Κλεισμένος μέσα στο δωμάτιό του, μετρούσε συνέχεια τα δάχτυλα των χεριών-του και κάθε φορά τα 'βγάζε περισσότερα. Στην αρχή 12 κι ύστερα 14 κι ύστερα 18 και 24 και 32...
Τα δάχτυλά των χεριών και των ποδιών του αυξαίνανε συνεχεία και μάκραιναν και διακλαδώνονταν. Τα δάχτυλα των χεριών-του γίνονταν σαν κλαδιά μεγάλα. Τα δάχτυλά των ποδιών του γίνονταν σα ρίζες μακριά.
Κλεισμένος στο δωμάτιό του, κοιτούσε τα δάχτυλα των χεριών του και σκεφτότανε πως ήταν, βέβαια, αντιαισθητική όλη αυτή η πληθώρα, αλλά, από μίαν άλλην άποψη, θα ήταν φοβερά χρήσιμη μια και, με τόσα δάχτυλα, θα μπορούσε τώρα να κάνει πράγματα που άλλος κάνεις δε θα μπορούσε. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε, γιατί, κάθε φορά που διάταζε τον αντίχειρα ή το δείχτη ή το μεγάλο δάχτυλο ή τον παράμεσο ή το μικρό, κανένας δεν υπάκουε, γιατί ήτανε χαμένοι μες στο πλήθος των καινούριων δαχτύλων και είχαν ξεχάσει πια τα ονόματά τους.
Κλεισμένος στο δωμάτιό του, κοιτούσε τα δάχτυλα των ποδιών του και σκεφτόταν πως ήταν, βέβαια, αντιαισθητική όλη αυτή η πληθώρα, αλλά, από μίαν άλλην άποψη, θα ήταν φοβερά χρήσιμη μια και, με τόσα δάχτυλα, θα μπορούσε τώρα να διανύει, δίχως κούραση, αποστάσεις που για οποιονδήποτε άλλον θα ήταν εξουθενωτικές. Γρήγορα όμως απογοητεύτηκε, γιατί ανακάλυψε πως τα δάχτυλα των ποδιών του, όπως και τα πόδια του τα ίδια, δεν υπάκουαν πια στις εντολές του, αλλά, ελκυόμενα από μια παράξενη δύναμη, τρυπούσανε το πάτωμα και χώνονταν μέσα στο χώμα που ήταν κάτω απ' το πάτωμα.
Τα δάχτυλα των χεριών του και τα χέρια του τα ίδια μεγάλωναν αδιάκοπα, με φοβερή ταχύτητα και δύναμη, ώσπου φτάσανε στους τοίχους και το ταβάνι και, μη μπορώντας πια να προχωρήσουν, βάλθηκαν να σπρώχνουνε με δύναμη τους τοίχους και το ταβάνι, ώσπου το σπίτι γκρεμίστηκε μέσα σ' ένα σύννεφο σκόνης.
Τρομαγμένος απ' το ξαφνικό φως και βλέποντας τους ανθρώπους να τρέχουν προς το μέρος του, θέλησε να το βάλει στα πόδια και να κρυφτεί, αλλά κάθε προσπάθειά του πήγαινε χαμένη.
Οι άνθρωποι μαζεύονταν γύρω του και τα πρόσωπά τους ήταν ένας θαυμασμός κι ένα δέος και δε μιλούσαν, αλλά κάθονταν εκεί, ώρες ολόκληρες, και τον κοιτούσαν σιωπηλοί.
Οι άνθρωποι, που μαζεύτηκαν γύρω του, μένανε εκεί, ώρες ολόκληρες, και τον κοιτούσαν σιωπηλοί και δεν έφευγαν παρά για να πάνε να φάνε κι υστέρα, ξαναγύριζαν κι έμεναν εκεί, ώρες ολόκληρες, και τον κοιτούσαν σιωπηλοί.
Κι όλο έρχονταν περισσότεροι άνθρωποι, πλήθος ολόκληρο, κι ήρθανε και ειδικοί, γεωπόνοι και γεωλόγοι και φυσικοί και φυσιοδίφες και δασονόμοι και δασολόγοι και τον κοιτούσαν, στην αρχή, από μακριά με θαυμασμό και δέος κι υστέρα, από κοντά κι από πιο κοντά κι εξ επαφής και βάλθηκαν να τόνε πασπατεύουν και να τον μετρούν και κάτι λέγανε συνέχεια, μεταξύ τους, που δε μπορούσε να τ’ ακούσει, γιατί στο μεταξύ είχε πολύ ψηλώσει, αλλά έβλεπε τα χείλια τους που κουνιόνταν και καταλάβαινε πως μιλούσαν κι απ’ το θαυμασμό και το δέος που δείχνανε, καταλάβαινε πως γι αυτόν μιλούσαν κι από μίαν άποψη, ένιωθε περήφανος για όλο αυτό το ενδιαφέρον κι όλη αυτή την προσοχή, σχεδόν θρησκευτική, που δείχνανε γι αυτόν.
Κι όλο κι έρχονταν περισσότεροι άνθρωποι, πλήθος ολόκληρο, και ειδικοί πλήθος ολόκληρο, και τα μέλη της Κυβερνήσεως κι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κι όλοι τον κοιτούσανε με θαυμασμό και δέος κι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας βρήκε ευκαιρία κι έβγαλε ένα λόγο που δε μπόρεσε ν ακούσει, αλλά κατάλαβε, απ' τις χειρονομίες του Προέδρου και την προσοχή του πλήθους, πως ήτανε σημαντικός ο λόγος και πώς ήτανε γι αυτόν, γιατί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας γυρνούσε συχνά και τον έδειχνε μ έναν τρόπο όλο σημασία.
Κι όλο έρχονταν άνθρωποι περισσότεροι, πλήθος ολόκληρο, και ειδικοί και βάλθηκαν να γκρεμίζουνε τα γύρω σπίτια και φτιάξανε ένα μεγάλο πάρκο γύρω απ' αυτόν, με κέντρο αυτόν, φύτεψαν δέντρα και λουλούδια, φτιάξανε ποταμάκια και γεφυρούλες, περίπτερα και παγκάκια κι όλα τα παγκάκια ήταν στραμμένα προς αυτόν, για να μπορούν οι άνθρωποι που κάθονταν εκεί να τόνε βλέπουν και να τον θαυμάζουν μ ένα θαυμασμό μεγάλο.
Κι όταν το πάρκο τελείωσε, ξαναήρθε ο Πρόεδρός της Δημοκρατίας και τα μέλη της Κυβερνήσεως και, τούτη τη φορά, φέραν μαζί τους και μεγάφωνα και τα κρεμάσανε στα δέντρα και του κρέμασαν ένα κι αυτουνού, κάτω απ’ τη μασκάλη του δεξιού του κλαδιού, και μίλησε στο πλήθος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και τον άκουσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ετούτη τη φορά, γιατί του είχανε κρεμάσει κι αυτουνού ένα μεγάφωνο κάτω απ’ τη μασχάλη του δεξιού του κλαδιού κι έτσι τον έφτανε η φωνή του Προέδρου, αλλά δεν καταλάβαινε πολλά πράματα, όχι επειδή ο Πρόεδρος ήταν ασυνάρτητος (αυτό δε γίνεται), αλλά επειδή ο ίδιος είχε καιρό ν' ακούσει ανθρώπινη ομιλία, έτσι πολύ που ‘χε ψηλώσει, και τώρα που το πάρκο τελείωσε κι ο Πρόεδρος μιλούσε στο πλήθος, δεν καταλάβαινε πολλά πράγματα, γιατί είχε ξεχάσει τη σημασία των λέξεων και των φράσεων τόσο που του φαινόταν τώρα παράξενο που άκουγε τη φωνή του Προέδρου.
Οι άνθρωποι, πλήθος ολόκληρο, άκουγαν σιωπηλοί με θαυμασμό και δέος και πότε-πότε χειροκρόταγαν, όχι τον Πρόεδρο, αλλά αυτόν τον ίδιο, αυτό φαινόταν καθαρά, γιατί προς τη μεριά του κοίταγαν μ ’ ένα μεγάλο θαυμασμό και με δέος.
Δεν καταλάβαινε γιατί, αλλά ένιωθε περήφανος που ήτανε το κέντρο αυτού του πάρκου κι αυτής της προσοχής και του θαυμασμού και του δέους.
Κι ο Πρόεδρος, λίγο πριν τελειώσει είπε, αυτό το πάρκο θα τ’ ονομάσουμε πάρκο ζωής, γιατί στο κέντρο του υπάρχει αυτό το δέντρο, δέντρο ζωής και πρέπει να 'μαστε περήφανοι που αυτό το δέντρο βρίσκεται εδώ, ανάμεσά μας, στη μέση του πάρκου μας, στη μέση της πόλης μας, στη μέση της χώρας μας, στη μέση του κόσμου μας και πρέπει να ‘μαστε περήφανοι και να το προσέχουμε κι η σκέψη μας να ναι στραμμένη πάντα εκεί και ποτέ να μην το ξεχνάμε, γιατί 'ναι το δέντρο της ζωής και πρέπει να 'μαστε περήφανοι που φύτρωσε ανάμεσά μας και μεγαλώνει ανάμεσά μας, γιατί, όπως λένε οι ειδικοί, αυτό το είδος είναι όχι απλώς σπάνιο, αλλά μοναδικό, γιατί ποτέ πριν δε φύτρωσε τέτοιο είδος και η επιστήμη προφητεύει μόνο ότι μια μέρα μπορεί να εμφανιστεί ένα τέτοιο είδος δέντρου, γι’ αυτό και πρέπει να ‘μαστε περήφανοι που εμφανίστηκε ανάμεσά μας και να το προσέχουμε σαν τη ζωή μας αυτό το δέντρο ζωής.
Μ’ αυτά τα λόγια τέλειωσε ο Πρόεδρος και το πλήθος άρχισε να πίνει λεμονάδες, κοιτώντας πάντα προς το μέρος του και οι ηλεκτρολόγοι ήρθαν και με σεβασμό ξεκρέμασαν το μεγάφωνο απ' το δεξί του κλαδί και ξανάγινε σιωπή και το μόνο πράμα που άκουγε τώρα ήταν ο άνεμος που έκανε ένα θόρυβο παράξενο, περνώντας ανάμεσα απ' τα δάχτυλά του.
Κλεισμένος εκεί, στη μέση του πάρκου, στη μέση του πλήθους, στη μέση της πόλης, στη μέση της χώρας, στη μέση του κόσμου, έβλεπε τα δάχτυλα των χεριών του να πληθαίνουν, χωρίς να μπορεί πια να τα μετρήσει, ένιωθε τα δάχτυλά των ποδιών του να πληθαίνουν, χωρίς να μπορεί να τα δει.
Ψηλώνοντας ολοένα και περισσότερο, άρχισε, λίγο-λίγο, να μην ξεχωρίζει πια τις κινήσεις του στόματος των ανθρώπων κι έτσι δεν καταλάβαινε καν αν μιλούσαν.
Ψηλώνοντας ολοένα και περισσότερο, άρχισε να μην ξεχωρίζει πια τις χειρονομίες των ανθρώπων ούτε τις κινήσεις τους ούτε τα λουλούδια που ήταν γύρω απ’ τους ανθρώπους.
Ψηλώνοντας ολοένα και περισσότερο, έχανε σιγά-σιγά τα σχήματα των ανθρώπων, των δέντρων και των δρόμων.
Ψηλώνοντας ολοένα και περισσότερο, έχασε τους ανθρώπους, τα δέντρα και τους δρόμους. .
Κλεισμένος εκεί, στη μέση... ψηλώνοντας αδιάκοπα, ένιωθε τα δάχτυλα (δάχτυλα;) των χεριών του να μεγαλώνουν και να πληθαίνουν αδιάκοπα μες στον αέρα, ένιωθε τα δάχτυλα (δάχτυλα;) των ποδιών του να μεγαλώνουν και να πληθαίνουν αδιάκοπα μέσα στη γη κι ήταν η μόνη βεβαιότητα (βεβαιότητα;) που είχε κλεισμένος εκεί...
Ε.ΚΕ.ΒΙ.
Περιοδικό «Η Λέξη» Ψηφιοποιημένο
Τεύχος 3 - Μάρτης / Απρίλης 1981 - σελίδα 209
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου