Ο δον Φελίτσε μαθαίνει στον αδελφό Πούτσιο με ποιον τρόπο να εξασφαλίσει τη μακαριότητα, υποδεικνύοντας του έναν εξιλασμό. Ο αδελφός Πούτσιο συμμορφώνεται, και ο δον Φελίτσε το γλεντάει με τη γυναίκα του αδελφού.
Η Φιλομένη τέλειωσε την αφήγησή της, κι ο Διονέος δε σταματούσε να επαινεί τόσο την εφευρετικότητα της κυράς, όσο και την προσευχή που είχε πει στο τέλος η Φιλομένη. Αλλά η βασίλισσα στράφηκε χαμογελαστή στον Πάμφιλο και είπε:
«Η σειρά σου Πάμφιλε, να μας διασκεδάσεις, με καμιά ευχάριστη ιστορία».
Ο Πάμφιλος αποκρίθηκε αμέσως πως είναι πρόθυμος, και άρχισε:
Κυρία μου, πολλοί άνθρωποι, στην προσπάθεια τους να εξασφαλίσουν τον Παράδεισο, δεν προσέχουν πως δίνουν το κλειδί του σε άλλους. Αυτό, όπως θ’ ακούσετε, δεν είναι πολύς καιρός που έχει συμβεί σε μια γειτόνισσά μας.
Όπως έχω ακούσει να λένε, στο Σαν Μπρανκάτσιο, κατοικούσε κάποιος Πούτσιο ντι Ρινιέρι, αγαθός άνθρωπος και παραλής, που τον κόλλησε μανία με τη θρησκεία, προσχώρησε σαν λαϊκό μέλος στο τάγμα του Αγίου Φραγκίσκου, και τον έλεγαν πια αδελφό Πούτσιο. Όπως το σπιτικό του ήταν όλο κι όλο η γυναίκα του και μια υπηρέτρια, δεν είχε πολυασχοληθεί μ’ αυτό, και περνούσε τον περισσότερο καιρό του στην εκκλησία. Αγαθούλης και βλάκας, έλεγε τα πατερημά του, πήγαινε εσπερινό, νήστευε, ακολουθούσε τον κανόνα του τάγματος και διατυμπάνιζε πως ανήκε στους μαστιγωτές. Η γυναίκα του, που την έλεγαν Ισαβέλα, ακόμη νέα κοπέλα, είκοσι οχτώ με τριάντα χρονών, ήταν δροσάτη και νοστιμούλα, στρουμπουλή, ίδια αφράτο μήλο, αλλά η ευλάβεια του άντρα της, καθώς και η ηλικία του, την καταδίκαζαν σε δίαιτες που, για τα δικά της γούστα, διαρκούσαν πολύ καιρό. Ενώ είχε όρεξη να κοιμηθεί ή, ας πούμε, να το γλεντήσει με τον Πούτσιο, ήταν υποχρεωμένη ν’ ακούει το Βίο του Ιησού Χριστού, τα κηρύγματα του αδελφού Ναστάτζιο, τους θρήνους της Μαγδαληνής ή κάποια ανάλογη εποικοδομητική αφήγηση.
Τον ίδιο καιρό γύρισε από το Παρίσι ένας καλόγερος, που τον έλεγαν δον Φελίτσε, από το τάγμα του Αγίου Μπρανκάτσιο, νεότατος, με ωραίο παρουσιαστικό, ξεφτέρι στο μυαλό και βαθύς θεολόγος. Έπιασε στενές σχέσεις με τον αδελφό Πούτσιο, του έλυνε όλες τις θρησκευτικές αμφιβολίες, κι όπως κατάλαβε με τι λογής άνθρωπο είχε να κάνει, προσποιόταν τον αυστηρά ηθικό και άγιο, τόσο, που ο αδελφός Πούτσιο άρχισε να τον παίρνει συχνά στο σπίτι του, ακόμα και να τον κρατάει για φαγητό, είτε μεσημέρι είτε βράδυ. Για να ‘ναι ευχάριστη στον άντρα της η κυρά έπιασε αρκετή οικειότητα με τον δον Φελίτσε και του έκανε πολλές φιλοφρονήσεις.
Έτσι ο καλόγερος έγινε φίλος του σπιτιού, και βλέποντας την κυρά τόσο δροσάτη και στρουμπουλή, κατάλαβε τι θα της έλειπε. Βάλθηκε λοιπόν να βρει έναν τρόπο να ξαλαφρώσει τον αδελφό Πούτσιο από το μόχθο του. Της πέταξε μια ματιά με πολλή επιτηδειότητα, ύστερα άλλη μια, και τα κατάφερε τόσο καλά, που άναψε στην καρδιά της τη φωτιά που έκαιγε και τον ίδιο. Βλέποντας πως το πέτυχε, ο καλόγερος στην πρώτη ευκαιρία που του παρουσιάστηκε, μίλησε μαζί της. Μα όσο κι αν τη βρήκε πρόθυμη να ικανοποιήσει την επιθυμία του, δεν ήταν εύκολο να βρεθεί τρόπος, επειδή εκείνη πουθενά αλλού εκτός από το σπίτι της δεν τολμούσε να διακινδυνέψει – και στο σπίτι της δεν ήταν δυνατόν, επειδή ο αδελφός Πούτσιο δεν απουσίαζε ποτέ από την πόλη, προς μεγάλη στενοχώρια του καλόγερου. Ωστόσο, αφού το στριφογύρισε πολλή ώρα στο μυαλό του ο δον Φελίτσε βρήκε τον τρόπο να πλαγιάσει με την κυρά μέσα στο σπίτι, δίχως να προκαλέσει υποψίες και με την παρουσία του ίδιου του συζύγου. Είπε λοιπόν μια μέρα στον αδελφό Πούτσιο, καθώς πήγαιναν μαζί:
«Έχω αντιληφθεί πολλές φορές, αδελφέ Πούτσιο, πως η μεγαλύτερη επιθυμία σου είναι να γίνεις άγιος. Νομίζω πως ακολουθείς έναν πολύ μακρύ δρόμο για να φτάσεις σ’ αυτό το σκοπό, ενώ υπάρχει ένας άλλος πολύ πιο σύντομος. Βλέπεις, όμως, ο Πάπας και οι άλλοι μεγάλοι ιεράρχες που τον γνωρίζουν και τον ακολουθούν οι ίδιοι, δε θέλουν να γίνει γνωστός, επειδή ο κλήρος που ζει κυρίως από ελεημοσύνες, θα λιμοκτονούσε αν οι πιστοί σταματούσαν τις ελεημοσύνες και τις άλλες προσφορές. Αλλά μια και είσαι φίλος μου και με έχεις τιμήσει με το παραπάνω, αν μπορούσα να λογαριάζω στην απόλυτη εχεμύθεια σου κι αν είσαι αποφασισμένος ν’ ακολουθήσεις αυτό το δρόμο, θα σου εμπιστευόμουν το μυστικό».
Ο αδελφός Πούτσιο, που πέθαινε να μάθει το μυστικό, άρχισε πρώτα να τον παρακαλάει επίμονα να του το φανερώσει, και ύστερα να ορκίζεται πως ποτέ, εκτός με τη συγκατάθεση του καλόγερου, δε θ’ αποκαλύψει το μυστικό, βεβαιώνοντας πως θα συμμορφωθεί, αν κρίνει πως είναι ικανός.
«Αφού μου υπόσχεσαι» είπε ο καλόγερος, «θα στο φανερώσω. Μάθε πως σύμφωνα με τους άγιους πατέρες της εκκλησίας, όποιος επιθυμεί να γίνει μακάριος, οφείλει να εκτελέσει τον εξιλασμό που θ’ ακούσεις. Αλλά να εξηγούμεθα. Δεν εννοώ μ’ αυτό πως μετά τον εξιλασμό θα πάψει να ‘σαι ο αμαρτωλός που είσαι τώρα. Να όμως τι θα συμβεί: οι πριν απ’ τον εξιλασμό αμαρτίες σου θα συγχωρηθούν και θα σβηστούν, και όσες θα κάνεις μετά δε θα καταγραφούν στο παθητικό σου για την Κόλαση: ο αγιασμός θα τις εξαλείψει, όπως συμβαίνει με τα ελαφρά αμαρτήματα. Προέχει λοιπόν, στην αρχή του εξιλασμού, να ξομολογηθείς τις αμαρτίες σου με τη μεγαλύτερη επιμέλεια. Ύστερα, θ’ αρχίσεις να νηστεύεις και να τηρείς αυστηρή αποχή επί σαράντα μέρες, αποφεύγοντας να πλησιάσεις οποιαδήποτε γυναίκα, ακόμα και τη νόμιμη σύζυγό σου. Δεν τελείωσα. Βρες κάποιο μέρος στο σπίτι σου, απ’ όπου να μπορείς ν’ αγναντεύεις τη νύχτα τον ουρανό. Πήγαινε εκεί την ώρα του απόδειπνου και φρόντισε να τοποθετήσεις ένα τραπέζι πολύ φαρδύ, έτσι ώστε να στέκεσαι όρθιος και να μπορείς να λυγίσεις τη μέση σου προς τα πίσω. Εκεί, πατώντας πάντα χάμω, άπλωσε τα μπράτσα σου, σαν να ‘σουν σταυρωμένος. Σ’ αυτή τη θέση, να κοιτάζεις τον ουρανό και να προσέχεις να μην κουνήσεις ούτε τοσοδά ίσαμε την αυγή. Αν ήξερες τα γράμματα, θα ‘πρεπε όλο αυτό το διάστημα να πεις ορισμένες προσευχές που θα μπορούσα να σου υποδείξω, μα όπως δεν τα ξέρεις, είναι αρκετό να πεις τριακόσια Πάτερ ημών και τριακόσια Χαίρε Μαρία προς δόξαν της Αγίας Τριάδος. Κι όπως θα ‘χεις τα μάτια σου στυλωμένα ψηλά, να σκέφτεσαι αδιάκοπα πως ο Θεός είναι ο δημιουργός του ουρανού και της γης, και μην ξεχνάς ποτέ τα πάθη του Χριστού, μια και θα ‘σαι στην ίδια στάση που ήταν κι Εκείνος πάνω στο σταυρό. Σαν θα σημάνει ο όρθρος, μπορείς να φύγεις από κει, να θέλεις κι έτσι ντυμένος όπως είσαι, να πέσεις στο κρεβάτι σου να κοιμηθείς. Αλλά το πρωί μην ξεχάσεις να πας στην εκκλησία, ν’ ακούσεις τουλάχιστον τρεις λειτουργίες και να πεις πενήντα Πάτερ ημών και άλλα τόσα Χαίρε Μαρία. Ύστερα αν έχεις κάποια δουλειά, μπορείς να φροντίσεις γι’ αυτήν με απλότητα. Φάε το μεσημέρι κι έπειτα πήγαινε στην εκκλησία για τον εσπερινό: θα πεις μερικές προσευχές που θα σου τις δώσω γραμμένες και που δίχως αυτές δε γίνεται τίποτα. Και τέλος, την ώρα του απόδειπνου, να ξαναρχίσεις όσα σου έχω πει. Έχε εμπιστοσύνη στην πείρα μου: αν τα κάνεις όλα αυτά με ευλάβεια, ελπίζω πως πριν από το τέλος του εξιλασμού, θα ‘χεις μια θαυματουργή εντύπωση αιώνιας μακαριότητας».
Τότε του λέει ο αδελφός Πούτσιο:
«Όλα αυτά ούτε υπερβολικά βαριά είναι, ούτε πιάνουν πάρα πολλή ώρα. Μπορώ πολύ καλά να τα κάνω. Λέω με την ευχή του Θεού, ν’ αρχίσω την Κυριακή».
Πάνω σ’ αυτό χώρισε με τον δον Φελίτσε και γύρισε στο σπίτι του, με την άδεια να τα διηγηθεί όλα στη γυναίκα του. Η κυρά κατάλαβε αμέσως τι ήθελε να πει ο καλόγερος με την υποχρέωση να μείνει ο άντρας της ακίνητος ίσαμε το πρωί. Βρήκε το στρατήγημα πολύ καλό και είπε πως την ευχαριστούσε πολύ κι αυτό και όλα τα άλλα μέτρα που έπαιρνε για τη σωτηρία της ψυχής του. Πρόσθεσε μάλιστα πως για να κάνει ο Θεός πιο τέλειο τον εξοπλισμό του, ήταν πρόθυμη να νηστέψει μαζί του, αλλά τίποτα περισσότερο.
Κατά τη συμφωνία, λοιπόν, σαν ήρθε η Κυριακή, ο αδελφός Πούτσιο άρχισε τον εξιλασμό του, και ο μεσέρ καλόγερος συνεννοήθηκε με την κυρά, και σχεδόν κάθε βράδυ, διαλέγοντας κάποια στιγμή που δεν κινδύνευε να τον δουν, ερχόταν στο σπίτι της, φέρνοντας πάντα μαζί του ό,τι χρειαζόταν για να καλοφάνε και να πιουν. Ύστερα πλάγιαζε μαζί της ίσαμε την αυγή, σηκωνόταν κι έφευγε. Ήταν η ώρα που ο αδελφός Πούτσιο πήγαινε να κοιμηθεί.
Το μέρος που είχε διαλέξει ο αδελφός Πούτσιο για τον εξιλασμό του, ήταν πλάι στη συζυγική κρεβατοκάμαρα και μονάχα ένας λεπτός τοίχος χώριζε τα δύο δωμάτια. Μια νύχτα που το νταραβέρισμα τού μεσέρ καλόγερου με την κυρά έπαιρνε διαστάσεις καλπασμού, ο αδελφός Πούτσιο ένιωσε να τρέμει το πατωμα. Είχε πει κιόλας εκατό Πάτερ ημών, σταμάτησε, και δίχως να κουνήσει, φώναξε στη γυναίκα του ρωτώντας τι έκανε. Η κυρά, που ήταν ετοιμόλογη και που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν καβάλα, αποκρίθηκε:
«Άντρα μου, κουνιέμαι όσο μπορώ»
«Κουνιέσαι; Τι θες να πεις μ’ αυτό;» της λέει.
Η κυρά γέλασε με την καρδιά της, όχι χωρίς λόγο βέβαια, και αποκρίθηκε:
«Δεν ξέρεις τι θα πει αυτό; Σ’ έχω ακούσει χίλιες φορές να λες την παροιμία: “Όποιος το βράδυ δεν έχει φάει, τα καπούλια του κουνάει”».
Ο αδελφός Πούτσιο νόμισε πως η νηστεία τής είχε φέρει αϋπνία, και πως για τούτο δεν μπορούσε να μείνει ακίνητη στο κρεβάτι.
«Γυναίκα» της λέει, «σου το ‘χω πει να μη νηστεύεις. Εσύ όμως δε θέλησες να με ακούσεις. Τώρα προσπάθησε να μείνεις ήσυχη και να κοιμηθείς. Κουνιέσαι τόσο πολύ στο κρεβάτι σου, που τρέμει ολόκληρο το σπίτι».
Τότε του λέει εκείνη:
«Μην ανησυχείς, ξέρω τι πρέπει να κάνω. Εσύ κοίταξε τον εαυτό σου – εγώ θα τα καταφέρω όσο και να ‘ναι».
Ο αδελφός Πούτσιο ησύχασε και ξανάπιασε τα Πάτερ ημών του. Μα από κείνη τη νύχτα κι έπειτα, η κυρά και ο μεσέρ καλόγερος έστησαν σ’ ένα άλλο δωμάτιο ένα κρεβάτι κι έκαναν εκεί το κέφι τους όσο κρατούσε ο εξιλασμός του αδελφού Πούτσιο. Και σαν έφευγε ο καλόγερος, εκείνη γύριζε στο κρεβάτι της, κι ο αδελφός Πούτσιο, αφού εκτελούσε τα θρησκευτικά του καθήκοντα, πήγαινε κι αυτός να πλαγιάσει. Μ’ αυτό το ρυθμό συνεχίστηκε ο εξιλασμός του αδελφού Πούτσιο, καθώς και το γλέντι των δύο εραστών, και η κυρά αστειευόταν συχνά πάνω σ’ αυτό με τον καλόγερο:
«Βάζεις τον αδελφό Πούτσιο» του έλεγε «να κάνει τον εξιλασμό που ανοίγει σ’ εμάς τον Παράδεισο».
Ήταν ενθουσιασμένη μ’ αυτή τη ζωή, και ύστερα από τις μακροχρόνιες νηστείες που την είχε υποχρεώσει ο άντρας της, συνήθισε σ’ αυτά τα τσιμπούσια. Έτσι, αφού τέλειωσε ο εξιλασμός του αδελφού Πούτσιο, βρήκε τον τρόπο να τα συνεχίσει αλλού μαζί με τον καλόγερο και να το γλεντάει κρυφά.
Και για να μην υπάρχει ασυμφωνία ανάμεσα στην αρχή και στο τέλος της αφήγησης μου, σας λέω πως ο αδελφός Πούτσιο, που νόμιζε πως θ’ αξιωνόταν τον Παράδεισο, έμπασε σ’ αυτόν πρώτα τον καλόγερο, που του είχε δείξει το γρήγορο μέσον, και ύστερα τη γυναίκα του, που ζούσε κοντά του στερημένη από εκείνο που ο μεσέρ καλόγερος, από ευσπλαχνία, της χορήγησε τόσο απλόχερα.
BOCCACCIO GIOVANNI
ΔΕΚΑΗΜΕΡΟ (1355)
[ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ – ΙΣΤΟΡΙΑ IV]
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΟΣΜΑΣ ΠΟΛΙΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΑ 1993
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου