράκι παιχνίδιζε γύρω από τις πορτοκαλιές κι εγώ, με δάχτυλα προσεκτικά, έκοβα πότε πότε έναν πολύχρωμο ανθό. Ο ηλιόλουστος ορίζοντας, οι λόφοι, όπου τα καλαίσθητα σπίτια άστραφταν σαν άσπρα μαργαριτάρια, ένας φάρος μίλια μακριά που υψωνόταν σαν λαμπάδα στον ουρανό, όλα λαμπύριζαν με καθαρό, αυστηρά οριοθετημένο περίγραμμα και βυθίζονταν, σαν αστραφτερό μωσαϊκό, στο βαθύ γαλάζιο του αιθέρα. Η θάλασσα, όπου πολύ, πολύ μακριά διακρίνονταν σπάνια κάποιες άσπρες σπίθες και τα λαμπερά πανιά μοναχικών πλοίων, ακουμπούσε με συνεχή κίνηση των κυμάτων της στο κλιμακωτό πλακόστρωτο απ’ όπου ξεκινούσε η έπαυλη, για να υψωθεί όλο και πιο βαθιά στο πράσινο ενός μεγάλου σκιερού κήπου και να χαθεί έπειτα σ’ ένα ήσυχο παραμυθένιο πάρκο.
Μπροστά από το σπίτι, που κοιμόταν και το βάραινε η πρωινή ζέστη, περνούσε σαν λευκή γραμμή ένας στενός χαλικόστρωτος δρόμος που οδηγούσε στο δροσερό ξάγναντο, κι από κάτω βούιζαν τα κύματα με άγριες, ασταμάτητες επιθέσεις και εδώ κι εκεί ξεπετάγονταν στον αέρα αστραφτερές σταγόνες νερού, που λαμποκοπούσαν στο έντονο φως του ήλιου σαν διαμάντια στα χρώματα του ουράνιου τόξου. Εκεί οι ακτίνες του ήλιου έσπαγαν είτε πάνω στις κορυφές των πεύκων, που στέκονταν κοντά κοντά σαν σε μια ιδιαίτερα προσωπική συζήτηση, είτε τις σταματούσε κάποιο μεγάλο παρασόλι που πάνω του ήταν αιχμαλωτισμένες αστείες φιγούρες με έντονα, ενοχλητικά χρώματα.
Κάτω από τη σκιά αυτής της ομπρέλας, σε μια μαλακή ψάθινη πολυθρόνα με την πλάτη γερμένη προς τα πίσω, καθόταν μια γυναικεία φιγούρα, με την ωραία της σιλουέτα να ακουμπάει ευχάριστα στην εύκαμπτη ψάθα. Το χέρι της, λεπτό και χωρίς δαχτυλίδια, κρεμόταν κάτω σαν ξεχασμένο και έπαιζε χαϊδεύοντας σιγανά, απολαυστικά, το γυαλιστερό, μεταξένιο τρίχωμα ενός σκύλου, ενώ με το άλλο της χέρι κρατούσε ένα βιβλίο, στο οποίο τα σκούρα της μάτια με τις μαύρες βλεφαρίδες, που έκρυβαν μέσα τους κάτι σαν συγκρατημένο χαμόγελο, ήταν επικεντρωμένα με αμέριστη προσοχή. Ήταν μάτια μεγάλα, ανήσυχα, που την ομορφιά τους τη μεγάλωνε ακόμα περισσότερο μια αδύναμη, συγκαλυμμένη λάμψη. Γενικά, η έντονη, ελκυστική επίδραση που ασκούσε αυτό το οβάλ πρόσωπο με το έντονο περίγραμμα δεν ήταν φυσική, ενιαία, ήταν μεμονωμένα τα χαρακτηριστικά που προβάλλονταν με τρόπο εκλεπτυσμένο και περιποιημένα με φροντίδα και καλαισθησία. Ο φαινομενικά ατημέλητος τρόπος που έπεφταν οι ευωδιαστές, αστραφτερές της μπούκλες παρέπεμπε στο επίπονο έργο μιας καλλιτέχνιδας, αλλά και το σιγανό χαμόγελο, που τρεμόπαιζε γύρω από τα χείλη της ενώ εκείνη διάβαζε και αποκάλυπτε έτσι το άσπρο, γυαλιστερό σμάλτο των δοντιών της, ήταν το αποτέλεσμα μακρόχρονων δοκιμών μπροστά στον καθρέφτη, τώρα όμως είχε γίνει πλέον μια σταθερή καλλιτεχνική συνήθεια που δεν γινόταν να αποβληθεί.
Κάτι ακούστηκε να σπάει στο χώμα.
Εκείνη κοιτάζει, χωρίς να αλλάξει στάση, σαν γάτα που είναι ξαπλωμένη και λούζεται στο εκτυφλωτικό, ζεστό φως του ήλιου και απλώς έχει μισανοίξει τα μάτια της που φωσφορίζουν κοιτώντας αυτόν που έρχεται.
Τα βήματα πλησιάζουν γρήγορα και ένας υπηρέτης ντυμένος με λιβρέα στέκεται μπροστά της, για να της δώσει ένα μικρό επισκεπτήριο κι έπειτα να κάνει πίσω περιμένοντας για λίγο.
Διάβασε το όνομα που έγραφε η κάρτα μ’ εκείνη την έκφραση έκπληξης που έχει στο πρόσωπο κανείς όταν τον χαιρετήσει στον δρόμο ένας άγνωστος με μεγάλη οικειότητα. Για μια στιγμή ανεπαίσθητες ρυτίδες εμφανίστηκαν πάνω από τα έντονα μαύρα φρύδια, ρυτίδες που φανέρωναν πόσο προσπαθούσε να σκεφτεί, κι έπειτα παιχνίδισε ξαφνικά μια χαρούμενη λάμψη σε όλο της το πρόσωπο, τα μάτια της άστραψαν με μια παράτολμη λάμψη,καθώς θυμήθηκε τις μέρες της νιότης της, που είχαν περάσει προ πολλού, που είχαν ξεχαστεί τελείως και που τις φευγαλέες τους εικόνες ξύπνησε πάλι αυτό το όνομα. Φιγούρες και όνειρα πήραν πάλι ξεκάθαρη μορφή και ξεκαθάρισαν μπροστά στα μάτια της σαν να ήταν πραγματικές.
«Α, μάλιστα» είπε καθώς επανήλθε στην πραγματικότητα και στράφηκε πάλι στον υπηρέτη «ο κύριος μπορεί φυσικά να περάσει».
Ο υπηρέτης έφυγε με βήμα σιγανό και δουλοπρεπές. Για μια στιγμή απλώθηκε ησυχία, μονάχα ο ακούραστος άνεμος τραγουδούσε σιγανά μέσα στις κορυφές των δέντρων, που τις βάραινε το χρυσάφι του μεσημεριού.
Και μετά ακούστηκαν ξάφνου βήματα έντονα, που αντήχησαν δυναμικά στο χαλικόστρωτο δρομάκι, μια μακριά σκιά που έφτανε μέχρι και τα πόδια της, και μια αντρική φιγούρα βρέθηκε να στέκει μπροστά στη γυναίκα, που σηκώθηκε ζωηρά από την πολυθρόνα της.
Πρώτα συναντήθηκαν τα βλέμματά τους. Εκείνος διέτρεξε με ένα φευγαλέο βλέμμα την κομψή της φιγούρα, ενώ το ελαφρύ, ειρωνικό της χαμόγελο φώτισε μέχρι και τα μάτια της.
«Είναι πραγματικά πολύ ευγενικό εκ μέρους σας που με σκεφτήκατε» άρχισε να λέει εκείνη, απλώνοντας προς το μέρος του το λεπτό, περιποιημένο της χέρι, κι εκείνος το έφερε ευλαβικά στα χείλη του.
«Αγαπητή κυρία, θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σας, εφόσον είναι η πρώτη φορά που ξανασυναντιόμαστε ύστερα από χρόνια και, όπως φοβάμαι, η τελευταία για τα επόμενα. Είναι μάλλον σύμπτωση το γεγονός ότι βρίσκομαι εδώ, το όνομα του ιδιοκτήτη αυτού του ανακτόρου, για το οποίο ρώτησα κι έμαθα λόγω της εξαιρετικής θέσης στην οποία βρίσκεται, μου έφερε εσάς στον νου. Και έτσι βρέθηκα εδώ, κατ’ ουσίαν νιώθοντας ένοχος».
«Αυτό όμως δεν σας κάνει λιγότερο ευπρόσδεκτο, γιατί ούτε κι εγώ σας θυμήθηκα αμέσως, παρόλο που κάποτε υπήρξατε τόσο σημαντικός για μένα».
Τώρα χαμογέλασαν και οι δύο. Το γλυκό, ελαφρύ άρωμα του πρώτου, εν μέρει αποσιωπημένου νεανικού έρωτα είχε ξυπνήσει μέσα τους με όλη του τη μεθυστική γλύκα, σαν ένα όνειρο για το οποίο όταν ξυπνήσει κανείς στραβώνει περιφρονητικά τα χείλη, παρόλο που θα ήθελε να το ξαναδεί, να το ξαναζήσει. Το ωραίο όνειρο της προχειρότητας, που μονάχα επιθυμεί και δεν τολμά να απαιτήσει, που μόνο υπόσχεται και δεν δίνει.
Συνέχισαν να μιλούν. Και υπήρχε ήδη μια εγκαρδιότητα στη φωνή τους, μια τρυφερή οικειότητα, τη μόνη που επέτρεπε ένα τόσο ρόδινο, ξεθωριασμένο πια μυστικό. Με λόγια σιγανά, που ανάμεσά τους κάποιο χαρωπό γέλιο πετούσε πότε πότε τις κελαρυστές του πέρλες, μιλούσαν για πράγματα περασμένα, για ξεχασμένα ποιήματα, μαραμένα λουλούδια, χαμένες και κατεστραμμένες κορδέλες, μικρά σημάδια έρωτα που αντάλλασσαν μεταξύ τους στη μικρή εκείνη πόλη όπου πέρασαν τα νιάτα τους. Οι παλιές ιστορίες, που σαν σβησμένοι θρύλοι έκαναν μέσα στην καρδιά τους να χτυπήσουν καμπάνες που σιωπούσαν για καιρό, σκονισμένες, πλημμύριζαν σιγά σιγά, πολύ σιγά από μια μελαγχολική, κουρασμένη επισημότητα, ο απόηχος του νεκρού νεανικού τους έρωτα πρόσθεσε στη συζήτησή τους μια βαθιά, σχεδόν θλιβερή σοβαρότητα.
Και η φωνή του, σκοτεινά μελωδική, παλλόταν όταν της είπε:
«Στην άλλη πλευρά του ωκεανού, στην Αμερική, έμαθα ότι αρραβωνιαστήκατε όταν ο γάμος πρέπει να είχε ήδη γίνει».
Δεν του απάντησε. Οι σκέψεις της είχαν γυρίσει δέκα χρόνια πίσω.
Κι έπειτα τον ρώτησε σιγανά, μόλις που ακούστηκε:
«Τι σκεφτήκατε τότε για μένα;».
Εκείνος σήκωσε έκπληκτος το βλέμμα του.
«Μπορώ να σας το πω ανοιχτά, αφού αύριο γυρίζω πάλι πίσω στην καινούργια μου πατρίδα. Δεν σας θύμωσα, δεν υπήρξε καμία στιγμή που να κατέληξα σε μπερδεμένα, εχθρικά συναισθήματα, αφού η ζωή είχε ήδη παγώσει την φωτεινή, δυνατή φωτιά του έρωτα σε μια σπίθα συμπάθειας που πλέον τρεμόπαιζε. Δεν σας καταλάβαινα, απλώς – σαν να λυπόμουν».
Ένα ελαφρύ κοκκίνισμα έβαψε τα μάγουλά της και τα μάτια της άστραφταν ακόμα περισσότερο όταν φώναξε ταραγμένη:
«Με λυπόσασταν! Δεν καταλαβαίνω γιατί».
«Επειδή σκεφτόμουν τον μέλλοντα σύζυγό σας, τον ανάλγητο αυτόν άνθρωπο που το μόνο που σκέφτεται είναι πώς θα αποκτήσει περισσότερα χρήματα – μη με διακόψετε, δεν έχω καμία πρόθεση να θίξω τον άντρα σας, τον οποίο άλλωστε πάντοτε σεβόμουν – και επειδή σκεφτόμουν εσάς, το κορίτσι που είχα αφήσει πίσω. Διότι μου ήταν αδιανόητο το πώς εσείς, η μοναχική, η ιδεαλίστρια, που αντιμετώπιζε τη ρουτίνα με περιφρονητική ειρωνεία, θα μπορούσατε να γίνετε η καθωσπρέπει γυναίκα ενός συνηθισμένου ανθρώπου».
«Κι αν έτσι ήταν τα πράγματα, τότε γιατί να παντρευόμουν;»
«Δεν ήξερα. Ίσως να διέθετε κρυμμένα προσόντα που με μια φευγαλέα ματιά δεν γίνονται αντιληπτά και που αρχίζουν να διαφαίνονται μόνο στην πολύ στενή επαφή με κάποιον. Και αυτό ήταν η εύκολη λύση του αινίγματος, διότι ένα πράγμα δεν μπορούσα και δεν ήθελα να σκέφτομαι».
«Ποιο;»
«Το ότι τον παντρευτήκατε για τον τίτλο του κόμη και για τα εκατομμύριά του. Αυτό ήταν το μόνο πράγμα που θεωρούσα απίθανο».
Ήταν σάμπως αυτό το τελευταίο να μην το άκουσε, διότι έβαλε αντήλιο το χέρι της, που έλαμπε στο φως του ήλιου με ένα βαθύ ροδαλό χρώμα σαν πορφυρό κοχύλι, και κοίταξε πέρα μακριά, στον κρυμμένο πίσω από ένα πέπλο ομίχλης ορίζοντα όπου ο ουρανός βουτούσε τον αχνογάλαζο μανδύα του μέσα στη σκοτεινή μεγαλοπρέπεια των κυμάτων.
Είχε χαθεί κι εκείνος σε βαθιές σκέψεις και σχεδόν είχε ξεχάσει τα τελευταία του λόγια, όταν εκείνη, γυρίζοντας από την άλλη πλευρά και με φωνή σχεδόν ανεπαίσθητη, είπε ξαφνικά:
«Κι όμως έτσι ήταν».
Την κοίταξε έκπληκτος, σχεδόν τρομαγμένος, ενώ εκείνη κάθισε πάλι στην πολυθρόνα της και με μια ατάραχη, προφανώς επιτηδευμένη ψυχραιμία και με μια κρυφή μελαγχολία συνέχισε να μιλάει μονότονα κουνώντας ελάχιστα τα χείλη της:
«Κανείς σας δεν με καταλάβαινε, κι όταν ήμουν ακόμα εκείνο το μικρό κορίτσι που μιλούσε φοβισμένα και παιδικά, ούτε κι εσείς, που ήσασταν τόσο κοντά μου. Ίσως ούτε εγώ η ίδια. Το σκέφτομαι συχνά και δεν καταλαβαίνω τον εαυτό μου, γιατί τι ξέρουν οι γυναίκες για την κοριτσίστικη ψυχή που πιστεύει στα θαύματα, που τα όνειρά τους τα παρασέρνει το πρώτο φύσημα της πραγματικότητας σαν τρυφερά μικρά λευκά άνθη; Κι εγώ δεν ήμουν όπως όλα τα άλλα κορίτσια που ονειρεύονταν νεαρούς δυνατούς ιππότες που θα έκαναν τον πόθο τους λαμπρή ευτυχία, τις σιωπηρές τους εικασίες απολαυστική γνώση και που θα τα λύτρωναν από τον αβέβαιο, ασαφή, ακατανόητο κι ωστόσο αισθητό πόνο που επισκιάζει τα κοριτσίστικα χρόνια τους και γίνεται όλο και πιο σκοτεινός, απειλητικός, βαρύς. Δεν τα ένιωσα ποτέ όλα αυτά, η ψυχή μου με άλλα όνειρα έπλεε προς το κρυμμένο ιερό άλσος του μέλλοντος, που ήταν τυλιγμένο από την ομίχλη των ημερών που θα έρχονταν. Τα δικά μου όνειρα ήταν παράξενα. Ονειρευόμουν πάντα ότι ήμουν βασιλοπούλα, σαν κι αυτές στα παλιά παραμύθια, που έπαιζαν με αστραφτερά, λαμπερά πετράδια, που έχωναν τα χέρια τους μέσα στη χρυσαφένια λάμψη παραμυθένιων θησαυρών και που τα μακριά τους φορέματα ήταν ανεκτίμητης αξίας.
»Ονειρευόμουν την πολυτέλεια και τη μεγαλοπρέπεια, γιατί τα αγαπούσα και τα δύο. Τι ευχαρίστηση να αφήνω τα χέρια μου να χαϊδεύουν το τρεμάμενο μετάξι που θροΐζει απαλά, να ακουμπώ τα δάχτυλά μου, σαν να κοιμούνται, πάνω στο απαλό χνούδι με τα σκοτεινά όνειρα που έχει το βαρύ βελούδο! Ήμουν ευτυχισμένη όταν μπορούσα να φοράω κοσμήματα στα τρεμάμενα από χαρά δάχτυλά μου, όταν στον πυκνό χείμαρρο των μαλλιών άστραφταν λευκά πετράδια σαν πέρλες από σαπούνι, ύψιστος στόχος μου ήταν να κάθομαι στα μαλακά καθίσματα ενός κομψού μεταφορικού μέσου. Εκείνη την εποχή με είχε κυριεύσει η μέθη της τεχνητής ομορφιάς, που με έκανε να περιφρονώ την πραγματική μου ζωή. Μισούσα τον εαυτό μου όταν φορούσα τα καθημερινά μου φορέματα, ταπεινή και απλή σαν καλόγρια, και συχνά έμενα για μέρες ολόκληρες στο σπίτι επειδή ντρεπόμουν για την τόσο συνηθισμένη μου ύπαρξη, κρυβόμουν μέσα στο μικρό, άσχημο δωμάτιό μου – εγώ, που το πιο ωραίο μου όνειρο ήταν να ζω μόνη κοντά στη θάλασσα, σε ένα οίκημα χτισμένο με λαμπρότητα και συγχρόνως με καλαισθησία, με σκιερά, πράσινα δρομάκια μέσα στα δέντρα, όπου η ταπεινότητα του κοινού εργαζόμενου κόσμου δεν απλώνει τα βρόμικα χέρια της, όπου υπάρχει πλούτος και γαλήνη – σχεδόν όπως εδώ. Γιατί αυτό που επιθυμούσα στα όνειρά μου ο άντρας μου το έκανε πραγματικότητα, και ακριβώς επειδή μπορούσε να το κάνει έγινε
σύζυγός μου».
Σιώπησε και στο πρόσωπό της απλώθηκε μια διονυσιακή ομορφιά. Η λάμψη στα μάτια έγινε έντονη και απειλητική και το κοκκίνισμα στα μάγουλά της φούντωνε όλο και περισσότερο.
Απλώθηκε βαθιά σιωπή.
Από κάτω ακουγόταν μόνο το ρυθμικό, μονότονο τραγούδισμα των αστραφτερών κυμάτων, που έπεφταν στα σκαλιά της βεράντας σαν πάνω σε στήθος αγαπημένο.
Τότε εκείνος είπε σιγανά, σαν να μονολογούσε:
«Κι ο έρωτας;».
Άκουσε τι της είπε. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη της.
«Εξακολουθείτε να πιστεύετε σε όλα εκείνα τα ιδανικά σας, σε όλα εκείνα που πήρατε μαζί σας στον μακρινό τόπο όπου πήγατε; Τα διατηρήσατε όλα, άθικτα, ή μήπως κάποια χάθηκαν, μαράζωσαν; Ή μήπως στο τέλος σάς τα ξερίζωσαν από μέσα σας και τα πέταξαν μέσα στις βρομιές, όπου τα συνέθλιψαν οι χιλιάδες ρόδες που οι άμαξές τους οδηγούσαν στον στόχο της ζωής; Ή μήπως δεν χάσατε κανένα;»
Εκείνος γνέφει σκυθρωπός και σιωπά.
Και ξαφνικά φέρνει το χέρι της στα χείλη του και το φιλάει σιωπηλός. Έπειτα λέει με εγκάρδιο τόνο: «Σας εύχομαι κάθε καλό!».
Του ανταποδίδει την ευχή σθεναρά και ειλικρινά. Δεν νιώθει καμία ντροπή που έχει αποκαλύψει το μυστικό της και έχει φανερώσει την ψυχή της σε έναν άντρα που πλέον της είναι ξένος. Χαμογελώντας τον κοιτάζει να απομακρύνεται και σκέφτεται τα λόγια που της είπε για τον έρωτα, και το παρελθόν παρεμβάλλεται με σιγανά, ανεπαίσθητα βήματα ανάμεσα σ’ εκείνη και στο παρόν. Και ξαφνικά σκέφτεται ότι εκείνος θα μπορούσε να είχε κατευθύνει τη ζωή της, και η σκέψη της ζωγραφίζει αυτή την παράξενη ιδέα με χρώμα.
Και αργά, πολύ αργά, σχεδόν ανεπαίσθητα, το χαμόγελο σβήνει από τα χείλη της που ονειρεύονται…


Stefan Zweig
Ο ονειροπόλος κύριος Τσβάιχ - Εννέα ιστορίες
Mετάφραση Γιώτα Λαγουδάκου
Eκδόσεις Μεταίχμιο 2015

Κυριακή 5 Ιουνίου 2022

ΟΤΑΝ ΚΑΠΟΤΕ ΤΑ ΛΥΚΟΦΩΤΑ ΚΛΕΙΘΡΑ - Dylan Thomas

 


Όταν κάποτε τα λυκόφωτα κλείθρα

Δεν σφάλισαν πια στο μακρύ

Του δακτύλου μου σκουλήκι

Μήτε τη θάλασσα που ορμούσε

Γύρω στο γρόνθο μου καταραστήκαν,

Του χρόνου το στόμα ρούφηξε, σαν το σφουγγάρι,

Από την κάθε στρόφιγγα οξύ γαλακτερό

Και στράγγιξε τα ύδατα του στήθους.


Όταν στράγγιξε η γαλακτική

Θάλασσα και ξεσφαλίσαν οι άνυδροι πυθμένες,

Απέστειλα την πλάση μου κατάσκοπο στη σφαίρα,

Κείνη τη σφαίρα: κόκκαλο μονάχη και μαλί

Που ταιριασμένη μου από νεύρο και μυαλό

Είχε τανύσει το υλικό φλασκί μου στο πλευρό της.


Οι Θρυαλίδες μου ορισμένες ν’ απαιτήσουν την καρδιά της,

Εκείνη έπνευσε στο φως σαν σκόνη

Και πέρασε ένα Σάββατο με τον ήλιο,

Όταν όμως τ’ αστέρια, σχήμα απαιτώντας,

Έφεραν μπρος στα μάτια της τ’ άχυρα του ύπνου

Βύθισε τις μαγείες του πατέρα της σ’ ένα όνειρο.


Θωρακισμένη η έξοδος του τάφου,

Ο κοκκινομάλλης καρκίνος ακόμη ζωντανός,

Των ματιών που φωτογράφησαν τα ρούχα τους.

Κάποιοι νεκροί ξεπάτωσαν τα θαμνερά σαγόνια τους,

Κι αίμα σακούλια αμμόλυσαν τα έντομά τους.

Εκείνη έχει στην καρδιά την Σταυρική Αίρεση του Θανάτου.


Ο ύπνος περιπλέει τις παλίρροιες του χρόνου.

Το ξερό φύκι του τάφου

Προσφέρει το κεφάλι του σε τέτοια θάλασσα δουλευταρού

Κι ο ύπνος γυρίζει βουβός τα κρεβάτια

Όπου τροφή ψαριών ταΐστηκαν οι σκιές

Που εποπτεύουν τον ουρανό μεσ’ απ’ άνθη.


Όταν κάποτε οι λυκόφωτες βίδες γυρίζαν

Και το γάλα της μάνας ήταν σαν άμμος σκληρό,

Έστειλα το δικό μου πρεσβευτή στο φως.

Από τέχνασμα ή τύχη απεκοιμήθη

Κι έλαβε ψοφιμιού μορφή

Να μου στερήσει τα υγρά μου στην καρδιά του.


Ξύπνα υπνωτή μου, με τον ήλιο,

Εργάτης σε πόλη αυγινή

Κι άσε τις εγκώμιες παπαρούνες όπου κι αν κείνται.

Πέσαν οι φράχτες του φωτός

Σκόρπισαν όλοι εκτός από του στήθους τους ιππείς

Και λέξεις κρέμονται στα δέντρα.



Dylan Thomas

ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΘΑ 'ΧΕΙ ΕΞΟΥΣΙΑ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ 1988