Εγώ τον ξέρω το βυθό, λέει.
Τον έχω γνωρίσει με την πιο βαθιά μου ρίζα:
Είναι αυτό που φοβάσαι.
Εγώ δεν το φοβάμαι: Έχω βρεθεί εκεί.
Να` ναι η θάλασσα που αφουγκράζεσαι μέσα μου;
Η πικρία της;
Ή η φωνή του κενού, που πάντα σε τρέλαινε;
Ο έρωτας είναι μια σκιά.
Πως ψεύδεσαι και θρηνείς στο κατόπι του;
Άκου: αυτές είναι οι οπλές του: έφυγε τρέχοντας, σαν άλογο.
Έτσι κι εγώ όλη τη νύχτα θα καλπάζω ορμητικά,
Μέχρι να γίνει πέτρα το κεφάλι σου,
το μαξιλάρι σου ένας μικρός ιππόδρομος,
Που θ` αντηχεί, που θ` αντηχεί.
Ή θα` θελες να σου` φερνα του φαρμακιού τον ήχο;
Τώρα ακούγεται η βροχή, αυτή η απέραντη σιωπή.
Κι αυτός είναι ο καρπός της: λευκός σαν δηλητήριο.
Εγώ έχω υποστεί τις θηριωδίες της δύσεως.
Καμένη ως τη ρίζα
Τα πυρακτωμένα ηλεκτρικά μου νήματα καιόμενα, ορθά,
ένα συρμάτινο χέρι.
Τώρα γίνομαι κομμάτια, ραβδιά που εκτινάσσονται.
Άνεμος τέτοιας βιαιότητας
Δε θα ανεχτεί παρατηρητές.
Πρέπει να ουρλιάξω.
Η άγονη σελήνη, είναι κι αυτή ανελέητη
Άσπλαχνα θα μ` έσερνε κοντά της,
Η λάμψη της με τραυματίζει.
Ή μπορεί να την έχω εγώ αιχμαλωτίσει.
Την αφήνω να φύγει. Την αφήνω να φύγει.
Φθίνουσα κι επίπεδη, σαν να` χει υποστεί ριζική επέμβαση.
Πως μ` έχεις έτσι προικίσει με τους εφιάλτες σου που με κατέχουν.
Με κατοικεί μια κραυγή.
Κάθε βράδυ φτεροκοπά προς τα έξω
Ψάχνοντας, με τ` αγκίστρια της κάτι ν` αγαπήσει.
Πως με τρομάζει αυτό το σκοτεινό πράγμα
Που μέσα μου κοιμάται
Ολημερίς νιώθω τις απαλές, ανάλαφρες δονήσεις του,
τη μοχθηρία του.
Σύννεφα περνούν και διασκορπίζονται.
Αυτά είναι τα πρόσωπα του έρωτα, αυτά τα χλομά κι αλύτρωτα;
Γι` αυτά λοιπόν ταράζεται η καρδία μου;
Είμαι ανίκανη για περισσότερη γνώση.
Τι είναι αυτό, αυτό το πρόσωπο
Τόσο δολοφονικό μέσα στο βρόχο των κλαδιών του;
Με τα φιδίσια οξέα του φιλά.
Μαρμαρώνει τη θέληση.
Αυτά είναι απομονωμένα,
αργόσυρτα σφάλματα.
Που σκοτώνουν, σκοτώνουν, σκοτώνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου