Ἐντρυφῶ νὰ κοιτάζω ἀντικρύ μου τὸ μικρὸν μέλαθρον ―ὁποὺ αἱ δοκοὶ τῆς στέγης του, γυμναὶ φατνώματος, φαίνονται ὅλαι καπνισμέναι καὶ μελανωμέναι ἀπὸ τὴν λαμπὴν τῆς μικρᾶς ἑστίας εἰς τὴν γωνίαν, τῆς καιούσης τὸν χειμῶνα― ταπεινὸν ἀνώγειον, μὲ τὸν ἐξώστην τὸν σκεπαστόν, καὶ μὲ τὴν πετρίνην σκάλαν ἀπ᾿ ἔξω, ὅπου ὁ μαστρο-Κυριάκος κρημνίζεται τακτικὰ πᾶσαν Κυριακὴν τὸ βράδυ, ὅταν ἐπιστρέφῃ ἀργὰ εἰς τὴν κατοικίαν. Καθημερινὴ μέθη δι᾿ ἐμὲ εἶναι νὰ κάθωμαι τὸ δειλινόν, ἐπὶ ὥρας, ἕως τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ τὴν πρώτην ἀμφιλύκην, ἔξω ἀπὸ τὸ μικρὸν καπηλεῖον, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τοῦ χωρίου, εἰς τὴν σκιὰν καὶ τὴν δρόσον τῶν δύο πελωρίων βαθυφύλλων μορεῶν, ὁπόθεν βλέπω ὅλους τοὺς διαβάτας χωρὶς νὰ κοιτάζω κανένα, ἢ νὰ προμνηστεύω τὴν καλησπέραν κανενός, καὶ θεωρῶ μόνον τὸ μικρὸν ἀνώγειον καλύβι, ὅπου βλέπω ὡς δύο σμαραγδίνας φλόγας νὰ λάμπουν, καὶ δύο σειρὰς μαργαριτῶν νὰ μειδιοῦν, καὶ δύο χρυσαυγεῖς πλοκάμους νὰ κυμαίνωνται, ὡς μετάφρενα περιστερᾶς, κατὰ τὸν Ψαλμῳδόν…
Ἔβλεπα τέως ὅλους αὐτοὺς τοὺς ὀνειρώδεις θησαυροὺς εἰς τὸν πενιχρὸν ἐξώστην, καὶ εἰς τὸ χάσμα τῶν σαθρῶν παραθυροφύλλων, καὶ στὴν πόρταν τοῦ κατωγιοῦ, ἐξαρθρωμένην, καὶ εἰς τὸ στενὸν τὸ διπλανόν, τὸ χωρίζον τὴν οἰκίαν ἀπὸ τῆς τοῦ Δήμου Μποροδήμου, ἴσης καὶ ὁμοίας κατὰ τὴν ὄψιν. Ἔμβαινεν, ἔβγαινεν, ἀνέβαινε, κατέβαινεν, ἡ μικρὴ Πούλια μὲ τοὺς πλοκάμους τοῦ ἀπέφθου χρυσοῦ· εἰσέδυεν εἰς τὸ κατώγι, διὰ νὰ ταΐσει τὰς ὄρνιθας, εἰσεχώρει εἰς τὸ στενόν, ὅπου εἶχεν ἀναμμένην φωτιάν, πρὸς τὴν δείλην θερινῆς ἡμέρας, διὰ νὰ μαγειρεύσῃ τὸ λιτὸν δεῖπνον διὰ τὸν πατέρα της, ὅστις θὰ ἤρχετο κατακουρασμένος τὸ βράδυ ἀπὸ τὸ μεροκάματον. Ἐμάλωνε τὴν μικρὰν ἀδελφήν της, παιδίσκην ὁμοίαν μὲ σεισουρίδα, τὴν Γαρουφαλιώ, ἥτις ἔτρεχε κ᾿ ἔκαμνε χιλίας τρέλας εἰς τὸ πρόθυρον κ᾿ εἰς ὅλην τὴν γειτονιάν, φοροῦσα κοκκίνην φανέλαν ἀμερικάνικην, τὴν ὁποίαν τῆς εἶχε στείλει ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴν ὁ μονάκριβος ἀδελφός των, καὶ ἦτον ὅλη μορφασμὸς καὶ μειδίαμα. Τὰ δύο χείλη της δὲν ἔσμιγαν ποτέ, τόσον διαρκῶς ἐγέλα. Τρία ἦσαν ὅλα τ᾿ ἀδέρφια, ὁ Στράτος εἰς τὸν Νέον Κόσμον, εἰκοσαέτης ἤδη, εἶχε παρασυρθῆ ἀπὸ τὸ ἀκράτητον ρεῦμα τῆς μεταναστεύσεως, καὶ ἡ Πούλια, δεκαὲξ ἐτῶν, ἐφύλαγε τὸ νοικοκυριὸ στὸ σπίτι, καὶ ἡ Γαρουφαλιὰ δέκα ἐτῶν ἔκαμνε τρέλας καὶ ἀταξίας εἰς τὴν γειτονιάν. Ὁ μαστρο-Κυριάκος εἶχε χηρεύσει πρὸ ὀκταετίας ἤδη, καὶ κατώρθωσε νὰ μὴ ξαναϋπανδρευθῇ ― ἴσως διότι δὲν τὸν ἤθελαν.
Εἶχεν ἐμβῆ τὸ φθινόπωρον, ἦτο ἰσημερία ἤδη, κ᾿ ἐγὼ ἐνύχτωνα ἀκόμη νὰ κάθωμαι κάθε βράδυ ὑποκάτω εἰς τὴν μορέαν. Ἡ Πούλια κάθε δειλινὸν ἐμαγείρευε τὸ φαγὶ ἐντὸς τοῦ στενοῦ, ὑπὸ τὰ σμίγοντα γεῖσα τῶν δύο γειτονικῶν πενιχρῶν οἰκίσκων. Ἔσκυφτεν εἰς τὸ πῦρ, ἐφύσα μὲ τὸ στόμα της, ἐκοκκίνιζον ὡς ὑπὸ πυρετοῦ τὰ μάγουλά της, κ᾿ οἱ δύο πλόκαμοί της οἱ χρυσοῖ ἐκρέμαντο κυμαινόμενοι εἰς τὰ νῶτά της, ἕως τὴν ὀσφύν της τὴν λιγνήν. Ὅταν εἶχα ἀναχωρήσει πρὸ τεσσάρων ἐτῶν ἀπὸ τὸν τόπον ― τότε ἦτο μικρὴ ἀκόμη, κ᾿ ἐφόρει ὡσὰν φοῦστες, ἤτοι ξενικὰ φορέματα. Τότε ἦτο μία ἐντρύφησις, ἀδάπανος καὶ ἀτίμητος, νὰ τὴν συναντᾷ τις καὶ εἰς τὸν δρόμον, καὶ εἰς τὴν βρύσιν, καὶ παντοῦ, καὶ ὁ ἄπεφθος χρυσὸς ἦτον ἀκάλυπτος εἰς τὴν κοινὴν θέαν, καὶ αὐτὴ δὲν ὑπώπτευε τὴν ἀξίαν του, καὶ δὲν τὸν ἔκρυπτε. Τώρα ποὺ εἶχε μεγαλώσει, ἢ αὐτὴ τὸ ἠθέλησεν, ἢ μία θεία της, ἡ Κρυσταλλιώ, τὴν εἶχε συμβουλεύσει, κ᾿ ἐφόρεσεν ἡ κόρη ἐντόπια. Ἡ θεία της αὐτή, ἀδελφὴ τοῦ πατρός της, χήρα καὶ ἄκληρη τώρα, εἶχε πηδήσει, ὡς ἔλεγαν, πολλὰ εἰς τὰ νιᾶτά της, καὶ διὰ τοῦτο ἦτο πολὺ αὐστηρὰ ὡς πρὸς τὴν ἀνεψιάν της. Ὅθεν οἱ πλόκαμοι τοῦ χρυσοῦ δὲν ἐφαίνοντο τώρα ὅσον τὸ πάλαι, μισοκρυμμένοι ὑπὸ τὴν μανδήλαν.
Μίαν ἑσπέραν, παρ᾿ ἐλπίδα, δὲν ἐφάνη ἡ ξανθὴ Πούλια. Ἐκάθισα ὥρας ὑπὸ τὸ φύλλωμα τῆς μορέας· τίποτα. Ἡ πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ἦτον ἀνοικτή, ὁμοίως καὶ τὸ παράθυρον. Ἡ φωτιὰ δὲν ἐκάπνιζεν ―ἴσως ἦτο σβεστή― κάτω εἰς τὸ στενόν. Ἴσως ἡ κόρη ἔπλεκεν ἢ ἐμβάλωνε, καθημένη κάτω εἰς τὸ πάτωμα ― ἐπειδὴ ἦτον τελεία οἰκοκυρά, ὁδηγουμένη καὶ ἀπὸ τὴν θείαν της, τὴν Κρυστάλλω. Ἐκρύβη ὁ ἥλιος εἰς τὴν Πευκόρραχην ἀντικρύ, στὸ βουνόν, ἐμούχρωσεν, ἐσουρούπωσεν, ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ. Τότε, διὰ τοῦ ἀνοικτοῦ παραθύρου εἶδα ἓν ἄστρον νὰ λάμπῃ εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς μικρᾶς οἰκίας. Ἦτο ἄστρον πραγματικόν, δὲν διέφερεν ἀπὸ τ᾿ ἄλλα ἄστρα, τὰ ὁποῖα ἀρτίως εἶχον ἀρχίσει νὰ διασπείρωνται ἀνὰ τὸ στερέωμα. Ἔλαμπεν ὑψηλὰ πρὸς τὴν ὀροφήν, ὑπὸ τὰς καπνισμένας δοκοὺς τοῦ μελάθρου. Τί ἦτον; Ἴσως τὸ κανδήλι τὸ καῖον ἐμπρὸς εἰς τὰ Εἰκονίσματα τῆς οἰκίας. Ἀλλὰ δὲν ἦτο κανδήλι, διότι τὸ ἄστρον ἐφαίνετο πολὺ ὑψηλὰ εἰς τὸν ὄροφον, κ᾿ ἐκτὸς τούτου ἦτο πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος, ἐνῷ τὰ Εἰκονοστάσια, ὡς γνωστόν, τίθενται πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος, ἢ μικρὸν παρεκκλίνουν εἴτε πρὸς βορρᾶν εἴτε πρὸς νότον, πάσης Ἑλληνικῆς ὀρθοδόξου οἰκίας. Ἔπειτα, διὰ νὰ εἶναι κανδήλι κάποιος θὰ τὸ εἶχεν ἀνάψει πρὸ μικροῦ, καὶ βεβαίως θὰ ἔβλεπα εἰς τὴν σκιὰν τὸ εὔκαμπτον, ὡς βλαστὸν μυρσίνης, ἀνάστημα τῆς Πούλιας, ἴσως θὰ ἤκουα καὶ τὸν λυγμὸν τῆς τροχαλίας, τὸν μικρὸν λεῖον κρότον τὸν ὁποῖον κάμνει προστριβόμενον τὸ σχοινίον, δι᾿ οὗ ἀναβιβάζεται τὸ κανδήλι πρὸς τὰς ἱερὰς Εἰκόνας. ― Θὰ ὑπέθετε πᾶς πραγματιστὴς καὶ θετικὸς ἄνθρωπος ὅτι διά τινος ὀπῆς εἰς τὴν στέγην τοῦ μικροῦ μελάθρου ἔφεγγε μικρά τις γωνία οὐρανοῦ, τὴν ὥραν τῆς δύσεως πρὸ τῆς ἀμφιλύκης, κ᾿ ἐσχηματίζετο τὸ ἀστεράκι ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο κρεμάμενον εἰς τὸν ὄροφον τῆς οἰκίας. Διότι ὁ μαστρο-Κυριάκος ἔφτιανε ἢ ἐξανάσυρνε* τὰ σπίτια τῶν ἄλλων, καὶ ἴσως δὲν ηὐκαίρει νὰ ἐπισκευάσῃ τὸ ἰδικόν του. Πλὴν δὲν μοῦ ἤρεσκεν ἐμὲ νὰ ἐκφράσω τοιαύτην ὑποψίαν, ἢ νὰ διατυπώσω τοιοῦτον συμπέρασμα.
* * *
Τέλος, μίαν ἑσπέραν Κυριακῆς, ἐπειδὴ ἦτο ψῦχος, κ᾿ ἐνύκτωσεν ἤδη, εἰσῆλθα εἰς τὸ μικρὸν καπηλεῖον. Ἐκεῖ ἦτον ὁ μαστρο-Κυριάκος, κι ὁ Γιάννης τῆς Μιχάλαινας, κι ὁ Δῆμος Μποροδῆμος. Ὁ Κυριάκος ἐγίνετο ἐλευθέριος πᾶσαν Κυριακὴν ἑσπέρας, ὕστερον ἐξεχνοῦσε τὸν λογαριασμὸν κ᾿ ἐμάλωνε μὲ τὸν οἰνοπώλην. Ὁ Δῆμος ὁ Μποροδῆμος ἔλεγε πλεῖστα ἄκαιρα, ἄωρα ἀστεῖα.Ὁ Γιάννης τῆς Μιχάλαινας, σοβαρός, ἐκάθητο, ἔπινε κ᾿ ἐσιώπα. Καὶ οἱ τρεῖς ἦσαν μέλη τῆς ἰδίας συντεχνίας.
―Ἀραδιάζεις ἕναν τροχό*, ἐξάδερφε; μοῦ λέγει ὁ Κυριάκος ἅμα μὲ εἶδεν εἰσελθόντα.
Μ᾿ ἐκάλει ἐξάδελφον, ἐπειδὴ ὁ μακαρίτης ὁ πατήρ του ἦτό ποτε ψυχογυιὸς ἑνὸς ἀειμνήστου θείου μου, ἔχοντος πολλὰ κτήματα, συγγάμβρου τοῦ πατρός μου.
―Ἂς εἶναι, ἀραδιάζω*, εἶπα. Ἔχετε πολὺ ἀραδιασμένο ἐσεῖς;
―Ὄχι, λιγοστό, εἶπεν ὁ Κυριάκος.
Ἡ φράσις εἶναι τῆς ἰδιαιτέρας συνθηματικῆς γλώσσης τῶν οἰκοδόμων, σημαίνει δὲ τὸ νὰ πίνῃ τις κρασί. Συνέκρουσα τὰ ποτήρια μαζί τους, κ᾿ ἔπια.
― Τά ᾽μαθες τὰ νέα, κὺρ Ἀλέξη; μοῦ λέγει ὁ Δῆμος ὁ Μποροδῆμος, ἐγερθεὶς σοβαρὸς καὶ φουσκώνων τὸ στῆθός του μὲ κωμικὸν τρόπον.
― Τί τρέχει, Δῆμο; εἶπα.
― Θὰ γίνω διάκος.
― Διάκος; Ἀλήθεια;
― Ναί, τώρα περιμένω τὸν Δεσπότη νὰ ἔλθῃ. Μαζεύω ἀναφοράς. Δὲ μοῦ λές, κὺρ Ἀλέξη, ἐσὺ θὰ ξέρῃς… Ὣς πόσα ψιλὰ χρειάζεται νὰ δώσω τοῦ Δεσπότη;
― Δὲν ἠξεύρω, Δῆμο.
Εἶχεν ἔλθει τότε, πρὸ ὀλίγου καιροῦ, διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὸν τόπον, περιοδεύων, ὁ νεοχειροτόνητος Δεσπότης, ὅστις, καθὼς ἐκακογλωσσοῦσαν πολλοί, εἶχε καταρτίσει τιμολόγιον, πρὶ φίξ*, διὰ τὰς χειροτονίας τῶν κληρικῶν. Εἶχε δὲ ἐκφρασθῆ ὁ ἴδιος, ὡς ἔλεγαν, ὅτι εἶχεν ἀνάγκην νὰ πληρώσῃ «τὰ κουφέτα», ὅσα εἶχεν ἐξοδεύσει διὰ τὰ συγχαρητήρια τῆς ἀρχιερωσύνης του.
Δὲν εἶχα καθίσει, καὶ ἤμην ἕτοιμος νὰ φύγω. Ὁ Κυριάκος, ὅστις ἐσυνήθιζεν εἰς τὰς ὥρας αὐτὰς νὰ φλυαρῇ πολλὰ ἐμπιστευτικά, ἐσηκώθη καὶ μὲ προέπεμπε, λέγων ἂν ἤθελα νὰ μείνω ἀκόμη «ν᾿ ἀραδιάσω τροχό». Εἶτα, καθὼς μὲ ἠκολούθησεν ἔξω τοῦ μαγαζείου, ἤρχισε νὰ μοῦ λέγῃ ἂν ἤθελα νὰ τοῦ κάμω αὔριον ἕνα γράμμα πρὸς τὸν υἱόν του τὸν Στράτον εἰς τὴν Ἀμερικήν, νὰ τὸν συμβουλεύσω νὰ ἔχῃ τὸν νοῦν του, κτλ. Εἶτα μοῦ εἶπε διὰ τὰς δύο κόρας του, μακαρίζων τὸν ἑαυτόν του ὅτι ἔχει ἕνα κορίτσι τζουβαΐρι*, τεφαρίκι*, τὴν Πούλιαν, καὶ μίαν λαίμαργον ψευδολόγον μικράν, τὴν Γαρουφαλιώ.
― Ξέρεις τίποτα; μοῦ λέγει. Τὴν Πούλια μοῦ τὴν γυρεύουν ἀπὸ τώρα, χωρὶς προικιά.
― Χαρὰ σ᾿ ἐσένα, τοῦ εἶπα. Καὶ δὲν τὴν δίνεις; Τί κάθεσαι;
― Μά… γιὰ νὰ σ᾿ πῶ… ν᾿ ἀξίζῃ καὶ τὸ μέρος!
Καὶ μοῦ ὠνόμασεν ἓν πρόσωπον. Ἐγὼ ἔσεισα τοὺς ὤμους.
― Λοιπόν, θὰ ᾽ρθῇς; μοῦ λέγει. Θ᾿ ἀραδιάσουμε ἕνα ἀκόμα;
― Δὲν πίνω, τοῦ λέγω, καὶ σὺ νὰ μὴ πιῇς ἄλλο. Δευτέρα αὔριο, ἔχεις δουλειά. Σῦρε νὰ μαζωχθῇς στὸ σπιτάκι σου.
― Θὰ πάω, μοῦ λέγει. Δὲ θυμοῦμαι, εἶπα καληνύχτα στὴν παρέα;
― Καὶ νὰ μὴν εἶπες, δὲν πειράζει. Τράβα καλύτερα νὰ μὴ ξαναμπλέξῃς.
Μοῦ ἔλαβε τὸν βραχίονα, μισοζαλισμένος, καθὼς τὸν ἐκτύπησε τ᾿ ἀέρι τοῦ ὑπαίθρου, καὶ μ᾿ ἔσυρε κατὰ τὸν δρόμον, ψιθυρίζων διάφορα ἀσυνάρτητα, οἰκογενειακά. Ἐπλησιάσαμεν πρὸς τὸ γωνιαῖον σπίτι, τὸ ὁποῖον ἀντίκρυζε μὲ τὸν οἰκίσκον τὸν ἰδικόν του. Ὁ Κυριάκος μ᾿ ἔσυρε κατὰ τὸν δρόμον, ἐγὼ τὸν ἔσυρα κατὰ τὸ σπίτι. Μ᾿ ἐσταμάτησε πλησίον εἰς τὴν γωνίαν τοῦ οἰκίσκου του πρὸς τὸν δρόμον, ὄχι μακρὰν ἀπὸ τὴν θύραν τοῦ κατωγείου καὶ ὑπὸ τὴν σκιὰν τοῦ ἐξώστου, κ᾿ ἤρχισε νὰ μοῦ λέγῃ ἀτελείωτα.
Ἤκουσα τριγμὸν τοῦ παραθύρου. Δὲν ἐπρόλαβα νὰ κοιτάξω, καὶ τὸ παραθυρόφυλλον ὑπανοιχθὲν πάλιν ἔκλεισε. Ἄλλον κρότον ἤκουσα, ν᾿ ἀνοίγῃ ἡ θύρα τοῦ ἀνωγείου, καὶ ἀμυδρὸν φῶς λυχναρίου ἔφεξε τὸν δρόμον.
Ἦτον ἡ Πούλια. Ἐγνώρισε τὴν φωνὴν τοῦ πατρός της, τὸν ὁποῖον ἐπερίμενεν ἐναγωνίως πότε νὰ ἔλθῃ τὴν νύκτα πάσης Κυριακῆς. Ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸν λύχνον διὰ νὰ φέξῃ ―ἴσως προνοοῦσα, διὰ νὰ μὴν πέσῃ καὶ πάλιν ὁ μαστρο-Κυριάκος εἰς τὴν σκάλαν, καὶ μωλωπίσῃ τὸ πρόσωπόν του ὡς ἄλλοτε― ἤνοιξε τὴν θύραν, καὶ μᾶς ἔφεγγε.
Εἶπα μέσα μου: «Κισμέτι*, διὰ νὰ ἰδῶ τ᾿ ἀστεράκι». Ἠκολούθησα τὸν Κυριάκον ― χωρὶς οὗτος νὰ μοῦ εἴπῃ νὰ τὸν συνοδεύσω. Ἀλλὰ καὶ πάλιν οὔτε τὴν χεῖρά μου ἄφηνεν, οὔτε καληνύχτα μοῦ ἔλεγεν. Ἴσως θὰ ἐπροτίμα νὰ διανυκτερεύσωμεν ἐκεῖ εἰς τὸ ὕπαιθρον, παρὰ τὴν γωνίαν. Ἐγώ, ἐπειδὴ δὲν μὲ ἄφηνε, τὸν ὥθησα πρὸς τὴν οἰκίαν, καὶ τὸν ὑπεστήριξα διὰ νὰ ἀναβῇ. Ἡ Πούλια μοῦ ἐμειδίασε πολὺ γλυκά, καὶ εἶπε:
― Καλησπέρα, μπάρμπα… Κόπιασε στὸ φτωχικό μας.
Ἐκράτει τὸν λύχνον κ᾿ ἔλαμπεν ὅλη, αὐτή, καὶ τὰ μάτια της τὰ βαθυγάλανα, καὶ τὰ δόντια της τὰ μαργαριταρένια, καὶ τὰ πλούσια μαλλιά της τὰ χρυσόξανθα. Κ᾿ ἡ ἐλιὰ ποὺ εἶχεν εἰς τὸ ἀριστερὸν μάγουλον, ὁποὺ τὴν ἐνθυμούμην ἀπὸ τότε ποὺ ἦτον μικρὴ ἀκόμη, κι αὐτὴ ἔλαμπε πλησίον εἰς τὸν μικρὸν λακκίσκον τοῦ μειδιάματός της.
Ἡ μικρὰ Γαρουφαλιά, ὁποὺ εἶχε χορτάσει τὰ παιγνίδια ὁλημέρα τὴν Κυριακήν, ἐπειδὴ δὲν εἶχε σχολεῖον, καὶ εἶχε φάγει πολλὰ κυδώνια τὰ ὁποῖα τὴν ἐφίλευσαν οἱ γειτόνισσες, ἐρρογχάλιζεν εἰς μίαν γωνίαν. Εἰς τὴν ἑστίαν εἶχεν ἀνάψει ἡ Πούλια μικρὸν πῦρ, ἂν καὶ δὲν ἦτο χειμὼν ἀκόμη, διὰ νὰ ζεστάνῃ τὸ φαγὶ τοῦ πατρός της, ὅ,τι εἶχε μείνει ἀπὸ τὸ μεσημβρινὸν γεῦμα. Ὁ Κυριάκος ἐκάθισεν ἢ ἔπεσεν εἰς τὸ πάτωμα καὶ δὲν μοῦ ἔλεγε νὰ μείνω ἢ νὰ φύγω.
Ἐγὼ δὲν ἐνθυμήθην πλέον νὰ κοιτάξω διὰ νὰ ἰδῶ τὸ ἀστεράκι, τὸ ὁποῖον εἶχα ἰδεῖ πρὸ ἡμερῶν νὰ φέγγῃ ὑπὸ τὴν στέγην ἐντὸς τῆς οἰκίας, ἂν καὶ εἶχα αἰσθανθῆ μεγάλην περιέργειαν καὶ ἐπιθυμίαν πρὸς λύσιν τῆς ἀπορίας μου. Ἱστάμην ὀρθός, ἀκίνητος, καὶ δὲν ἐχόρταινα νὰ βλέπω τὴν μικρὰν Πούλιαν, κ᾿ ἔλεγα μέσα μου: «Ἄ! χωρὶς προικιά, καὶ μὲ προικιά… ὤ! μὴ τὴν πωλῇς, εἶναι κρῖμα…»
― Δὲν κάθεσαι, μπάρμπα; κόπιασε, νὰ καθίσῃς σιμὰ στὸν πατέρα μου! μ᾿ ἐξύπνησεν ἡ φωνὴ τῆς Πούλιας ἀπὸ τ᾿ ὄνειρον, ὅπου μὲ εἶχε βυθίσει ἡ μορφή της.
― Δὲν κάθομαι, κορίτσι μου. Ἔτσι ἔτυχε ν᾿ ἀνεβῶ.
Εἶπα καληνύχτα, κ᾿ ἔφυγα.
(1909)
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ