Απάνω στα λυχνανάμματα είδα φανό μπροστά μου τη φωτιά του Στρόμπολι. Ο νότος παλικάρι έσπρωξε την «Άγια Μαύρα» μου από τη Μαρσίλια ως εδώ με δέκα δώδεκα κόμπους την ώρα. Πέρασα καλά τον Καβοκόρσο -Μάνη σωστή στο χώμα και τους ανθρώπους της- άφησα βουβή την Καπρέα· την Έλβα με τα ψηλά βουνά, τη Σπιανόζα δασωμένη, το Μοντεχρήστο ξερή και άχαρη πυραμίδα πίσω μου. Τώρα όμως κλαψομοίρης γέροντας άρχισε να ζαρώνει τα φρύδια του. Ο στρόκος έβγαζε στοιχειά και κύματα. Ο ουρανός συγνεφοσκεπασμένος, θεοσκότεινος, χαμήλωσε ως τα ξάρτια, έπνιξε όλα στην καταχνιά. Το κατάστρωμα γλίστραε σα να ήταν πλυμένο με σαπουνάδα. Τα σίδερα, τα κατάρτια, ο αργάτης, το δοιάκι βουτημένα στον ίδρωτα, μούσκεψαν τα πανιά· τα σχοινιά φούσκωσαν παραχορτασμένα σαν φίδια.
– Μπρε!
Δεν μου άρεσαν καθόλου τα σημάδια του. Είπα να κλείσουν καλά τ’ αμπάρια και να καθίσει ο Κριτσέπης στο τιμόνι. Ίσα πλώρη ο φανός του Στρόμπολι.
– Καλό πνίξιμο! Ακούω πίσω μου στριγκιά φωνή.
Σπασμοί μ’ έπιασαν. Τη γνώριζα πολύ καλά την καταραμένη φωνή. Δεν ήταν άλλη παρά του Κάργα, του παιδικού μου φίλου και συντρόφου στη σκούνα.
Μαζί του βύζαξα το γάλα μου της μάνας μου, μαζί ανατράφηκα στη σκούνα του πατέρα μου· μονοήμερα ίδρωσαν οι τρίχες στα χείλη μας. Η μάνα του πέθανε πριν να τον αποκόψει. Ο πατέρας του πνίγηκε στο Καβοντιλάρμε της Καλάβριας πριν να τον χαρεί παλικάρι. Απόμεινε ορφανός και πεντάφτωχος. Ο δικός μου τον πήρε στο σπίτι, μας αδέρφωσε. Μαζί στο σχολείο, μαζί στα παιχνίδια. Πάντα οι δυο μας. Όχι δυο· ψέματα· οι τρεις μας έπρεπε να ειπώ. Γιατί το Σμαρώ ήταν μαζί μας πάντα, το Σμαρώ, ακριβή χαρά και μοναχός καβγάς μας.
Άξαφνα όμως μας άδραξε ο πατέρας και μας έριξε στην «Άγια Μαύρα». Μας μάγεψε η θάλασσα. Όλες οι κουβέντες μας για τα πλεούμενα. Όνειρο μας ήταν να μπούμε σε μεγάλο καράβι, ένα μπάρκο, μια νάβα, σε μεγαλύτερο ακόμη! Να βάνει μέσα χίλια κιλά· πέντε, δέκα, εκατό χιλιάδες κιλά. Και να έχει πολλά πανιά· δάσος, κατάρτια, σχοινιά· σύρματα! Και να ταξιδεύουμε μακριά, πολύ μακριά, σε απέραντα πέλαγα, πίσω του ήλιου. Καπετάνιος εγώ, καπετάνιος εκείνος, να σμίγουμε στη βόλτα και να χαιρετιόμαστε:
– Ε από το μπάρκο!… ποιος καπετάνιος;
– Ο Μήτρος του Τράχηλα!
– Ε, από τη νάβα!…ποιος;
– Ο φίλος του Μήτρου· ο Λάμπρος Κάργας.
– Και για πού με το καλό;
– Για την Αμέρικα… Και σεις;
– Για την Αυστράλια.
– Τι φόρτωμα;
– Μοσχοκάρυδα, βανάνες, καφέδες, ζαχαροκάλαμο… Και σεις;
– Διαμαντόπετρες, μπριλάντια, μεταξωτά, κεχριμπάρι, φίλντισι!
Και όταν τέλειωνε το ταξίδι, θα γύριζε καθένας στο νησί φορτωμένος κολονάτα.
– Και σα γυρίσεις πίσω; ρώταε ο ένας τον άλλον.
– Θα πάρω το Σμαρώ γυναίκα μου.
Τέλος, όταν απέθανε ο καπετάν Τραχήλης, έγινε σύντροφος στη σκούνα ο Κάργας. Αλλά μόλις κλείσανε τα συμβόλαια μπήκε μέσα διαφορετικός.
– Το δοιάκι, λέει, δε μ’ αρέσει.
– Γιατί;
-Έτσι· έχει κεφάλι φιδιού. Να το κάνουμε σκυλιού.
– Μα τι σε πειράζει φίδι σκυλί; Τη δουλειά του την κάνει.
– Δεν τη κάνει.
Και φρπ! Στη φωτιά το δοιάκι. Έκαμε κεφάλι σκυλιού.
Έπειτα άρχισε για όλα του καραβιού. Πάνε οι μπαμπάδες, πάνε οι μούρσοι, πάνε τα πόμολα. Είχαμε φιγούρα ένα Μακεδόνα· δεν του άρεσε.
– Να βάλουμε, λέει, δέλφινα.
Έβαλε δέλφινα. Το πομπρέσο είχε σκαλισμένον ένα σταυρό στην άκρη.
– Όχι σταυρό, λέει· λουλούδι θα βάλω.
– Μα τι σε πειράζει σταυρός λουλούδι; Ίδιο είναι.
– Όχι· καλύτερα λουλούδι.
Άλλα έξοδα πάλι. Έβαλε στο πομπρέσο λουλούδι. Τον αργάτη τον έβαψε πράσινο, την κάμαρη κόκκινη· το μαγεριό κατάμαυρο· τα κατάρτια κίτρινα. Έπειτα ήθελε να βάψει και το σκαφίδι. Ήταν γαλάζιο, φρεσκοβαμμένο.
– Όχι γαλάζιο, λέει· κάτασπρο είναι ομορφότερο.
– Μα το άσπρο λερώνει εύκολα. Έπειτα δεν έχει ανάγκη ακόμα.
– Έχει δεν έχει θαν το βάψω. Δεν μπορώ να το βλέπω με τέτοιο χρώμα. Στο στομάχι μου κάθεται.
Τι να του ειπώ; είχε μανία στο άλλαγμα. Το κεφάλι του ίδιος μπούσουλας· ούτε κάρτο δεν έμενε στη θέση του. Από τ’ άψυχα ρίχτηκε σε λίγο και στους ανθρώπους. Έδιωχνε τον ένα, έπαιρνε τον άλλο, έβριζε τον τρίτο.
Έπειτα ρίχτηκε στο καραβόσκυλο το Ζέπο μας, που τον είχε ο μακαρίτης μια ζωή μαζί του! Τον έδερνε, τον κλωτσούσε, τον άφηνε νηστικό. Τέλος μια νύχτα τον έπνιξε μισοκάναλα κι έφερε από τη Μεσσήνα ένα κοπρόσκυλο που βαριόταν και ν’ αλυχτήσει.
– Μωρέ, γιατί, βλάμη; τον ρωτώ.
– Έτσι· δεν τα θέλω τέτοια στο καράβι μου.
Στο καράβι του! Δεν κρατήθηκα περισσότερο.
– Άκουσε Λάμπρο· του λέω. Εγώ δε σ’ έβαλα αφέντη εδώ μέσα· σ’ έβαλα σύντροφο.
– Σύντροφο, μου απαντάει με θυμό, για να σου ανοίξω τα μάτια.
Τώρα κατάλαβα! Δεν έχει μονάχα μανία στο άλλαγμα παρά κάτι περισσότερο.
Ήθελε να φαίνεται στη σκούνα μοναχός καραβοκύρης. Τον έτρωγε το εγώ του. Τόσο ξιπάστηκε με το καπετανλίκι ο χοντροναύτης, που πίστεψε πως ήταν πορφυρογέννητος. Όλα τα ήξερε και όλα τα όριζε. Γη, θάλασσα, ουρανός, πλεούμενα, όλα δικά του. Κι αν δεν ήταν δικά του, δεν έπρεπε να είναι αλλουνού!
Μοναδικός στο είδος του, μοναδικός στη τέχνη του.
Απελπισία μ’ έπιασε. Πέταξε η όρεξη για τη δουλειά, πέταξαν τα όνειρα. Ο αητός έχασε τα φτερά του κι έμεινε χεροδούλης και ψωμοζήτης στη γη. Ψωμοζήτης, μα πονόψυχος. Ήξερα ποιος μου ψαλίδισε τα φτερά και όμως λυπόμουν να τον διώξω. Μας ήρθαν δύσκολες χρονιές. Πάθαμε ζημιές στα ταξίδια. Αν ήθελα να χαλάσω τη συντροφιά, δε θα έπαιρνε ο Κάργας ούτε το απόθεμα. Aς πάει να χαθεί! σκέφτηκα. Ο πατέρας μου τον έκαμε άνθρωπο· δεν πρέπει εγώ να τον καταστρέψω.
– Τι λόγο είπες βλάμη; τον ρωτάω τώρα.
– Τον είπα· μου απαντά με θυμό. Φοβάσαι μην αληθέψει; Μη φοβάσαι!
– Μπα· τι να φοβηθώ; ψιθύρισα κάνοντας τον αδιάφορο. Μα γιατί να ειπείς τον κακό σου λόγο;
– Τον είπα. Μα δε μου λες; Αλήθεια παίρνεις το Σμαρώ γυναίκα;
Και χωρίς να περιμένει απάντηση, έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτί, σίμωσε στο φανό της πυξίδας και διάβασε τρεχάτα:
«Το Σμαρώ παιδί μου, δεν είναι για σένα. Η Μαριώ του καπετάν Τραχήλη την αρρεβώνιασε με το γιο της τον προστάτη σου. Έπειτα μάθε και τη δική μου συμβουλή. Μην απλώνεις το χέρι σου εκεί που δε φτάνεις. Τι έχετε να κάμεις εσύ με το κορίτσι του καπετάν Πανωρίου; Εκείνο είναι καραβοκυροπούλα και δεν μπορεί παρά να πάρει καραβοκύρη».
– Τ’ ακούς! μου λέει δεν είναι ψέμα, ε;
– Όχι βέβαια· δεν είναι ψέμα, του απάντησα ήσυχος. Ξέρεις πως το Σμαρώ τ’ αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά.
– Και γω τ’ αγαπούσα, είπε κείνος. Και γω από τότε τ’ αγαπούσα και τώρα τ’ αγαπώ και θαν τ’ αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλώνω εκεί που δε φτάνω! Και γιατί δεν φτάνω εγώ στο Σμαρώ; Σε τι είσαι συ καλύτερος από μένα; Τ’ έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ, καραβοκύρης και γω. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή. Θες τώρα να πάρω το μπαλτά και να τη χωρίσω στη μέση;
Σηκώθηκε αγριοπρόσωπος, γύρισε τα μάτια του ζερβόδεξα, σα να ζητούσε το μπαλτά να χωρίσει στη μέση τη σκούνα. Είδα πως ήταν να πάρει τέλος η κουβέντα μας. Ήθελα όμως και να τον πειράξω λιγάκι.
– Τι τα θέλεις αυτά; ψιθύρισα. Το Σμαρώ με παίρνει, γιατί μ’ αγαπά.
– Σ’ αγαπά! Εκείνη σ’ αγαπά!… Εσένα!… Χμ!…
Να ειπώ τη αλήθεια, τον λυπήθηκα. Δεν πίστευα πως αγαπούσε τόσο το Σμαρώ. Σε τέτοια διεστραμμένη ψυχή δεν πίστευα να χωρεί τόση αγάπη.
Γύριζα στο κάσαρο με τα χέρια πίσω, συλλογισμένος. Άξαφνα νιώθω να τραβά κάποιος το μουσαμά μου. Στρέφω και τον βλέπω να μου δείχνει κάτι με τρεμάμενο χέρι ψηλά στο κατάρτι. Σήκωσα τα μάτια μου· ανατρίχιασα. Τα χαμήλωσα και ανατρόμαξα. Τελώνιο ήταν εκεί, λαμπυρίδα ωχροκίτρινη, σιχαμερή μύξα. Μα ο σύντροφος με το χαμογελαστό πρόσωπό του, μου φάνηκε φοβερότερο Τελώνιο, ψυχωμένος Σατανάς από κείνους που τελωνίζουν τις ψυχές! Άφηκε, είπε, το σκοτεινό του θρόνο και ήρθε στη γη να τελωνίσει και τη δική μου ψυχή.
– Καλό πνίξιμο! Σφύριξε πάλι στ’ αυτιά μου.
Και πριν κουνηθώ από τη θέση μου, έφυγε μακριά, τριποδίζοντας στο κατάστρωμα και ουρλιάζοντας σαν τρισκατάρατος.
– Τα φώτα!… Σβήστε τα φώτα!… φώναξα ευθύς.
Μα οι ναύτες είχαν ιδεί τα Τελώνια και πρόβαλαν στο κατάστρωμα με όλα τα χάλκινα σκεύη του μαγεριού. Ταψιά, τεντζερέδες, λεβέτια, καπάκια έπαιζαν τώρα στα χέρια τους κι έβγαζαν σωστό δρολάπι από ήχους και φωνές. Νευρικό το μέταλλο άστραφτε, ούρλιαζε, τα στέρνα του ξέσχιζε άπονα, τρανολαλούσε με πάταγο, έκραζε με ρυθμό, έσπρωχνε κύματα οργής και λύσσας να κουρελιάσει το στερέωμα. Κλαγγή, δούπος, στρίγκλισμα, κραυγή, θρήνος, σμιχτά όλα, περιπλεχτά, ορμούσαν εδώθε κείθε, τάραζαν το σκαφίδι, λάμπαζαν την άβυσσο.
Τα Τελώνια όμως έμεναν σκαλωμένα στη θέση τους, περιφρονώντας την ταραχή και το θόρυβο. Τώρα δεν ήταν δυο, δεν ήταν τρία· ήταν εκατό χίλια. Τ’ ωχροκίτρινο φως τους έφευγε πέρα δώθε στο πλωριό κατάρτι, στο πρυμιό, στους φλόκους, στα πινά, στις στραλτέριες· άπλωνε κι έσβηνε κινούμενο σαν φίδι που έφαγε τη λαμπηδόνα. Και πέρα βαθιά, στο σκοτάδι μέσα, άστραψε γοργά, άσπρισε η θάλασσα και τα πανιά μας, κεραυνός χύθηκε χαλκόστερνος και τρανταχτός. Άτρομος απαντούσε ο δαίμονας στο ψόφο αλαλαγμό μας. Απελπίστηκα.
-Το γουρούνι, παιδιά ! Τι το φυλάτε το γουρούνι! φώναξα.
– Δε σκούζει, καπετάνιε! μου λέει ο Μπίρκος.
Τρέχω κοντά, το κλωτσάω, το σπρώχνω, τραβώ τις τρίχες, του ξεριζώνω τ’ αφτιά. Τίποτα! Το θρεφτό μας, συμμαζεμένο στην πλώρη, κλιναύτικο, με τη μουσούδα χωμένη σε μια νεροκολοκύθα, έμενε ακίνητο απάνω στα νερά του και δεν έβγαζε γρυ από το φόβο του. Και τ’ αστροπέλεκο έλαμπε κι εβρόντα ολόγυρά μας, αριστερά, δεξιά, εμπρός και πίσω μας γοργό, λες και βιαζόταν να κατακάψει τα σύμπαντα. Η σκούνα κυματόδαρτη, ανεμοπαρμένη σπαρτάριζε σύξυλη, λάγγευε τρελή κι έτρεχε μπροστά να ξεφύγει τον κίνδυνο. Κατάπλωρα το Στρόμπολι, αόρατο μέσα στο σκοτάδι, τίναζε κάθε λεπτό φλόγες θεόψηλες από το ανήσυχο στόμα του, ξερνούσε πέτρες κόκκινες και λάβα, που ροβολούσε ποτάμι πύρινο κάτω κι έβαφε αίμα τα σκοτεινά νερά. Και το σκυλί του συντρόφου το ράθυμο και μουλωχτό, αναμαλλιασμένο τώρα από τους κλότσους των ναυτών και τον τρόμο του, έκατσε με πείσμα στο τσιμπούκι και ούρλιαζε δείχνοντας σπαθιά τα δόντια του στον κεραυνό, σαν να ήθελε να τον φοβερίσει. Μα το ψωμάκι, σάστισα. Πρώτη φορά που σάστισα στη ζωή μου.
– Βόηθα, τύχη της Σμαρώς! είπα μέσα μου.
Ένας βρόντος φοβερός έκοψε στη μέση το στοχασμό μου. Βρώμα και θειάφι με τύφλωσαν ευθύς· έπνιξαν τον ανασασμό, έγδαραν τσιγκέλια τα στήθη μου.
Το αστραπόβολο έπεσε σούβλα πύρινη στο κατάστρωμα. Τετέλεσται! Η καταραμένη ευχή του Κάργα και με το παραπάνω ακούστηκε. Καλό πνίξιμο! Πάει τώρα η σκούνα, πάνε τα νυφιάτικα, πάει και ο καψογαμπρός στον πάτο.
– Να το ήξερες καημένη μάνα, και ν’ άναβες ένα κερί στον Αϊ-Νικόλα! σκέφτηκα.
Τρέχω να βρω το δρόμο του αστραπόβολου, γυρίζω στο κατάστρωμα, πασπατεύω εδώ, ψαχουλεύω εκεί· τίποτε δε βλέπω. Οι ναύτες ολόγυρα μου με τα χάλκινα σκεύη νεκρά στα χέρια τους, πανιασμένοι γύριζαν αρκουδίζοντας, έπιαναν τα σανίδια, ψηλαφούσανε τις κουπαστές. Όμως η «Αγία Μαύρα», σαν να μην αισθανόταν πληγή απάνω της, λάγγευε ακόμη στα κύματα, έφευγε απάνω στο ηφαίστειο. Στα κατάρτια της ψηλά, στους φλόκους, στα πινά, στις στραλιέριες τα Τελώνια έπαιζαν το ωχροκίτρινο φως τους. Και ολόγυρα οι αστραπές καδένες έσχιζαν το κατάμαυρο χάος, σαν να έστηναν φλογερό σύνορο στο δρόμο μας.
– Βαράτε, μωρέ, και μας έπνιξαν! φωνάζω.
Άρχισε πάλι ο χαλκόστομος αλαλαγμός κάτω από τα κατάρτια. Όμως στο κάτασπρο φως μιας αστραπής κάνω έτσι και βλέπω τον Κριτσέπη, με κερί του Επιτάφιου στο χέρι, να κυνηγά από τα στράλια τα Τελώνια. Τα σίμωνε απάνω τους, έφευγαν εκείνα· τα έπαιρνε, πάλι φανερώνονταν. Το κρυφτό έπαιζαν μαζί του! Γυρίζω, βλέπω και τους άλλους να κάνουν το ίδιο.
Μαύρο φίδι με δάγκωσε.
– Μωρέ, πού άφησες το τιμόνι; τον ρωτώ.
– Το πήρε ο καπετάν Κάργας, μου απαντά. Σύρε, λέει, να ξεκουραστείς λιγάκι.
– Στον Κάργα τ’ άφησες! φωνάζω.
Και τρέχω στο κάσαρο. Δεν έκαμα δυο πηδήματα, κυλίστηκα κάτω ανάσκελα. Ο σύντροφος έκαμε το θέλημά του. Μια παρατιμονιά και η «Αγία Μαύρα» μας έσκασε απάνω στα χάλαρα. Πηδώ στο βράχο· τι να ιδώ! Το ηφαίστειο, σαν πληγωμένος γίγαντας, έχυνε από τα πλευρά ποτάμι το αίμα του και απαντούσε με βρόντους στους στεναγμούς της σκούνας μας. Και άξαφνα φοβεροί αποκλαμοί, αφροκόκκινοι και στοιχειωμένοι, πρόβαλαν μέσ’ από τις πέτρες, κλείστηκαν ολόγυρα στο ξύλο και έσυραν κάτω την «Αγία Μαύρα» με όλα τα κακούργα Τελώνια. Μαζί τους ήταν εκεί και ο Λάμπρος Κάργας ο σύντροφος.
– Μπρε!
Δεν μου άρεσαν καθόλου τα σημάδια του. Είπα να κλείσουν καλά τ’ αμπάρια και να καθίσει ο Κριτσέπης στο τιμόνι. Ίσα πλώρη ο φανός του Στρόμπολι.
– Καλό πνίξιμο! Ακούω πίσω μου στριγκιά φωνή.
Σπασμοί μ’ έπιασαν. Τη γνώριζα πολύ καλά την καταραμένη φωνή. Δεν ήταν άλλη παρά του Κάργα, του παιδικού μου φίλου και συντρόφου στη σκούνα.
Μαζί του βύζαξα το γάλα μου της μάνας μου, μαζί ανατράφηκα στη σκούνα του πατέρα μου· μονοήμερα ίδρωσαν οι τρίχες στα χείλη μας. Η μάνα του πέθανε πριν να τον αποκόψει. Ο πατέρας του πνίγηκε στο Καβοντιλάρμε της Καλάβριας πριν να τον χαρεί παλικάρι. Απόμεινε ορφανός και πεντάφτωχος. Ο δικός μου τον πήρε στο σπίτι, μας αδέρφωσε. Μαζί στο σχολείο, μαζί στα παιχνίδια. Πάντα οι δυο μας. Όχι δυο· ψέματα· οι τρεις μας έπρεπε να ειπώ. Γιατί το Σμαρώ ήταν μαζί μας πάντα, το Σμαρώ, ακριβή χαρά και μοναχός καβγάς μας.
Άξαφνα όμως μας άδραξε ο πατέρας και μας έριξε στην «Άγια Μαύρα». Μας μάγεψε η θάλασσα. Όλες οι κουβέντες μας για τα πλεούμενα. Όνειρο μας ήταν να μπούμε σε μεγάλο καράβι, ένα μπάρκο, μια νάβα, σε μεγαλύτερο ακόμη! Να βάνει μέσα χίλια κιλά· πέντε, δέκα, εκατό χιλιάδες κιλά. Και να έχει πολλά πανιά· δάσος, κατάρτια, σχοινιά· σύρματα! Και να ταξιδεύουμε μακριά, πολύ μακριά, σε απέραντα πέλαγα, πίσω του ήλιου. Καπετάνιος εγώ, καπετάνιος εκείνος, να σμίγουμε στη βόλτα και να χαιρετιόμαστε:
– Ε από το μπάρκο!… ποιος καπετάνιος;
– Ο Μήτρος του Τράχηλα!
– Ε, από τη νάβα!…ποιος;
– Ο φίλος του Μήτρου· ο Λάμπρος Κάργας.
– Και για πού με το καλό;
– Για την Αμέρικα… Και σεις;
– Για την Αυστράλια.
– Τι φόρτωμα;
– Μοσχοκάρυδα, βανάνες, καφέδες, ζαχαροκάλαμο… Και σεις;
– Διαμαντόπετρες, μπριλάντια, μεταξωτά, κεχριμπάρι, φίλντισι!
Και όταν τέλειωνε το ταξίδι, θα γύριζε καθένας στο νησί φορτωμένος κολονάτα.
– Και σα γυρίσεις πίσω; ρώταε ο ένας τον άλλον.
– Θα πάρω το Σμαρώ γυναίκα μου.
Τέλος, όταν απέθανε ο καπετάν Τραχήλης, έγινε σύντροφος στη σκούνα ο Κάργας. Αλλά μόλις κλείσανε τα συμβόλαια μπήκε μέσα διαφορετικός.
– Το δοιάκι, λέει, δε μ’ αρέσει.
– Γιατί;
-Έτσι· έχει κεφάλι φιδιού. Να το κάνουμε σκυλιού.
– Μα τι σε πειράζει φίδι σκυλί; Τη δουλειά του την κάνει.
– Δεν τη κάνει.
Και φρπ! Στη φωτιά το δοιάκι. Έκαμε κεφάλι σκυλιού.
Έπειτα άρχισε για όλα του καραβιού. Πάνε οι μπαμπάδες, πάνε οι μούρσοι, πάνε τα πόμολα. Είχαμε φιγούρα ένα Μακεδόνα· δεν του άρεσε.
– Να βάλουμε, λέει, δέλφινα.
Έβαλε δέλφινα. Το πομπρέσο είχε σκαλισμένον ένα σταυρό στην άκρη.
– Όχι σταυρό, λέει· λουλούδι θα βάλω.
– Μα τι σε πειράζει σταυρός λουλούδι; Ίδιο είναι.
– Όχι· καλύτερα λουλούδι.
Άλλα έξοδα πάλι. Έβαλε στο πομπρέσο λουλούδι. Τον αργάτη τον έβαψε πράσινο, την κάμαρη κόκκινη· το μαγεριό κατάμαυρο· τα κατάρτια κίτρινα. Έπειτα ήθελε να βάψει και το σκαφίδι. Ήταν γαλάζιο, φρεσκοβαμμένο.
– Όχι γαλάζιο, λέει· κάτασπρο είναι ομορφότερο.
– Μα το άσπρο λερώνει εύκολα. Έπειτα δεν έχει ανάγκη ακόμα.
– Έχει δεν έχει θαν το βάψω. Δεν μπορώ να το βλέπω με τέτοιο χρώμα. Στο στομάχι μου κάθεται.
Τι να του ειπώ; είχε μανία στο άλλαγμα. Το κεφάλι του ίδιος μπούσουλας· ούτε κάρτο δεν έμενε στη θέση του. Από τ’ άψυχα ρίχτηκε σε λίγο και στους ανθρώπους. Έδιωχνε τον ένα, έπαιρνε τον άλλο, έβριζε τον τρίτο.
Έπειτα ρίχτηκε στο καραβόσκυλο το Ζέπο μας, που τον είχε ο μακαρίτης μια ζωή μαζί του! Τον έδερνε, τον κλωτσούσε, τον άφηνε νηστικό. Τέλος μια νύχτα τον έπνιξε μισοκάναλα κι έφερε από τη Μεσσήνα ένα κοπρόσκυλο που βαριόταν και ν’ αλυχτήσει.
– Μωρέ, γιατί, βλάμη; τον ρωτώ.
– Έτσι· δεν τα θέλω τέτοια στο καράβι μου.
Στο καράβι του! Δεν κρατήθηκα περισσότερο.
– Άκουσε Λάμπρο· του λέω. Εγώ δε σ’ έβαλα αφέντη εδώ μέσα· σ’ έβαλα σύντροφο.
– Σύντροφο, μου απαντάει με θυμό, για να σου ανοίξω τα μάτια.
Τώρα κατάλαβα! Δεν έχει μονάχα μανία στο άλλαγμα παρά κάτι περισσότερο.
Ήθελε να φαίνεται στη σκούνα μοναχός καραβοκύρης. Τον έτρωγε το εγώ του. Τόσο ξιπάστηκε με το καπετανλίκι ο χοντροναύτης, που πίστεψε πως ήταν πορφυρογέννητος. Όλα τα ήξερε και όλα τα όριζε. Γη, θάλασσα, ουρανός, πλεούμενα, όλα δικά του. Κι αν δεν ήταν δικά του, δεν έπρεπε να είναι αλλουνού!
Μοναδικός στο είδος του, μοναδικός στη τέχνη του.
Απελπισία μ’ έπιασε. Πέταξε η όρεξη για τη δουλειά, πέταξαν τα όνειρα. Ο αητός έχασε τα φτερά του κι έμεινε χεροδούλης και ψωμοζήτης στη γη. Ψωμοζήτης, μα πονόψυχος. Ήξερα ποιος μου ψαλίδισε τα φτερά και όμως λυπόμουν να τον διώξω. Μας ήρθαν δύσκολες χρονιές. Πάθαμε ζημιές στα ταξίδια. Αν ήθελα να χαλάσω τη συντροφιά, δε θα έπαιρνε ο Κάργας ούτε το απόθεμα. Aς πάει να χαθεί! σκέφτηκα. Ο πατέρας μου τον έκαμε άνθρωπο· δεν πρέπει εγώ να τον καταστρέψω.
– Τι λόγο είπες βλάμη; τον ρωτάω τώρα.
– Τον είπα· μου απαντά με θυμό. Φοβάσαι μην αληθέψει; Μη φοβάσαι!
– Μπα· τι να φοβηθώ; ψιθύρισα κάνοντας τον αδιάφορο. Μα γιατί να ειπείς τον κακό σου λόγο;
– Τον είπα. Μα δε μου λες; Αλήθεια παίρνεις το Σμαρώ γυναίκα;
Και χωρίς να περιμένει απάντηση, έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτί, σίμωσε στο φανό της πυξίδας και διάβασε τρεχάτα:
«Το Σμαρώ παιδί μου, δεν είναι για σένα. Η Μαριώ του καπετάν Τραχήλη την αρρεβώνιασε με το γιο της τον προστάτη σου. Έπειτα μάθε και τη δική μου συμβουλή. Μην απλώνεις το χέρι σου εκεί που δε φτάνεις. Τι έχετε να κάμεις εσύ με το κορίτσι του καπετάν Πανωρίου; Εκείνο είναι καραβοκυροπούλα και δεν μπορεί παρά να πάρει καραβοκύρη».
– Τ’ ακούς! μου λέει δεν είναι ψέμα, ε;
– Όχι βέβαια· δεν είναι ψέμα, του απάντησα ήσυχος. Ξέρεις πως το Σμαρώ τ’ αγαπούσα από τότε που είμαστε μικρά παιδιά.
– Και γω τ’ αγαπούσα, είπε κείνος. Και γω από τότε τ’ αγαπούσα και τώρα τ’ αγαπώ και θαν τ’ αγαπώ όσο ζω και ζεύω! Να μην απλώνω εκεί που δε φτάνω! Και γιατί δεν φτάνω εγώ στο Σμαρώ; Σε τι είσαι συ καλύτερος από μένα; Τ’ έχεις περσότερο; Καραβοκύρης εσύ, καραβοκύρης και γω. Ίσα την έχουμε τη σκούνα. Μισή και μισή. Θες τώρα να πάρω το μπαλτά και να τη χωρίσω στη μέση;
Σηκώθηκε αγριοπρόσωπος, γύρισε τα μάτια του ζερβόδεξα, σα να ζητούσε το μπαλτά να χωρίσει στη μέση τη σκούνα. Είδα πως ήταν να πάρει τέλος η κουβέντα μας. Ήθελα όμως και να τον πειράξω λιγάκι.
– Τι τα θέλεις αυτά; ψιθύρισα. Το Σμαρώ με παίρνει, γιατί μ’ αγαπά.
– Σ’ αγαπά! Εκείνη σ’ αγαπά!… Εσένα!… Χμ!…
Να ειπώ τη αλήθεια, τον λυπήθηκα. Δεν πίστευα πως αγαπούσε τόσο το Σμαρώ. Σε τέτοια διεστραμμένη ψυχή δεν πίστευα να χωρεί τόση αγάπη.
Γύριζα στο κάσαρο με τα χέρια πίσω, συλλογισμένος. Άξαφνα νιώθω να τραβά κάποιος το μουσαμά μου. Στρέφω και τον βλέπω να μου δείχνει κάτι με τρεμάμενο χέρι ψηλά στο κατάρτι. Σήκωσα τα μάτια μου· ανατρίχιασα. Τα χαμήλωσα και ανατρόμαξα. Τελώνιο ήταν εκεί, λαμπυρίδα ωχροκίτρινη, σιχαμερή μύξα. Μα ο σύντροφος με το χαμογελαστό πρόσωπό του, μου φάνηκε φοβερότερο Τελώνιο, ψυχωμένος Σατανάς από κείνους που τελωνίζουν τις ψυχές! Άφηκε, είπε, το σκοτεινό του θρόνο και ήρθε στη γη να τελωνίσει και τη δική μου ψυχή.
– Καλό πνίξιμο! Σφύριξε πάλι στ’ αυτιά μου.
Και πριν κουνηθώ από τη θέση μου, έφυγε μακριά, τριποδίζοντας στο κατάστρωμα και ουρλιάζοντας σαν τρισκατάρατος.
– Τα φώτα!… Σβήστε τα φώτα!… φώναξα ευθύς.
Μα οι ναύτες είχαν ιδεί τα Τελώνια και πρόβαλαν στο κατάστρωμα με όλα τα χάλκινα σκεύη του μαγεριού. Ταψιά, τεντζερέδες, λεβέτια, καπάκια έπαιζαν τώρα στα χέρια τους κι έβγαζαν σωστό δρολάπι από ήχους και φωνές. Νευρικό το μέταλλο άστραφτε, ούρλιαζε, τα στέρνα του ξέσχιζε άπονα, τρανολαλούσε με πάταγο, έκραζε με ρυθμό, έσπρωχνε κύματα οργής και λύσσας να κουρελιάσει το στερέωμα. Κλαγγή, δούπος, στρίγκλισμα, κραυγή, θρήνος, σμιχτά όλα, περιπλεχτά, ορμούσαν εδώθε κείθε, τάραζαν το σκαφίδι, λάμπαζαν την άβυσσο.
Τα Τελώνια όμως έμεναν σκαλωμένα στη θέση τους, περιφρονώντας την ταραχή και το θόρυβο. Τώρα δεν ήταν δυο, δεν ήταν τρία· ήταν εκατό χίλια. Τ’ ωχροκίτρινο φως τους έφευγε πέρα δώθε στο πλωριό κατάρτι, στο πρυμιό, στους φλόκους, στα πινά, στις στραλτέριες· άπλωνε κι έσβηνε κινούμενο σαν φίδι που έφαγε τη λαμπηδόνα. Και πέρα βαθιά, στο σκοτάδι μέσα, άστραψε γοργά, άσπρισε η θάλασσα και τα πανιά μας, κεραυνός χύθηκε χαλκόστερνος και τρανταχτός. Άτρομος απαντούσε ο δαίμονας στο ψόφο αλαλαγμό μας. Απελπίστηκα.
-Το γουρούνι, παιδιά ! Τι το φυλάτε το γουρούνι! φώναξα.
– Δε σκούζει, καπετάνιε! μου λέει ο Μπίρκος.
Τρέχω κοντά, το κλωτσάω, το σπρώχνω, τραβώ τις τρίχες, του ξεριζώνω τ’ αφτιά. Τίποτα! Το θρεφτό μας, συμμαζεμένο στην πλώρη, κλιναύτικο, με τη μουσούδα χωμένη σε μια νεροκολοκύθα, έμενε ακίνητο απάνω στα νερά του και δεν έβγαζε γρυ από το φόβο του. Και τ’ αστροπέλεκο έλαμπε κι εβρόντα ολόγυρά μας, αριστερά, δεξιά, εμπρός και πίσω μας γοργό, λες και βιαζόταν να κατακάψει τα σύμπαντα. Η σκούνα κυματόδαρτη, ανεμοπαρμένη σπαρτάριζε σύξυλη, λάγγευε τρελή κι έτρεχε μπροστά να ξεφύγει τον κίνδυνο. Κατάπλωρα το Στρόμπολι, αόρατο μέσα στο σκοτάδι, τίναζε κάθε λεπτό φλόγες θεόψηλες από το ανήσυχο στόμα του, ξερνούσε πέτρες κόκκινες και λάβα, που ροβολούσε ποτάμι πύρινο κάτω κι έβαφε αίμα τα σκοτεινά νερά. Και το σκυλί του συντρόφου το ράθυμο και μουλωχτό, αναμαλλιασμένο τώρα από τους κλότσους των ναυτών και τον τρόμο του, έκατσε με πείσμα στο τσιμπούκι και ούρλιαζε δείχνοντας σπαθιά τα δόντια του στον κεραυνό, σαν να ήθελε να τον φοβερίσει. Μα το ψωμάκι, σάστισα. Πρώτη φορά που σάστισα στη ζωή μου.
– Βόηθα, τύχη της Σμαρώς! είπα μέσα μου.
Ένας βρόντος φοβερός έκοψε στη μέση το στοχασμό μου. Βρώμα και θειάφι με τύφλωσαν ευθύς· έπνιξαν τον ανασασμό, έγδαραν τσιγκέλια τα στήθη μου.
Το αστραπόβολο έπεσε σούβλα πύρινη στο κατάστρωμα. Τετέλεσται! Η καταραμένη ευχή του Κάργα και με το παραπάνω ακούστηκε. Καλό πνίξιμο! Πάει τώρα η σκούνα, πάνε τα νυφιάτικα, πάει και ο καψογαμπρός στον πάτο.
– Να το ήξερες καημένη μάνα, και ν’ άναβες ένα κερί στον Αϊ-Νικόλα! σκέφτηκα.
Τρέχω να βρω το δρόμο του αστραπόβολου, γυρίζω στο κατάστρωμα, πασπατεύω εδώ, ψαχουλεύω εκεί· τίποτε δε βλέπω. Οι ναύτες ολόγυρα μου με τα χάλκινα σκεύη νεκρά στα χέρια τους, πανιασμένοι γύριζαν αρκουδίζοντας, έπιαναν τα σανίδια, ψηλαφούσανε τις κουπαστές. Όμως η «Αγία Μαύρα», σαν να μην αισθανόταν πληγή απάνω της, λάγγευε ακόμη στα κύματα, έφευγε απάνω στο ηφαίστειο. Στα κατάρτια της ψηλά, στους φλόκους, στα πινά, στις στραλιέριες τα Τελώνια έπαιζαν το ωχροκίτρινο φως τους. Και ολόγυρα οι αστραπές καδένες έσχιζαν το κατάμαυρο χάος, σαν να έστηναν φλογερό σύνορο στο δρόμο μας.
– Βαράτε, μωρέ, και μας έπνιξαν! φωνάζω.
Άρχισε πάλι ο χαλκόστομος αλαλαγμός κάτω από τα κατάρτια. Όμως στο κάτασπρο φως μιας αστραπής κάνω έτσι και βλέπω τον Κριτσέπη, με κερί του Επιτάφιου στο χέρι, να κυνηγά από τα στράλια τα Τελώνια. Τα σίμωνε απάνω τους, έφευγαν εκείνα· τα έπαιρνε, πάλι φανερώνονταν. Το κρυφτό έπαιζαν μαζί του! Γυρίζω, βλέπω και τους άλλους να κάνουν το ίδιο.
Μαύρο φίδι με δάγκωσε.
– Μωρέ, πού άφησες το τιμόνι; τον ρωτώ.
– Το πήρε ο καπετάν Κάργας, μου απαντά. Σύρε, λέει, να ξεκουραστείς λιγάκι.
– Στον Κάργα τ’ άφησες! φωνάζω.
Και τρέχω στο κάσαρο. Δεν έκαμα δυο πηδήματα, κυλίστηκα κάτω ανάσκελα. Ο σύντροφος έκαμε το θέλημά του. Μια παρατιμονιά και η «Αγία Μαύρα» μας έσκασε απάνω στα χάλαρα. Πηδώ στο βράχο· τι να ιδώ! Το ηφαίστειο, σαν πληγωμένος γίγαντας, έχυνε από τα πλευρά ποτάμι το αίμα του και απαντούσε με βρόντους στους στεναγμούς της σκούνας μας. Και άξαφνα φοβεροί αποκλαμοί, αφροκόκκινοι και στοιχειωμένοι, πρόβαλαν μέσ’ από τις πέτρες, κλείστηκαν ολόγυρα στο ξύλο και έσυραν κάτω την «Αγία Μαύρα» με όλα τα κακούργα Τελώνια. Μαζί τους ήταν εκεί και ο Λάμπρος Κάργας ο σύντροφος.
Ανδρέας Καρκαβίτσας
Λόγια της Πλώρης Θαλασσινά Διηγήματα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου