Εκατό φορές ο ήλιος είχε κιόλας αναβλύσει, ακτινοβόλος ή θλιμμένος, απ’ τον πελώριο κάδο της θάλασσας που οι άκρες του μόλις διακρίνονταν. Εκατό φορές είχε ξαναβουτήξει σπινθηροβόλος ή σκυθρωπός, μέσα στο πελώριο βραδινό λουτρό του. Εδώ και πολλές μέρες, μπορούσαμε ν’ ατενίζουμε την άλλη μεριά του στερεώματος και ν’ αποκρυπτογραφούμε το ουράνιο αλφάβητο στους αντίποδες. Και κάθε ταξιδιώτης βογκούσε και γόγγυζε. Θα λέγαμε ότι καθώς πλησιάζαμε στη στεριά ερεθιζόταν η οδύνη τους. «Πότε λοιπόν», έλεγαν, «θα πάψουμε να κοιμόμαστε έναν ύπνο που τον ταράζει το κύμα, και τον αναστατώνει ένας άνεμος που ροχαλίζει πιο δυνατά από μας; Πότε θα μπορέσουμε να φάμε κρέας που να μην είναι αλμυρό όπως το αισχρό στοιχείο που μας κουβαλάει πάνω του; Πότε θα μπορέσουμε να χωνέψουμε σε μια ακίνητη πολυθρόνα;
Υπήρχαν άλλοι που σκέφτονταν τις εστίες τους, που νοσταλγούσαν τις άπιστες και άχαρες γυναίκες τους, και τα φωνακλάδικα βλαστάρια τους. Όλοι ήταν τόσο ξετρελαμένοι από την εικόνα της απούσας γης, που θα έτρωγαν, νομίζω, χορτάρι με περισσότερο ενθουσιασμό απ’ τα ζώα.
Επιτέλους μια παραλία σχηματίστηκε. Και είδαμε, πλησιάζοντας, ότι ήταν μια γη υπέροχη, εκθαμβωτική. Είχαμε την εντύπωση ότι οι μουσικές της ζωής ξεχύνονταν από κει σε ένα αόριστο μουρμουρητό, κι ότι απ’ αυτές τις ακτές, τις τόσο πλούσιες σε κάθε είδους βλάστηση, αναδιδόταν, σε πολλές λεύγες, απόσταση, μια εξαίσια μυρωδιά λουλουδιών και φρούτων.
Αμέσως όλοι έγιναν χαρούμενοι, όλοι εγκατέλειψαν την κακή τους διάθεση. Όλες οι φιλονικίες ξεχάστηκαν, όλες οι αδικίες συγχωρέθηκαν αμοιβαία. Οι μονομαχίες που είχανε συμφωνηθεί διαγράφτηκαν απ’ τη μνήμη κι όλες οι μνησικακίες πετάξανε σαν καπνοί.
Εγώ μόνο ήμουνα θλιμμένος, ακατανόητα θλιμμένος. Όμοιος με ιερέα που του απέσπασαν τη θεότητα του, δεν μπορούσα, χωρίς μια σπαρακτική πίκρα, ν’ αποχωριστώ αυτήν τη θάλασσα που είναι τόσο τρομακτικά γοητευτική, αυτήν τη θάλασσα με την τόσο άπειρη ποικιλία της μέσα στην τρομερή απλότητά της, και που μοιάζει να περιέχει μέσα της και να παριστάνει με τα μάτια της, με τις περπατησιές της, τους θυμούς της και τα χαμόγελά της, τις διαθέσεις, τις αγωνίες και τις εκστάσεις των ψυχών που έζησαν, που ζουν και που θα ζήσουν!
Και λέγοντας αντίο σ’ αυτή την ασύγκριτη ομορφιά ένοιωθα απογοητευμένος μέχρι θανάτου. Και γι’ αυτό, όταν όλοι οι σύντροφοί μου είπαν: Επιτέλους!» δεν μπόρεσα παρά να φωνάξω: «Κιόλας!»
Ωστόσο, ήταν η στεριά, η στεριά με τους θορύβους της, τα πάθη της, τις ανέσεις της, τις γιορτές της. Ήτανε μια γη πλούσια και θαυμάσια, γεμάτη υποσχέσεις, που μας έστελνε ένα μυστηριώδες άρωμα ρόδου και μόσχου, κι απ’ όπου οι μουσικές της ζωής έφταναν ως εμάς σαν ένα ερωτικό μουρμουρητό.
Υπήρχαν άλλοι που σκέφτονταν τις εστίες τους, που νοσταλγούσαν τις άπιστες και άχαρες γυναίκες τους, και τα φωνακλάδικα βλαστάρια τους. Όλοι ήταν τόσο ξετρελαμένοι από την εικόνα της απούσας γης, που θα έτρωγαν, νομίζω, χορτάρι με περισσότερο ενθουσιασμό απ’ τα ζώα.
Επιτέλους μια παραλία σχηματίστηκε. Και είδαμε, πλησιάζοντας, ότι ήταν μια γη υπέροχη, εκθαμβωτική. Είχαμε την εντύπωση ότι οι μουσικές της ζωής ξεχύνονταν από κει σε ένα αόριστο μουρμουρητό, κι ότι απ’ αυτές τις ακτές, τις τόσο πλούσιες σε κάθε είδους βλάστηση, αναδιδόταν, σε πολλές λεύγες, απόσταση, μια εξαίσια μυρωδιά λουλουδιών και φρούτων.
Αμέσως όλοι έγιναν χαρούμενοι, όλοι εγκατέλειψαν την κακή τους διάθεση. Όλες οι φιλονικίες ξεχάστηκαν, όλες οι αδικίες συγχωρέθηκαν αμοιβαία. Οι μονομαχίες που είχανε συμφωνηθεί διαγράφτηκαν απ’ τη μνήμη κι όλες οι μνησικακίες πετάξανε σαν καπνοί.
Εγώ μόνο ήμουνα θλιμμένος, ακατανόητα θλιμμένος. Όμοιος με ιερέα που του απέσπασαν τη θεότητα του, δεν μπορούσα, χωρίς μια σπαρακτική πίκρα, ν’ αποχωριστώ αυτήν τη θάλασσα που είναι τόσο τρομακτικά γοητευτική, αυτήν τη θάλασσα με την τόσο άπειρη ποικιλία της μέσα στην τρομερή απλότητά της, και που μοιάζει να περιέχει μέσα της και να παριστάνει με τα μάτια της, με τις περπατησιές της, τους θυμούς της και τα χαμόγελά της, τις διαθέσεις, τις αγωνίες και τις εκστάσεις των ψυχών που έζησαν, που ζουν και που θα ζήσουν!
Και λέγοντας αντίο σ’ αυτή την ασύγκριτη ομορφιά ένοιωθα απογοητευμένος μέχρι θανάτου. Και γι’ αυτό, όταν όλοι οι σύντροφοί μου είπαν: Επιτέλους!» δεν μπόρεσα παρά να φωνάξω: «Κιόλας!»
Ωστόσο, ήταν η στεριά, η στεριά με τους θορύβους της, τα πάθη της, τις ανέσεις της, τις γιορτές της. Ήτανε μια γη πλούσια και θαυμάσια, γεμάτη υποσχέσεις, που μας έστελνε ένα μυστηριώδες άρωμα ρόδου και μόσχου, κι απ’ όπου οι μουσικές της ζωής έφταναν ως εμάς σαν ένα ερωτικό μουρμουρητό.
Charles Baudelaire
Η Μελαγχολία του Παρισιού
Μικρά Πεζά Ποιήματα
(Le Spleen de Paris)
Μετάφραση Στέργιος Βαρβαρούσης
Εκδόσεις Ερατώ 1985
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου