.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2025

ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ∆ΥΟ ΖΩΕΣ - Ambrose Bierce

Αυτή είναι η αλλόκοτη ιστορία του Ντέιβιντ Ουίλιαµ Ντακ, όπως την διηγήθηκε ο ίδιος. Ο Ντακ είναι ένας γέρος που ζει στην Ορόρα, στο Ιλινόις, αλλά τον σέβονται σε όλη την χώρα. Οι περισσότεροι τον γνωρίζουν σαν «Νεκρό Ντακ».
«Το Φθινόπωρο του 1866 ήµουν οπλίτης στο ∆έκατο Όγδοο Σύνταγµα Πεζικού. Ο Λόχος µου είχε έδρα το Οχυρό Φιλ Κέρνι, υπό τις διαταγές του Συνταγµατάρχη Κάρινγκτον. Η περιοχή συνδέθηκε λίγο ως πολύ µε την ιστορία του φρουρίου, ειδικά µετά την σφαγή από τους Σιου ογδόντα ενός οπλιτών και αξιωµατικών. ∆εν γλίτωσε κανείς. Έµειναν όλοι εκεί και πολέµησαν, παραβαίνοντας τις διαταγές του διοικητή τους, του γενναίου αλλά ριψοκίνδυνου Συνταγµατάρχη Φέτερµαν. Όταν έγινε αυτό, εγώ προσπαθούσα να παραδώσω σπουδαίες διαταγές στο Οχυρό Σ. Φ. Σµίθ, στο Μπιγκ Χορν. Το τόπος ήταν γεµάτος Ινδιάνους αγριεμένους. Μιλιούνια παντού. Γι’ αυτό ταξίδευα πάντα νύχτα και κρυβόµουν όσο καλύτερα µπορούσε πριν ξηµερώσει. Για να µην τραβάω την προσοχή τους, ταξίδευα πεζός, µε µιαν αυτόµατη καραµπίνα και προµήθειες για τρεις µέρες στο γυλιό µου.
»Την δεύτερη µέρα, ξεχώρισα ανάµεσα στα βράχια ένα στενό ένα στενό πέρασµα. Ήταν ακόµη σκοτεινά, και µου φάνηκε καλή κρυψώνα για την µέρα. Ήταν γεµάτο µεγάλα βράχια που είχαν κυλήσει από τις πλαγιές. Στην βάση ενός βράχου φύτρωναν κάτι θάµνα. Έστρωσα εκεί και το έριξα στον ύπνο. Μου φάνηκε πως δεν πρόλαβα καλά-καλά να κλείσω τα µάτια µου, παρόλο που είχε µεσηµεριάσει ήδη, όταν µε ξύπνησε µια τουφεκιά. Η σφαίρα χτύπησε στο βράχο, ακριβώς πάνω από το κεφάλι µου. Με ανακάλυψε µια οµάδα Ινδιάνων, και τώρα µε είχαν περικυκλώσει για τα καλά. Την τουφεκιά την είχε ρίξει ένας από αυτούς, αλλά δεν ήξερε σηµάδι. Βρισκόταν ψηλά πάνω στον λόφο. Ο καπνός του όπλου του τον πρόδωσε, κι έτσι πετάχτηκα όρθιος πριν προλάβει να κατέβει την πλαγιά. Έσκυψα κι άρχισα να τρέχω ανάµεσα στους θάµνους κάνοντας ελιγµούς, ενώ γύρω µου οι σφαίρες των αόρατων εχθρών έπεφταν βροχή. Τα τσακάλια δεν µε κυνήγησαν, πράγµα που µου φάνηκε παράξενο, γιατί από τα ίχνη µου θα είχαν ήδη καταλάβει πως ήµουν µόνος. ∆εν άργησα να καταλάβω τον λόγο της απραξίας τους. Καµιά κατοσταριά µέτρα πιο κάτω αναγκάστηκα να σταµατήσω το τρέξιµο. Το φαράγγι, που µου είχε φανεί για πέρασµα µέσα στην νύχτα, σταµατούσε στο κοίλωµα ενός σχεδόν οριζόντιου και εντελώς γυµνού βράχου. Είχα πιαστεί σαν τον ποντικό στην φάκα. ∆εν χρειαζόταν να µε κυνηγήσουν. Απλά να περιµένουν.
»Και περίµεναν. ∆υο µέρες και δυο νύχτες, καραδοκούσαν στην κορυφή του λόφου, πίσω από τα θεριεµένα δέντρα. ∆υο µέρες και δυο νύχτες, µε την πλάτη κολληµένη στον βράχο, περίµενα την πείνα, την δίψα, κι απελπιζόµουν πως κανείς δεν θα µε γλίτωνε, κι έριχνα καταπάνω τους, όπου έβλεπα καπνό από όπλο, και µου έριχναν κι αυτοί. Φυσικά, την νύχτα δεν τολµούσα να κλείσω τα µάτια. Η αγρύπνια ήταν το µεγαλύτερο µαρτύριο.
»Θυµάµαι το πρωί της τρίτης µέρας, που ήξερα πως θα ήταν η τελευταία µου. Θυµάµαι, κάπως ακαθόριστα, πως πάνω στην απελπισία µου άρχισα να παραληρώ. Πετάχτηκα ακάλυπτος κι άρχισα να ρίχνω στα τυφλά. ∆εν θυµάµαι τίποτε άλλο από εκείνη την µάχη.
»Το επόµενο πράγµα που κατάφερα να φέρω στο µυαλό µου ήταν ένα ποτάµι. Σύρθηκα από το νερό στην όχθη του, καθώς έπεφτε η νύχτα. Ήµουν ολόγυµνος και δεν ήξερα που βρισκόµουν. Ταξίδευα όλη-νύχτα νότια. Κρύωνα, τα πόδια µου µε πονούσαν. Χάραζε όταν βρέθηκα µπροστά στο Οχυρό Σ. Φ. Σµιθ, στον προορισµό µου, αλλά χωρίς τα έγγραφα που θα έπρεπε να τους φέρω. Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα ήταν ο Ουίλιαµ Μπρίσκο, ένας Λοχίας που τον γνώριζα καλά. Φαντάζεσαι την έκπληξή του όταν µε είδε σ’ αυτήν την κατάσταση; Την δική µου να δεις, όταν µε ρώτησε ποιος διάολος ήµουν.
‘Ο Ντέιβ Ντακ’ απάντησα. ‘Ποιος άλλος;’
»Με κοίταξε σαν νυχτοπούλι.
‘Θα ’θελες’ είπε, και παρατήρησα πως τραβήχτηκε λίγο. «Τι τρέχει;» πρόσθεσε.
»Του εξήγησα τι µου συνέβη την προηγουµένη. Με άκουσε προσεκτικά, συνεχίζοντας να µε καρφώνει µε το βλέµµα του. Ύστερα είπε: ‘Φιλαράκο µου, αν είσαι ο Ντέιβ Ντακ, τότε οφείλω να σε πληροφορήσω πως σε έθαψα πριν από δύο µήνες. Βγήκα µε µια µικρή περίπολο και βρήκαµε το πτώµα σου κόσκινο από τις σφαίρες, µε το κεφάλι φρεσκογδαρµένο, και ολίγον τι ακρωτηριασµένο, εκεί που λες πως σε πλάκωσαν οι Ινδιάνοι. Λυπάµαι. Έλα στην σκηνή µου να σου δείξω τα ρούχα σου και µερικά γράµµατα που κουβαλούσες. Τα έγγραφα τα έχει ο ∆ιοικητής’.
»Πραγµατικά, µε πήγε στην σκηνή του, µου έδειξε τα ρούχα που φορούσα και τα γράµµατα που είχα στην τσέπη µου. ∆εν έκανε κανένα σχόλιο. Ύστερα, µε πήγε στον ∆ιοικητή, ο οποίος άκουσε την ιστορία µου, και διέταξε ψυχρά τον Μπρίσκο να µε βάλει στο κρατητήριο. Καθώς µε πήγαινε εκεί, του είπα:
‘Μπιλ Μπρίσκο, είσαι σίγουρος πως έθαψες το πτώµα που φορούσε αυτά τα ρούχα;»
‘Σιγουρότατος’ απάντησε. ‘Ήταν ο Ντέιβ Ντακ, εντάξει; Όλοι τον γνωρίζαμε. Γι’ αυτό, το καλό που σου θέλω είναι ν’ αφήσεις τα παραμύθια, παλιοαπατεώνα, και να πεις ποιος είσαι’.
‘Και τι δεν θα ’δινα να μάθω’ είπα εγώ.
»Μια βδομάδα αργότερα, δραπέτευσα από το κρατητήριο, κι απομακρύνθηκα όσο περισσότερο μπορούσα. ∆υο φορές έψαξα να βρω εκείνο το μέρος που πέρασα τα πάνδεινα. ∆εν κατάφερα τίποτε».
Ambrose Bierce
ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Για το Σύντομον του Βίου [Κεφάλαια 8 & 9] - Σενέκας


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 
Συχνά απορώ όταν βλέπω κάποιους να ζητούν το χρόνο των άλλων και αυτούς που οι άλλοι τους ζητούν το χρόνο τους να είναι επιεικείς. Και οι δυο καρφώνουν το βλέμμα στην αναζήτηση του χρόνου, και όχι σε αυτούς ή στον ίδιο το χρόνο. Σαν να είναι τίποτε αυτό που τους ζητούν και τίποτε αυτό που τους δίνεται. Οι άνθρωποι είναι επιπόλαιοι με το πολυτιμότερο αγαθό στον κόσμο, αλλά κάνουν σαν να μη το βλέπουν επειδή είναι κάτι άυλο, επειδή δεν το αντιλαμβάνεται η ματιά τους, και γι’ αυτόν το λόγο θεωρείται κάτι φτηνό - ούτε καν, θεωρείται κάτι που σχεδόν δεν έχει καθόλου αξία. Οι άνθρωποι συγκεντρώνουν μεγάλα αποθέματα από συντάξεις και επιδόματα, με αντάλλαγμα εργασία ή υπηρεσίες ή προσπάθεια. Αλλά κανείς δεν δίνει αξία στο χρόνο. Όλοι τον χρησιμοποιούν αφειδώλευτα, σαν να μην κοστίζει τίποτε. Αλλά κοιτάξτε πώς οι ίδιοι άνθρωποι πέφτουν στα πόδια των γιατρών αν αρρωστήσουν και δουν τον κίνδυνο του θανάτου να τους πλησιάζει, δείτε πόσο έτοιμοι είναι αν απειληθούν με θανατική ποινή να δαπανήσουν όλα τα υπάρχοντά τους προκειμένου να κρατηθούν στη ζωή! Τόσο ευμετάβλητα είναι τα συναισθήματά τους. Αλλά, αν ο καθένας γνώριζε τα χρόνια ζωής που του απομένουν, όπως γνωρίζει τα χρόνια που έζησε, πόσο θα αναστατώνονταν όσοι θα έβλεπαν ότι τους απομένουν λίγα χρόνια, με πόση οικονομία θα τα ζούσαν! Και πάλι όμως, είναι εύκολο να διαθέσουν ένα ποσό το οποίο είναι εξασφαλισμένο, όσο μικρό και αν είναι αυτό. Αλλά πρέπει κάποιος να δια-φυλάξει πιο προσεκτικά αυτό το οποίο δεν ξέρει πότε τελειώνει. Παρά ταύτα δεν υπάρχει λόγος να υποθέσεις ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν πόσο πολύτιμο αγαθό είναι ο χρόνος. Έτσι, όσοι αγαπούν με μεγάλη αφοσίωση, συνηθίζουν να λένε ότι είναι έτοιμοι να δώσουν κάποια από τα χρόνια τους στον αγαπημένο τους. Και όντως τα προσφέρουν, χωρίς να το αντιλαμβάνονται. Αλλά το αποτέλεσμα της προσφοράς τους είναι ότι και οι ίδιοι υποφέρουν από την απώλεια, χωρίς επιπλέον να αυξάνουν τα χρόνια ζωής των αγαπημένων τους. Αλλά το κυριότερο που αγνοούν είναι ότι υποφέρουν από αυτή την απώλεια. Έτσι, είναι αβάσταχτο να φεύγει κάτι που είναι χαμένο χωρίς να έχει κανείς αντιληφθεί κάτι τέτοιο. Και όμως κανείς δεν θα φέρει πίσω τα χρόνια, κανείς δεν θα παραχωρήσει περισσότερα. Η ζωή θα εξακολουθήσει το δρόμο της, και ούτε θα γυρίσει πίσω ούτε θα διορθώσει την πορεία της. Θα παραμείνει αθόρυβη, δεν θα σου θυμίσει πόσο γρήγορα περνά. Σιωπηλή θα συνεχίσει να γλιστρά. Δεν θα γίνει πιο μεγάλη, επειδή θα το προστάζει ένας βασιλιάς ή θα το χειροκροτήσει το κοινό. Όπως άρχισε την πρώτη μέρα, έτσι θα συνεχίσει. Δεν θα στρίψει πουθενά, δεν θα καθυστερήσει πουθενά. Και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Είχες απορροφηθεί, η ζωή πέρναγε βιαστικά. Εν τω μεταξύ, ο θάνατος θα φτάσει στην πόρτα σου, και για αυτόν, εκών άκων, πρέπει να βρεις χρόνο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 
Δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε πιο ανόητο από την άποψη αυτών που καυχώνται για την προνοητικότητα τους. Μένουν εξαντλητικά απασχολημένοι προκειμένου να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να ζήσουν καλύτερα. Περνούν τη ζωή τους με το να ετοιμάζονται να ζήσουν! Βρίσκουν το νόημα της ζωής με το βλέμμα σε ένα απώτατο μέλλον. Και όμως, η αναβολή είναι η μεγαλύτερη σπατάλη ζωής. Τους στερεί από την κάθε μέρα, τους στερεί το τώρα με την υπόσχεση ενός μετά. Το μεγαλύτερο εμπόδιο για τη ζωή είναι η προσμονή, που εξαρτάται από το αύριο και σπαταλά το σήμερα. Τακτοποιείς ό,τι είναι στα χέρια της Τύχης και αφήνεις να περνά ό,τι βρίσκεται στο δικό σου χέρι. Πού κοιτάζεις άραγε; Πού αποσκοπείς; Όλα όσα πρόκειται να συμβούν, βρίσκονται στην αβεβαιότητα. Ζήσε τη ζωή σου αμέσως! Δες πώς κραυγάζουν οι μεγαλύτεροι ποιητές και, σαν από θεία έμπνευση, τραγουδούν το σωτήριο άσμα: 

Η ευτυχέστερη μέρα της ταπεινής 
ζωής των θνητών 
είναι πάντα αυτή που πρώτη 
γοργοδιαβαίνει. 

«Γιατί καθυστερείς;» λέει. «Γιατί είσαι νωθρός; Αν δεν αδράξεις τη μέρα, αυτή ξεγλιστρά». Ακόμη και αν την αδράξεις, συνεχίζει να ξεγλιστρά. Παρά ταύτα πρέπει να ανταγωνίζεσαι με τον ίδιο το χρόνο πόσο γρήγορα τον χρησιμοποιείς, όπως όταν πρέπει να πιεις γρήγορα από ένα χείμαρρο που ορμά χωρίς να ξεχειλίζει πάντα. Και επίσης, ο ποιητής το διατυπώνει αξιοθαύμαστα για να απορρίψει τη μομφή για την ατέρμονη καθυστέρηση, μιλώντας όχι «για την καλύτερη εποχή», αλλά «για την καλύτερη μέρα». Γιατί, όσο άπληστος και να είσαι, αφήνεις μπροστά σου μήνες και χρόνια να περνούν, ασυλλόγιστα και αργά, παρ’ ότι ο χρόνος περνά τόσο γρήγορα; Ο ποιητής σού μιλά για τη μέρα, γι’ αυτή τη μέρα που πετά και χάνεται. Υπάρχει, λοιπόν, καμία αμφιβολία ότι για τους άτυχους θνητούς, ήτοι για ανθρώπους που είναι απασχολημένοι σε διάφορα, η ευτυχής ημέρα δεν είναι η πρώτη που φεύγει; Τα γηρατειά τούς εκπλήσσουν, ενώ το μυαλό τους είναι ακόμη παιδιάστικο, και φτάνουν σε αυτά ανέτοιμοι και άοπλοι, αφού δεν έχουν προετοιμαστεί για αυτά. Πέφτουν πάνω τους ξαφνικά και αναπάντεχα, δεν παρατήρησαν ότι έρχονταν όλο και πιο κοντά μέρα με τη μέρα. Όπως η συζήτηση ή το διάβασμα ή η βαθιά ενασχόληση με κάποια ζητήματα σαγηνεύουν, αποσπούν την προσοχή του ταξιδιώτη, και διαπιστώνει ότι έχει φτάσει το τέλος του ταξιδιού του πριν καταλάβει ότι πλησίαζε, ακριβώς έτσι συμβαίνει και με το ατέρμονο και τόσο γρήγορο ταξίδι της ζωής, το οποίο κάνουμε με την ίδια μακαριότητα είτε κοιμόμαστε είτε είμαστε ξύπνιοι. Όσοι είναι αφηρημένοι, το αντιλαμβάνονται μόλις τελειώνει.

Σενέκας
Για το Σύντομον του Βίου
Μετάφραση Ελένη Παπαντωνίου
Εκδόσεις το Ποντίκι 2009

Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2025

Το Πλέγμα - Jorge Luis Borges

 

Στάζει κάθε τόσο
η βρύση στην αυλή
μοιραία σαν το θάνατο του Καίσαρα.
Και τα δυό είναι μέρη του πλέγματος
που αγκαλιάζει
τον ατέρμονα και άναρχο κύκλο,
της Φοινίκης την άγκυρα,
τον πρώτο λύκο και το πρώτο αρνί,
την ημερομηνία του θανάτου μου
και το χαμένο θεώρημα του Φερμά*.
Τούτο το σιδερένιο υφάδι
οι στωικοί το θεωρούσαν πύρινο
που πεθαίνει και ξαναγεννιέται σαν τον Φοίνικα.
Είναι το μέγα δέντρο των αιτίων
και των συνεπειών που διακλαδίζονται,
στα φύλλα του βρίσκεται η Ρώμη και η Χαλδαία
και όσα βλέπουν τα κεφάλια του Ιανού.
Το σύμπαν είναι ένα από τα ονόματα του.
Κανείς δεν το 'χει δει ποτέ
ούτε μπορεί όμως να δει και τίποτ' άλλο.

*Pierre Fermat: Γάλλος μαθηματικός (1601 – 1665)

Jorge Luis Borges
Ποιήματα [Ο Αριθμός (La Cifra) 1981]
Μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης
Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 2006

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2025

Ο Σατανάς ινκόγνιτο Κεφάλαια Ι & XXVIII - Νίκος Τσιφόρος

Κεφάλαιο Ι
Είχε ένα δίπλωμα Νομικής και γαλάζια όνειρα. Είχε κι ένα παλιό παντελόνι γκρι, φαγωμένο στα καπούλια. Βοηθός ενός «παρ' άπασι τοις δικαστηρίοις» μαιτρ, μοίραζε τις μέ­ρες του στα «δημόσια καταστήματα» και σε μια πολυθρόνα με φαγωμένη ράχη. Τις νύχτες έπινε μπύρα και πήγαινε στις φτηνές γυναικούλες. Σε δυο χρόνια απόχτησε χρέη και τη βεβαιότητα πως δεν θα τα εξοφλήσει ποτέ. Κι έθαψε τα γαλάζια όνειρα.
-Δεν θα φτάσω ποτέ κάπου, λέει στον φίλο του. Απελπίστηκα.
-Γιατί δεν αυτοκτονείς;
-Θα το σκεφτώ. Καληνύχτα.
Δεν αυτοκτόνησε εξ αιτίας μιας μικρής μοδιστρούλας με μεγά­λο τακούνι. Έπρεπε να την παίρνει απ' το εργαστήρι της κάθε βρά­δυ και να την πηγαίνει σ' ένα πάρκο. Εκεί τη γέμιζε φιλιά και σκέδια. Εκείνη τα φόρτωνε όλα, στις εννιά ακριβώς, στο λεωφορείο και τα κουβαλούσε σ' ένα σπίτι φτωχικό, με μια λάμπα του πε­τρελαίου που φώτιζε τα κρεμασμένα μουστάκια κάποιου πα­τριάρχη. Τη ρωτούσανε πάντοτε.
-Τώρα σκόλασες;
Κι έλεγε «ναι» σε φυσικό χρωματισμό. Πριν μπει είχε αφήσει τα κραγιόνια στο μαντηλάκι της.
Τον σκεφτότανε πάντα ύστερα απ' τη σούπα και λογάριαζε τον καιρό που θα παντρευόντησαν. Μα σαν απελπίστηκε γι' αυτόν τον γάμο άκουσε κάποιον γέρο κύριο που την κάλεσε σε μια λιμουζί­να με καλοριφέρ. Εκείνος δεν έκλαψε. Όταν ο «μαιτρ» τον κάλε­ σε στο γραφείο του, πήγε βαρετά.
-Θ α πάτε στο Λιμεναρχείο.
-Δεν θα πάω πουθενά. Παραιτούμαι. Χαίρετε.
Βγήκε στον δρόμο έδωσ' ένα τάλληρο στον ζητιάνο της γωνιάς.
-Και τώρα τι θα κάνεις; είπε ο φίλος του. Θα δικηγορήσεις μο­ναχός σου;
-Όχι. Τη σιχαίνουμαι αυτή τη δουλειά. Κάθε δουλειά είναι βρω­μιά και ιδρώτας.
-Και τι θ' απογίνεις;
-Θα πάω περίπατο.
Για πείσμα έκανε περίπατο ένα μήνα. Ύστερα πήγε στο θέατρο να δει το έργο κάποιου ακαδημαϊκού. Χασμουρήθηκε στην πρώ­τη πράξη κι αποκοιμήθηκε στη δεύτερη. Ακούμπησε κιόλας το κε­φάλι του στον ώμο της διπλανής κυρίας. Εκείνη διαμαρτυρήθηκε.
-Τ ο παθαίνετε συχνά αυτό;
-Κάθε φορά που παρακολουθώ έργα ακαδημαϊκών.
Η κυρία γέλασε γιατί είχε πάει στο θέατρο με πρόγραμμα να γε­λάσει. Τον κάλεσε και στο σπίτι της.
-Χρειάζομαι έναν άνθρωπο έξυπνο για τις υποθέσεις μου, είπε. Θέλετε να γίνετε γραμματέας μου;
Και γίνηκε γραμματέας της. Κουβάλησε κιόλας τα ρούχα του. Δυο πουκάμισα, δυο γραβάτες και τρεις κάλτσες. Την τέταρτη την είχε χάσει. Πήρε και μισθό. Η δουλειά ήτανε κουραστική. Έγραφ' ένα γράμμα τη βδομάδα, τις άλλες ώρες πάχαινε και χασμουριότανε.
«Είμαι τεμπέλης», σκεφτότανε. «Είμαι τεμπέλης γιατί έτσι μ' αρέσει και γιατί οι άνθρωποι είναι ηλίθιοι. Πιστεύουνε πως τα ερ­τζιανά κύματα γίνανε για να παίζουνε τα ραδιόφωνα και πως ο Σαμψών σκότωσε τους Φιλισταίους μ' ένα σαγόνι γαϊδάρου. Ανοίγουνε μαγαζιά και πουλάνε ο ένας του άλλου κάτι, το βράδυ πάνε στα σπίτια τους σκοτωμένοι από την κούραση και απολαμβάνουν "της οικογενειακής θαλπωρής και γαλήνης" εξόν αν μαλώσουνε με τη γυναίκα τους γιατί το φαΐ ήτανε τσαγγό. Ευχαριστούνε κάποιον Ύψιστο ή βρίζουνε μια Τύχη ανάλογα με το περιεχόμενο της τσέ­πης τους. Πριν πεθάνουνε σκέφτουνται την αιωνιότητα. Είναι έντι­μοι, σιχαίνουνται τις πόρνες, μα τρέχουνε σ' αυτές. Λένε την αλή­θεια όταν δεν πρέπει να πουν ψέματα, οι συφιλιδικοί γεμίζουνε αρρώστια τους γερούς, οι γιατροί ζητάνε προκαταβολές για να εξασκήσουνε το "κοινωφελές έργο" τους. Οι παπάδες παίζουνε ρόλο μαστρωπού μεταξύ Θεού και πιστών. Όλοι κλέβουνε. Οι έμποροι στο ζύγι, τα γκαρσόνια στον λογαριασμό, οι δάσκαλοι κλέβουνε το Δημόσιο. Κάνανε όμως νόμους για τους κακούς. Κακός είναι όποιος δεν πάει με τα νερά των καλών. Άμα σκοτώσεις είσαι κακός. Ο Να­πολέοντας ήτανε καλός. Είναι κι οι σοφοί. Οι σοφοί βρήκανε τον ηλεκτρισμό, την έδρα της ψυχής και το ρετσινόλαδο. Έτσι σώθηκε η ανθρωπότητα. Αν ήμουνα άρχοντας θα τους κρέμαγα πρώτους. Την ανθρωπότητα τη φτιάχνουν οι γυναίκες. Καμαρώνουνε γι' αυ­τό. Σαν είναι μάλιστα και Κλεοπάτρες πίνουνε στο λικέρ τους μαργαριτάρια. Όσες δεν είναι Κλεοπάτρες πίνουνε μαργαριτάρια imitation. Κατά τη γνώμη μου, κάθε άνθρωπος μόλις γεννιέται πρέ­πει να πηγαίνει για ύπνο και να ξυπνάει τη μέρα που θα πεθάνει. Τα δικαστήρια να γίνουνε κοιτώνες. Τα σχολεία να γίνουνε κοι­τώνες. Να κάψουνε τα βιβλία κι εκείνους που γράφουνε βιβλία. Να κάψουνε τα φάρμακα, τα γραμματόσημα και τους μπακάληδες. Τα χαρτονομίσματα να γίνουνε χαρτιά της τουαλέτας. Όποιος μιλάει για "μελλοντική καλυτέρευση" να του κόβουνε τη γλώσσα. Όποιος πιστεύει στα "ιδανικά" να τον ζεύουνε στα κάρα. Να λειώσουνε τις καμπάνες γιατί δεν μας αφήνουνε να κοιμηθούμε τις Κυ­ριακές. Τους ποιητές να τους ξουρίσουνε στο κεφάλι. Άμα δεν έχουνε μαλλιά δεν είναι πια ποιητές. Τις παρθένες να τις βγάλου­νε στη λοταρία. Παρθένα λέγεται μια γυναίκα που επιτρέπεται να τα κάνει όλα, εξόν από κείνο για το οποίο πλάστηκε. Οι παρθένες διαφέρουνε απ' τις γυναίκες. Αν κλείσεις δέκα παρθένες σ' ένα σπί­τι, λέγεται "Παρθεναγωγείο". Αν κλείσεις δέκα γυναίκες, λέγεται "παλιόσπιτο"».
Και ξαπλωνότανε τ' ανάσκελα.
***
Κεφάλαιο  XXVIII
Ήτανε μια καλύβα από χοντρά κούτσουρα. Μπροστά απλω­νότανε το φιόρντ, πιο πάνω το βουνό γεμάτο σοβαρά δέ­ντρα. Σαν την αγόρασε, βάλθηκε να σκαρώσει ένα τζάκι, πήρε κι ένα σκύλο με κίτρινα μάτια και μια κοπέλα με μακριές πλε­ξούδες. Ήτανε κάποια Ίνγκριδ που φορούσε πόλκα με μπλε γύρο. Την αντάμωσε στο χωριό, μια ώρα δρόμο, και την παντρεύτηκε.
Στον θαμπό ήλιο άπλωνε τα δίχτυα του, να στεγνώσουνε. Τη βάρκα του, τη βάφτισε κι αυτή Ίνγκριδ, γιατί δεν έβρισκε άλλο πρόχειρο όνομα. Η Ίνγκριδ με τις πλεξούδες καμάρωνε γι' αυτό. Σαν δούλευε τραγουδούσε κάτι αλλιώτικους σκοπούς, γιομάτους γαλήνη, με μια φωνή συρτή και χαδιάρικη. Εκείνος ξεκουραζότανε να την ακούει, καθισμένος σε μια χοντρή πολυθρόνα και σκαλίζο­ντας τη φωτιά με μια βαρειά τσιμπίδα.
Σε βολικόν καιρό έμπαινε στην ξύλινη Ίνγκριδ και πήγαινε μα­κριά στα περάσματα, να βγάλει ασημένια ψάρια που σπαρταρούσανε. Τα έδινε στο μαγαζί του χωριού, το αφεντικό, που ήτανε καλός άνθρωπος, τα ζύγιζε προσεχτικά και του γέμιζ' ένα ζεμπίλι από άλλα φαγώσιμα. Του 'δινε και φτηνό καπνό και σαπούνι, χωρίς να τον κλέβει. Ύστερα πίνανε ένα ποτηράκι μαζί και χαιρετιόντουσαν.
-Αντίο Γιάνσεν.
-Η καλή ώρα μαζί σου, Μάνος.
Κι άραζε μπροστά στην πόρτα του την Ίνγκριδ, ακούγοντας το τραγούδι της Ίνγκριδ της άλλης, που τον περίμενε γιομάτη αγάπη κι υποταγή. Τότε χάιδευε το κεφάλι του σκύλου και καθότανε ξένοιαστος μπροστά σ' ένα πιάτο που άχνιζε. Ύστερα κάπνιζε σ' ένα μακρύ τσιμπούκι. Έλεγε:
«Είμαι μονάχος; Κανένας δεν με ξέρει, δεν σκορπάω ούτε αγά­πη ούτε μίσος. Τα μαλλιά μου γίνανε γκρίζα και τα καθρεφτίζω στα νερά του φιόρντ. Εκεί μέσα έσβησα τους φλογισμένους μου πόθους μακριά απ' τ' ανθρώπινα χνώτα. Γύρεψα την ευτυχία κο­ντά στους άλλους. Μα σαν κατάλαβα πως κανένας δεν μπορεί να μου τη δώσει, έφτιασα μια ξύλινη καλύβα για να στεγάσω τη σβη­σμένη μου ύπαρξη. Ο θάνατος θα 'ρθει, μια χειμωνιάτικη νύχτα και θα με βρει γελαστόν κι αμέριμνο. Δεν θα μείνω ούτε αναμνηστική επιγραφή τάφου, ούτε κάντρο οικογενειακής πινακοθήκης, έτσι θ' απολαύσω όλη τη μακαριότητα της μετριότητας».
Χάιδευε τα μαλλιά της Ίνγκριδ. Εκείνη κοκκίνιζε από ευχαρί­στηση, σαν την άφηνε τραγουδούσε με πιότερο κέφι. Ήτανε ένα ζώο καλόβολο κι ευγενικό, τα δόντια της άσπρα, τα μάτια της γα­λάζια και γελαστά. Ο σκύλος το ίδιο. Κι οι δυο μαζί δεν υποσχόντουσαν. Δίνανε όσο μπορούσαν. Ο αέρας της μοναξιάς τους είχε μάθει να δέχουνται κάθε κατάσταση με απάθεια, χωρίς έκπληξη, και να τρυγάνε τη χαρά όταν ερχότανε.
Μια φορά τόλμησε να του πει:
-Την Κυριακή έχει μπάλλο, κάτω στο χωριό.
Και την πήγε στον μπάλλο. Βρέθηκε τότε σ' έναν κύκλο από ανθρώπους σαν την Ίνγκριδ, όλοι τον υποδεχτήκανε με χαρά και του χαμογελούσανε κάθε φορά που περνούσανε μπροστά του, χορεύοντας.
Τότε ένοιωσε μέσα του μια συγκίνηση, μια βουρκωμένη και με­λαγχολική ευτυχία. Τράβηξε μόνος του σ' έναν περίπατο και κά­θισε σ' έναν βράχο.
«Αυτό λέγεται μακαριότητα», συλλογίστηκε. «Και βρίσκεται μακριά, πολύ μακριά, σ' ένα φιορντ ακίνητο που σε κάνει να ξε­χνάς το κάθε τι. Κι αν ακόμα σιχαινόμουνα τους ανθρώπους... δω πάνω ξέχασα πώς σιχαίνονται... τα ξέχασα όλα».
-Μείνε να χορέψεις, γέλασε στην Ίνγκριδ.
Ο Γιάνσεν τον κέρασε πάλι ένα ποτηράκι και τον χτύπησε στην πλάτη.
-Φεύγεις; Να σε πάω λίγο δρόμο.
Του μιλούσε για τα μικρά νέα δέντρα.
-Πρέπει να τα προσέξουμε. Αλλιώς θα φυτρώσουνε άσκημα. Γίνονται τόσο όμορφα αν τα προσέξεις.
Και τον άφησε στα μισά της καλύβας.
Ο Μάνος τράβηξε μόνος. Περπατούσε με το κεφάλι σκυφτό. Η νύχτα ζύγωνε γκρίζα και μαβιά.
Γκρίζα σαν την ανάμνηση και μαβιά σαν την απογοήτευση...
                                                         Αθήνα, Ιούνιος 1957


Νίκος Τσιφόρος
Ο Σατανάς ινκόγνιτο
Εκδόσεις Ερμής