.

Όποιος φοβάται τον θάνατο είναι ήδη νεκρός.
Όποιος θέλει για μια στιγμή η ζωή του να ανήκει μόνο σ' αυτόν, που θέλει για μια στιγμή να είναι πεπεισμένος για όσα κάνει, πρέπει να αδράξει το παρόν.
Πρέπει να αντιμετωπίζει τα πάντα στο παρόν ως τελικά, σαν να ήταν βέβαιο ότι θα ακολουθήσει αμέσως ο θάνατος.
Και πρέπει μετά στο σκοτάδι να δημιουργήσει ζωή. Ζωή μέσα από τον εαυτό του.
Carlo Michelstaedter, La Persuasione e la Rettorica

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2025

Η μύγα – Catherine Mansfield

 
«Μια χαρά βολεύτηκες εδώ» τραύλισε ο γερο-Γούντιφιλντ. Η πράσινη δερμάτινη πολυθρόνα στέκεται πλάι στο γραφείο του φίλου του τού διευθυντή, κι από κει προβάλλει το κεφάλι του και κοιτάζει ερευνητικά γύρω, όπως κοιτάζει το μωρό μέσ' από την κούνια του. Η κουβέντα έχει τελειώσει. Ώρα να πηγαίνει. Από τότε που βγήκε στη σύνταξη, από τότε που έπαθε τη… συμφόρηση, η γυναίκα και οι κόρες του τον περιόριζαν στο σπίτι, όλη την εβδομάδα, εκτός από την Τρίτη. Την Τρίτη τον έντυναν, τον βούρτσιζαν και του επέτρεπαν να περάσει τη μέρα του στην πόλη. Παρόλο που δεν μπορούσαν να φανταστούν τι κάνει εκεί. Φορτώνεται στους φίλους του, υπέθεταν… Λοιπόν, μπορεί να 'ναι κι έτσι. Εν πάση περιπτώσει, αρπαζόμαστε από τις τελευταίες μας απολαύσεις, όπως το δέντρο επιμένει στα τελευταία του φύλλα. Κι έτσι ο γερο-Γούντιφιλντ καθόταν καπνίζοντας ένα πούρο και κοίταζε σχεδόν λαίμαργα το διευθυντή να περιστρέφεται στην καρέκλα του γραφείου, γεροδεμένος, ροδαλός, πέντε χρόνια μεγαλύτερος του, κι όμως όλο και πιο ακμαίος, πάντα στο τιμόνι. Σου έκανε καλό να τον βλέπεις.
Με θαυμασμό, συλλογισμένα, η γέρικη φωνή συμπλήρωσε: «Ναι, σίγουρα, είναι βολικά εδώ μέσα!»
«Ναι, αρκετά βολικά» παραδέχτηκε ο διευθυντής, και χτύπησε ελαφρά τους Financial Times μ' ένα χαρτοκόπτη. Η αλήθεια είναι πως καμάρωνε για το δωμάτιό του- του άρεσε να το θαυμάζουν, ιδιαίτερα ο γερο-Γούντιφιλντ. Ένιωθε μια βαθιά, στερεή ικανοποίηση να 'ναι θρονιασμένος στη μέση ακριβώς του δωματίου και να κοιτάζει απέναντί του εκείνη την εύθραυστη γέρικη φιγούρα τυλιγμένη με το κασκόλ της.
«Το ανακαίνισα τελευταία» εξήγησε, όπως είχε εξηγήσει τις περασμένες -πόσες;- βδομάδες. «Καινούργιο χαλί», κι έδειξε το ζωηρόχρωμο κόκκινο χαλί με τους μεγάλους άσπρους κύκλους. «Καινούργια έπιπλα», κι έδειξε με τα μάτια τη βαριά βιβλιοθήκη και το τραπέζι με τα στριφτά πόδια. «Ηλεκτρική θέρμανση!» Ανέμισε το χέρι του σχεδόν θριαμβευτικά προς τη σόμπα με τα πέντε διαφανή λουκάνικα που έλαμπαν γλυκά, σα μαργαριτάρια, στηριγμένα στην πλαγιαστή χάλκινη βάση τους.
Αλλά δεν επέστησε την προσοχή του γερο-Γούντιφιλντ στη φωτογραφία πάνω από το τραπέζι. Έδειχνε ένα αγόρι με στολή να στέκεται σοβαρό σ' ένα από κείνα τα εξωπραγματικά πάρκα των φωτογράφων, με φόντο βαριά σύννεφα. Η φωτογραφία δεν ήταν καινούργια. Έστεκε εκεί περισσότερο από έξι χρόνια.
«Κάτι ήθελα να σου πω» λέει ο γερο-Γούντιφιλντ, και τα μάτια του θαμπώνουν στην προσπάθεια να θυμηθεί. «Τι όμως; Το 'χα στο μυαλό μου φεύγοντας σήμερα το πρωί από το σπίτι.» Τα χέρια του αρχίζουν να τρέμουν, και κόκκινα μπαλώματα εμφανίζονται στα μήλα πάνω από τη γενειάδα του.
Φτωχέ παλιόφιλε, σώθηκαν τα ψωμιά σου, σκέφτηκε ο διευθυντής. Και, γεμάτος συμπόνια, κλείνει το μάτι στο γέρο και λέει χωρατεύοντας: «Λοιπόν, άκου τι θα κάνουμε. Μου βρίσκονται εδώ δυο δάχτυλα από κάτι που θα σε τονώσει προτού ξαναβγείς έξω στο κρύο. Θείο πράγμα. Δε βλάπτει ούτε παιδί». Πήρε ένα κλειδί από την αλυσίδα του ρολογιού του, ξεκλείδωσε ένα ντουλάπι πίσω από το γραφείο του και τράβηξε ένα σκούρο κοντόχοντρο μπουκάλι. «Ορίστε το φάρμακο!» είπε. «Και ο άνθρωπος που μου το προμήθευσε, μου εκμυστηρεύτηκε πως προέρχεται από το WindsorCastle.»
Tο στόμα του γερο-Γούντιφιλντ έμεινε ανοιχτό αντικρίζοντας το μπουκάλι. Δε θα ξαφνιαζόταν περισσότερο αν ο διευθυντής τού είχε παρουσιάσει ένα κουνέλι.
«Ουίσκι, ε;» ψέλλισε ξεψυχισμένα.
Ο διευθυντής γύρισε το μπουκάλι και του έδειξε στοργικά την ταμπέλα. Ήταν πράγματι ουίσκι.
«Ξέρεις» πρόσθεσε, σηκώνοντας το γεμάτο απορία βλέμμα του στο διευθυντή, «ούτε να τ' αγγίξω δε μ' αφήνουν στο σπίτι.» Φαινόταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
«Α, εδώ είναι που ξέρουμε κάτι παραπάνω από τις κυρίες» φώναξε ο διευθυντής διασχίζοντας αποφασιστικά το δωμάτιο και πιάνοντας δυο χοντρά ποτήρια που ήταν ακουμπισμένα στο τραπέζι με την καράφα. Έβαλε στα ποτήρια μια μεγαλόψυχη δόση ουίσκι. «Πιες το. Θα σου κάνει καλό. Kαι μη βάλεις νερό. Αμαρτία να νοθεύεις τέτοιο πράγμα! Αα!» Κατέβασε το δικό του, έβγαλε το μαντίλι του, σκούπισε βιαστικά τα μουστάκια του, και κάρφωσε τα μάτια του στον γερο-Γούντιφιλντ που στριφογύριζε τη γουλιά στο στόμα του.
Ο γεράκος κατάπιε, έμεινε σιωπηλός ένα λεπτό, και ψέλλισε ντροπαλά: «Έχει γεύση καρυδιού!»
Τον ζέστανε όμως - κύλησε στον παγωμένο γέρικο εγκέφαλο -θυμήθηκε.
«Το βρήκα» είπε, κι ανασηκώθηκε από την πολυθρόνα του. «Σκέφτηκα πως θα σ' ενδιέφερε. Οι κόρες μου πήγαν στο Βέλγιο την περασμένη βδομάδα να ρίξουν μια ματιά στον τάφο του φτωχού μας του Ρέτζυ, κι έτυχε να πέσουν πάνω στον τάφο του γιου σου. Φαίνεται είναι κοντά οι δυο τους.»
Ο γερο-Γούντιφιλντ σταμάτησε, αλλά ο διευθυντής δεν απάντησε. Μόνο ένα τρέμουλο στο βλέφαρό του έδειξε ότι είχε ακούσει.
«Οι κόρες μου ενθουσιάστηκαν με τον τρόπο που διατηρούν το νεκροταφείο» συνέχισε η γέρικη φωνή. «Εξαιρετικά περιποιημένο. Τι περισσότερο θα τους προσφέραμε αν τους είχαμε εδώ; Δεν πήγες ποτέ σου εσύ, ε;»
«Όχι, όχι!» Για διάφορους λόγους ο διευθυντής δεν είχε πάει.
«Είναι απέραντο» τρεμούλιασε η φωνή του γερο-Γούντιφιλντ, «και το κρατάνε τακτικό και καθαρό σαν κήπο. Σ' όλους τους τάφους λουλούδια. Όμορφα, φαρδιά μονοπάτια.» Η φωνή του έδειχνε καθαρά πόσο του άρεσε ένα όμορφο, φαρδύ μονοπάτι.
Ξανά σιωπή. Έπειτα, ο γεράκος ζωήρεψε απίστευτα.
«Ξέρεις τι τους ζήτησαν να πληρώσουν στο ξενοδοχείο για ένα βαζάκι μαρμελάδα;» υψώθηκε η φωνή. «Δέκα φράγκα! Εγώ αυτό το λέω ληστεία. Ένα μικρό βαζάκι, έτσι λέει η Γερτρούδη, όχι μεγαλύτερο από μισή κορόνα. Και δεν είχε πάρει παραπάνω από μια κουταλιά όταν τη χρέωσαν δέκα φράγκα. Η Γερτρούδη πήρε το βαζάκι μαζί της φεύγοντας -έτσι, για να τους δώσει ένα μάθημα. Πολύ καλά έκανε- αισχροκέρδεια εις βάρος των αισθημάτων μας! Επειδή δηλαδή πηγαίνουμε να δούμε λίγο τα παιδιά μας, νομίζουν ότι μπορούν να μας εκμεταλλεύονται. Μάλιστα!» Και στράφηκε προς την πόρτα.
«Πολύ σωστά, πολύ σωστά!» φώναξε ο διευθυντής, παρόλο που δεν είχε ιδέα σε τι αντιστοιχούσε αυτό το «πολύ σωστά». Έκανε το γύρο του γραφείου, ακολούθησε τα συρτά βήματα ως την πόρτα, και τον ξεπροβόδισε. Ο Γούντιφιλντ έφυγε.
Ο διευθυντής στάθηκε αρκετή ώρα κοιτάζοντας το κενό, ενώ ο γκριζομάλλης κλητήρας, με τα μάτια καρφωμένα πάνω του, μπαινόβγαινε στην κρυψώνα του σα σκύλος που ελπίζει πως θα τον πάνε βόλτα. Ύστερα: «Δε θα δεχτώ κανέναν για μισή ώρα, Μάκεϋ» είπε ο διευθυντής. «Κατάλαβες; Απολύτως κανέναν.»
«Πολύ καλά, κύριε.»
Η πόρτα έκλεισε, τα σταθερά, βαριά βήματα ξαναπέρασαν από το κόκκινο χαλί, το παχύ κορμί βυθίστηκε στην καρέκλα με τις σούστες, και σκύβοντας μπροστά, ο διευθυντής σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια. Ήθελε, σκόπευε, είχε αποφασίσει να κλάψει…
Το σοκ ήταν τρομαχτικό όταν ο γερο-Γούντιφιλντ του πέταξε εκείνη την κουβέντα για τον τάφο του παιδιού. Σαν να 'χε ανοίξει η γη και να 'βλεπε το αγόρι ξαπλωμένο εκεί μέσα, ενώ από πάνω το κοιτούσαν οι κόρες του Γούντιφιλντ. Περίεργο. Παρόλο που είχαν περάσει πάνω από έξι χρόνια, ο διευθυντής σκεφτόταν το αγόρι ανάλλαχτο, ξαπλωμένο με αψεγάδιαστη στολή, κοιμισμένο για πάντα. «Ο γιος μου!» βόγκηξε ο διευθυντής. Αλλά τα δάκρυα δεν είχαν φανεί ακόμα. Παλιά, τους πρώτους μήνες, ακόμα και χρόνια μετά το θάνατο του αγοριού, δε χρειαζόταν παρά να προφέρει αυτές τις λέξεις, και τον έπιανε τέτοια θλίψη, που μόνο ένα βίαιο ξέσπασμα δακρύων μπορούσε να τον ανακουφίσει. Ο χρόνος, είχε δηλώσει τότε, το είχε πει στους πάντες, δε θ΄ άλλαζε τίποτα. Άλλοι ίσως να συνέρχονται, να ξεχνούν τι στερήθηκαν, αυτός όμως όχι. Πώς είναι δυνατόν; Ήταν το μονάκριβο παιδί του. Από την ώρα που γεννήθηκε ο γιος του, ο διευθυντής είχε δουλέψει να στήσει αυτή την επιχείρηση για κείνον- δεν είχε λόγο ύπαρξης αν δεν προοριζόταν για κείνον. Η ζωή η ίδια είχε φτάσει να μην έχει άλλο λόγο ύπαρξης. Πώς στην ευχή θα μπορούσε να δουλέψει σα σκυλί, ν' αρνηθεί τον εαυτό του, να συνεχίσει όλα αυτά τα χρόνια, χωρίς να τρέφει διαρκώς την ελπίδα πως το αγόρι θα ακολουθήσει τα βήματά του και θα συνεχίσει από κει ακριβώς πού θα σταματούσε αυτός;
Και η ελπίδα είχε σχεδόν επαληθευτεί. Ένα χρόνο πριν από τον πόλεμο το αγόρι είχε έρθει στο γραφείο και μάθαινε τα μυστικά της δουλειάς. Κάθε πρωί ξεκινούσαν μαζί- γύριζαν με το ίδιο τρένο. Και πόσα συγχαρητήρια είχε δεχτεί ως πατέρας! Διόλου παράξενο-το αγόρι τα είχε καταφέρει περίφημα. Είχε κερδίσει και την αγάπη του προσωπικού -όλοι τον λάτρευαν, όλοι ανεξαιρέτως, ως τον γερο-Μάκεϋ, δεν κουράζονταν να τον παινεύουν. Και δεν το είχε πάρει καθόλου πάνω του. Όχι, έμενε πάντα ίδιος, απλός και καλοδιάθετος, με τη σωστή κουβέντα για τον καθένα, με κείνο το παιδιάστικο ύφος και τη συνήθειά του να λέει: «Πραγματικά έξοχο!»
Μα όλα αυτά πάει, τέλειωσαν, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Ήρθε η μέρα που ο Μάκεϋ του έδωσε το τηλεγράφημα, κι όλα γκρεμίστηκαν. «Μετά λύπης μας σας πληροφορούμε…» Και είχε φύγει από το γραφείο συντριμμένος, με τη ζωή του ρημαγμένη.
Έξι χρόνια πριν, έξι χρόνια… Τι γρήγορα που πέρασε ο καιρός! Λες και ήταν χτες. Ο διευθυντής κατέβασε τα χέρια από το πρόσωπό του- βρισκόταν σε αμηχανία. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Δεν ένιωθε όπως ήθελε να νιώθει. Αποφάσισε να σηκωθεί και να ρίξει μια ματιά στη φωτογραφία. Δεν ήταν όμως η φωτογραφία που προτιμούσε- η έκφραση δεν ήταν φυσική. Ήταν ψυχρή, ίσως και αυστηρή. Το αγόρι δεν είχε ποτέ τέτοιο ύφος.
Τη στιγμή εκείνη ο διευθυντής πρόσεξε ότι στο χοντρό μελανοδοχείο του είχε πέσει μια μύγα, και τώρα προσπαθούσε αδύναμα αλλά απεγνωσμένα να σκαρφαλώσει και να βγει. Βοήθεια! Βοήθεια! φώναζαν τα ποδαράκια που πάλευαν. Αλλά τα τοιχώματα του μελανοδοχείου ήταν υγρά, και γλιστρούσε- ξανάπεσε μέσα κι άρχισε να κολυμπάει. Ο διευθυντής πήρε μια πένα, έβγαλε τη μύγα από το μελάνι και την τίναξε σ' ένα κομμάτι στυπόχαρτο. Για κλάσματα δευτερολέπτου η μύγα έμεινε ασάλευτη πάνω σ' εκείνη τη σκούρα, παχύρρευστη κηλίδα που απλωνόταν γύρω της. Ύστερα, τα μπροστινά ποδαράκια σάλεψαν, βρήκαν κάπου και πιάστηκαν, και, σηκώνοντας με κόπο το μουλιασμένο κορμάκι, άρχισαν το τεράστιο έργο του καθαρισμού από το μελάνι: πάνω, κάτω, πάνω, κάτω, το ποδαράκι περνούσε από το φτερό όπως το δρεπάνι ακονίζεται στην πέτρα. Έπειτα, μια διακοπή, στη διάρκεια της οποίας η μύγα φάνηκε να στέκεται στις άκρες των ποδιών της και προσπάθησε ν' απλώσει πρώτα το ένα φτερό κι ύστερα το άλλο. Τελικά τα κατάφερε, και στρώθηκε κι άρχισε να πλένει σα γατάκι το πρόσωπό της. Τώρα φανταζόσουν τα μπροστινά ποδαράκια να τρίβουν το 'να τ' άλλο ανάλαφρα, χαρούμενα. Ο τρομερός κίνδυνος είχε περάσει. Είχε γλιτώσει- έτοιμη ξανά για τη ζωή.
Τότε ακριβώς, όμως, ο διευθυντής είχε μια ιδέα. Βούτηξε πάλι την πένα στο μελάνι, στήριξε τον χοντρό του καρπό στο στυπόχαρτο, και καθώς η μύγα δοκίμαζε τα φτερά της -έπεσε μια βαριά σταγόνα. Τι θα 'κανε τώρα; Αλήθεια, τι; Η κακομοίρα η μύγα, καταπτοημένη, άναυδη, δεν κουνιόταν, από φόβο τι θα γίνει μετά. Ύστερα, όμως, με πολύ κόπο, σύρθηκε μπροστά. Τα μπροστινά ποδαράκια σάλεψαν, κατάφεραν να σταθούν και, πιο αργά τούτη τη φορά, η δουλειά ξανάρχισε.
Θαρραλέος διαβολάκος, σκέφτηκε ο διευθυντής κι ένιωσε πραγματικό θαυμασμό για τη μύγα. Ορίστε πώς αντιμετωπίζονται οι αναποδιές- να η σωστή αντίδραση. Ποτέ να μην καταθέτεις τα όπλα- απλώς, είναι θέμα… Αλλά η μύγα είχε ξανά τελειώσει το επίπονο έργο, και ίσα που πρόλαβε ο διευθυντής να ξαναγεμίσει την πένα του και να ρίξει εύστοχα στο κορμί που μόλις είχε πλυθεί άλλη μια σκούρα σταγόνα. Λοιπόν; Μια οδυνηρή στιγμή αγωνίας ακολούθησε. Να όμως- τα μπροστινά ποδαράκια σάλευαν και πάλι- ο διευθυντής ένιωσε ένα κύμα ανακούφισης. Έσκυψε πάνω από τη μύγα και της ψιθύρισε με τρυφερότητα: «Πονηρό μπ…» Και είχε μάλιστα τη θαυμάσια έμπνευση να φυσήξει για να επισπεύσει το στέγνωμα. Ωστόσο, υπήρχε κάτι δειλό κι αδύναμο τώρα στις προσπάθειές της, και καθώς βουτούσε την πένα στο μελανοδοχείο, ο διευθυντής αποφάσισε πως θα 'ναι η τελευταία σταγόνα.
Ήταν η τελευταία. Η σταγόνα έπεσε στο μουλιασμένο στυπόχαρτο, και η λερωμένη μύγα έμεινε μέσα στο λεκέ ασάλευτη. Τα πίσω ποδαράκια είχαν κολλήσει πάνω στο σώμα. Τα μπροστινά ποδαράκια είχαν εξαφανιστεί.
«Άντε λοιπόν» έκανε ο διευθυντής. «Κουνήσου!» Και τη σκούντησε με την πένα του -μάταια. Δεν έγινε τίποτα, κι ούτε υπήρχε πιθανότητα να γίνει. Η μύγα είχε ψοφήσει.
Ο διευθυντής σήκωσε το πτώμα στην άκρη του χαρτοκόπτη και το 'ρίξε στο καλάθι των αχρήστων. Τον δάγκωνε όμως μια τέτοια αίσθηση μαρτυρικής αγωνίας, που κυριολεκτικά τρομοκρατήθηκε. Χτύπησε το κουδούνι για τον Μάκεϋ.
«Φέρε μου λίγο καινούργιο στυπόχαρτο» είπε αυστηρά, «και γρήγορα!» Κι ενώ το γέρικο σκυλί απομακρυνόταν, βάλθηκε να θυμηθεί τι σκεφτόταν λίγο πριν. Τι ήταν; Ήταν… Έβγαλε το μαντίλι του και σκούπισε το λαιμό του. Αδύνατον να θυμηθεί.
 


Catherine Mansfield
Οι κόρες του αείμνηστου συνταγματάρχη
Μετάφραση Μαρία Λαϊνά
Εκδόσεις Γράμματα 1983

Δεν υπάρχουν σχόλια: