.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2023

Ο Γκιλγκαμές και το ελιξήριο της Αθανασίας - JOSEPH CAMPBELL

 
Ο μεγαλύτερος μύθος της αναζήτησης του ελιξήριου στην προβιβλική παράδοση της Μεσοποταμίας είναι ο μύθος του Γκιλγκαμές. Ο Γκιλγκαμές ήταν ένας μυθικός βασιλιάς της σουμεριακής πόλης Ουρούκ* ο οποίος έβαλε σκοπό του να ανακαλύψει το κάρδαμο της αθανασίας, το φυτό «Που δε Μεγαλώνει Ποτέ». Αφού πέρασε με επιτυχία από τα λιοντάρια που φρουρούσαν τις παρυφές και τους ανθρώπους σκορπιούς που φύλαγαν τα μυθικά όρη που άγγιξαν τα ουράνια, έφτασε σε ένα παραδεισένιο κήπο γεμάτο λουλούδια, καρπούς και πολύτιμους λίθους. Ο κήπος αυτός βρισκόταν στη μέση των βουνών. Μετά, προχώρησε υπομονετικά και έφτασε στη θάλασσα που περιβάλλει τον κόσμο. Σε ένα σπήλαιο δίπλα στα νερά κατοικούσε μια εκδήλωση της θεάς Ιστάρ, η Σιντούρι-Σαμπίτου. Η γυναίκα αυτή, κρυμμένη πίσω από τα πέπλα της, έκλεισε τις πύλες ανακόπτοντας το διάβα του. Μόλις, όμως, ο Γκιλγκαμές της διηγήθηκε την ιστορία του, η Σιντούρι-Σαμπίτου του επέτρεψε να δει το πρόσωπό της και τον συμβούλευσε να μη συνεχίσει την αναζήτησή του, αλλά να μάθει να είναι ευχαριστημένος με τις θνητές απολαύσεις της ζωής:

«Γκιλγκαμές για που τρέχεις έτσι;
Ποτέ δεν πρόκειται να βρεις τη ζωή που ζητάς.
Όταν οι θεοί δημιούργησαν τον άνθρωπο
του έδωσαν για μοίρα του το θάνατο,
ενώ τη ζωή την κράτησαν για τον εαυτό τους.
Όσο για σένα Γκιλγκαμές γύρισε στην πατρίδα σου με ευχάριστα.
Μέρα και νύχτα, νύχτα και μέρα, γύρισε και απόλαυσε,
φάε, πίνε και γλέντησε.
Φόρεσε καινούργια ρούχα.
Πλύνε το σώμα σου στο νερό,
αγάπα το παιδάκι που κρατάς στο χέρι σου
και κάνε τη γυναίκα σου στην αγκαλιά σου ευτυχισμένη.
Γιατί κι αυτό είναι στη μοίρα του ανθρώπου.

Η επιμονή του Γκιλγκαμές εντυπωσίασε τη Σιντούρι-Σαμπίτου, η οποία του επέτρεψε να περάσει και του έδωσε συμβουλές για να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που θα συναντούσε.
Τον συμβούλευσε να αναζητήσει τον περαματάρη Ουρσαναμπί και πράγματι τον βρήκε να κόβει ξύλα στο δάσος, προστατευόμενος από τους ακολούθους του. Ο Γκιλγκαμές σκότωσε τη συνοδεία του (που ονομάζεται «αυτοί που χαίρονται να ζουν», «αυτοί που είναι από πέτρα») και ο περαματάρης δέχθηκε να τον μεταφέρει διασχίζοντας τα νερά του θανάτου. Τον προειδοποίησε μάλιστα πως δεν έπρεπε να αγγίξει τα νερά και έτσι ταξίδεψαν για ενάμιση μήνα.
Η μακρινή χώρα που πλησίαζαν ήταν η κατοικία του Ουτναπιστίμ, του ήρωα του αρχέγονου κατακλυσμού, ο οποίος ζούσε με τη γυναίκα του σε αιώνια ειρήνη. Ο Ουτναπιστίμ παρατήρησε από μακριά τη μικρή βάρκα που πλησίαζε ολομόναχη στα ατέλειωτα νερά, και η καρδιά του αναρωτήθηκε:

Γιατί «οι πέτρινοι» της βάρκας χάθηκαν;
Ποιος είναι αυτός που έρχεται με τη βάρκα και δεν είναι ακόλουθος μου;
Αυτός που έρχεται θνητός δεν είναι;
Μόλις πάτησαν στη στεριά, ο Γκιλγκαμές έπρεπε να ακούσει από τον πατριάρχη τη μακρά αφήγηση της ιστορίας του κατακλυσμού. Μετά ο Ουτναπιστίμ επέτρεψε στον επισκέπτη του να κοιμηθεί. Ο Γκιλγκαμές κοιμήθηκε έξι μέρες και έξι νύχτες. Ενώ κοιμόταν δίπλα στη βάρκα, ο Ουτναπιστίμ είπε στη γυναίκα του να ψήσει επτά καρβέλια και να τα αφήσει στο προσκέφαλο του Γκιλγκαμές. Μόλις ξύπνησε ο φιλοξενούμενος, ο οικοδεσπότης διέταξε το βαρκάρη Ουρσαναμπί να τον πλύνει στα νερά μιας μικρής λίμνης και να του δώσει καθαρά ρούχα. Μετά από όλα αυτά ο Ουτναπιστίμ φανέρωσε στο Γκιλγκαμές το μυστικό του φυτού.

Γκιλγκαμές, κάτι απόκρυφο θα σου πω
και οδηγίες θα σου δώσω.
Το φυτό είναι σαν ρείκι του αγρού και 
έχει αγκάθια σαν του ρόδου και τα χέρια σου θα ματώσουν.
Αν όμως τα χέρια σου το πιάσουν,
τότε θα γυρίσεις στην πατρική σου χώρα.
Το λουλούδι φύτρωνε στο βυθό της κοσμικής θάλασσας.

Ο Ουρσαναμπί οδήγησε για δεύτερη φορά τον ήρωα στη θάλασσα. Ο Γκιλγκαμές έδεσε πέτρες στα πόδια του και βούτηξε. Όρμησε στα βάθη των νερών, ξεπερνώντας κάθε όριο αντοχής, ενώ ο περαματάρης περίμενε στη βάρκα. Και όταν ο δύτης έφθασε στο βυθό της θάλασσας που δεν είχε βυθό και όταν το άνθος πλήγωσε τα χέρια του, τότε το ξερίζωσε, έβγαλε τις πέτρες και κίνησε για την επιφάνεια. Όταν βγήκε στον καθαρό αέρα και ο βαρκάρης τον βοήθησε να ανέβει, ο Γκιλγκαμές είπε θριαμβευτικά:

Ουρσαναμπί, έλα να δεις το θαυμάσιο φυτό…
Με τη δύναμή του ο Άνθρωπος μπορεί να βρει τις χαμένες δυνάμεις.
Θα το πάω στην Ουρούκ, την πόλη με τα ισχυρά τείχη…
Και θα το ονομάσουμε: «Αυτό που ξανανιώνει τους γέρους».
Και τελικά θα το φάω και εγώ ο ίδιος για να ξαναποκτήσω όλη μου τη νιότη.

Προχώρησαν και πέρασαν τη θάλασσα. Όταν βγήκαν στη στεριά, ο Γκιλγκαμές λούστηκε στα κρύα νερά ενός νερόλακκου και ξάπλωσε να ξαποστάσει. Την ώρα που κοιμόταν όμως, ένα φίδι που οσφράνθηκε τη θεσπέσια ευωδιά του άνθους, τόλμησε να πλησιάσει και να το αρπάξει φεύγοντας μακριά. Μόλις το έφαγε, απόκτησε αμέσως τη δύναμη να αλλάζει δέρμα και να ανανεώνεται. Όταν ξύπνησε ο Γκιλγκαμές ανακάθισε και άρχισε να κλαίει. «Και τα δάκρυά του έτρεχαν σαν ποτάμι».
__________________________ 
* Στη Βίβλο αναφέρεται σαν Ερέχ (σ.τ.μ.)

JOSEPH CAMPBELL
Ο ΗΡΩΑΣ ΜΕ ΤΑ ΧΙΛΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ
Ο Ρόλος του Ήρωα στην Παγκόσμια Μυθολογία
Μετάφραση Θεόδωρος Σιαφαρίκας
Εκδόσεις Ιάμβλιχος 2001



Δεν υπάρχουν σχόλια: