In the midnight heavens burning
Thro’ ethereal deeps afar,
Once I watch’d with restless yearning
An alluring, aureate star;
Ev’ry eye aloft returning,
Gleaming nigh the Arctic car.
Mystic waves of beauty blended
With the gorgeous golden rays;
Phantasies of bliss descended
In a myrrh’d Elysian haze;
And in lyre-born chords extended
Harmonies of Lydian lays.
There (thought I) lies scenes of pleasure,
Where the free and blessed dwell,
And each moment bears a treasure
Freighted with a lotus-spell,
And there floats a liquid measure
From the lute of Israfel.
There (I told myself) were shining
Worlds of happiness unknown,
Peace and Innocence entwining
By the Crowned Virtue’s throne;
Men of light, their thoughts refining
Purer, fairer, than our own.
Thus I mus’d, when o’er the vision
Crept a red delirious change;
Hope dissolving to derision,
Beauty to distortion strange;
Hymnic chords in weird collision,
Spectral sights in endless range.
Crimson burn’d the star of sadness
As behind the beams I peer’d;
All was woe that seem’d but gladness
Ere my gaze with truth was sear’d;
Cacodaemons, mir’d with madness,
Thro’ the fever’d flick’ring leer’d.
Now I know the fiendish fable
That the golden glitter bore;
Now I shun the spangled sable
That I watch’d and lov’d before;
But the horror, set and stable,
Haunts my soul for evermore.
***
Ενώ ο ουρανός του Μεσονυχτίου φλεγόταν,
μέσα απ’ τα αιθέρια βάθη μακριά
κάποτε παρατήρησα μ’ αμείωτη απόλαυση
ένα θελκτικό, χρυσαφένιο άστρο·
κάθε εσπέρα επέστρεφε ψηλά,
λαμπρό, σιμά του Αρκτικού κύκλου.
Μυστικιστικά κύματα ομορφιάς αναμεμιγμένα
με υπέροχες χρυσές ακτίνες,
φαντασίες ευδαιμονίας κατέρχονταν
σε μια μυρωμένη ηλυσιακή καταχνιά.
Οι συγχορδίες της λύρας έπλεκαν
αρμονίες λυδικών ασμάτων.
Κι εκεί (σκέφτηκα) κείτονται σκηνές απολαύσεως,
όπου ελεύθεροι κι ευλογημένοι κατοικούν,
και κάθε στιγμή είναι θησαυρός,
ναυλωμένη απ’ του λωτού το ξόρκι·
εκεί πλέει μια μελωδία υγρή
απ’ του Ισραφέλ το λαούτο.
Εκεί (είπα στον εαυτό μου) λάμπουν
κόσμοι ευτυχίας άγνωστοι,
Ειρήνη, Αθωότητα συνυφασμένες,
δίπλα απ’ της εστεμμένης Αρετής το θρόνο·
άνθρωποι του φωτός με σκέψεις εξευγενισμένες,
αγνότερες, δικαιότερες απ’ τις δικές μου.
Έτσι συλλογιζόμουν όταν πάνω απ’ τ’ όραμα
άρχισε να έρπει μια κόκκινη αλλαγή·
η ελπίδα διαλύθηκε σε χλευασμό,
η ομορφιά σε περίεργη παραμόρφωση·
οι μελωδικές συγχορδίες σ’ αλλόκοτες συνενώσεις,
οι φασματικές εικόνες σ’ ατελείωτη απόσταση…
Πορφυρό φωτίστηκε της τρέλας τ’ άστρο,
καθώς απ’ τις ακτίνες πίσω έριξα μια ματιά·
όλα έμοιαζαν συμφορά, όχι χαρά
πριν η ματιά μου απ’ την Αλήθεια καυτηριαστεί·
Κακοδαίμονες, βυθισμένοι στην τρέλα,
μέσα απ’ το πυρετώδες τρεμόπαιγμα λοξοκοίταζαν…
Τώρα ξέρω το δαιμονικό ψεύδος
της χρυσής, γυαλιστερής οπής·
τώρα θ’ αποφύγω το διακοσμημένο της νύχτας μαύρο
που ατένιζα και θαύμαζα παλιά·
ωστόσο ο τρόμος, σταθερός κι ορισμένος,
την ψυχή μου για πάντα θα στοιχειώνει!
Μετάφραση Αναστάσιος Δρακόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου