…Την έβλεπε στα όνειρά του μερικές φορές να έχει ζωγραφισμένο στα χείλη ένα χαμόγελο που εκείνος προσπαθούσε να το θυμάται, και του έλεγε, σχεδόν τραγουδιστά, λέξεις που εκείνος δεν καταλάβαινε. Ήξερε ότι το όμορφο πρόσωπό της σύντομα δεν θα υπήρχε παρά μόνο στις αναμνήσεις του και στα όνειρά του, και λίγο πιο μετά δεν θα υπήρχε καθόλου πουθενά. Εμφανιζόταν ημίγυμνη με μακρύ μεταξωτό φόρεμα που σερνόταν πίσω της, ή ίσως με αρχαιοελληνικό μανδύα, διασχίζοντας μια πέτρινη σκηνή μέσα στο φως και τον καπνό των αυτοσχέδιων φώτων, ή κατέβαζε την κουκούλα της και τα ξανθά μαλλιά της έπεφταν στο πρόσωπό της καθώς έσκυβε αποπάνω του εκεί που ήταν ξαπλωμένος μέσα στα υγρά και ιδρωμένα σεντόνια και του ψιθύριζε, θα μπορούσα να είμαι η φωλιά σου, η οικοδέσποινα του μοναδικού σπιτιού όπου είναι ασφαλής η ψυχή σου. Και στο μεταξύ ηχούσε μια κλαγγή, σαν μηχανήματα σε χυτήριο, και φαίνονταν σκοτεινές φιγούρες γύρω από τις αλχημικές φωτιές, τις στάχτες και τους καπνούς. Το δάπεδο ήταν γεμάτο από τις θνησιγενείς μορφές των προσπαθειών τους, και παρ’ όλ’ αυτά συνέχιζαν να δουλεύουν, με την ακατέργαστη ημισυναισθανόμενη λάσπη να τρέμει κατακόκκινη στον κλίβανο. Μέσα σ’ εκείνο το σκοτεινό άδυτο σκαλίζοντας την κάμινο, σπρώχνοντας και φλυαρώντας ενώ το βαθύ αιρεσιαρχικό σκότος μέσα στον γεμάτο πτυχώσεις μανδύα του τους παροτρύνει στην προσπάθειά τους. Και μετά ένα πράγμα ακατονόμαστο ξεπροβάλλει μέσα από την κρούστα και τον κάλυκα, μέσα από κείνη τη μαρινάδα της κόλασης. Ξύπνησε ιδρωμένος, άναψε το λαμπατέρ στο κομοδίνο, κατέβασε τα πόδια του στο πάτωμα και κάθισε με το πρόσωπο στα χέρια. Μη φοβάσαι για μένα, του είχε γράψει. Έβλαψε ποτέ κανέναν ο θάνατος;
Cormac McCarthy
Ο Επιβάτης
Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής
Εκδόσεις Gutenberg 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου