.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2023

Βόλτα στη βροχή - Jack Kerouac

Κατηφορίζω τον Έκλυτο Δρόμο των Ρεντόνας, μέσα στη βροχή, δεν ξεκίνησε ακόμα να βρέχει πολύ, ανοίγω δρόμο και κάνω ελιγμούς μέσα σε ένα χαμό από εκατοντάδες πόρνες στη σειρά πλάι στους τοίχους της οδού Πάναμα έξω από τα μικρά τους δωμάτια όπου η τρανή Mamacita κάθεται πλάι σε πήλινες χύτρες σε σχήμα γουρουνιού, καθώς φεύγεις σου ζητούςν κάτι για το χοιρινό που επίσης αντιπροσωπεύει την κουζίνα, τη μάσα, cocina. - Τα ταξί γλιστράνε πλάι σου, σκευωρίες στήνονται στα σκοτεινά, οι πόρνες φέρνουν την κάψα μέσα στη νύχτα με τα δάχτυλά τους να γνέφουν Έλα, περνούν νεαροί άντρες και τις περιεργάζονται στα γρήγορα, πλήθη νέων μεξικάνων αγκαλιά στον κεντρικό δρόμο με τα κορίτσια της Κάσμπα, τα μαλλιά πέφτουν στα μάτια τους, πιωμένοι, borracho, μελαχρινές με μακριά πόδια φορώντας εφαρμοστά κίτρινα φουστάνια τους αρπάζουν και τους χουφτώνουν, και τους τραβούν από τα πέτα, και παρακαλούν – Τα αγόρια το σκέφτονται – Οι μπάτσοι πέρα στον δρόμο περνούν τεμπέλικα σαν φιγούρες πάνω σε πατίνια που κυλούν αθέατες κάτω απ’ το πεζοδρόμιο – Μία ματιά μέσα στο μπαρ όπου χασμουριούνται τα παιδιά και άλλη μια στο μπαρ με τις αδελφές και τα αγόρια που ψωνίζονται όπου αραχνιασμένοι ήρωες χορεύουν πουτανίστικους χορούς με πουλόβερ ζιβάγκο για την κριτική επιτροπή των γηραιών 22 χρόνων – Κοιτάζω και στα δύο καταγώγια και βλέπω το μάτι του εγκληματία, του εγκληματία στον παράδεισο. – Μπαίνω αργά και κόβω την κίνηση, με τον σάκο μου να πηγαίνει πέρα δώθε και μέσα το ουίσκι, γυρίζω και ρίχνω κάμποσες λοξές ματιές στις πόρνες, με λούζουν με τις συνηθισμένες ειρωνείες φωνάζοντας μέσα από βλάστημες πόρτες – Έχω τρελαθεί στην πείνα, αρχίζω να μασάω το σάντουιτς  που μου έδωσε ο Ελ Ίντιο το οποίο στην αρχή δεν ήθελα να το φάω και κόντεψα να το δώσω στη γάτα αλλά ο Ελ Ίντιο επέμενε πως ήταν δώρο για μένα, έτσι το κρατάω μέσα στο δρόμο περπατώντας κορδωμένος – Βλέποντάς το αρχίζω να το τρώω – Το τελειώνω, αρχίζω ν’ αγοράζω τάκος καθώς περνάω βιαστικός, όλων των ειδών, σταματώ όπου φωνάζουν «Joven!» – Αγοράζω βρωμερά συκώτια με σάλτσα ψιλοκομμένα μέσα σε ασπρόμαυρα κρεμμύδια που αχνίζουν καυτά μέσα στο λίπος που καίγεται πάνω στο αναποδογυρισμένο μαντέμι της ψησταριάς – Μασουλάω καυτερές πιπεριές και σάλτσες και φτάνω να καταβροχθίζω τεράστιες μπουκιές φωτιάς και συνεχίζω – Κι όμως αγοράζω ένα ακόμα, κι άλλα δύο, με βοδινό τεμαχισμένο πάνω στο κούτσουρο, από κεφάλι και από κάθε μέρος του ζώου, ψιλοκομμένος κιμάς, όλα μαζί σε μία άθλια τορτίγια και τα πας κάτω με αλάτι, κρεμμύδια και μαρούλι – Κομμάτια – Ένα υπέροχο σάντουιτς όταν βρίσκεις καλή καντίνα – Οι καντίνες είναι 1,2,3 στη σειρά μισό χιλιόμετρο πιο πέρα στον δρόμο, τραγικά φωτισμένες με κεριά και χαμηλά φως από λαμπτήρες και περίεργα φανάρια, ολόκληρο το Μεξικό μια Μποέμικη Περιπέτεια στο ανοιχτό πλατό των βράχων, των κεριών και της ομίχλης – Περνάω την Πλατεία Γκαριμπάλντι το σημείο που περιπολεί η αστυνομία, περίεργα πλήθη στριμώχνονται σε στενούς δρόμους τριγύρω ήσυχοι μουσικοί που μόνο αργότερα θα τους ακούσεις αμυδρά να παίζουν τρομπέτα κάπου στο τετράγωνο – Μαρίμπες που ηχούν στα μεγάλα μπαρ – Πλούσιοι, φτωχοί, σε ένα μίγμα με σομπρέρος – Βγαίνουν από περιστρεφόμενες πόρτες φτύνουν κομμάτια από πούρα και ενώνουν χτυπώντας τις μεγάλες τους παλάμες λες και είναι έτοιμοι να βουτήξουν σε κάποιο παγωμένο ποτάμι – Ένοχοι – Στις πλαϊνές παρόδους άψυχα λεωφορεία τσαλαβουτούν στις λακκούβες με τη λάσπη, σημεία από χτυπητό κίτρινο απ’ τα φουστάνια που φορούν οι πόρνες μέσα στο σκοτάδι, διάφοροι συγκεντρωμένοι και στον τοίχο στηριγμένοι οι εραστές της ερωτικής Μεξικάνικης νύχτας – Ωραίες κοπέλες που σουλατσάρουν, κάθε ηλικίας, όλα τα κωμικά Κουμάσια κι εγώ γυρίζουμε τα μεγάλα μας κεφάλια για να τις χαζέψουμε, είναι τόσο όμορφες που δεν τις αντέχεις – 
Περνάω παραπατώντας από το Ταχυδρομείο, περνάω μέσα από την κοίτη του Χουάρες, το Μέγαρο των Καλών Τεχνών βυθίζεται λίγο πιο πέρα, – Κατάφερα να φτάσω μέχρι το Σαν Χουάν Λετράν και ρίχτηκα στο περπάτημα διανύοντας γρήγορα δεκαπέντε τετράγωνα προσπερνώντας υπέροχα μέρη όπου φτιάχνουν τα λεγόμενα τσούρος και σου βάζουν αλάτι ζάχαρη βούτυρο ολόφρεσκα ζεστά ντόνατς απ’ το λιγδιασμένο καλάθι, τα οποία μασουλάς ολόφρεσκα καθώς διαβαίνεις την Περουβιανή νύχτα αφήνοντας του εχθρούς σου πίσω στο πεζοδρόμιο – Είναι μαζεμένες τρελές συμμορίες όλων των ειδών, χαρούμενοι αρχηγοί που την βρίσκουν με το αρχηγιλίκι φορούν Σκανδιναβικούς σκούφους του Σκι πάνω από τα φανταχτερά τους συμπράγκαλα και τα σε στυλ Πατσούκο κουρέματα – Μια άλλη μέρα που πέρασα μπροστά από μια συμμορία παιδιών μέσα σε ένα χαντάκι ο αρχηγός τους ήταν ντυμένος σαν παλιάτσος (με μια νάιλον κάλτσα στο κεφάλι) και είχε βαμμένους κύκλους γύρω από τα μάτια του, τα μικρότερα αλάνια τον μιμούνταν και προσπαθούσαν να ντυθούν σαν παλιάτσοι κι εκείνα, όλα τους σκυθρωπά και με τα μάτια βαμμένα μαύρα και γύρω λευκούς κύκλους, σαν γύφτικη ακολουθία η μικρή συμμορία των ηρώων του Πινόκιο (και του Ζενέ) με όλη τους την προίκα πάνω στο πεζοδρόμιο, ένα μεγαλύτερο παιδί κοροϊδεύει τον Ήρωα Παλιάτσο «Τι καταλαβαίνεις που κάνεις τον παλιάτσο; - Δεν είναι παντού Παραδεισένια;» «Δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης των Ηρώων Παλιάτσων, τρελαμένε» - Άλλες συμμορίες με ψευτο-χίπστερς λουφάζουν μπροστά στα νυχτερινά μπαρ που μέσα γίνεται της κακομοίρας, περνώ από δίπλα τους ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά σαν τον Ουόλτ Ουίτμαν σε όλη αυτή την λιμασμένη παράτα – Αρχίζει να πέφτει δυνατή βροχή, έχω να περπατήσω πολύ ακόμα και να σύρω τα βαριά μου πόδια μέσα στην πυκνή βροχή, χωρίς να υπάρχει και χωρίς να έχω όρεξη να πάρω ένα ταξί, το ουίσκι και η μορφίνη με έχουν κάνει αναίσθητο στην αρρώστια που δέρνει την δηλητηριασμένη μου καρδιά.

Jack Kerouac
Τριστέσσα
Μετάφραση Γιάννης Λειβαδάς

Εκδόσεις Ηριδανός 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια: