Ο Βουαγιάρ ζωγράφιζε κοντινές απόψεις εσωτερικών χώρων κυρίως, αλλά και κήπων μερικές φορές. Σε μερικές συνθέσεις του κατάφερε να συνδυάσει την μαγεία της εγγύτητας με τη μαγεία της μακρινής όψης, παριστώντας μια γωνιά ενός δωματίου όπου βρίσκεται ή κρέμεται μια δική του – ή κάποιου άλλου – αναπαράσταση μιας μακρινής άποψης δέντρων, λόφων και ουρανού. Είναι μια πρόσκληση να χαρεί κανείς και τους δύο κόσμους, τον τηλεσκοπικό και τον μικροσκοπικό, με μια μοναδική ματιά.
Όσον αφορά τους υπόλοιπους είναι πολύ λίγα τα τοπία μοντέρνων Ευρωπαίων καλλιτεχνών που είναι ζωγραφισμένα από κοντά. Υπάρχει ένα «Δασάκι» του Βαν Γκογκ στο Μετροπόλιταν. Υπάρχει ένας θαυμάσιος πίνακας του Κόνσταμπλ «Ο Νταλλ στο Χέλμινγκχαμ Παρκ» στην Τέητ Γκάλερι. Υπάρχει ένας κακός πίνακας του Μιλλέ η «Οφηλία», που γίνεται μαγικός με τις περίπλοκες καλοκαιρινές πρασινάδες που τις έχει δει με τα μάτια ενός αρουραίου του νερού , δηλαδή από πολύ κοντά. Και θυμάμαι ένα πίνακα του Ντελακρουά που είχε πάρει το μάτι μου σε κάποια Έκθεση, που παρίστανε φύλλα και κορμούς και λουλούδια από πάρα πολύ κοντά. Πρέπει, φυσικά, να υπάρχουν κι άλλοι αλλά ή τους έχω ξεχάσει, ή δεν τους έχω δει ποτέ. Δεν υπάρχει πάντως τίποτα στη Δυτική τέχνη που να μπορεί να συγκριθεί με την Κινέζικη ή τη Γιαπωνέζικη απόδοση της φύσης από πολύ κοντά. Ένα κλωνάρι ανθισμένης δαμασκηνιάς, μισό μέτρο του κορμού ενός μπαμπού με τον φλοιό και τα φύλλα του, σπουργίτια και σπίνοι από απόσταση μισού μόνο μέτρου ανάμεσα από τους θάμνους, όλων των ειδών τα λουλούδια και τα φυλλώματα, τα πουλιά και τα ψάρια και τα μικρά θηλαστικά. Η κάθε μικρή ζωή παρουσιάζεται σαν το κέντρο του δικού της κόσμου, δηλαδή σαν ο σκοπός, σύμφωνα με τη δική της εκτίμηση, για τον οποίο αυτός ο κόσμος κι όλα που έχει μέσα του δημιουργήθηκαν. Η κάθε μια βγάζει την δική της, την ειδική διακήρυξη ανεξαρτησίας από τον ανθρώπινο ιμπεριαλισμό. Η κάθε μια, με έναν ειρωνικό υπαινιγμό, κοροϊδεύει τις παράλογες αξιώσεις μας να θεσπίσουμε τελείως ανθρώπινους κανόνες για την διεξαγωγή του κοσμικού αγώνα. Η κάθε μια σιωπηλά επαναλαμβάνει την θεϊκή ταυτότητα: Είμαι αυτό που είμαι.
Η φύση σε μέση απόσταση από μας είναι πολύ οικεία – τόσο οικεία που ξεγελιόμαστε και πιστεύουμε ότι ξέρουμε ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Όταν τη βλέπουμε από πολύ κοντά ή από πολύ μακριά, ή από κάποια περίεργη γωνία, μας φαίνεται ανησυχητικά ξένη, θαυμάσια, χωρίς να καταλαβαίνουμε γιατί. Τα Κινέζικα και τα Γιαπωνέζικα κοντινά τοπία είναι εικονογραφήσεις με θέμα ότι το Σαμσάρα και το Νιρβάνα είναι ένα, και ότι το Απόλυτο είναι φανερό σε κάθε φαινόμενο. Αυτές οι θαυμάσιες μεταφυσικές, κι όμως πραγματικές, αλήθειες αποδόθηκαν από καλλιτέχνες της Άπω Ανατολής, εμπνευσμένους από την θρησκεία Ζεν, και με έναν ακόμα τρόπο. Όλα τα αντικείμενα της κοντινής έρευνάς τους, τα ζωγράφιζαν κάπως άσχετα μεταξύ τους πάνω σε ένα άδειο χαρτί ή σε αγνό μετάξι. Αυτές οι παροδικές όψει, όταν απομονωθούν με τον τρόπο αυτό, παίρνουν κάποια απόλυτη έννοια του Ίδιου του Πράγματος όπως Είναι. Οι Δυτικοί καλλιτέχνες χρησιμοποίησαν το τέχνασμα αυτό όταν ζωγράφιζαν ιερές μορφές, πορτρέτα, και καμιά φορά φυσικά αντικείμενα από κάποια απόσταση. Ο «Μύλος» του Ρέμπραντ και τα «Κυπαρίσσια» του Βαν Γκογκ είναι παραδείγματα μακρινών τοπίων, όπου έχει γίνει η απολυτοποίηση ενός μόνο χαρακτηριστικού με την τεχνική της απομόνωσης. Η μαγική δύναμη πολλών από τα σχέδια, τις χαρακτικές και τους πίνακες του Γκόγια, μπορούμε να πούμε ότι προέρχεται από το γεγονός ότι οι συνθέσεις του, σχεδόν πάντα, παίρνουν τη μορφή που έχει μια σιλουέτα, ή περισσότερες, όταν τις βλέπουμε με φόντο κάποιο άσπρο κενό. Αυτές οι σχηματοποιημένες φιγούρες, διαθέτουν την δραματική ιδιότητα της πραγματικής σημασίας που γίνεται ακόμα μεγαλύτερη από την απομόνωση και την έλλειψη σχέσης, για να φτάσει στην υπερφυσική ένταση.
Στη φύση, όπως και σε ένα έργο τέχνης, η απομόνωση ενός αντικειμένου έχει την τάση να το κάνει απόλυτο, να του προσδίδει εκείνο το νόημα που δεν είναι συμβολικό, παρά ταυτίζεται με την ύπαρξη.
Όσον αφορά τους υπόλοιπους είναι πολύ λίγα τα τοπία μοντέρνων Ευρωπαίων καλλιτεχνών που είναι ζωγραφισμένα από κοντά. Υπάρχει ένα «Δασάκι» του Βαν Γκογκ στο Μετροπόλιταν. Υπάρχει ένας θαυμάσιος πίνακας του Κόνσταμπλ «Ο Νταλλ στο Χέλμινγκχαμ Παρκ» στην Τέητ Γκάλερι. Υπάρχει ένας κακός πίνακας του Μιλλέ η «Οφηλία», που γίνεται μαγικός με τις περίπλοκες καλοκαιρινές πρασινάδες που τις έχει δει με τα μάτια ενός αρουραίου του νερού , δηλαδή από πολύ κοντά. Και θυμάμαι ένα πίνακα του Ντελακρουά που είχε πάρει το μάτι μου σε κάποια Έκθεση, που παρίστανε φύλλα και κορμούς και λουλούδια από πάρα πολύ κοντά. Πρέπει, φυσικά, να υπάρχουν κι άλλοι αλλά ή τους έχω ξεχάσει, ή δεν τους έχω δει ποτέ. Δεν υπάρχει πάντως τίποτα στη Δυτική τέχνη που να μπορεί να συγκριθεί με την Κινέζικη ή τη Γιαπωνέζικη απόδοση της φύσης από πολύ κοντά. Ένα κλωνάρι ανθισμένης δαμασκηνιάς, μισό μέτρο του κορμού ενός μπαμπού με τον φλοιό και τα φύλλα του, σπουργίτια και σπίνοι από απόσταση μισού μόνο μέτρου ανάμεσα από τους θάμνους, όλων των ειδών τα λουλούδια και τα φυλλώματα, τα πουλιά και τα ψάρια και τα μικρά θηλαστικά. Η κάθε μικρή ζωή παρουσιάζεται σαν το κέντρο του δικού της κόσμου, δηλαδή σαν ο σκοπός, σύμφωνα με τη δική της εκτίμηση, για τον οποίο αυτός ο κόσμος κι όλα που έχει μέσα του δημιουργήθηκαν. Η κάθε μια βγάζει την δική της, την ειδική διακήρυξη ανεξαρτησίας από τον ανθρώπινο ιμπεριαλισμό. Η κάθε μια, με έναν ειρωνικό υπαινιγμό, κοροϊδεύει τις παράλογες αξιώσεις μας να θεσπίσουμε τελείως ανθρώπινους κανόνες για την διεξαγωγή του κοσμικού αγώνα. Η κάθε μια σιωπηλά επαναλαμβάνει την θεϊκή ταυτότητα: Είμαι αυτό που είμαι.
Η φύση σε μέση απόσταση από μας είναι πολύ οικεία – τόσο οικεία που ξεγελιόμαστε και πιστεύουμε ότι ξέρουμε ακριβώς περί τίνος πρόκειται. Όταν τη βλέπουμε από πολύ κοντά ή από πολύ μακριά, ή από κάποια περίεργη γωνία, μας φαίνεται ανησυχητικά ξένη, θαυμάσια, χωρίς να καταλαβαίνουμε γιατί. Τα Κινέζικα και τα Γιαπωνέζικα κοντινά τοπία είναι εικονογραφήσεις με θέμα ότι το Σαμσάρα και το Νιρβάνα είναι ένα, και ότι το Απόλυτο είναι φανερό σε κάθε φαινόμενο. Αυτές οι θαυμάσιες μεταφυσικές, κι όμως πραγματικές, αλήθειες αποδόθηκαν από καλλιτέχνες της Άπω Ανατολής, εμπνευσμένους από την θρησκεία Ζεν, και με έναν ακόμα τρόπο. Όλα τα αντικείμενα της κοντινής έρευνάς τους, τα ζωγράφιζαν κάπως άσχετα μεταξύ τους πάνω σε ένα άδειο χαρτί ή σε αγνό μετάξι. Αυτές οι παροδικές όψει, όταν απομονωθούν με τον τρόπο αυτό, παίρνουν κάποια απόλυτη έννοια του Ίδιου του Πράγματος όπως Είναι. Οι Δυτικοί καλλιτέχνες χρησιμοποίησαν το τέχνασμα αυτό όταν ζωγράφιζαν ιερές μορφές, πορτρέτα, και καμιά φορά φυσικά αντικείμενα από κάποια απόσταση. Ο «Μύλος» του Ρέμπραντ και τα «Κυπαρίσσια» του Βαν Γκογκ είναι παραδείγματα μακρινών τοπίων, όπου έχει γίνει η απολυτοποίηση ενός μόνο χαρακτηριστικού με την τεχνική της απομόνωσης. Η μαγική δύναμη πολλών από τα σχέδια, τις χαρακτικές και τους πίνακες του Γκόγια, μπορούμε να πούμε ότι προέρχεται από το γεγονός ότι οι συνθέσεις του, σχεδόν πάντα, παίρνουν τη μορφή που έχει μια σιλουέτα, ή περισσότερες, όταν τις βλέπουμε με φόντο κάποιο άσπρο κενό. Αυτές οι σχηματοποιημένες φιγούρες, διαθέτουν την δραματική ιδιότητα της πραγματικής σημασίας που γίνεται ακόμα μεγαλύτερη από την απομόνωση και την έλλειψη σχέσης, για να φτάσει στην υπερφυσική ένταση.
Στη φύση, όπως και σε ένα έργο τέχνης, η απομόνωση ενός αντικειμένου έχει την τάση να το κάνει απόλυτο, να του προσδίδει εκείνο το νόημα που δεν είναι συμβολικό, παρά ταυτίζεται με την ύπαρξη.
Αλλά υπάρχει ένα δέντρο – ένα μέσα στα πολλά – ένα μοναδικό χωράφι που είδα:
Και τα δύο μιλούν για κάτι που δεν υπάρχει πια.
Αυτό το κάτι που δεν μπορούσε πια να δει ο Γουέρντσγουέρθ ήταν η «οραματική λάμψη». Αυτή η λάμψη, θυμάμαι, κι αυτή η ουσιαστική σημασία, ήταν οι ιδιότητες μιας μοναχικής βαλανιδιάς, που μπορούσε να δει από το τρένο, μεταξύ του Ρέντινγκ και της Οξφόρδης. Είχε φυτρώσει πάνω στην κορφή ενός μικρού λόφου κι απλωνόταν σε μια μεγάλη έκταση γης και διαγραφόταν στον χλωμό ουρανό του βορρά.
Τα αποτελέσματα της απομόνωσης σε συνδυασμό με την εγγύτητα, μπορούμε να τα μελετήσουμε, μ’ όλη τη μαγική τους παράξενη δύναμη, σε ένα καταπληκτικό πίνακα ενός Ιάπωνα καλλιτέχνη του δέκατου έβδομου αιώνα που ήταν και γνωστός ξιφομάχος και μαθητής της θρησκείας Ζεν. Παριστάνει ένα πουλί που έχει κουρνιάσει στην άκρη ενός γυμνού κλωναριού, «και περιμένει χωρίς σκοπό, αλλά βρίσκεται σε μεγάλη ένταση». Από κάτω, από πάνω, και γύρω δεν υπάρχει τίποτα. Το πουλί ξεπροβάλλει από το Κενό, από κείνη την αιώνια ανωνυμία και την αμορφία, που όμως είναι η ίδια η ουσία του πολύμορφου, του συγκεκριμένου και προσωρινού κόσμου. Αυτό το πουλί πάνω στο γυμνό κλαδί του είναι πρώτος ξάδελφος με την χειμωνιάτικη τσίχλα του Χάρντι. Αλλά ενώ η Βικτωριανή τσίχλα επιμένει να μας δώσει κάποιο μάθημα, το πουλί του καλλιτέχνη της Άπω Ανατολής είναι ευχαριστημένο που απλώς υπάρχει, που είναι εκεί τόσο έντονα κι απόλυτα.
Κόλαση και Παράδεισος
Μετάφραση Λ. Κανδηλίδη
Εκδόσεις Κάκτος 1981